44 research outputs found
Thermal comfort and occupant adaptive behaviours in naturally ventilated hospital wards in a hot-humid post-epidemic context
In free-running hospitals, which comprise a significant part of the healthcare infrastructures in countries with the weakest public health systems, unmet spacecooling demand can exacerbate indoor overheating. To date, we lack a comprehensive understanding of human thermal adaptability in naturally ventilated inpatients facilities. Building on a mixed-methods longitudinal thermal comfort survey in eight naturally ventilated multi-patient wards during the rainy and dry seasons at the main tertiary hospital in a postepidemic context, the links between thermal comfort and occupant adaptive behaviours were explored through predictive correlations, probit regression and narrative analysis. The findings revealed that nurses directed the operation of the building controls while acceptable thermal conditions were defined by lower tolerance levels to elevated temperatures during the warm season and higher relative humidity levels during the rainy season. The mitigation of thermal distress among patients through the control of indoor humidity and airflow can function synergistically with airborne infection control.publishedVersio
Υποκλινικός υπερθυρεοειδισμός και οστική νόσος
Η φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδούς παίζει κεντρικό ρόλο στην σκελετική ανάπτυξη και ακεραιότητα. Ο κλινικός υπερθυρεοειδισμός είναι γνωστός παράγοντας κινδύνου οστεοπόρωσης και καταγμάτων χαμηλής βίας. Παρόλα ταύτα, πρόσφατες μελέτες κάνουν λόγο επίσης και για την αρνητική επίδραση του υποκλινικού υπερθυρεοειδισμού στην σκελετική υγεία. Ο έλεγχος ατόμων υψηλού κινδύνου και συνεπώς η θεραπευτική τους προσέγγιση με σκοπό την πρόληψη ή την θεραπεία της δευτερογενούς οστικής απώλειας εξαρτάται από παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο, η εμμηνόπαυση αλλά και από τον βαθμό και την διάρκεια την θυρεοειδικής δυσλειτουργίαςNormal balance of thyroid hormones plays a key role on skeletal growth and integrity. Overt hyperthyroidism is an established risk factor for osteoporosis and fractures. However, recent studies report that even subclinical hyperthyroidism has a negative impact on bone health. Screening of subjects at risk and consequent treatment to prevent or recover secondary bone loss depends on age, gender, menopausal status, severity and duration of thyroid dysfunction
Διακομιδές ασθενών από το Κέντρο Υγείας Μήλου: μια αναδρομική μελέτη
Εισαγωγή: Η διακομιδή ενός ασθενούς είναι ένα δύσκολο εγχείρημα το οποίο κινητοποιεί την ομάδα υγείας στη μονάδα αποστολής και υποδοχής καθώς και το Εθνικό Κέντρο Άμεσης Βοήθειας με σκοπό την εξασφάλιση παροχής εξειδικευμένης φροντίδας στον ασθενή για τη διασφάλιση της υγείας και της επιβίωσής του. Η γεωμορφολογία της Ελλάδας σε συνδυασμό με την ανάγκη προσβασιμότητας του πληθυσμού σε εξειδικευμένη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια περίθαλψη αποτελούν συχνά αιτίες διακομιδής ασθενών από περιοχές της επαρχίας που εδρεύουν μονάδες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας σε νοσοκομεία μεγάλων αστικών κέντρων.
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η καταγραφή και διερεύνηση των δημογραφικών και κλινικών στοιχείων των ασθενών που διακομίζονται από το ΚΥ Μήλου προς άλλη νοσοκομειακή μονάδα υγείας, καθώς και να διερευνηθούν πιθανές συσχετίσεις.
Υλικό και Μέθοδος: Η μελέτη ακολουθεί αναδρομική μεθοδολογία με ανασκόπηση του αρχείου των διακομιδών που έλαβαν χώρα από το Κέντρο Υγείας (ΚΥ) Μήλου. Το δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν ασθενείς που διακομίσθηκαν από το ΚΥ Μήλου ή προσήλθαν σε αυτό ως διακομιδή, για το χρονικό διάστημα 2016 – 2021. Το ερωτηματολόγιο για τη συλλογή των δημογραφικών και κλινικών χαρακτηριστικών των ασθενών δημιουργήθηκε για την παρούσα μελέτη. Η ανάλυση των δεδομένων έγινε με τη χρήση του στατιστικού προγράμματος IBM SPSS 21.0.
Αποτελέσματα: Το σύνολο των διακομιδών για τα μελετώμενα έτη ήταν 366 ασθενείς με μέση ηλικία τα 62,1 έτη (±23,2). Η πλειονότητα ήταν άνδρες 58,6%, μόνιμοι κάτοικοι της Μήλου (77%) και της Κιμώλου (4,8%), οι οποίοι διακομίσθηκαν κυρίως με τα πλοία γραμμής (53,8%). Τα συχνότερα αίτια διακομιδής των ασθενών ήταν τα παθολογικά (16,1%), χειρουργικά – ορθοπεδικά (15,9%), παθολογικά – καρδιαγγειακά (15,3%) και παθολογικά – αναπνευστικά προβλήματα (14,2%). Η πληροφορία για την έκβαση των ασθενών στη μονάδα υποδοχής δεν ήταν διαθέσιμη για το 45,8% των περιπτώσεων, ενώ 122 ασθενείς (33,4%) ιάθηκαν χωρίς να χρειαστεί νοσηλεία σε ΜΕΘ. Η ηλικία και το φύλο βρέθηκε να σχετίζονται σημαντικά με την αιτία προσέλευσης/διακομιδής, ενώ σημαντική ήταν η συσχέτιση μεταξύ του μέσου διακομιδής και της αιτίας προσέλευσης/διακομιδής.
Συμπεράσματα: Όλες οι περιπτώσεις οξέων συμβάντων υγείας που συνέβησαν στο νησί της Μήλου, αποτέλεσαν προκλήσεις για την ομάδα υγείας του ΚΥ, και κινητοποίησαν το μηχανισμό διακομιδών με στόχο τη διασφάλιση της συνέχειας της φροντίδας και την παροχή ολοκληρωμένης φροντίδας υγείας.Introduction: Patient transportation is a challenging process that engages the health personnel in both the transferring and the admitting unit or hospital as well as the Greek National Emergency Center, in order to ensure the provision of specialized health care to the patient for his health and survival. The geomorphology of Greece, combined with the population's need for access to specialized secondary and tertiary health care, are often reasons for the patients’ transportation from rural areas where Primary Health Care units are based to hospitals in large urban centers.
Purpose: The purpose of this study was to investigate the demographic and clinical profile of the patients transferred from Milos Health Center to another hospital health unit, as well as to explore possible correlations.
Material and Method: The study has been carried out using a retrospective methodology with a review of the records of the transferred patients that took place at the Health Center (HC) of Milos. The sample of the study consists of all the patients who were transferred from the HC of Milos or were admitted to it from another location or another health facility, for the period 2016 – 2021. The questionnaire for the collection of the demographic and clinical characteristics of the patients was developed for the present study. The data were analyzed using the statistical program IBM SPSS 21.0.
Results: There were 366 patients in total, with an average age of 62.1 years (±23.2). The majority were men 58.6%, residents of Milos (77%) and Kimolos (4.8%), who were mostly transported by ferries (53.8%). The most frequent reasons for transferring patients were pathological (16.1%), surgical-orthopedic (15.9%), pathological-cardiovascular (15.3%), and pathological-respiratory (14.2%) problems. The patient outcome in the admitting unit was not available for 45.8% of the cases, while 122 patients (33.4%) were cured without needing hospitalization in the ICU. Age and gender were found to be significantly related to the reason for transportation. A significant correlation was also identified between the modes of transportation and the reason for transportation.
Conclusions: All cases of urgent health events that occurred on Milos island, constituted challenges for the health professionals of the HC, and induced the patients’ transportation to ensure continuity and integrated health care
Οι επιδράσεις των διαφορετικών τύπων άσκησης στο σακχαρώδη διαβήτη
Σκοπός: Η άσκηση διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο και αποτελεί απαραίτητη συνιστώσα των προγραμμάτων πρόληψης και θεραπευτικής αντιμετώπισης ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (T2D). Σκοπός της συστηματικής αυτής ανασκόπησης ήταν να διερευνηθεί η εφαρμογή και η αποτελεσματικότητα προγραμμάτων υψηλής έντασης διαλειμματικής άσκησης (high intensity interval training-ΗΙΙΤ) σε σύγκριση με μέτριας έντασης συνεχούς άσκησης (moderate intensity continuous training-MICT) ή με την ομάδα ελέγχου σε ασθενείς με T2D.
Υλικό: Τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες συμπεριλήφθηκαν μέσω αναζήτησης των άρθρων που έγινε στις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων Pubmed και Cochrane Library. Αναζητήθηκαν όλα τα άρθρα που είχαν δημοσιευτεί ως τον Δεκέμβριο του 2018. Η μεθοδολογική τους ποιότητα αξιολογήθηκε χρησιμοποιώντας την κλίμακα αξιολόγησης PEDro. Προκαθορίστηκαν τα κριτήρια εισαγωγής και αποκλεισμού.
Αποτελέσματα: Η αναζήτηση κατέληξε σε 16 έρευνες που πληρούσαν τα συγκεκριμένα κριτήρια. Η ανασκόπηση ανέδειξε ως ασφαλή και εφαρμόσιμη τη HIIT σε ασθενείς με T2D. Κατά τη HIIT παρατηρήθηκε μεγαλύτερη αύξηση της μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου και του μέγιστου έργου συγκριτικά με τη μέτριας έντασης άσκηση στο μεγαλύτερο αριθμό των μελετών που αξιολογήθηκαν. Από τις 12 μελέτες που μελέτησαν την ικανότητα για άσκηση οι 7 έδειξαν βελτίωση στη HIIT έναντι της MICT. Συνολικά 7 μελέτες έδειξαν πως η HIIT οδήγησε σε σημαντική βελτίωση του γλυκαιμικού προφίλ. Ενώ από τις 4 μελέτες που μελέτησαν τη λειτουργία του ενδοθηλίου (σύμφωνα με την τεχνική «flow mediated dilation-FMD») σε ασθενείς με T2D, 3 έδειξαν επιδράσεις βελτίωσης στη HIIT συγκριτικά με τη μέτριας έντασης άσκηση. Δύο μελέτες βελτίωσαν την αρτηριακή πίεση ύστερα και από τα δύο είδη παρεμβάσεων (HIIT, MICT) ενώ μια μελέτη τη βελτίωσε ύστερα μόνο από HIIT. Δεν υπάρχει σημαντική βελτίωση στο λιπιδαιμικό προφίλ στη HIIT συγκριτικά με τη MICT. Από τις 3 μελέτες που μελέτησαν το οξειδωτικό στρες φαίνεται ότι η HIIT έχει κάποια θετική επίδραση στο οξειδωτικό στρες, παρολαυτά περισσότερες μελέτες χρειάζονται για να αναδείξουν τεκμηριωμένα την επίδραση των προγραμμάτων άσκησης.
Συμπεράσματα: Η HIIT είναι ένας αποτελεσματικός τύπος άσκησης σε ασθενείς με T2D. Επιπλέον φαίνεται να βελτιώνει περισσότερο την ικανότητα για άσκηση και την ενδοθηλιακή λειτουργία συγκριτικά με τη μέτριας έντασης άσκηση με τάση υπεροχής και ως προς το γλυκαιμικό προφίλ των ασθενών.Aims: Exercise training plays a major role in prevention and treatment programs in patients with type 2 diabetes mellitus (T2D). The aim of this systematic review was to investigate the effectiveness of high intensity interval training (ΗΙΙΤ) compared with moderate intensity continuous training (MICT) or no training in patients T2D.
Methods: All randomized controlled clinical (RCT) trials that fullfiled prespecifed criteria were obtained through a computerized search from several databases, such as PubMed and Cohcrane Library. The search included all the articles published until December 2018. Methodological quality was assessed using the PEDro scale. The primary endpoint of the study was the exercise capacity and the secondary points were the glycemic and lipidemic profile, the endothelial function, the blood pressure and the oxidative stress.
Results: Sixteen RCTs met the inclusion and exclusion criteria set for the systematic review. ΗΙΙΤ was found to have greater increase in peak oxygen intake compared to MICT in the majority of the articles assessed. From the 12 trials, which assessed the exercise capacity, 7 trials have shown an improvement in exercise capacity. Seven trials improved significant the glycemic profile after HIIT exercise. From the 4 trials which assessed the endothelium function, 3 trials improved the endothelium function after HIIT compared with MICT. Two trials improved the blood pressure after both interventions (HIIT, MICT), whereas 1 trial improved it after HIIT. No significant improvement was noted in blood lipid profile in HIIT compared to MICT. From the 3 trials which assessed the oxidative stress, it was resulted that HIIT intervention has some positive outcome in oxidative stress, whereas more research needs to discover further information about the effect of exercise programs.
Conclusions: We conclude that HIIT is an effective type of exercise in patients with T2D. HIIT improves more exercise capacity, with a trend to a greater improvement in endothelium function and glycemic profile compared with MICT
COMMUNICATION AND COGNITIVE IMPAIRMENT AMONG NURSING HOMES RESIDENTS IN GREECE
In Greece, the percentage of elderly living in nursing homes is relatively small compared to other European countries. The reason behind this is mainly due to the social structure and the role of the family, which plays an important role in the care of the elderly. Until now it has not been a systematic investigation of the communication and cognitive impairments of the population living in nursing home. This is the first epidemiological study, aimed to assess the presence of such impairments and also the degree of the severity in order to address the need for speech & language therapy intervention
Assessing the evidence: exploring the effects of exercise on diabetic microcirculation
Diabetes mellitus (DM) is associated with cardiovascular complications. Impairment of glycemic control induces noxious glycations, an increase in oxydative stress and dearangement of various metabolic pathways. DM leads to dysfunction of micro and macrovessels, connected to metabolic, endothelial and autonomic nervous system. Thus, assessing vascular reactivity might be one of the clinical tools to evaluate the impact of harmful effects of DM and potential benefit of treatment; skin and skeletal muscle microcirculation have usually been tested. Physical exercise improves vascular dysfunction through various mechanisms, and is regarded as an additional effective treatment strategy of DM as it positively impacts gylcemic control, improves insulin sensitivity and glusose uptake in the target tissues, thus affecting glucose and lipid metabolism, and increases the endothelium dependent vasodilation. Yet, not all patients respond in the same way so titrating the exercise type individualy would be desired. Resistance training has, apart from aerobic one, been shown to positively correlate to glycemic control, and improve vascular reactivity. It has been prescribed in various forms or in combination with aerobic training. This review would assess the impact of different modes of exercise, the mechanisms involved, and its potential positive and negative effects on treating patients with Type I and Type II DM, focusing on the recent literature.
Keywords: Diabetes, exercise, aerobic training, resistance training, high intensity interval training, microcirculation, laser Doppler fluxmetr
Linguaggio Proverbiale dei Presidenti Americani (1945-2008) : Un Approccio con Metodi Digitali all'Uso dei Proverbi nel Discorso Politico
Political language's power to influence public opinion drives the present investigation into proverbs used by presidents during 1945-2008. The study’s purpose is to explore the proverbial language of American presidents, employing a digital methods approach. In addition to the predominant use of quantitative and comparative analyses, qualitative analysis is also occasionally employed. The research examines proverb frequency, patterns, and shifts in political speeches, revealing shared trends and distinctive usage of the proverbs. It also considers presidency duration and political circumstances, uncovering the presidents that favored proverbs in their discourses. Adopting computational means and tools, the study intends to cover gaps in existing research by quantifying proverb usage, focusing on the nuanced sociopolitical fabric. The research is based on vast bibliographic references including studies conducted by old paremiologists, as well as modern computational endeavors. Although the proverbs’ nature involves challenges such as metaphoricity, and existence of variants can cause difficulties in their identification by the tools, the research has been completed, answered all research questions that spanned proverb presence, evolution, and disparities among presidents' speeches, and produced interesting results. Overall, the research enhances understanding of proverbs' role in political discourse, revealing how politicians shape leadership communication through language. Due to the fact that all data was retrieved by open accessed sources, the research has not encountered any copyright issues. Some of the findings were expected, while others were unpredicted. The alternating sequence of challenges and achievements resulted in an understanding of previously raised questions as well as the need to tackle new ones
Linguaggio Proverbiale dei Presidenti Americani (1945-2008) : Un Approccio con Metodi Digitali all'Uso dei Proverbi nel Discorso Politico
Political language's power to influence public opinion drives the present investigation into proverbs used by presidents during 1945-2008. The study’s purpose is to explore the proverbial language of American presidents, employing a digital methods approach. In addition to the predominant use of quantitative and comparative analyses, qualitative analysis is also occasionally employed. The research examines proverb frequency, patterns, and shifts in political speeches, revealing shared trends and distinctive usage of the proverbs. It also considers presidency duration and political circumstances, uncovering the presidents that favored proverbs in their discourses. Adopting computational means and tools, the study intends to cover gaps in existing research by quantifying proverb usage, focusing on the nuanced sociopolitical fabric. The research is based on vast bibliographic references including studies conducted by old paremiologists, as well as modern computational endeavors. Although the proverbs’ nature involves challenges such as metaphoricity, and existence of variants can cause difficulties in their identification by the tools, the research has been completed, answered all research questions that spanned proverb presence, evolution, and disparities among presidents' speeches, and produced interesting results. Overall, the research enhances understanding of proverbs' role in political discourse, revealing how politicians shape leadership communication through language. Due to the fact that all data was retrieved by open accessed sources, the research has not encountered any copyright issues. Some of the findings were expected, while others were unpredicted. The alternating sequence of challenges and achievements resulted in an understanding of previously raised questions as well as the need to tackle new ones
Αξιολόγηση και Ανάπτυξη Μοντέλου Προσδιορισμού Διαθρεπτικών Στοιχείων με NIR
Η παρούσα διπλωματική εργασία πραγματοποιήθηκε με στόχο την ανάπτυξη μεθόδου προσδιορισμού της συνολικής περιεκτικότητας κορεσμένων, μονοακόρεστων και πολυακόρεστων λιπαρών οξέων, με χρήση φασματοσκοπίας εγγύς υπέρυθρης ακτινοβολίας μετασχηματισμού Fourier (FT-NIR). Παρέχεται μια σύντομη περιγραφή των βασικών αρχών της NIR φασματοσκοπίας και ακολουθεί ανάλυση των μοριακών δονήσεων, ερμηνεία των πληροφοριών που μπορούν να ανακτηθούν από τα φάσματα απορρόφησης υπερύθρου και παρουσίαση των τυπικών διατάξεων και της αρχής λειτουργίας των φασματοφωτομέτρων εγγύς υπερύθρου με μετασχηματισμό Fourier (FT-NIR).
Τα κύρια βήματα που ακολουθήθηκαν κατά την ερευνητική μελέτη ήταν αρχικά ο προσδιορισμός της συνολικής περιεκτικότητας των λιπαρών οξέων σε δείγματα παιδικών τροφών με εφαρμογή μεθόδου αέριας χρωματογραφίας με χρήση ανιχνευτή ιονισμού φλόγας (GC/FID Chromatography), βασισμένη στο πρότυπο ISO 12966:2015 και στην συνέχεια η αξιοποίηση των αποτελεσμάτων αυτών με σκοπό την κατασκευή καμπύλης αναφοράς στο λογισμικό του οργάνου εγγύς υπέρυθρης φασματοσκοπίας. Συνολικά 34 δείγματα, προερχόμενα στην πλειονότητά τους από την εταιρία ΓΙΩΤΗΣ Α.Ε., χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της καμπύλης βαθμονόμησης (calibration set) και 10 δείγματα όμοιας σύστασης χρησιμοποιήθηκαν για την επικύρωση της μεθόδου (validation set). Τα αποτελέσματα της χημειομετρικής ανάλυσης των παραπάνω δεδομένων ανέδειξαν μεγαλύτερη ακρίβεια στην ποσοτικοποίηση των κορεσμένων και μονοακόρεστων λιπαρών οξέων λόγω της αυξημένης συγκέντρωσης τους στα δείγματα.
Δεδομένων των πορισμάτων της μελέτης, προτείνεται εκτενέστερη έρευνα της μεθόδου ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα και η ακρίβεια της πρόβλεψης, για την επίτευξη αποτελεσματικού προσδιορισμού των κύριων θρεπτικών συστατικών των τροφίμων που σχετίζονται με την παρακολούθηση των βιομηχανικών διεργασιών.The present dissertation has been conducted focusing on the development of a method for determining the total content of saturated, monounsaturated and polyunsaturated fatty acids, using Near Infrared Spectroscopy (NIR). A brief description of the basic principles of NIR spectroscopy is provided, followed by an analysis of molecular vibrations, an interpretation of the information that can be retrieved from infrared absorption spectra and a presentation of the typical layouts and operating principle of Fourier transform Near-Infrared (FT-NIR) spectrophotometers.
The main steps followed during the research study were initially the determination of the total fatty acid content of baby food samples by a gas chromatography method using a flame ionization detector (GC/FID Chromatography) based on the ISO 12966:2015 standard and then the utilization of these results in order to construct a reference curve in the software of the near-infrared spectroscopy instrument, for the quantification of the fatty acids contained in the samples under analysis. A total of 34 samples, most of them from the company JOTIS S.A., were used for the construction of the calibration curve (calibration set) and 10 unknown samples of similar composition were used for the validation of the method (validation set). The results of the chemometric analysis of the above data showed greater accuracy in the quantification of saturated fatty acids due to their increased concentration in the samples.
Given the corollaries of the study, a more extensive investigation of the method is suggested to improve the quality and accuracy of the prediction to achieve effective determination of the main food nutrients related to industrial process monitoring