64 research outputs found

    Crossroads between peripheral atherosclerosis, western-type diet and skeletal muscle pathophysiology: emphasis on apolipoprotein E deficiency and peripheral arterial disease

    Get PDF
    Atherosclerosis is a chronic inflammatory process that, in the presence of hyperlipidaemia, promotes the formation of atheromatous plaques in large vessels of the cardiovascular system. It also affects peripheral arteries with major implications for a number of other non-vascular tissues such as the skeletal muscle, the liver and the kidney. The aim of this review is to critically discuss and assimilate current knowledge on the impact of peripheral atherosclerosis and its implications on skeletal muscle homeostasis. Accumulating data suggests that manifestations of peripheral atherosclerosis in skeletal muscle originates in a combination of increased i)-oxidative stress, ii)-inflammation, iii)-mitochondrial deficits, iv)-altered myofibre morphology and fibrosis, v)-chronic ischemia followed by impaired oxygen supply, vi)-reduced capillary density, vii)- proteolysis and viii)-apoptosis. These structural, biochemical and pathophysiological alterations impact on skeletal muscle metabolic and physiologic homeostasis and its capacity to generate force, which further affects the individual’s quality of life. Particular emphasis is given on two major areas representing basic and applied science respectively: a)-the abundant evidence from a well-recognised atherogenic model; the Apolipoprotein E deficient mouse and the role of a western-type diet and b)-on skeletal myopathy and oxidative stress-induced myofibre damage from human studies on peripheral arterial disease. A significant source of reactive oxygen species production and oxidative stress in cardiovascular disease is the family of NADPH oxidases that contribute to several pathologies. Finally, strategies targeting NADPH oxidases in skeletal muscle in an attempt to attenuate cellular oxidative stress are highlighted, providing a better understanding of the crossroads between peripheral atherosclerosis and skeletal muscle pathophysiology

    Humidity resistant fabrication of CH3NH3PbI3 perovskite solar cells and modules

    Get PDF
    A humidity resistant and versatile fabrication method for the production of very high quality, organic-inorganic perovskite films, solar cells and solar modules is presented. By using ethyl acetate as an anti-solvent during deposition, perovskite solar cells with power conversion efficiencies (PCEs) up to 15% were fabricated in a 75% relative humidity (RH) environment. Ethyl acetate acts as a moisture absorber during spin-coating, protecting sensitive perovskite intermediate phases from airborne water during film formation and annealing. We have demonstrated the manufacture of 50 mm x 50 mm series interconnected modules with PCEs in excess of 10% for 13.5 cm2 devices processed in air at 75%RH and 11.8% at 50%RH. To the best of our knowledge, these results represent the highest efficiency for perovskite solar modules processed under high humidity ambient conditions. This new deposition protocol allows for low-cost, efficient and consistent device fabrication in humid climates and uncontrolled laboratories

    Innovative materials for nanacrystalline solar cells

    No full text
    This PhD dissertation examines the possibility of converting light energy into electricity by taking advantage of the properties of third generation solid state solar cells. With the purpose of reducing manufacturing costs, third generation solar cells are constructed by mild chemical processes under ambient conditions and they can be distinguished into a few sub-categories: photosensitized solar cells using liquid electrolyte, photosensitized solar cells in which the liquid electrolyte is replaced by a hole transporting material, quantum dot solar cells, organic solar cells and perovskite solar cells. During the present study, only solid state solar cells using hole transporting materials were examined, more specifically, quantum dot solar cells and perovskite solar cells.Solid state solar cells are constructed by depositing successive mesoporous layers on a transparent conductive substrate. The active films of this type of solar cells are a compact layer of titanium dioxide, a mesoporous titanium dioxide film, a layer of a photosensitizer and a layer of a hole transporting material. In order to collect the photocurrent, a metal electrode is grown on the top of the above mentioned layers. When the photosensitive material is exposed to light, electrons move from the valence band to the conduction band of the sensitizer resulting in an accumulation of holes in its valence band. The charge carriers move towards opposite directions-paths through the bulk of the materials of the various substrates. Thus the non recombined charges end up in the metal electrodes. Solar cells generally function by the separation of photogenerated electrons and holes. In the present case separation is achieved through the injection of electrons and holes into the n-type semiconductor (i.e. titania) and the hole transporting material, respectively. The hole transporting material should have the appropriate potential in order to ensure that the holes can be injected in it. In this study two types of sensitizers and their ability to be combined with various hole transporting materials were examined.Firstly, quantum dot solid state solar cells where constructed by using as sensitizers CdSe and ZnSe both individually and mixed. Advantages that derive from the combination of different quantum dots result into more efficient solar cells compared to the individual use of each one. Moreover, quantum dot solar cells were constructed by using Sb2S3 as sensitizer, synthesized through two different techniques in order to examine the more effective one. In all tested quantum dot solar cells, P3HT was used as the organic p type semiconductor.Perovskites are materials of great interest due to their ability to absorb light in the whole range of visible spectrum. The perovskite structure that was synthesized and studied in this work was CH3NH3PbI3-xCl3. Following the optimization of the synthesis and deposition parameters of the perovskite layer, various hole transporting materials were used in order to increase the efficiency and decrease the cost. The typical representative of hole transporting materials is Spiro-OMeTAD. Although the efficiency of CH3NH3PbI3-xCl3/ Spiro-OMeTAD was high enough, the high cost of this material lead to the need of turning into other low cost materials. Several commercial or synthesized phthalocyanines were tested for this purpose with the perovskites. These structures have offered satisfactory efficiency.Overall in this dissertation, synthesis, characterization and deposition processes of innovative materials in the form of thin films were studied. In addition, construction and characterization of devices and integrated modules based on the appropriate combination of these materials has been studied.Η παρούσα διδακτορική διατριβή εξετάζει τη δυνατότητα μετατροπής της φωτεινής ενέργειας σε ηλεκτρική μέσω εκμετάλλευσης των ιδιοτήτων ευαισθητοποιημένων ηλιακών κυψελίδων τρίτης γενιάς, στερεάς μορφής. Με κύριο σκοπό τη μείωση του κόστους κατασκευής, τα ηλιακά στοιχεία τρίτης γενιάς παρασκευάζονται με ήπιες χημικές διεργασίες υπό συνθήκες περιβάλλοντος και διακρίνονται σε μερικές υποκατηγορίες: φωτοευαισθητοποιημένα ηλιακά στοιχεία με χρήση υγρού ηλεκτρολύτη, φωτοευαισθητοποιημένα στοιχεία στερεάς μορφής όπου ο υγρός ηλεκτρολύτης αντικαθιστάται από ένα στερεό υλικό μεταφοράς οπών, σε ηλιακά στοιχεία κβαντικών τελειών, σε οργανικά ηλιακά στοιχεία και τέλος σε περοβσκιτικά ηλιακά στοιχεία. Κατά τη διάρκεια εκπόνησης της παρούσας διατριβής, μελετήθηκαν ηλιακά στοιχεία αποκλειστικά με χρήση υλικών μεταφοράς οπών και πιο συγκεκριμένα ηλιακά στοιχεία κβαντικών τελειών καθώς και περοβσκιτικά ηλιακά στοιχεία.Τα ηλιακά στοιχεία τρίτης γενιάς, στερεάς μορφής δομούνται με εναπόθεση επάλληλων μεσοπορωδών υμενίων πάνω σε διαφανές αγώγιμο υπόστρωμα. Τα ενεργά συστατικά είναι ένα συμπαγές υπόστρωμα διοξειδίου του τιτανίου, ένα μεσοπορώδες υμένιο διοξειδίου του τιτανίου, το υμένιο του φωτοευαισθητοποιητή και τέλος του υλικού μεταφοράς των οπών. Στην κορυφή όλων των υποστρωμάτων εναποτίθεται ένα μεταλλικό ηλεκτρόδιο για την συλλογή του φωτορεύματος. Όταν το φωτοευαίσθητο υλικό διεγείρεται, δημιουργείται ένας μηχανισμός προσανατολισμένης κίνησης των ηλεκτρονίων που μεταπίπτουν στη ζώνη αγωγιμότητας του ευαισθητοποιητή, ενώ η πορεία των οπών που προκύπτουν στη ζώνη σθένους είναι αντίθετης κατεύθυνσης από αυτή των ηλεκτρονίων. Οι φορείς φορτίου κινούνται μέσα στην μάζα των υλικών των διάφορων υποστρωμάτων και όσοι δεν επανασυνδεθούν καταλήγουν στα μεταλλικά ηλεκτρόδια. Κάθε φωτοβολταϊκό στοιχείο στηρίζει τη λειτουργία του στο διαχωρισμό των φωτοπαραγόμενων ηλεκτρονίων και οπών. Στα φωτοευαισθητοποιημένα ηλιακά στοιχεία ο διαχωρισμός επιτυγχάνεται χάρις στην έκχυση ηλεκτρονίων στον ημιαγωγό τύπου n, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η τιτάνια, και στην έκχυση των οπών στο υλικό μεταφοράς οπών. Για να παίζει αυτό το ρόλο το τελευταίο, πρέπει να διαθέτει και το κατάλληλο δυναμικό. Στην παρούσα διατριβή εξετάστηκαν δυο είδη φωτοευαίσθητων υλικών, τα οποία συνδυάστηκαν με διάφορα υλικά μεταφοράς των οπών.Σε πρώτη φάση μελετήθηκαν ως φωτοευαισθητοποιητές χαλκογενή τύπου II-VI όπως το CdSe και το ZnSe υπό μορφή κβαντικών τελειών. Τα φωτοευαίσθητα αυτά υποστρώματα των κβαντικών ηλιακών στοιχείων στερεάς μορφής προέκυψαν τόσο από την μεμονωμένη χρήση των CdSe και ZnSe όσο και το συνδυασμό τους σε διάφορες αναλογίες. Μια σειρά πλεονεκτημάτων που παρουσιάζει ο συνδυασμός κβαντικών τελειών αποδείχθηκαν ικανά να αυξήσουν την απόδοση των τελικών δομών έναντι της μεμονωμένης χρήσης τους. Επιπλέον, ηλιακά στοιχεία κβαντικών τελειών στερεάς μορφής κατασκευάστηκαν με τη χρήση Sb2S3 ως φωτοευαισθητοποιητή. Οι κβαντικές τελείες Sb2S3, συντέθηκαν μέσω δυο διαφορετικών τεχνικών με σκοπό την σύγκριση του προκύπτοντος φωτοευαίσθητου υλικού και την ανάδειξη που πιο αποδοτικού μεταξύ αυτών. Ως αγωγός οπών στα ηλιακά στοιχεία κβαντικών τελειών χρησιμοποιήθηκε ο οργανικός ημιαγωγός τύπου p, γνωστός με τη συντομογραφία P3HT.Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περοβσκίτες σαν υλικό ικανό να απορροφήσει το φώς σε όλο το φάσμα του ορατού. Έτσι συντέθηκε η περοβσκιτική δομή μεικτού αλογονούχου περοβσκίτη, CH3NH3PbI3-xCl3. Μετά την βελτιστοποίηση του περοβσκιτικού υμενίου ως προς την σύνθεση και την εναπόθεση, δοκιμάστηκαν διάφορα υλικά μεταφοράς οπών με σκοπό την αύξηση της απόδοσης μετατροπής του ηλιακού φωτός σε ηλεκτρισμό και κυρίως τη μείωση του κόστους. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκε το Spiro-OMeTAD, το οποίο αποτελεί τον επικρατέστερο εκπρόσωπο μεταξύ των υλικών μεταφοράς οπών. Αν και η απόδοση των στοιχείων της δομής CH3NH3PbI3-xCl3/ Spiro-OMeTAD ήταν αρκετά υψηλή, το αρκετά μεγάλο κόστος του Spiro-OMeTAD δημιούργησε την ανάγκη διερεύνησης επιπλέον κατάλληλων υλικών μεταφοράς οπών προς αντικατάστασή του. Μια σειρά φθαλοκυανινών διάφορων μετάλλων οι οποίες αποτελούν είτε εμπορικά διαθέσιμα προϊόντα είτε προϊόντα σύνθεσης συνδυάστηκαν με τον περοβσκίτη και αποδείχθηκαν υλικά ικανά να αυξήσουν την απόδοση των περοβσκιτικών ηλιακών στοιχείων.Τέλος, η παρούσα διατριβή συγκέντρωσε μελέτες που αναφέρονται στη σύνθεση καινοτόμων υλικών, το χαρακτηρισμό τους, τις διαδικασίες εναπόθεσης υπό την μορφή λεπτών υμενίων αλλά και την κατασκευή και το χαρακτηρισμό ολοκληρωμένων συσκευών

    Epidemiological study of dermatological diseases in swimmers

    No full text
    The skin is the largest organ of the human body which has lipids that differ from those of aquatic animals and make it susceptible to the harmful effects of maceration, pollution, allergy, insect bites and extreme temperatures. Τhe special conditions that prevail in swimming pools, the exposure to humidity, heat, cold, wind, sun and the chemical products used for the maintenance of water have an important role in the manifestation of cutaneous diseases. For the purpose of this study, these skin diseases were classified into categories according to their type - allergic diseases and dermatitis, viral, fungal and microbial infections, as well as other cutaneous diseases and injuries. The purpose of this study was the recording of the prevalence of cutaneous diseases that occur in junior (9-12 years old) and age group swimming categories (> 13 years old) within Greek territory. This cross-sectional, non-interventional study was conducted with the approval of the Ethics Committee of the University of Western Attica (pro. no. 52645-20/07/2020) and the Hellenic Swimming Federation, which participated in sending the relevant e-questionnaire (google forms) via e-mail to the swimming clubs.The questionnaire was divided into two parts. The first part concerned general information such as demographics, training routine, behavior in the swimming pool area and general information about skin health. The second part consisted of questions related to multiple infections, location of infections, the season of manifestation, absence from the training program because of the infections and dermatological treatment. In case of recurrent infections participants were asked to report on their last episode of the infection as it was easier to recall it with accuracy. The categorical variables are presented as absolute (n) and related (%) frequencies. The chi-square test (X2)—Fisher’s exact test was used to investigate the existence of a relationship between two categorical variables. To investigate the existence of a relationship between a categorical and an ordinal variable the chi-square trend test was used. In addition, in order to calculate the probability of a skin disease occurrence while considering the effect of some independent variables that appear statistically significant in the initial investigation of the analysis, multivariate logistic regression was applied and the odds ratios, the 95% confidence intervals and the p values are presented. The two-sided level of statistical significance was set at 0.05. Data analysis was estimate with SPSS 25.0.1047 male and female swimmers were enrolled in this study, representing 9.2% of all junior and age group swimming categories. Female swimmers represented 55.1% of the sample. 60.8% used an open facility, 44.3% trained after 17:00 PM and most participants had been swimming for 7-9 years. Additionally, they did more than six training sessions per week and had been swimming for 2 hours per day. 48.8% of the participants came from swimming clubs in Attica county and 18.1% from swimming clubs in Thessaloniki county. The cutaneous diseases with the most manifestations were xerosis with a percentage of 38,6%, warts (35,4%), acne (16,3%), Tinea pedis (16%), urticaria (15,3%), pityriasis versicolor (13%), dermatitis from chemical pool disinfectants (11,3%), dermatitis from bathing suits (11,2%) and impetigo (10,5%). In allergies and dermatitis categories there was a definite ascendance of female swimmers in the manifestation of symptoms compared to male swimmers. The factors which were mainly associated with the occurrence of pool-related allergies and dermatitis were pre-existing allergies such as seasonal and skin allergy. Accordingly, the majority of occurrences of viral, fungal and bacterial infections are not affected by gender, while adult swimmers were those who showed the highest prevalence due to higher swimming frequency. The factors associated with the occurrence of these cutaneous diseases are related to a pre-existing skin or seasonal allergy, habits such as walking without flip flops in pool areas, placing the bathrobe on communal benches and behaviors such as sharing swimming equipment. In the category of other cutaneous diseases, sunburn (p13 ετών) στην ελληνική επικράτεια. Η παρούσα συγχρονική, μη παρεμβατική μελέτη, διεξήχθη κατόπιν της έγκρισης της Επιτροπή Ηθικής και Δεοντολογίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής (αρ.πρωτ. 52645-20/07/2020) και της Κολυμβητικής Ομοσπονδίας Ελλάδος η οποία συμμετείχε στην αποστολής του σχετικού ηλεκτρονικού ερωτηματολογίου (google forms), μέσω e-mail προς τα κολυμβητικά σωματεία. Το ερωτηματολόγιο αποτελείτο από δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αφορούσε γενικές πληροφορίες όπως δημογραφικά στοιχεία, προπονητική ρουτίνα, συμπεριφορά στον χώρο της πισίνας και πληροφορίες για την υγεία του δέρματος. Το δεύτερο μέρος περιλάμβανε ερωτήσεις σχετικές με πολλαπλές λοιμώξεις, εντοπίσεις, εποχή εμφανίσεων, απουσία από το προπονητικό πρόγραμμα και η θεραπεία από δερματολόγο. Σε περίπτωση που υπήρχαν υποτροπιάζουσες λοιμώξεις, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να αναφέρουν το τελευταίο επεισόδιο της μόλυνσης καθώς είναι ευκολότερο για τους ερωτηθέντες να θυμούνται με ακρίβεια. Οι κατηγορικές μεταβλητές παρουσιάζονται ως απόλυτες (n) και σχετικές (%) συχνότητες. Για τη διερεύνηση της ύπαρξης σχέσης μεταξύ δυο κατηγορικών μεταβλητών χρησιμοποιήθηκε ο έλεγχος Χ2 (chi-square test) / ο ακριβής έλεγχος του Fisher (Fisher’s exact test) και για τη σχέση μεταξύ μιας κατηγορικής και μιας διατάξιμης μεταβλητής χρησιμοποιήθηκε ο έλεγχος Χ2 για τάση (chi-square trend test). Επιπλέον, για να υπολογισθεί η πιθανότητα εκδήλωσης μιας δερματικής νόσου λαμβάνοντας υπόψιν την δράση κάποιων ανεξάρτητων μεταβλητών, οι οποίες εμφανίζονται στατιστικά σημαντικές στην αρχική διερεύνηση της ανάλυσης, εφαρμόστηκε πολλαπλή λογιστική παλινδρόμηση και παρουσιάζονται οι λόγοι των odds, τα 95% διαστήματα εμπιστοσύνης και οι τιμές p. Το αμφίπλευρο επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας ορίστηκε ίσο με 0,05. Η ανάλυση των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με το SPSS 25.0. Στην μελέτη συμμετείχαν 1047 κολυμβητές και κολυμβήτριες οι οποίοι αντιπροσώπευαν το 9,2% του συνόλου των κολυμβητών, προαγωνιστικών και αγωνιστικών κατηγοριών. Οι κολυμβήτριες αντιπροσώπευαν το 55,1% του δείγματος. Το 60,8% χρησιμοποιούσαν ανοικτή εγκατάσταση, το 44,3% έκαναν προπόνηση μετά τις 17.00μ.μ. και οι περισσότεροι συμμετέχοντες κολυμπούσαν 7-9 χρόνια. Επιπλέον, έκαναν έξι και πλέον προπονήσεις τη βδομάδα και κολυμπούσαν για 2 ώρες την ημέρα. Το 48,8% των συμμετεχόντων προέρχονταν από σωματεία του νομού Αττικής και το 18,1% από σωματεία του νομού Θεσσαλονίκης. Τα δερματολογικά νοσήματα με τις περισσότερες εκδηλώσεις ήταν η ξηροδερμία με ποσοστό 38,6%, οι μυρμηκιές (35,4%), η ακμή (16,3%), η δερματοφυτία των άκρων ποδών (16%), η κνίδωση (15,3%), η λευκή πιτυρίαση (13%), η δερματίτιδα από χημικές απολυμαντικές ουσίες της πισίνας (11,3%), η δερματίτιδα από μαγιό (11,2%) και το μολυσματικό κηρίο (10,5%). Στην κατηγορία των αλλεργιών και δερματίτιδων υπήρξε μια σαφής υπεροχή των κολυμβητριών στην εκδήλωση συμπτωμάτων σε σχέση με τους κολυμβητές. Οι παράγοντες που συνδέθηκαν κατά κύριο λόγο, με την εκδήλωση αλλεργιών που σχετίζονται με την πισίνα και δερματίτιδων ήταν η ύπαρξη αλλεργιών όπως η εποχική και η δερματική αλλεργία. Αντίστοιχα, πλειοψηφία των εκδηλώσεων των ιογενών, μυκητιασικών και βακτηριακών λοιμώξεων δεν επηρεάζονται, από το φύλο και οι ενήλικες κολυμβητές ήταν αυτοί που, κυρίως, εμφάνισαν τα μεγαλύτερα ποσοστά, λόγω των περισσότερων χρόνων και ωρών κολύμβησης. Οι παράγοντες που συνδέθηκαν με την εκδήλωση αυτών των δερματοπαθειών φάνηκε ότι σχετίζονται με, την ύπαρξη δερματικής ή εποχικής αλλεργίας, συνήθειες όπως το περπάτημα χωρίς σαγιονάρες στους χώρους της πισίνας και η τοποθέτηση του μπουρνουζιού πάνω σε κοινόχρηστους πάγκους και συμπεριφορές όπως ο δανεισμός εξοπλισμού κολύμβησης. Στην κατηγορία των άλλων δερματοπαθειών, το ηλιακό έγκαυμα (p<0,001), το εαρινό εξάνθημα ωτών (p=0,021) και η ακμή (p=0,003) παρατηρήθηκε στις κολυμβήτριες. Η χρήση ανοικτής εγκατάστασης ήταν παράγοντας που επηρεάζει την εκδήλωση ηλιακού εγκαύματος και λευκής πιτυρίασης και η εκδήλωση τους αφορά κυρίως στις ηλικίες 13-16 ετών. Οι κολυμβητές οι οποίοι νοσούν από ψωρίαση φαίνεται ότι διακόπτουν για μικρό χρονικό διάστημα τις προπονήσεις όταν υπάρχει έξαρση της νόσου. Όσον αφορά την τραυματική ονυχόλυση και το θλαστικό τραύμα, σημαντικός παράγοντας εκδήλωσης ήταν η συνήθεια μη χρήση υποδημάτων (σαγιονάρες) στα αποδυτήρια και στο χώρο πέριξ της πισίνας. Το οικογενειακό ιστορικό δερματοπαθειών όπως η ατοπική δερματίτιδα, οι μυρμηκιές και η ψωρίαση πιθανά να παίζει ρόλο στην εκδήλωση δερματολογικών νοσημάτων στους αθλητές της κολύμβησης. Ενδιαφέροντα ευρήματα της μελέτης είναι ότι, ο επιπολασμός των δερματολογικών νοσημάτων σε κολυμβητές συγκριτικά με τον αντίστοιχο επιπολασμό στον γενικό πληθυσμό εμφανίστηκε αυξημένος για την πλειοψηφία των νοσημάτων. Επιπλέον, διαπιστώθηκε οκταπλάσια αύξηση των δερματολογικών εκδηλώσεων μετά την έναρξη της κολύμβησης οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι πιθανόν, πολλά δερματολογικά νοσήματα πυροδοτούνται ή επιδεινώνονται από το υγρό περιβάλλον των κολυμβητικών εγκαταστάσεων. Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης ανέδειξαν ένα πρόβλημα δημόσιας υγείας που επηρεάζει και αφορά, κυρίως, τους κολυμβητές και τις κολυμβήτριες που η συμμετοχή τους στο άθλημα, είναι καθημερινή. Η εμφάνιση δερματικών βλαβών, ανεξάρτητα της σοβαρότητας, οδήγησε μεγάλο ποσοστό (66,8%) των συμμετεχόντων σε δερματολόγο, συμπεριφορά που είναι στην σωστή κατεύθυνση. Πρέπει να τεθεί ως προτεραιότητα η αξιοποίηση των ευρημάτων της μελέτης για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση στοχευμένων και εμπεριστατωμένων οδηγιών. Tόσοι οι κολυμβητές όσο και οι αρμόδιοι φορείς, πρέπει να ενημερώνονται ορθά, για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν και να εφαρμοστούν, για την πρόληψη δερματολογικών νοσημάτων
    corecore