1,595 research outputs found

    QUALITY PARAMETERS IN CONSERVATION-RESTORATION CHOICES – THE CASE OF THE TOWER OF THE WINDS IN ATHENS

    Get PDF
    The chemistry- and physics-based approach of conservation has led to the view that conservator-restorers use quantitative criteria which provide objective choices. Today, however, there is a shift of focus from material-centred to people-oriented approaches within the field of heritage preservation. This shift leads to a redefinition of the conservation-restoration field and its ethics in relation to society and calls for the adoption of diverse methodologies. Within this context, this paper discusses the qualitative factors which inform decision-making processes in conservation-restoration practice. More specifically, the paper examines the case of the so called “Tower of the Winds” in Athens and looks at the quality parameters which informed conservation-restoration work carried out at the Tower during 2014-2015. Overall, it is shown that the prominence of the quality parameters which inform contemporary conservation-restoration practice reveals the subjective dimension of conservation-restoration choices. The research has also showed that current trends tend to emphasize the historical rather than the aesthetic or other values of monuments.The chemistry- and physics-based approach of conservation has led to the view that conservator-restorers use quantitative criteria which provide objective choices. Today, however, there is a shift of focus from material-centred to people-oriented approaches within the field of heritage preservation. This shift leads to a redefinition of the conservation-restoration field and its ethics in relation to society and calls for the adoption of diverse methodologies. Within this context, this paper discusses the qualitative factors which inform decision-making processes in conservation-restoration practice. More specifically, the paper examines the case of the so called “Tower of the Winds” in Athens and looks at the quality parameters which informed conservation-restoration work carried out at the Tower during 2014-2015. Overall, it is shown that the prominence of the quality parameters which inform contemporary conservation-restoration practice reveals the subjective dimension of conservation-restoration choices. The research has also showed that current trends tend to emphasize the historical rather than the aesthetic or other values of monuments

    Prosodic effects in the production of structural ambiguities: Do they exist?

    Get PDF
    The aim of the present study is to explore whether Greek adults, who are non-trained speakers and naïve to the purpose of the task, use distinguishable prosodic cues, while producing ambiguous sentences. We report on the findings from a production task conducted with 30 participants (15 females), which contained subject/object ambiguities. Results revealed that participants use prosodic cues to denote the subject or the object reading, but not consistently so in order to distinguish the two meanings. We argue that our findings are in line with the Syntax-Phonology mapping, according to which prosodic phrasing goes in tandem with syntactic segmentation, though prosodic phrasing was not consistently employed by our speakers to differentiate the two meanings of the ambiguous sentences

    Is existing legislation fit-for-purpose to achieve Good Environmental Status in European seas?

    Get PDF
    Recent additions to marine environmental legislation are usually designed to fill gaps in protection and management, build on existing practices or correct deficiencies in previous instruments. Article 13 of the European Marine Strategy Framework Directive (MSFD) requires Member States to develop a Programme of Measures (PoM) by 2015, to meet the objective of Good Environmental Status (GES) for their waters by 2020. This review explores key maritime-related policies with the aim to identify the opportunities and threats that they pose for the achievement of GES. It specifically examines how Member States have relied on and will integrate existing legislation and policies to implement their PoM and the potential opportunities and difficulties associated with this. Using case studies of three Member States, other external impediments to achieving GES are discussed including uses and users of the marine environment who are not governed by the MSFD, and gives recommendations for overcoming barriers

    Towards a low-carbon economy : A nexus-oriented policy coherence analysis in Greece

    Get PDF
    The sustainable management of natural resources under climate change conditions is a critical research issue. Among the many approaches emerged in recent times, the so-called 'nexus approach' is gaining traction in academic and policy circles. The nexus approach presupposes the analysis of bio-physical, socio-economic and policy interlinkages among sectors (e.g., water, energy, food) for the identification of integrated solutions and the support of policy decisions. Ultimately, the nexus approach aims to identify synergies and trade-offs among the nexus dimensions. Concerning policy, the nexus approach focuses on policy coherence, i.e., the systematic identification and management of trade-offs and synergies between policies across sectors. This paper investigates the coherence between policies on the water-land-energy-food-climate nexus in Greece. The systematic analysis of policy documents led to the elicitation of nexus-related policy objectives and instruments. Then, the coherence among objectives and between objectives and instruments was assessed using the methodology proposed by Nilsson et al. A stakeholder (trans-disciplinary) orientation was adopted and the need to incorporate stakeholders' recommendations as to policy coherence assessment was highlighted. Overall, the findings revealed that climate and food/agricultural policies represent critical future priorities in Greece by stimulating progress in other nexus-related policies (energy, water, land policies) and being positively influenced by them.</p

    OPTIMAL SENSOR PLACEMENT FOR PREDICTION OF WIND ENVIRONMENT AROUND BUILDINGS

    Get PDF
    Ph.DDOCTOR OF PHILOSOPH

    Language education for refugees and migrants: Multiple case studies from the Greek context

    Get PDF
    Η πρόσφατη προσφυγική κρίση επανέφερε με οξύτητα στην επικαιρότητα το θέμα της γλωσσικής εκπαίδευσης των πληθυσμών που αναζητούν καταφύγιο και μια καινούρια ζωή στην Ευρώπη. Η γνώση της τοπικής γλώσσας είναι απαραίτητη για τον πληθυσμό αυτό, προκειμένου να επιτύχει τη βελτίωση της κοινωνικοοικονομικής και επαγγελματικής του κατάστασης. Στην Ελλάδα, τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρξε πρόνοια για την γλωσσική εκπαίδευση μεταναστών/ριών από δημόσιους φορείς και ταυτόχρονα από πρωτοβουλίες εθελοντικών ομάδων. Ωστόσο, κατά την πρόσφατη προσφυγική κρίση σημειώνεται δραστηριοποίηση κυρίως ανθρωπιστικών οργανώσεων και εθελοντών/ριών σε αυτόν τον τομέα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά εφήβους άνω των 15 ετών και ενήλικες.H μελέτη εστιάζει σε περιβάλλοντα μη τυπικής εκπαίδευσης που προσφέρουν δωρεάν μαθήματα γλώσσας σε μετανάστες/ριες και πρόσφυγες 15 ετών και άνω. Στόχος είναι η διερεύνηση: α) του προφίλ και των στόχων των εκπαιδευτών και των μαθητών/ριών, β) των μεθόδων διδασκαλίας, γ) του κλίματος μεταξύ εκπαιδευτών-εκπαιδευομένων και των εκπαιδευομένων μεταξύ τους, δ) του εκπαιδευτικού υλικού που αξιοποιείται. Υιοθετήθηκε η μέθοδος των πολλαπλών μελετών περίπτωσης. Διερευνήθηκαν 21 εκπαιδευτικά περιβάλλοντα, όπου προσφέρονταν μαθήματα κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου 2017. Τα δεδομένα συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «LanguageEducationforMigrantsandRefugees» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Για τη συλλογή τους χρησιμοποιήθηκαν συνεντεύξεις με εκπαιδευτικούς και εκπαιδευομένους/ες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ερωτηματολόγια. Επίσης πραγματοποιήθηκαν παρατηρήσεις της εκπαιδευτικής διαδικασίας.Τα μαθήματα λειτουργούσαν σε ορισμένες περιπτώσεις με χρηματοδότηση από ΜΚΟ, ενώ σε άλλες με βάση την προσφορά εθελοντών. Όσον αφορά τις γλώσσες, τα ελληνικά διδάσκονταν σε 17 από τα περιβάλλοντα, τα αγγλικά σε τρία, ενώ σε μία περίπτωση τα μαθήματα αφορούσαν τη γερμανική γλώσσα. Οι εκπαιδευτικοί ήταν όλοι σχεδόν απόφοιτοι/ες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, συχνά με μεταπτυχιακές σπουδές, οι μισοί/ές με εμπειρία στην εκπαίδευση μεταναστών, αλλά λίγοι/ες με εξειδίκευση στη διδακτική της δεύτερης γλώσσας. Δήλωσαν ότι στοχεύουν στην ανάπτυξη επικοινωνιακών δεξιοτήτων βασικών για την επιβίωση των εκπαιδευομένων. Οι περισσότεροι έδιναν προτεραιότητα στην καλλιέργεια του προφορικού έναντι του γραπτού και αρκετοί σημείωσαν προβλήματα στην απόκτηση δεξιοτήτων γραμματισμού, τα οποία συνέδεσαν με ελλιπή γραμματισμό στην πρώτη γλώσσα των εκπαιδευομένων. Όσον αφορά τις μεθόδους διδασκαλίας, παρά τις δηλώσεις των εκπαιδευτών για το αντίθετο, η παρατήρηση έδειξε ότι συχνά κατέφευγαν σε πιο παραδοσιακές τεχνικές. Μεγάλες διαφοροποιήσεις σημειώθηκαν σε σχέση με το υλικό που χρησιμοποιήθηκε στα μαθήματα αυτά.Οι εκπαιδευόμενοι ήταν μετανάστες και πρόσφυγες ηλικίας 15 έως 63 ετών, ένα πολύ μεγάλο ηλικιακό φάσμα που συχνά συναντήθηκε και στο ίδιο τμήμα. Προέρχονταν από πολλές διαφορετικές χώρες, και σημειώθηκαν μεγάλες διαφορές στο μορφωτικό τους επίπεδο και συνεπώς και στις δεξιότητες γραμματισμού στη μητρική. Στόχος τους ήταν κυρίως η ανάπτυξη γλωσσικών δεξιοτήτων που θα τους επέτρεπαν να ανταπεξέλθουν στις καθημερινές τους ανάγκες που αφορούν την επιβίωση και την εύρεση εργασίας. Τέλος, σε σχέση με το κλίμα, διαπιστώθηκε ότι οι εκπαιδευτές/ριες κατάφερναν να δημιουργήσουν ένα ευχάριστο και υποστηρικτικό μαθησιακό περιβάλλον και να μεταδώσουν συναισθήματα εμπιστοσύνης. Το περιβάλλον ενίσχυσε τα κίνητρα των εκπαιδευομένων να συμμετάσχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία, χωρίς να δημιουργούνται ανταγωνισμοί ή συγκρούσεις μεταξύ τους, αλλά σε πνεύμα συνεργασίας και αλληλοβοήθειας.Από τα αποτελέσματα της μελέτης αναδεικνύεται η σημαντικότατη συμβολή των ανθρωπιστικών οργανώσεων και των εθελοντών/ριών στην ομαλή ένταξη αυτού του πληθυσμού και στην αντιμετώπιση των άμεσων γλωσσικών αναγκών τους. Ωστόσο, ταυτόχρονα καταγράφεται ο κατακερματισμός του πεδίου και υπογραμμίζεται η ανάγκη όσων εργάζονται σε αυτό για καθοδήγηση στην ανάπτυξη και υλοποίηση εκπαιδευτικών παρεμβάσεων. Η ανάλυση αναγκών των εκπαιδευομένων, η ανάπτυξη εξειδικευμένων προγραμμάτων, η ιδιαίτερη αντιμετώπιση του θέματος του αναλφαβητισμού, και η αντιμετώπιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο των γλωσσικών αναγκών των υπό μετακίνηση πληθυσμών είναι θέματα που χρήζουν προσοχής. Σε αυτό το πλαίσιο η νέα εργαλειοθήκη του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη γλωσσική εκπαίδευση προσφύγων θα μπορούσε να προσφέρει την απαραίτητη καθοδήγηση και συνοχή στο πεδίο.The aim of this study is to probe into the methods, approaches, and principles used in educational environments, both formal and non-formal ones, throughout Greece that address immigrants' and refugees' language needs. The data were collected in the context of the Postgraduate Programme ''Language Education for Refugees and Migrants'' at the Hellenic Open University, particularly within the module ''LRM50: Applied Linguistics and Second Language Acquisition''. Observation tools and interviews with the teachers and students were used to collect the data, in the various second language learning environments. More specifically, the focus was on: a) teachers’ and students’ profile and goals, b) learning/teaching language procedures, c) teacher-student relationship and student relationship, and d) educational materials. The data were analyzed through the content analysis method. The results of the study explicitly show the fragmentation of the relevant field and highlight the need that people working in the field have for assistance and guidance in the development and implementation of educational interventions.

    Language education for refugees and migrants: Multiple case studies from the Greek context

    Get PDF
    Η πρόσφατη προσφυγική κρίση επανέφερε με οξύτητα στην επικαιρότητα το θέμα της γλωσσικής εκπαίδευσης των πληθυσμών που αναζητούν καταφύγιο και μια καινούρια ζωή στην Ευρώπη. Η γνώση της τοπικής γλώσσας είναι απαραίτητη για τον πληθυσμό αυτό, προκειμένου να επιτύχει τη βελτίωση της κοινωνικοοικονομικής και επαγγελματικής του κατάστασης. Στην Ελλάδα, τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρξε πρόνοια για την γλωσσική εκπαίδευση μεταναστών/ριών από δημόσιους φορείς και ταυτόχρονα από πρωτοβουλίες εθελοντικών ομάδων. Ωστόσο, κατά την πρόσφατη προσφυγική κρίση σημειώνεται δραστηριοποίηση κυρίως ανθρωπιστικών οργανώσεων και εθελοντών/ριών σε αυτόν τον τομέα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά εφήβους άνω των 15 ετών και ενήλικες.H μελέτη εστιάζει σε περιβάλλοντα μη τυπικής εκπαίδευσης που προσφέρουν δωρεάν μαθήματα γλώσσας σε μετανάστες/ριες και πρόσφυγες 15 ετών και άνω. Στόχος είναι η διερεύνηση: α) του προφίλ και των στόχων των εκπαιδευτών και των μαθητών/ριών, β) των μεθόδων διδασκαλίας, γ) του κλίματος μεταξύ εκπαιδευτών-εκπαιδευομένων και των εκπαιδευομένων μεταξύ τους, δ) του εκπαιδευτικού υλικού που αξιοποιείται. Υιοθετήθηκε η μέθοδος των πολλαπλών μελετών περίπτωσης. Διερευνήθηκαν 21 εκπαιδευτικά περιβάλλοντα, όπου προσφέρονταν μαθήματα κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου 2017. Τα δεδομένα συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «LanguageEducationforMigrantsandRefugees» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Για τη συλλογή τους χρησιμοποιήθηκαν συνεντεύξεις με εκπαιδευτικούς και εκπαιδευομένους/ες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ερωτηματολόγια. Επίσης πραγματοποιήθηκαν παρατηρήσεις της εκπαιδευτικής διαδικασίας.Τα μαθήματα λειτουργούσαν σε ορισμένες περιπτώσεις με χρηματοδότηση από ΜΚΟ, ενώ σε άλλες με βάση την προσφορά εθελοντών. Όσον αφορά τις γλώσσες, τα ελληνικά διδάσκονταν σε 17 από τα περιβάλλοντα, τα αγγλικά σε τρία, ενώ σε μία περίπτωση τα μαθήματα αφορούσαν τη γερμανική γλώσσα. Οι εκπαιδευτικοί ήταν όλοι σχεδόν απόφοιτοι/ες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, συχνά με μεταπτυχιακές σπουδές, οι μισοί/ές με εμπειρία στην εκπαίδευση μεταναστών, αλλά λίγοι/ες με εξειδίκευση στη διδακτική της δεύτερης γλώσσας. Δήλωσαν ότι στοχεύουν στην ανάπτυξη επικοινωνιακών δεξιοτήτων βασικών για την επιβίωση των εκπαιδευομένων. Οι περισσότεροι έδιναν προτεραιότητα στην καλλιέργεια του προφορικού έναντι του γραπτού και αρκετοί σημείωσαν προβλήματα στην απόκτηση δεξιοτήτων γραμματισμού, τα οποία συνέδεσαν με ελλιπή γραμματισμό στην πρώτη γλώσσα των εκπαιδευομένων. Όσον αφορά τις μεθόδους διδασκαλίας, παρά τις δηλώσεις των εκπαιδευτών για το αντίθετο, η παρατήρηση έδειξε ότι συχνά κατέφευγαν σε πιο παραδοσιακές τεχνικές. Μεγάλες διαφοροποιήσεις σημειώθηκαν σε σχέση με το υλικό που χρησιμοποιήθηκε στα μαθήματα αυτά.Οι εκπαιδευόμενοι ήταν μετανάστες και πρόσφυγες ηλικίας 15 έως 63 ετών, ένα πολύ μεγάλο ηλικιακό φάσμα που συχνά συναντήθηκε και στο ίδιο τμήμα. Προέρχονταν από πολλές διαφορετικές χώρες, και σημειώθηκαν μεγάλες διαφορές στο μορφωτικό τους επίπεδο και συνεπώς και στις δεξιότητες γραμματισμού στη μητρική. Στόχος τους ήταν κυρίως η ανάπτυξη γλωσσικών δεξιοτήτων που θα τους επέτρεπαν να ανταπεξέλθουν στις καθημερινές τους ανάγκες που αφορούν την επιβίωση και την εύρεση εργασίας. Τέλος, σε σχέση με το κλίμα, διαπιστώθηκε ότι οι εκπαιδευτές/ριες κατάφερναν να δημιουργήσουν ένα ευχάριστο και υποστηρικτικό μαθησιακό περιβάλλον και να μεταδώσουν συναισθήματα εμπιστοσύνης. Το περιβάλλον ενίσχυσε τα κίνητρα των εκπαιδευομένων να συμμετάσχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία, χωρίς να δημιουργούνται ανταγωνισμοί ή συγκρούσεις μεταξύ τους, αλλά σε πνεύμα συνεργασίας και αλληλοβοήθειας.Από τα αποτελέσματα της μελέτης αναδεικνύεται η σημαντικότατη συμβολή των ανθρωπιστικών οργανώσεων και των εθελοντών/ριών στην ομαλή ένταξη αυτού του πληθυσμού και στην αντιμετώπιση των άμεσων γλωσσικών αναγκών τους. Ωστόσο, ταυτόχρονα καταγράφεται ο κατακερματισμός του πεδίου και υπογραμμίζεται η ανάγκη όσων εργάζονται σε αυτό για καθοδήγηση στην ανάπτυξη και υλοποίηση εκπαιδευτικών παρεμβάσεων. Η ανάλυση αναγκών των εκπαιδευομένων, η ανάπτυξη εξειδικευμένων προγραμμάτων, η ιδιαίτερη αντιμετώπιση του θέματος του αναλφαβητισμού, και η αντιμετώπιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο των γλωσσικών αναγκών των υπό μετακίνηση πληθυσμών είναι θέματα που χρήζουν προσοχής. Σε αυτό το πλαίσιο η νέα εργαλειοθήκη του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη γλωσσική εκπαίδευση προσφύγων θα μπορούσε να προσφέρει την απαραίτητη καθοδήγηση και συνοχή στο πεδίο.The aim of this study is to probe into the methods, approaches, and principles used in educational environments, both formal and non-formal ones, throughout Greece that address immigrants' and refugees' language needs. The data were collected in the context of the Postgraduate Programme ''Language Education for Refugees and Migrants'' at the Hellenic Open University, particularly within the module ''LRM50: Applied Linguistics and Second Language Acquisition''. Observation tools and interviews with the teachers and students were used to collect the data, in the various second language learning environments. More specifically, the focus was on: a) teachers’ and students’ profile and goals, b) learning/teaching language procedures, c) teacher-student relationship and student relationship, and d) educational materials. The data were analyzed through the content analysis method. The results of the study explicitly show the fragmentation of the relevant field and highlight the need that people working in the field have for assistance and guidance in the development and implementation of educational interventions.

    Psychological determinants of tourist satisfaction and destination loyalty: the influence of perceived overcrowding and overtourism

    Get PDF
    This study develops and tests an integrative model of destination loyalty to tourist hotspot destinations. The study highlights the role of perceived destination adaptation and psychological reactive behaviors in determining tourist satisfaction and loyalty. The model was tested using data collected from 582 respondents who had recently visited one of the "overcrowded" Mediterranean coastal tourism destinations. Findings suggest that perceived destination adaptation negatively influences tourist satisfaction and positively influences reactive behaviors of approach, avoidance, and tolerance. Approach and avoidance behaviors predict assessed crowding levels and tourist satisfaction. Tourists' tolerance levels on assessed crowding was insignificant. Assessed crowding levels negatively affect tourist satisfaction and intentions to revisit and recommend the destination while positively influencing objections to revisit and recommend the destination. Concomitantly, overtourism awareness moderated the effect of assessed crowding levels on tourist satisfaction and intentions to revisit and recommend the destination. Theoretical and managerial implications are discussed.info:eu-repo/semantics/publishedVersio
    corecore