Hellenic National Archive of Doctoral Dissertations
Not a member yet
    52840 research outputs found

    Complexity theory, epistemological and methodological issues in social science research: implementation of network analysis to epistemic belief systems

    No full text
    This work consists of two distinct, but directly related parts. The first presents an overview and theoretical analysis of epistemological and methodological issues in the social sciences, which concerns the dominant philosophical trends of positivism and constructivism. Their differences, commonalities, contradictions, and weaknesses are examined, while the possibilities of a new perspective based on Complexity Theory are highlighted. This meta-theoretical framework adopts the ontological assumptions of complex dynamic systems, and constitutes, on an epistemological and methodological level, a different paradigm for social science research. In this perspective, Network Analysis and Catastrophe Theory are considered, for applications regarding empirical data of psychological and educational inquiry. The second part of the thesis presents the empirical research carried out in the light of Complexity Theory to investigate the epistemological perceptions of students. Two different methods of data collection were used, the first used the self-report questionnaire on beliefs about the nature of science (NOS) and the second was carried out through the collection of written essays, which referred to ontological assumptions about reality, the nature of knowledge per se, and possible methodological choices. The participants were students of the social, humanities, physical and mathematical sciences. For the written essays, Content Analysis was followed with the support of the Leximancer software, and the extraction of conceptual maps, which were interpreted as semantic networks. For the questionnaire data, Network Analysis was applied, where the belief system is represented as a network of relationships that is evaluated and interpreted based on its qualitative and quantitative characteristics highlighting the important and critical nodes. In addition, the cusp model of catastrophe theory was applied to the NOS factors and variables to detect critical beliefs, such as the cultural dimension of knowledge, that introduce nonlinear behavior. In conclusion, this thesis contributes to the development of the new paradigm of complexity, both by applying new methodological tools to empirical data, and its theoretical and epistemological development in the social science.Η παρούσα εργασία αποτελείται από δυο διακριτά, αλλά άμεσα σχετιζόμενα μέρη. Στο πρώτο παρουσιάζεται μια επισκόπηση και θεωρητική ανάλυση των επιστημολογικών και μεθοδολογικών ζητημάτων στις κοινωνικές επιστήμες, η οποία αφορά τις κυρίαρχες, φιλοσοφικά, τάσεις του θετικισμού και τον κονστρουκτιβισμού. Εξετάζονται οι διαφορές τους, τα κοινά σημεία τους, οι αντιφάσεις και οι αδυναμίες τους, ενώ αναδεικνύονται οι δυνατότητες μιας νέας προοπτικής που βασίζεται στη Θεωρία της Πολυπλοκότητας. Το μετα-θεωρητικό αυτό πλαίσιο υιοθετεί τις οντολογικές παραδοχές των πολύπλοκων δυναμικών συστημάτων, και συνιστά σε επιστημολογικό και μεθοδολογικό επίπεδο ένα διαφορετικό παράδειγμα για την έρευνα των κοινωνικών επιστημών. Σε αυτήν την προοπτική, εξετάζονται η Ανάλυση Δικτύων και η Θεωρία Καταστροφών, για εφαρμογές που αφορούν εμπειρικά δεδομένα ψυχολογικής και εκπαιδευτικής έρευνας. Το δεύτερο μέρος της διατριβής παρουσιάζει την εμπειρική έρευνα που πραγματοποιήθηκε υπό το πρίσμα της πολυπλοκότητας για τη διερεύνηση των γνωσιολογικών αντιλήψεων των φοιτητών. Αξιοποιήθηκαν δύο διαφορετικοί τρόποι συλλογής δεδομένων, ο πρώτος αξιοποίησε το ερωτηματολόγιο αυτό-αναφοράς για τις πεποιθήσεις σχετικά με τη φύση της επιστήμης (Nature of Science, NOS) και ο δεύτερος πραγματοποιήθηκε μέσω της συλλογής γραπτών δοκιμίων, τα οποία αναφέρονταν σε οντολογικές παραδοχές για την πραγματικότητα, τη φύση της γνώσης per se, και τις πιθανές μεθοδολογικές επιλογές. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν φοιτητές και φοιτήτριες των κοινωνικών, ανθρωπιστικών και φυσικομαθηματικών επιστημών. Για τα γραπτά δοκίμια ακολουθήθηκε η Ανάλυση Περιεχομένου με την υποστήριξη του λογισμικού Leximancer, και η εξαγωγή εννοιολογικών χαρτών, οι οποίοι ερμηνεύτηκαν ως σημασιολογικά δίκτυα. Για τα δεδομένα του ερωτηματολογίου εφαρμόστηκε η Ανάλυση Δικτύων, όπου το σύστημα πεποιθήσεων αναπαρίσταται ως δίκτυο σχέσεων που αξιολογείται και ερμηνεύεται με βάση τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά του, αναδεικνύοντας τους σημαντικούς και κρίσιμους κόμβους. Επιπλέον, στις μεταβλητές του ερωτηματολογίου εφαρμόστηκε το μοντέλο Cusp της θεωρίας καταστροφών για την ανίχνευση κρίσιμων πεποιθήσεων, όπως η πολιτισμική διάσταση της γνώσης, που εισάγουν μη γραμμική συμπεριφορά. Εν κατακλείδι, η παρούσα διατριβή συμβάλλει στην ανάπτυξη του νέου παραδείγματος της πολυπλοκότητας, τόσο με την εφαρμογή νέων μεθοδολογικών εργαλείων σε εμπειρικά δεδομένα, όσο και με τη θεωρητική και επιστημολογική ανάπτυξή του στις κοινωνικές επιστήμες

    Научный вклад святителя Луки Симферопольского (Валентин Феликсович Войно-Ясенецкий, 1877-1961) в хирургические операции на нервной системе

    No full text
    Valentin Felixovich Voyno-Yasenetsky (VFVY) (also known as Saint Luke of Simferopol) was a famous Professor of Anatomy and Surgery of the previous century. As a particularly skilled surgeon, he was proficient in various surgical fields, with primary interest in regional anesthesia and surgery of pyogenic infections. The main aim of this thesis is to explore his scientific contributions to surgical operations of the nervous system. The latter distributes into three basic subcategories, namely Neuroanatomy, Neurosurgery, and regional anethesia. His scientific work is characterized by detailed descriptions of various anatomic structures of the brain and cranial cavity, as well as of intraoperative findings from his neurosurgical procedures. VFVY clarified neurosurgical terms and described neurosurgical techniques. He also provided critical advice regarding the safety of neurosurgical procedures. Furthermore, he pioneered in techniques for regional anesthesia of the sciatic, primarily, and trigeminal nerves. His exceptional talent as a scientist and surgeon, in combination with his contributions to the field of Neurosciences, make him an exemplary doctor for modern neurosurgeons.Ο Valentin Felixovich Voyno-Yasenetsky (VFVY) (γνωστός ως Άγιος Λουκάς Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως) υπήρξε διάσημος Καθηγητής Ανατομίας και Χειρουργικής του περασμένου αιώνα. Ήταν ιδιαιτέρως επιδέξιος χειρουργός, έμπειρος σε ποικίλες χειρουργικές υποειδικότητες, εστιάζοντας κυρίως στην περιοχική αναισθησία και στη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων. Ο κύριος σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η διερεύνηση της επιστημονικής προσφοράς του Αγίου Λουκά στις χειρουργικές επεμβάσεις του νευρικού συστήματος. Η προσφορά αυτή αφορά τρεις κυρίως τομείς, τη νευροανατομία, τη νευροχειρουργική και την περιοχική αναισθησία. Το έργο του χαρακτηρίζεται από λεπτομερείς περιγραφές ποικίλων ανατομικών δομών του εγκεφάλου και του κρανίου, καθώς και διεγχειρητικών ευρημάτων από τις νευροχειρουργικές του επεμβάσεις. Διαλεύκανε νευροχειρουργικούς όρους και περιέγραψε νευροχειρουργικές τεχνικές. Παρείχε επίσης συμβουλευτικές οδηγίες σχετικά με την ασφάλεια των νευροχεριουργικών επεμβάσεων. Επιπροσθέτως, υπήρξε πρωτοπόρος σε τεχνικές περιοχικής αναισθησίας του ισχιακού και του τριδύμου νεύρου. Το σπάνιο ταλέντο του ως επιστήμονας και χειρουργός, καθώς και η συνεισφορά του στις νευροεπιστήμες, τον καθιστούν ένα υπόδειγμα ιατρού για τους σύγχρονους νευροχειρουργούς.Валентин Феликсович Войно-Ясенецкий (ВФВИ) (известный также как святой Лука Симферопольский) был знаменитым профессором анатомии и хирургии прошлого века. Как особо опытный хирург, он хорошо разбирался в различных областях хирургии, уделяя особое внимание регионарной анестезии и хирургии гноеродных инфекций. Основная цель данной диссертации — изучить его научный вклад в хирургические операции на нервной системе. Последний подразделяется на три основные подкатегории: нейроанатомия, нейрохирургия и регионарная анестезия. Его научная работа характеризуется подробным описанием различных анатомических структур головного мозга и полости черепа, а также интраоперационных результатов нейрохирургических вмешательств. ВФВИ разъяснил нейрохирургические термины и описал нейрохирургические методы. Он также дал важные советы относительно безопасности нейрохирургических процедур. Кроме того, он был пионером в методах регионарной анестезии седалищного, прежде всего, и тройничного нервов. Его исключительный талант ученого и хирурга в сочетании с его вкладом в область нейронаук делают его образцовым врачом для современных нейрохирургов

    Utility of novel echocardiographic techniques and of the study of great vessels as a prognostic markers in patients with liver cirrhosis

    No full text
    Introduction: Liver cirrhosis (LC) is characterized by vasodilation, reduced peripheral resistances, increased cardiac output and diastolic dysfunction. Novel echocardiography indices as well as arterial stiffness have shown increasing role for the diagnosis of various cardiovascular diseases. They also exhibit prognostic significance. However, their role in LC has not been studied extensively. The purpose of the study was the correlation of these parameters with the severity of the liver disease as well as with the patient prognosis. Methods: A total of 104 adult cirrhotic patients in stable clinical condition were examined and among them 87 satisfied the inclusion criteria. Patients older than 75 years old with coronary artery disease, atrial fibrillation, moderate or severe cardiac valve disease, recent or ongoing alcohol consumption and hepatocellular carcinoma were excluded from the study. In addition, patient with poor acoustic window were also excluded. Α comprehensive echocardiography study was performed with off-line analysis of the stored images with a dedicated software. PWV was calculated by dividing the estimated distance difference between the femoral and carotid arteries by the pulse transit time measured with a validated noninvasive device (simultaneous measurement with two transducers). Sphygmocore device was used to measure the parameters related to the central aortic pressure waveform as derived from radial artery waveforms. Disease severity was assessed using the Model for End-Stage Liver Disease (MELD) score and Child-Pugh Classes. Follow-up was 24 months and all-cause death was defined as the primary endpoint. ResultsMean age was 57.9 (8.4) years and 64 (73.6%) of patients were males. Cirrhosis disease was attributed to alcohol in 34 (39.1%), hepatitis virus in 15 (17.2%) ιογενούς, NASH mediated in 20 (23.0%), autoimmune in 14 (16.1%), and in 4 (4.6%) underlying etiology was not identified. Among the patients, in 61 (70.1%) cirrhosis was decompensated and mean MELD score was 13.1 (6.7). According to the echocardiographic analysis mean left ventricular (LV) ejection fraction was 61(6)% and 15 (17.2%) patients had diastolic dysfunction. Mean values of the novel echocardiographic, as well as the arterial stiffnesss indices were not different between patients and controls. A correlation analysis found that global longitudinal strain (GLS), right ventricular free wall strain (RVFWS) and the ratio of the pulsed wave velocity (PWV) to the GLS (PWV/GLS) were significantly associated with the MELD score (p<0.001, p=0.002 and p=0.001 respectively). In addition LV elastance (Ees) and PWV were associated with Child-Pugh class. Among 87 patients a 24-month transplantation-free follow up was available in 77 among the latter group the primary endpoint was reached in 31 (40.3%). The variables of interest were not shown to be significantly associated with survival in the univariate Cox analysis. However, when age, sex, MELD, hemoglobin and platelet count were introduced in the analysis, GLS, left atrial strain (LASr), RVFWS, Ees, PWV and PWV/GLS were all significantly associated with the primary endpoint. In addition, HFA-PEFF score which combines echocardiographic variables with the natriuretic peptides was found increased in the patient groups and a high score was also associated with more advanced disease and worse prognosis in the univariate and multivariate Cox regression models. Conclusions: In the current study GLS, RVFWS, Ees, PWV, PWV/GLS ratio and HFA-PEFF score were associated with the severity of cirrhosis. In addition, the same variables as well as LASr were all associated with worse survival in the multivariate analysis.Εισαγωγή: Η κίρρωση του ήπατος (LC) συσχετίζεται με μεταβολή της καρδιαγγειακής λειτουργίας και συγκεκριμένα με διατηρημένη συσπαστικότητα αριστερής κοιλίας με αυξημένη καρδιακή παροχή, διαστολική δυσλειτουργία και μείωση περιφερικών αντιστάσεων. Οι νεώτεροι υπερηχογραφικοί δείκτες καθώς και η μελέτη της λειτουργικότητας των μεγάλων αγγείων έχουν αυξανόμενη σημασία ως διαγνωστικοί και προγνωστικοί δείκτες σε πληθώρα καρδιαγγειακών παθήσεων. Ο ρόλος τους ωστόσο σε ασθενείς με κίρρωση ήπατος δεν έχει διερευνηθεί σε βάθος. O σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η συσχέτιση νεώτερων υπερηχογραφικών δεικτών με τη βαρύτητα και τη πρόγνωση των ασθενών με LC. Υλικά και μέθοδοιΑπό τους 104 συναπτούς ενήλικες ασθενείς με LC σε σταθερή κλινική κατάσταση που παραπέμφθηκαν 87 πληρούσαν τα κριτήρια ένταξης. Ασθενείς άνω των 75 ετών, ιστορικό στεφανιαίας νόσου ή μόνιμης κολπικής μαρμαρυγής, μετρίου/σοβαρού βαθμού βαλβιδοπάθειες, ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα, πρόσφατη κατάχρηση αιθυλικής αλκοόλης και πτωχό ακουστικό παραθυρο αποκλείστηκαν από τη μελέτη. Ακολούθως διενεργήθηκε ενδελεχής υπερηχοκαρδιογραφική μελέτη με off-line ανάλυση των εικόνων για μέτρηση παραμέτρων της υπερηχογραφίας ανίχνευσης ηχογενών ψηφίδων καθώς και άλλων νεότερων υπερηχογρφικών δεικτών. H ταυτόχρονη καταγραφή με δύο μορφομετατροπείς χρησιμοποιήθηκε για μέτρηση της ταχύτητας του σφυγμικού κύματος, ενώ η συσκευή sphygmocore χρησιμοποιήθηκε για καταγραφή των μεταβολών της πίεσης στην κερκιδική και εκτίμηση των ανακλώμενων κυμάτων. To Model for End-stage Liver Disease (MELD) score και τη ταξινόμηση κατά Child-Pugh χρησιμοποιήθηκαν για εκτίμηση της βαρύτητας της κίρρωσης του ήπατος. Η παρακολούθηση διήρκησε 24 μήνες ο θάνατος από οποιαδήποτε αιτία ορίστηκε ως το πρωτογενές καταληκτικό σημείο. Αποτελέσματα: Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν τα 57.9 (8.4) έτη και το οι 64 (73.6%) είχε άρρεν φύλο. Η κίρρωση σε 34 (39.1%) ασθενείς ήταν αιθυλικής αιτιολογίας, σε 15 (17.2%) ιογενούς, σε 20 (23.0%) συσχετιζόμενη με NASH, σε 14 (16.1%) αυτοάνοσης αιτιολογίας, ενώ σε 4 (4.6%) δεν διαπιστώθηκε συγκεκριμένη αιτία. Oι 61 (70.1%) ασθενείς είχαν ιστορικό ρήξης της αντιρρόπησης της νόσου και το μέσο MELD score ήταν 13.1 (6.7). Σύμφωνα με την καρδιολογική εκτίμηση το μέσο κλάσμα εξώθησης ήταν 61(6)%, ενώ 15 (17.2%) εμφάνιζαν διαστολική δυσλειτουργία. Οι μέσες τιμές των νεότερων υπερηχογραφικών δεικτών καθώς και των δεικτών λειτουργικότητας των αγγείων δεν διέφεραν στατιστικώς σημαντικά μεταξύ ασθενών και μαρτύρων. Παρατηρήθηκε ωστόσο σημαντική συσχέτιση της συνολικής επιμήκους μαραμόρφωσης (GLS), της παραμόρφωσης του ελευθέρου τοιχώματος δεξιάς κοιλίας (RVFWS) και του λόγου της ταχήτητας του σφυγμικού κύματος (PWV) προς το GLS (PWV/GLS) με το MELD score (p<0.001, p=0.002 και p=0.001 αντίστοιχα), ενώ επιπρόσθετα η κοιλιακή ανελαστικότητα (Ees) και το PWV συσχετίστηκαν με την κλάση κατά Child-Pugh. Από τους 77 ασθενείς που ήταν διαθέσιμο το πρωτογενές καταληκτικό σημείο στους 24 μήνες, στους 31 (40.3%) αυτό επιβεβαιώθηκε. Οι μεταβλητές ενδιαφέροντος δεν ανέδειξαν σημαντική συσχέτιση με την επιβίωση στη μονοπαραγοντική ανάλυση Cox. Όταν ωστόσο συναξιολογήθηκαν στην ανάλυση η ηλικία, το φύλο, το MELD, η αιμοσφαιρίνη και τα αιμοπετάλιά, τότε το GLS, η παραμόρφωση του αριστερού κόλπου (LASr), το RVFWS, η κοιλιακή ανελαστικότητα (Ees), το PWV και ο λόγος PWV/GLS συσχετίστηκαν με χειρότερη πρόγνωση των ασθενών στους 24 μήνες. Επίπρόσθετα, το HFA-PEFF score που συνδυάζει υπερηχοκαρδιογραφικές μετρήσεις με τα νατριουρητικά πεπτίδια, μετρήθηκε υψηλότερο σε ασθενείς με κίρρωση σε σχέση με τους μάρτυρες, ενώ η παρουσία υψηλών τιμών συσχετίστηκε με σοβαρότερη νόσο και χειρότερη πρόγνωση. Συμπεράσματα: Στην παρούσα μελέτη, το GLS, το RVFWS, η Εes, το PWV, ο λόγος PWV/GLS και το HFA-PEFF σκορ συσχετίστηκαν με τη βαρύτητα της κίρρωσης. Επίσης, το GLS, το LASr, το RVFWS, η Ees, το PWV, ο λόγος PWV/GLS και το HFA-PEFF συσχετίστηκαν με χειρότερη πρόγνωση των ασθενών στους 24 μήνες

    The importance of the determination of DNA damage in biological fluids, induced by radiotherapy in combination with chemotherapy, in non-small cell lung cancer patients

    No full text
    Lung cancer incidence steadily decreased by 2.6% per year in men and 1.1% per year in women from 2006 to 2007, primarily due to differences in smoking cessation .However, the number of new cancer cases in 2023 is still estimated at 238,340, with all new cancer diagnoses expected to increase by 12.2%.Among all cancer cases, lung cancer remains the deadliest cancer in both women and men, with an estimated 127,070 deaths in 2023 (20.8% of all cancer deaths), followed by breast and prostate cancers. It is the third most common cancer overall. Histologically, lung cancer is broadly classified into small cell lung cancer (SCLC) and non-small cell lung cancer (NSCLC, which is further divided into squamous cell carcinoma and non-squamous cell carcinoma).Ionizing radiation is still commonly used as part of the treatment of many malignancies, including lung cancer. This is an essential part of treatment because it reduces the risk of local recurrence, increases survival rates, and often reduces many symptoms such as pain, obstruction, and bleeding. In this way, it can shrink tumors and destroy cells, making it useful in adjuvant or neoadjuvant settings. Radiotherapy is a treatment of cancer patients using ionizing radiation, most commonly in the form of X-rays and gamma rays. Radiation is usually emitted internally or externally. In external radiation therapy (EBRT), a linear accelerator produces the X-rays, while internal radiation therapy (brachytherapy) is primarily performed by a gamma ray source, such as a radioactive isotope, that is introduced into the patient's body. EBRT doses are typically administered in fractions due to the increased potential (4-20 mV) and associated damage to surrounding normal tissue, whereas internal radiation has less intense potentials (0.6-1 mV) and is more localized effect can be obtained, limiting normal tissue damage. Radiation therapy has direct or indirect effects on all living cells. In particular, they can damage a cell's DNA, proteins, and lipids by directly disrupting the structure of atoms or indirectly by causing the production of reactive species. Therefore, atoms and molecules attacked by radiation release electrons and produce ions that form active oxygen and nitrogen species. Water is a major source of reactive oxygen species (ROS) such as superoxide anion (O2·-), hydroxyl radical (HO·), and hydrogen peroxide (H2O2). Ionizing radiation also causes oxidative DNA damage (DNA breaks, base damage, sugar damage) and immunosuppression. In one of these reactions, ONOO- interacts with guanine, thereby inducing nitrate damage such as 8-nitroguanine (8-NG). However, the glycosidic bond between 8-NG and deoxyribose is so unstable that it is spontaneously released from the DNA, creating an apurinic site. This apurinic site pairs with adenine during DNA synthesis. Therefore, a conversion from G: C to T: A takes place. After radiotherapy, in addition to the initial tissue damage, late tissue damage occurs due to the accumulation of ROS and RNS in the tissue over several months. There appears to be a strong positive association between ionizing radiation and 8-NG levels in NSCLC patients. In particular, patients with squamous cell carcinoma appear to experience the greatest increase in this subgroup, which may have important prognostic implications. Biomarkers in cancer treatment are important to predict treatment failure or success and need to be individualized. Serum 8-NG levels may be a useful addition to lung cancer control. Further research is needed to confirm the results and delineate subpopulations with specific benefits. The most common base damage caused by ROS is guanine. A hydroxyl group is added to the 8-position of the purine base to form 8-hydroxydeoxyguanosine (8-OHdG). 8-OhdG is the most studied oxidative DNA damage due to its pronounced mutagenic activity. To this end, this main form of free radical DNA damage is often measured as an indicator of the extent of DNA damage and oxidative stress, and is often measured by urinary excretion. ROS can be continuously detected in irradiated tissues and cells for weeks to months and can cause latent/delayed damage. There appears to be a strong positive association between ionizing radiation and 8-OHdG levels in NSCLC patients. In particular, patients with squamous cell carcinoma have the largest increase within this subgroup and may have the most prognostic significance. Biomarkers in cancer treatment are important to predict treatment failure or success and need to be individualized. Serum 8-OHdG levels may be a useful addition to lung cancer control.Η συχνότητα εμφάνισης του καρκίνου του πνεύμονα μειώνεται σταθερά από το 2006-2007 και συγκεκριμένα κατά 2,6% και 1,1% ετησίως σε άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα. Αυτή η διαφορά μεταξύ του φύλου οφείλεται κυρίως σε διαφορές στα πρότυπα διακοπής του καπνίσματος . Ωστόσο, εξακολουθούν να υπολογίζονται 238.340 νέες περιπτώσεις καρκίνου για το 2023, συνολικά το 12,2% όλων των νέων διαγνώσεων. Ο καρκίνος του πνεύμονα παραμένει ο πιο θανατηφόρος καρκίνος τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες με περίπου 127.000 θανάτους το 2023 (περίπου το 21% όλων των θανάτων από καρκίνο) και ο τρίτος πιο συχνός καρκίνος συνολικά μετά τον καρκίνο του προστάτη και του μαστού αντίστοιχα. Ο καρκίνος του πνεύμονα χωρίζεται σε μεγάλο βαθμό παθολογικά σε μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα (SCLC) και σε μη μικροκυτταρικό καρκίνο (NSCLC, περαιτέρω υποκατηγοριοποιημένος χονδρικά σε πλακώδη και μη πλακώδη παθολογία). Η ιονίζουσα ακτινοβολία παραμένει η ραχοκοκαλιά της θεραπείας για τον καρκίνο του πνεύμονα. Έχει πολλά αποτελέσματα και μειώνει τον κίνδυνο τοπικής υποτροπής, αυξάνει τη συνολική επιβίωση και είναι συχνά ανακουφιστικό σε πολλά συμπτώματα όπως πόνο, απόφραξη άνω κοίλης φλέβας και αιμορραγία. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να συρρικνώσει έναν όγκο και να καταστρέψει τα κύτταρα, καθιστώντας τον χρήσιμο τόσο στο πλαίσιο του ανοσοενισχυτικού όσο και του νεοεπικουρικού.Η ακτινοθεραπεία είναι η μορφή θεραπείας που χρησιμοποιείται σε ασθενείς με καρκίνο που περιλαμβάνει ιονίζουσα ακτινοβολία και συνηθέστερα με τη μορφή ακτινοβολίας Χ και γάμμα. Η ακτινοβολία παρέχεται είτε εσωτερικά είτε εξωτερικά. Η εσωτερική ακτινοβολία (βραχυθεραπεία) παρέχεται κυρίως από πηγές ακτινοβολίας γάμμα, όπως τα ραδιενεργά ισότοπα που εισάγονται στο σώμα του ασθενούς, ενώ η εξωτερική ακτινοβολία (EBRT), ένας γραμμικός επιταχυντής παράγει ακτίνες Χ. Η εσωτερική ακτινοβολία παράγει λιγότερο ισχυρό ηλεκτρικό δυναμικό (0,6-1 mV) παράγοντας έτσι ένα πιο εστιακό αποτέλεσμα που περιορίζει τη φυσιολογική βλάβη των ιστών. Αντίθετα, η δόση EBRT χορηγείται συνήθως σε κλάσματα λόγω του αυξημένου ηλεκτρικού δυναμικού (4-20 mV) και συνεπώς του συνοδού τραυματισμού στον περιβάλλοντα φυσιολογικό ιστό. Η ακτινοθεραπεία έχει άμεσες ή έμμεσες επιδράσεις σε όλα τα ζωντανά κύτταρα. Συγκεκριμένα, μπορεί να διαταράξει άμεσα τη δομή των ατόμων ή έμμεσα με την παραγωγή αντιδραστικών χημικών ειδών που με τη σειρά τους βλάπτουν το DNA, τις πρωτεΐνες και τα λιπίδια των κυττάρων. Έτσι, τα άτομα και τα μόρια που προσβάλλονται από ακτινοβολία, απελευθερώνουν ηλεκτρόνια και παράγουν ιόντα που σχηματίζουν αντιδραστικά είδη οξυγόνου και αζώτου. Το νερό είναι μια κύρια πηγή ενεργών ειδών οξυγόνου (ROS) όπως το ανιόν υπεροξειδίου (O 2 •− ), η ρίζα υδροξυλίου (HO • ) και υπεροξείδιο του υδρογόνου (H 2 O 2 ). Η πιο κοινή βασική βλάβη που προκαλείται από το ROS είναι η γουανίνη και μια ομάδα υδροξυλίου προστίθεται στην όγδοη θέση της βάσης πουρίνης που οδηγεί στον σχηματισμό της 8-υδροξυ-δεοξυγουανοσίνης (8-OHdG). Η ιονίζουσα ακτινοβολία προκαλεί επίσης οξειδωτική βλάβη του DNA (σπάσεις DNA, βλάβη βάσης και βλάβη σακχάρου) και ανοσοκαταστολή.Εκτός από την ραδιόλυση του νερού, η ιονίζουσα ακτινοβολία διεγείρει επίσης τη δραστηριότητα της επαγώγιμης συνθάσης του μονοξειδίου του αζώτου (iNOS). Έτσι, σχηματίζονται δραστικά είδη αζώτου (RNS) όπως το μονοξείδιο του αζώτου (•NO). Τα αντιδραστικά είδη αζώτου δρουν μαζί με τα αντιδραστικά είδη οξυγόνου (ROS) για να βλάψουν τα κύτταρα, προκαλώντας το λεγόμενο νιτρωτικό στρες και αυτά τα δύο είδη συχνά αναφέρονται συλλογικά ως ROS/RNS. Τα RNS παράγονται σε ζώα ξεκινώντας με την αντίδραση του μονοξειδίου του αζώτου (•NO) με το υπεροξείδιο (O2•−) για να σχηματίσουν υπεροξυνιτρώδη (ONOO−). Τα υπεροξυνιτρώδη είναι ένα είδος υψηλής αντίδρασης και αντιδρά άμεσα με διάφορους βιολογικούς στόχους και κυτταρικά συστατικά όπως λιπίδια, υπολείμματα αμινοξέων, βάσεις DNA και χαμηλά μοριακά αντιοξειδωτικά . Αυτές οι αντιδράσεις εμφανίζονται σε αργό ρυθμό. Το υπεροξυνιτρώδες άλας εισέρχεται επίσης στο κύτταρο μέσω διαύλων ανιόντων κατά μήκος της κυτταρικής μεμβράνης.Σε μία από αυτές τις αντιδράσεις, το ONOO− αλληλεπιδρά με τη γουανίνη και κατά συνέπεια προκαλεί νιτρικές αλλοιώσεις όπως η 8-Νιτρογουανίνη (8-NG). Ωστόσο, ο γλυκοσιδικός δεσμός μεταξύ 8-NG και δεοξυριβόζης είναι πολύ ασταθής, επομένως απελευθερώνεται αυθόρμητα από το DNA και δημιουργεί μια απουρινική θέση. Αυτή η απουρινική θέση με τη σειρά της ζευγαρώνεται με αδενίνη κατά τη σύνθεση του DNA. Έτσι, πραγματοποιούνται μετατροπές από G:C σε T:A. Μετά την έκθεση σε ακτινοθεραπεία, εμφανίζεται και ένας όψιμος τραυματισμός ιστού επιπλέον του πρώιμου επειδή το ROS και το RNS συσσωρεύονται στον ιστό για μήνες. Φαίνεται να υπάρχει ισχυρή θετική σχέση μεταξύ της ιονίζουσας ακτινοβολίας και των επιπέδων 8-NG σε ασθενείς με ΜΜΚΠ. Συγκεκριμένα, οι ασθενείς με πλακώδη παθολογία φαίνεται να έχουν τη μεγαλύτερη αύξηση και με πιθανή προγνωστική σημασία σε αυτή την υποομάδα. Οι βιοδείκτες στη θεραπεία του καρκίνου είναι σημαντικοί για την πρόβλεψη της αποτυχίας ή της επιτυχίας της θεραπείας και πρέπει να εξατομικεύονται. Τα επίπεδα 8-NG στον ορό ίσως είναι χρήσιμο συμπλήρωμα στο οπλοστάσιο κατά του καρκίνου του πνεύμονα. Απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για την επιβεβαίωση των ευρημάτων και την οριοθέτηση υποπληθυσμών με συγκεκριμένο όφελος. Η πιο κοινή βλάβη βάσης που προκαλείται από το ROS είναι η γουανίνη και μια ομάδα υδροξυλίου προστίθεται στην όγδοη θέση της βάσης πουρίνης, οδηγώντας στον σχηματισμό της 8-υδροξυ-δεοξυγουανοσίνης (8-OHdG). Λόγω της σημαντικής μεταλλαξογόνου δράσης του, το 8-OhdG είναι η πιο μελετημένη οξειδωτική βλάβη του DNA. Για το σκοπό αυτό, αυτή η κυρίαρχη μορφή της αλλοίωσης των ελεύθερων ριζών του DNA μετριέται συχνά ως ένδειξη της έκτασης της βλάβης του DNA και του οξειδωτικού στρες και συχνά μετράται με απέκκριση στα ούρα. Το ROS μπορεί να βρεθεί συνεχώς για εβδομάδες έως μήνες σε ακτινοβολημένο ιστό και κύτταρα που οδηγούν σε λανθάνοντα/όψιμο τραυματισμό. Φαίνεται να υπάρχει ισχυρή θετική σχέση μεταξύ της ιονίζουσας ακτινοβολίας και των επιπέδων 8-OHdG σε ασθενείς με ΜΜΚΠ. Συγκεκριμένα, οι ασθενείς με πλακώδη παθολογία φαίνεται να έχουν τη μεγαλύτερη αύξηση και πιθανή προγνωστική σημασία σε αυτή την υποομάδα. Οι βιοδείκτες στη θεραπεία του καρκίνου είναι σημαντικοί για την πρόβλεψη της αποτυχίας ή της επιτυχίας της θεραπείας και πρέπει να εξατομικεύονται. Τα επίπεδα 8-OHdG στον ορό ίσως είναι χρήσιμο συμπλήρωμα στο οπλοστάσιο κατά του καρκίνου του πνεύμονα

    Social networking applications as a means of enhancing teachers' lifelong learning and professional development

    No full text
    Networking (meeting, contact and exchange of experiences and advice) is one of the main tools to support and promote the professional career. It is a means of enhancing efficiency at work and career development. It takes time, thought, skill in action, but the rewards in the long run can be huge. In addition, networking is also considered as an important motivation to participate in adult education activities. Modern social networking applications (WEB 2.0) are a key tool to support lifelong learning and professional development as they offer a continuous and immediate opportunity to exchange experiences and acquire new knowledge without cost in time and money. The opportunities offered by these applications are even greater through the great expansion of mobile systems and the integration of social networking tools into them. The aim of the research is to study specifically the professional category of teachers to investigate issues related to the efficient use of social networking applications for their professional development. Through a series of research works, we investigated the following issues: • Obstacles faced by teachers for the effective use of WEB 2.0 tools (Koskeris & Karalis, 2016) • Examples of educational frameworks to support the effective use of social media by teachers for specific purposes (Koskeris & Boufardea & Zoakou, 2018) • Evaluation of the impact of the use of WEB 2.0 tools for the professional development of teachers (Koskeris & Boura & Garofalakis, 2020) • Professional skills that can be enhanced through social networking and which tools are most appropriate for this goal (Koskeris & Garofalakis, 2021) • Designing a general training program for teachers that will help them effectively deal with the identified disadvantages in the effective use of WEB 2.0 tools for their professional development (Koskeris & Garofalakis, 2023).Η δικτύωση (γνωριμία, επαφή και ανταλλαγή εμπειριών και συμβουλών) αποτελεί ένα από τα βασικά εργαλεία υποστήριξης και προώθησης της επαγγελματικής καριέρας. Aποτελεί ένα μέσο της ενίσχυσης αποτελεσματικότητας στη δουλειά και στην ανάπτυξη της σταδιοδρομίας. Απαιτεί χρόνο, σκέψη, ικανότητα στη δράση, αλλά οι ανταμοιβές μακροπρόθεσμα μπορεί να είναι τεράστιες. Επιπρόσθετα η δικτύωση θεωρείται και ως σημαντικό κίνητρο συμμετοχής σε δράσεις εκπαίδευσης ενηλίκων. Οι σύγχρονές εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης (WEB 2.0) αποτελούν ένα βασικό εργαλείο υποστήριξης της δια βίου μάθησης και της επαγγελματικής εξέλιξης καθώς προσφέρουν συνεχή και άμεση δυνατότητα για ανταλλαγή εμπειριών και απόκτηση νέων γνώσεων χωρίς κόστος σε χρόνο και χρήμα. Οι ευκαιρίες που προσφέρουν οι συγκεκριμένες εφαρμογές είναι ακόμα μεγαλύτερες μέσω της μεγάλης επέκτασης των κινητών συστημάτων και της ενσωμάτωσης εργαλείων κοινωνικής δικτύωσης σε αυτά. Στόχος της έρευνας είναι να μελετήσει ειδικά την επαγγελματική κατηγορία των εκπαιδευτικών να διερευνηθούν θέματα που σχετίζονται με την αποδοτική χρήση των εφαρμογών κοινωνικής δικτύωσης για την επαγγελματικής τους ανάπτυξη. Μέσα από μια σειρά ερευνητικών εργασιών, διερευνήσαμε τα παρακάτω ζητήματα: • Εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί για την αποτελεσματική αξιοποίηση των εργαλείων WEB 2.0 (Koskeris & Karalis, 2016) • Παραδείγματα εκπαιδευτικών πλαισίων για την υποστήριξη της αποτελεσματικής χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από εκπαιδευτικούς για συγκεκριμένους σκοπούς (Koskeris & Boufardea & Zoakou, 2018) • Αξιολόγηση του αντίκτυπου της χρήσης εργαλείων WEB 2.0 για την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών (Koskeris & Boura & Garofalakis, 2020) • Επαγγελματικές δεξιότητες που μπορούν να ενισχυθούν μέσω της κοινωνικής δικτύωσης και ποια εργαλεία είναι τα καταλληλότερα για αυτόν τον στόχο (Koskeris & Garofalakis, 2021) • Σχεδιασμός ενός γενικού προγράμματος κατάρτισης για εκπαιδευτικούς που θα τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα εντοπισμένα μειονεκτήματα στην αποτελεσματική χρήση των εργαλείων WEB 2.0 για την επαγγελματική τους ανάπτυξη (Koskeris & Garofalakis, 2023)

    Theological influences in shaping contemporary theories of adult learning and education: exploring invisible relationships in the works of Buber and Krishnamurti within theoretical approaches to adult learning and education

    No full text
    In the present dissertation, we attempt to highlight the way contemporary theories of adult learning and education take shape by detecting visible and invisible influences of Buber and Krishnamurti. Specifically, we seek to approach the theological foundations of Buber's and Krishnamurti's thinking in order to examine how they share a common field of reflection with the theoretical directions of both adult education and learning. Issues such as the freedom of the self as a condition for authentic dialogue, the reading of spirituality in the educational process, the dialogical relationship as an existential phenomenon, and the ontological exploration of learning pose reflective perspectives on the theoretical inquiries of learning and the principles of adult education, advancing new interpretations of the field. More specifically, we aim to trace the invisible relationships that govern the theoretical approaches to adult learning and education, with the ultimate goal of forming a framework of thought components concerning the works of the aforementioned thinkers and the relevant literature discussion. These invisible relationships govern the realm of spirituality, shaping the theological terms of metaphysical exploration. In this context, we critically read the works of these thinkers within the specific theological and philosophical atmosphere. The approach of the above readings raises individual research questions regarding the educational process by detecting relevant references in the field of adult education and learning theories. In this context, the authentic education of the dialogic relationship in its intellectual perspective aiming at a democratic condition constituted the common belief of Buber and Krishnamurti.Στην ανά χείρας διατριβή επιχειρούμε να αναδείξουμε τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται οι σύγχρονες θεωρίες μάθησης και εκπαίδευσης ενηλίκων κατά την ανίχνευση θεατών και αθέατων επιδράσεων του Buber και του Krishnamurti. Επιχειρούμε, δηλαδή, να προσεγγίσουμε τις θεολογικές προκείμενες της σκέψης του Buber και του Krishnamurti, προκειμένου να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνουν ένα κοινό πεδίο στοχασμού με τις θεωρητικές κατευθύνσεις τόσο της εκπαίδευσης ενηλίκων όσο και της μάθησης. Ζητήματα, όπως η ελευθερία του εαυτού ως όρος του αληθινού διαλόγου, η ανάγνωση της πνευματικότητας κατά την εκπαιδευτική διεργασία, η διαλογική σχέση ως υπαρξιακό γεγονός αλλά και ο τρόπος οντολογικής αναδίφησης της μάθησης, θέτουν στοχαστικές βλέψεις επί των θεωρητικών αναζητήσεων της μάθησης αλλά και των αρχών της εκπαίδευσης ενηλίκων προκρίνοντας νέες αναγνώσεις του πεδίου. Περισσότερο συγκεκριμένα, επιχειρούμε να ανιχνεύσουμε τις αθέατες σχέσεις που διέπουν τις θεωρητικές προσεγγίσεις της μάθησης και της εκπαίδευσης ενηλίκων με απώτερο σκοπό τη διαμόρφωση ενός πλαισίου σκεπτέων συνιστωσών ως προς το έργο των ανωτέρω στοχαστών αλλά της σχετικής βιβλιογραφικής συζητήσεως. Οι αθέατες σχέσεις, ειδικότερα, διέπουν τον χώρο μιας πνευματικότητας, η οποία απεργάζεται την εσωτερική διάσταση του ανθρώπου διαμορφώνοντας τους θεολογικούς όρους της μεταφυσικής αναζήτησής του. Σε αυτό το πλαίσιο, αναγιγνώσκουμε με κριτικό τρόπο το έργο των ανωτέρω στοχαστών εντός της ειδικότερης θεολογικής και φιλοσοφικής ατμόσφαιρας εγείροντας επιμέρους ερευνητικά ερωτήματα ως προς την ύπαρξη και τις αναζητήσεις της, προκειμένου να εντοπίσουμε σε αυτές τις παραδοχές τις σχετικές αναφορές στο πεδίο εκπαίδευσης ενηλίκων αλλά και της μάθησης

    Análisis de la formación del profesorado en Grecia para la inclusión del alumnado con dificultades de aprendizaje en el aula ordinaria

    No full text
    This study deepens the training of primary school teachers in Greece and to what extent the inclusion of students with learning difficulties is affected by it. The current framework of training programs is examined by the research as well as the degree of implementation and success of inclusive education in the Greek primary education system. The main purpose of this study has been to analyze in depth the training received by teachers on the inclusion of students with learning difficulties in the ordinary classroom. Four specific objectives were set in order to develop and achieve the above main purpose. It was crucial to describe the real situation of Greek primary teachers in the face of educational inclusion. For this reason, the development of an instrument was proposed that would allow us to know the training needs in the field of educational inclusion and discover in which areas these needs are most urgent for teachers. Finally, it has been considered very important to propose a plan to improve teacher training as a satisfactory response to the problems detected. The theoretical framework consists of three chapters. The first chapter includes the approaches to inclusive education, its terms, its benefits, and how it evolves all over the world. The strategies followed in Greece for the development of inclusive education are also presented in this chapter. The second chapter focuses on learning difficulties and the educational needs that arise. The third chapter discusses the subject of teacher training in general. It deals more specifically with what was traditionally called Special Education and learning difficulties. First, an international panorama is given and then focuses on the Greek sphere. Regarding the methodology of this study, the mixed approach was applied, which encompasses both quantitative and qualitative techniques. Specifically, an ad hoc questionnaire with four dimensions and 44 items has been designed for quantitative data collection, while interviews were conducted for qualitative data gathering. The sample of the quantitative research consisted of 205 primary school teachers who completed the designed questionnaire. Once the data were collected, they were processed and analyzed using: descriptive analysis, exploratory factor analysis, inferential analysis, post hoc tests, and correlations of paired samples. The sample of the qualitative research consisted of primary school principals and teachers who conducted semi-structured interviews in which they delved into their opinions and experiences regarding the research topic. The findings indicated that most of the participants lack any form of training in learning difficulties. It is worth noting that a significant percentage of the educators currently employed are substitute teachers. A significant finding has emerged from the study, indicating that a majority of the participants recognize the significance of training in addressing learning difficulties. They firmly believe that the absence of proper training significantly hampers the inclusion of students with learning difficulties. Equally important is that the majority of participants consider that the training affects their attitudes. Teachers disagree with the strategy followed by the Ministry of Education in matters of inclusion and attention to diversity. The results also revealed that the school infrastructure and the curriculum, are not suitable for the inclusion of students with learning difficulties. Finally, it has been discovered that Greek teachers do not believe they have enough training in learning difficulties. This is mainly due to constraints such as limited time availability, the financial burden associated with training, and the scarcity of regular training activities in this field. In conclusion, the Ministry of Education must change its strategy regarding inclusive education, properly informing the educational staff by offering many opportunities for training in learning difficulties with a specific program. At the same time, the will of teachers to be trained is important in itself, but having the appropriate school infrastructure, curriculum and equipment. For this reason, the present study, in chapter six, proposes and presents a comprehensive training program that can be used by competent bodies so that inclusion is crowned with success.Η μελέτη αυτή εμβαθύνει την κατάρτιση των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα και σε ποιο βαθμό επηρεάζεται από αυτήν η ένταξη των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες. Το υπάρχον πλαίσιο των προγραμμάτων επιμόρφωσης εξετάζεται από την έρευνα καθώς και ο βαθμός εφαρμογής και επιτυχίας της ενταξιακής εκπαίδευσης στο ελληνικό σύστημα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ο κύριος σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να αναλύσει σε βάθος την εκπαίδευση που έλαβαν οι εκπαιδευτικοί σχετικά με την ένταξη των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες στη γενική τάξη. Τέσσερις συγκεκριμένοι στόχοι τέθηκαν προκειμένου να αναπτυχθεί και να επιτευχθεί ο παραπάνω κύριος σκοπός. Ήταν κρίσιμο να περιγράψουμε την πραγματική κατάσταση των Ελλήνων εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης σχετικά με την εκπαιδευτική ένταξη. Για το λόγο αυτό, προτάθηκε η ανάπτυξη ενός εργαλείου που θα μας επέτρεπε να γνωρίζουμε τις ανάγκες επιμόρφωσης στον τομέα της εκπαιδευτικής ένταξης και να ανακαλύψουμε σε ποιους τομείς αυτές οι ανάγκες είναι πιο επείγουσες για τους εκπαιδευτικούς. Τέλος, κρίθηκε πολύ σημαντικό να προταθεί ένα πλάνο για τη βελτίωση της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών ως ικανοποιητική απάντηση στα προβλήματα που εντοπίστηκαν. Το θεωρητικό πλαίσιο αποτελείται από τρία κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο περιλαμβάνει τις προσεγγίσεις της ενταξιακής εκπαίδευσης, τους όρους της, τα οφέλη της και πώς εξελίσσεται σε όλο τον κόσμο. Σε αυτό το κεφάλαιο παρουσιάζονται και οι στρατηγικές που ακολουθούνται στην Ελλάδα για την ανάπτυξη της ενταξιακής εκπαίδευσης. Το δεύτερο κεφάλαιο εστιάζει στις μαθησιακές δυσκολίες και στις εκπαιδευτικές ανάγκες που προκύπτουν. Το τρίτο κεφάλαιο πραγματεύεται το θέμα της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών γενικά. Ασχολείται πιο συγκεκριμένα με αυτό που παραδοσιακά ονομαζόταν Ειδική Αγωγή και μαθησιακές δυσκολίες. Αρχικά δίνεται ένα διεθνές πανόραμα και στη συνέχεια εστιάζει στην ελληνική σφαίρα. Όσον αφορά τη μεθοδολογία αυτής της μελέτης, εφαρμόστηκε η μικτή προσέγγιση, η οποία περιλαμβάνει τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές τεχνικές. Συγκεκριμένα, έχει σχεδιαστεί ad hoc ερωτηματολόγιο τεσσάρων κατηγοριών και 44 ερωτήσεων για την ποσοτική συλλογή δεδομένων, ενώ πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις για ποιοτική συλλογή δεδομένων. Το δείγμα της ποσοτικής έρευνας αποτέλεσαν 205 εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που συμπλήρωσαν το σχεδιασμένο ερωτηματολόγιο. Αφού συλλέχθηκαν τα δεδομένα, υποβλήθηκαν σε επεξεργασία και αναλύθηκαν χρησιμοποιώντας: περιγραφική ανάλυση, διερευνητική παραγοντική ανάλυση, συμπερασματική ανάλυση, post hoc τεστ και συσχετίσεις ζευγαρωμένων δειγμάτων. Το δείγμα της ποιοτικής έρευνας αποτελούνταν από διευθυντές και εκπαιδευτικούς δημοτικών σχολείων που πραγματοποίησαν ημιδομημένες συνεντεύξεις στις οποίες εμβαθύνουν στις απόψεις και τις εμπειρίες τους σχετικά με το ερευνητικό θέμα. Τα ευρήματα έδειξαν ότι οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στερούνται οποιασδήποτε μορφής επιμόρφωσης στις μαθησιακές δυσκολίες. Αξίζει να σημειωθεί ότι σημαντικό ποσοστό των εκπαιδευτικών που απασχολούνται σήμερα είναι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί. Ένα σημαντικό εύρημα προέκυψε από τη μελέτη, υποδεικνύοντας ότι η πλειοψηφία των συμμετεχόντων αναγνωρίζει τη σημασία της επιμόρφωσης για την αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών. Πιστεύουν ακράδαντα ότι η απουσία κατάλληλης κατάρτισης παρεμποδίζει σημαντικά την ένταξη των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες. Εξίσου σημαντικό είναι ότι η πλειοψηφία των συμμετεχόντων θεωρεί ότι η επιμόρφωση επηρεάζει τις στάσεις τους. Οι εκπαιδευτικοί διαφωνούν με τη στρατηγική που ακολουθεί το υπουργείο Παιδείας σε θέματα ένταξης και προσοχής στη διαφορετικότητα. Τα αποτελέσματα έδειξαν επίσης ότι η σχολική υποδομή και το πρόγραμμα σπουδών δεν είναι κατάλληλα για την ένταξη μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες. Τέλος, ανακαλύφθηκε ότι οι Έλληνες εκπαιδευτικοί δεν πιστεύουν ότι έχουν αρκετή επιμόρφωση στις μαθησιακές δυσκολίες. Αυτό οφείλεται κυρίως σε περιορισμούς όπως η περιορισμένη διαθεσιμότητα χρόνου, η οικονομική επιβάρυνση που σχετίζεται με την κατάρτιση και η σπανιότητα τακτικών δραστηριοτήτων επιμόρφωσης σε αυτόν τον τομέα. Συμπερασματικά, το Υπουργείο Παιδείας οφείλει να αλλάξει στρατηγική για την ενταξιακή εκπαίδευση, ενημερώνοντας σωστά το εκπαιδευτικό προσωπικό προσφέροντας πολλές ευκαιρίες επιμόρφωσης σε μαθησιακές δυσκολίες με συγκεκριμένο πρόγραμμα. Ταυτόχρονα, η βούληση των εκπαιδευτικών να επιμορφωθούν είναι από μόνη της σημαντική, έχοντας όμως την κατάλληλη σχολική υποδομή, πρόγραμμα σπουδών και εξοπλισμό. Για το λόγο αυτό, η παρούσα μελέτη, στο έκτο κεφάλαιο, προτείνει και παρουσιάζει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα επιμόρφωσης που μπορεί να αξιοποιηθεί από τους αρμόδιους φορείς ώστε η ένταξη να στεφθεί με επιτυχία.Este estudio profundiza en la formación de profesores de primaria en Grecia y en qué medida la inclusión de estudiantes con dificultades de aprendizaje se ve afectada por ella. La investigación examina el marco actual de los programas de formación, así como el grado de implementación y éxito de la educación inclusiva en el sistema de educación primaria griego. El objetivo principal de este estudio ha sido analizar en profundidad la formación recibida por el profesorado sobre la inclusión del alumnado con dificultades de aprendizaje en el aula ordinaria. Se establecieron cuatro objetivos específicos para desarrollar y alcanzar el propósito principal antes mencionado. Era crucial describir la situación real de los profesores de primaria griegos frente a la inclusión educativa. Por ello se planteó el desarrollo de un instrumento que permitiera conocer las necesidades de formación en el ámbito de la inclusión educativa y descubrir en qué áreas dichas necesidades son más urgentes para el profesorado. Finalmente, se ha considerado muy importante proponer un plan de mejora de la formación docente como respuesta satisfactoria a la problemática detectada. El marco teórico consta de tres capítulos. El primer capítulo incluye los enfoques de la educación inclusiva, sus términos, sus beneficios y cómo evoluciona en todo el mundo. En este capítulo también se presentan las estrategias seguidas en Grecia para el desarrollo de la educación inclusiva. El segundo capítulo se centra en las dificultades de aprendizaje y las necesidades educativas que surgen. El tercer capítulo aborda el tema de la formación docente en general. Se trata más concretamente de lo que tradicionalmente se llamó Educación Especial y las dificultades de aprendizaje. Primero se da un panorama internacional y luego se centra en el ámbito griego. En cuanto a la metodología de este estudio, se aplicó el enfoque mixto, que abarca técnicas tanto cuantitativas como cualitativas. En concreto, se diseñó un cuestionario ad hoc con cuatro dimensiones y 44 ítems para la recopilación de datos cuantitativos, mientras que se realizaron entrevistas para la recopilación de datos cualitativos. La muestra de la investigación cuantitativa estuvo compuesta por 205 docentes de educación primaria, los cuales cumplimentaron el cuestionario diseñado. Una vez recopilados los datos se procesaron y analizaron mediante: análisis descriptivo, análisis factorial exploratorio, análisis inferencial, pruebas post hoc y correlaciones de muestras pareadas. La muestra de la investigación cualitativa estuvo compuesta por directores de escuelas primarias y docentes, quienes realizaron entrevistas semiestructuradas en las que profundizaron sobre sus opiniones y experiencias con respecto al tema de investigación. Los hallazgos indicaron que la mayoría de los participantes carecen de algún tipo de formación en dificultades de aprendizaje. Vale la pena señalar que un porcentaje importante de los educadores, empleados actualmente, son profesores suplentes. Del estudio surgió un hallazgo significativo, que indica que la mayoría de los participantes reconocen la importancia de la formación para abordar las dificultades de aprendizaje. Creen firmemente que la ausencia de una formación adecuada dificulta significativamente la inclusión de estudiantes con dificultades de aprendizaje. Igualmente importante es que la mayoría de los participantes consideran que la formación afecta a sus actitudes. Los docentes discrepan de la estrategia seguida por el Ministerio de Educación en materia de inclusión y atención a la diversidad. Los resultados también revelaron que la infraestructura escolar y el currículo, no son adecuados para la inclusión de estudiantes con dificultades de aprendizaje. Finalmente, se ha descubierto que los profesores de griego no creen tener suficiente formación en dificultades de aprendizaje. Esto se debe principalmente a limitaciones como la disponibilidad limitada de tiempo, la carga financiera asociada a la formación y la escasez de actividades de formación periódicas en este campo. En conclusión, el Ministerio de Educación griego debe cambiar su estrategia en materia de educación inclusiva, informando adecuadamente al personal educativo ofreciendo muchas oportunidades de formación en dificultades de aprendizaje con un programa específico. Al mismo tiempo, es importante en sí misma la voluntad de los docentes de capacitarse, pero contando con la infraestructura escolar, el currículo y el equipamiento adecuado. Por esta razón, el presente estudio, en el capítulo seis, propone y presenta un programa de formación integral que puede ser utilizado por los órganos competentes para que la inclusión se vea coronada por el éxito

    Biological applications of nanomaterials in the diagnosis and treatment of glucose metabolism disorders

    No full text
    Diabetes Mellitus (DM) is a chronic metabolic disorder characterized by impaired glucose homeostatic regulation in the body. Over the last decades, DM has reached epidemic levels worldwide. According to the International Diabetes Federation it is estimated that approximately 538 million adults are living with diabetes and this number is projected to rise to 783 million by 2045. DM has become one of the major public health issues, significantly impacting the socio- economic development of each country. The evolution of Nanotechnology brought hope for achieving effective management of DM. The development of continuous glucose monitoring systems as well as insulin pumps, significantly reduced the episodes of hypo- and hyper- glycemia and improved the quality of life of diabetics. However, there is still room for improvement, and efforts are now being made to develop new systems for detecting glucose levels and administering therapeutic treatment. Specifically, research aims at developing non-invasive “closed- loop” systems for diabetes management, which will not only provide continuous glucose monitoring but also release the appropriate therapeutic agent when it is necessary. These systems will significantly improve the quality of life for those suffering from the disease, as they will offer more effective glucose control, reduced drug dosage, better patient compliance, and improved treatment control. The development of “closed- loop” systems require the creation of innovative non-invasive biosensors for the detection of glucose in biological fluids other than blood (e.g. in sweat) and nanocarriers for the automated administration of therapeutic treatment, by alternative routes, when needed. For this reason, the synthesis of more efficient and more biocompatible nanomaterials is necessary. Of all nanomaterials, graphene stood out early in biomedical applications, due to its excellent electrochemical properties. Its unique characteristics make it an ideal candidate for the development of high precision biosensors. In fact, graphene biosensors are state-of-the-art compared to conventional sensors in terms of resolution and sensitivity. The only reason why graphene has not completely taken over the world of medical applications, is the difficulty in producing high-quality graphene in large-scale, at a low cost and in an environmentally friendly way. In recent years, “green” chemistry techniques made possible the biological exfoliation of graphene from graphite without the use of toxic solvents. However, the biocompatibility of these structures with human cells and tissues has not been explored yet. The primary objective of this PhD thesis was to investigate whether the "green" exfoliation of graphite leads to the synthesis of more biocompatible nanomaterials compared to conventional methods. As the functional modification of nanomaterials affects both their characteristics and their toxicity, three different graphene- based structures were tested in vitro: graphene, nitrogen-doped (N-Doped) graphene and nitrate- bonded graphene. The three nanomaterials were synthesized by two different methods involving the use of chemical or biological solvents. It is known that the effects of nanomaterials differ in each cell type, so the toxicity of graphene nanomaterials was tested in three different cell lines (NIH/3T3 fibroblasts, HaCaT keratinocytes and THP-1 differentiated macrophages), which together constitute a skin model. Using modern methods, the immediate or long-term toxicity of nanomaterials to cells, the possible induction of cell death or oxidative stress, their effect on the cell cycle and their interaction with molecules that play an important role in critical signaling pathways of inflammation, were examined. Thorough cytotoxicity assessment proved that “green” synthesis of graphene maintains its uniqueness while limiting its negative effects on cells. Therefore, “green” graphene becomes an ideal candidate for biomedical applications, including the development of high- precision biosensors for non- invasive glucose detection. A second aim of this thesis was to investigate the effectiveness of innovative nanoemulsions to act as nanocarriers for transdermal release of commercial hypoglycemic drugs. In an in vivo model, it was shown that dapagliflozin, a common drug for DM, through nanoemulsions successfully penetrates the skin of laboratory animals and exerts its strong hypoglycemic effect without causing toxic reactions in the body. Combined, the development of innovative, non- toxic, non- invasive glucose sensors with “green” graphene and the use of nanoemulsions as nanocarriers for the transdermal delivery of antidiabetic drugs, may lead to the design of a fully automated “closed” system for the management of DM. This system will significantly improve the quality of life of the ever- increasing patients.Ο Σακχαρώδης Διαβήτης (ΣΔ) είναι μια χρόνια μεταβολική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από την απώλεια ελέγχου της ομοιόστασης της γλυκόζης από τον οργανισμό. Τις τελευταίες δεκαετίες η εξάπλωση του ΣΔ έχει λάβει επιδημικές διαστάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία Διαβήτη εκτιμάται ότι σήμερα 538 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως πάσχουν από κάποια μορφή διαβήτη, ενώ ο αριθμός αυτός αναμένεται να φτάσει τα 783 εκατομμύρια έως το 2045. Ο ΣΔ αποτελεί πλέον ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα της δημόσιας υγείας επιδρώντας σημαντικά στην κοινωνικο- οικονομική ανάπτυξη κάθε χώρας. Η εξέλιξη της Νανοτεχνολογίας έδωσε ελπίδα στη διαχείριση του ΣΔ. Με την ανάπτυξη των συστημάτων συνεχούς καταγραφής της γλυκόζης και τις αντλίες ινσουλίνης μειώθηκαν σημαντικά τα επεισόδια υπο- και υπερ- γλυκαιμίας και βελτιώθηκε η ποιότητα των διαβητικών ασθενών. Ωστόσο, υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης και πλέον γίνονται προσπάθειες για την ανάπτυξη νέων συστημάτων ανίχνευσης των επιπέδων γλυκόζης και χορήγησης της θεραπευτικής αγωγής. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα στοχεύει στην ανάπτυξη μη επεμβατικών «κλειστών» συστημάτων (closed-loop) για τη διαχείριση του ΣΔ τα οποία θα προσφέρουν όχι μόνο συνεχή καταγραφή της συγκέντρωσης της γλυκόζης αλλά και αποδέσμευση της ενδεδειγμένης θεραπευτικής ουσίας όποτε κρίνεται απαραίτητο. Τα συστήματα αυτά θα βελτιώσουν σημαντικά την ποιότητα ζωής των πασχόντων από την ασθένεια καθώς θα προσφέρουν πιο αποτελεσματικό έλεγχο της γλυκόζης, μειωμένη χορηγούμενη δόση φαρμάκου, καλύτερη συμμόρφωση του ασθενούς και καλύτερο έλεγχο της θεραπείας. Η δημιουργία των «κλειστών» συστημάτων απαιτεί την ανάπτυξη καινοτόμων μη επεμβατικών αισθητήρων ανίχνευσης της γλυκόζης σε υγρά εκτός του αίματος (π.χ. στον ιδρώτα) αλλά και νανοφορέων για την αυτοματοποιημένη χορήγηση της θεραπευτικής αγωγής, από εναλλακτικές οδούς, όποτε απαιτείται. Για τον λόγο αυτό, καθίσταται αναγκαία η σύνθεση πιο αποτελεσματικών και πιο βιοσυμβατών νανοϋλικών. Το γραφένιο είναι ένα νανοϋλικό το οποίο χάρη στις άριστες ηλεκτροχημικές του ιδιότητες ξεχώρισε νωρίς στις βιοϊατρικές εφαρμογές. Τα μοναδικά χαρακτηριστικά του το καθιστούν ιδανικό υποψήφιο για την ανάπτυξη βιοαισθητήρων υψηλής ακρίβειας. Μάλιστα, οι αισθητήρες γραφενίου αποτελούν τεχνολογία αιχμής σε σχέση με τους συμβατικούς αισθητήρες όσον αφορά την ανάλυση και την ευαισθησία. Ο λόγος για τον οποίο το γραφένιο δεν έχει πάρει ολοκληρωτικά τα ηνία σε ιατρικές εφαρμογές, είναι η δυσκολία παραγωγής σε μεγάλη κλίμακα και υψηλής ποιότητας γραφενίου με χαμηλό κόστος και περιβαλλοντολογικά φιλικό τρόπο. Τα τελευταία χρόνια, με τη χρήση των τεχνικών της «πράσινης» χημείας κατέστη δυνατή η αποφυλλοποίηση του γραφενίου από γραφίτη χωρίς τη χρήση τοξικών διαλυτών. Ωστόσο ακόμη δεν έχει διερευνηθεί η βιοσμβατότητα των δομών αυτών με ανθρώπινα κύτταρα και ιστούς. Πρωταρχικός στόχος της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν να διερευνήσει κατά πόσο η «πράσινη» αποφυλλοποίηση του γραφίτη οδηγεί στη σύνθεση πιο βιοσυμβατών νανοϋλικών σε σχέση με τις συμβατικές μεθόδους. Καθώς η λειτουργική τροποποίηση των νανοϋλικών επηρεάζει τόσο τα χαρακτηριστικά όσο και την τοξικότητά τους, ελέγχθηκαν in vitro τρεις διαφορετικές δομές που έχουν ως βάση το γραφένιο: γραφένιο, «ντοπαρισμένο» με άζωτο (N- Doped) γραφένιο και γραφένιο συνδεδεμένο με νιτρικά, οι οποίες συντέθηκαν με δύο διαφορετικές μεθόδους που περιλάμβαναν τη χρήση χημικών ή βιολογικών διαλυτών. Είναι γνωστό ότι οι επιδράσεις των νανοϋλικών διαφέρουν σε κάθε είδος κυττάρου και έτσι η τοξικότητα των νανοϋλικών γραφενίου ελέγχθηκε σε τρεις διαφορετικές κυτταρικές σειρές (ινοβλάστες NIH/3T3, κερατινοκύτταρα HaCaT και THP-1 διαφοροποιημένα μακροφάγα), οι οποίες μαζί αποτελούν ένα μοντέλο του δέρματος. Με σύγχρονες μεθόδους εξετάστηκε η άμεση ή μακροπρόθεσμη τοξικότητα των νανοϋλικών στα κύτταρα, η πιθανή πρόκληση κυτταρικού θανάτου ή οξειδωτικού στρες, η επίδρασή τους στον κυτταρικό κύκλο αλλά και η αλληλεπίδρασή τους με μόρια που παίζουν σημαντικό ρόλο σε κρίσιμα σηματοδοτικά μονοπάτια της φλεγμονής. Ο ενδελεχής έλεγχος κυτταροτοξικότητας απέδειξε ότι η «πράσινη» σύνθεση του γραφενίου διατηρεί τη μοναδικότητά του περιορίζοντας παράλληλα τις αρνητικές του επιδράσεις στα κύτταρα. Επομένως, το «πράσινο» γραφένιο καθίσταται ιδανικός υποψήφιος για βιοϊατρικές εφαρμογές, συμπεριλαμβανομένου της ανάπτυξης βιοαισθητήρων υψηλής ακρίβειας για την ανίχνευση της γλυκόζης μη επεμβατικά. Δεύτερος στόχος της διατριβής ήταν η διερεύνηση της αποτελεσματικότητας καινοτόμων νανογαλακτωμάτων να δράσουν ως νανοφορείς για τη διαδερμική απελευθέρωση εμπορικών υπογλυκαιμικών φαρμάκων. Σε in vivo μοντέλο αποδείχθηκε ότι η νταπαγλιφλοζίνη, ένα κοινό φάρμακο για τη διαχείριση του ΣΔ, μέσω των νανογαλακτωμάτων διαπερνά επιτυχώς το δέρμα των ζώων και ασκεί την ισχυρή υπογλυκαιμική της δράση χωρίς να προκαλεί τοξικές αντιδράσεις στον οργανισμό. Συνδυαστικά, η ανάπτυξη καινοτόμων, ασφαλών, μη επεμβατικών αισθητήρων γλυκόζης από «πράσινο» γραφένιο και η χρήση των νανογαλακτωμάτων ως νανοφορείς για τη διαδερμική απελευθέρωση των αντιδιαβητικών φαρμάκων, δύναται να οδηγήσουν στη δημιουργία ενός πλήρως αυτοματοποιημένου «κλειστού» συστήματος για τη διαχείριση του ΣΔ. Το σύστημα αυτό θα βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής των πασχόντων από την ασθένεια, ο αριθμός των οποίων αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς

    Machines for creating geometric curves and their application in teaching practice

    No full text
    In this research, a brief historical review of mathematical machines and mechanisms is first presented, finally focusing on the two historical 17th century parabolographs designed and constructed by Bonaventura Franciscus Cavalieri and Frans van Schooten. The two mechanisms were analyzed, simulated and reconstructed. Through dynamic geometry software, extensions and possibilities of the mechanisms that are not apparent were sought. With apparent elements of the van Schooten parabolic graph, the local curvature of the drawn parabolic arc was calculated, The inverse tangent problem solved geometrically by the van Schooten parabolograph was formulated, solving essentially the corresponding differential equation. Confirmed mechanically the equivalence of the definitions of the parabola which they involve making them mechanically equivalent, By the mediation of the two mechanisms, the concept of parabola was learned to a section of the 10thgrade class which was divided into two groups. Two planned four-hour experimental lessons were carried out in the attendance school. Individual results were analyzed qualitatively and quantitatively, focusing on two cognitive indicators and three cognitive structure indicators through activities that were initially converted into ordinal variables without special weighting. A nonparametric test of the median of each of the five qualitative indicators was also conducted for each group. A non-parametric test of the correlation between the cognitive indicators and the activity indicators of each group was also performed. The two cognitive and the three structure indicators through activities provided a more complete picture of each student's level of understanding, and a more complete process for assessing how they understand. The role of mathematical machines consisting of rigid modular rods, as well as dynamic geometry software, as cognitive bridges between empirical justification and deductive reasoning is highlighted. Mechanical linkages and their dynamic simulations emerge, from this research, as suitable contexts for bridging empirical and deductive reasoning, as balanced linking tools in the teaching of Algebra and Geometry in secondary education at least.Στην παρούσα έρευνα γίνεται αρχικά μία σύντομη ιστορική αναδρομή των μαθηματικών μηχανών και μηχανισμών, εστιάζοντας τελικά στους δύο ιστορικούς παραβολογράφους του 17ου αιώνα που σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν από τον Bonaventura Franciscus Cavalieri και τον Frans van Schooten. Οι δύο μηχανισμοί αναλύθηκαν, προσομοιώθηκαν και ανακατασκευάστηκαν. Μέσω λογισμικού δυναμικής γεωμετρίας αναζητήθηκαν προεκτάσεις και δυνατότητες των μηχανισμών που δεν είναι εμφανείς. Με εμφανή στοιχεία του παραβολογράφου van Schooten υπολογίστηκε η τοπική καμπυλότητα του χαρασσόμενου παραβολικού τόξου, Διατυπώθηκε το αντίστροφο εφαπτομενικό πρόβλημα που επιλύει γεωμετρικά ο παραβολογράφος van Schooten, ουσιαστικά επιλύοντας την αντίστοιχη διαφορική εξίσωση. Επιβεβαιώθηκε μηχανολογικά η ισοδυναμία των ορισμών της παραβολής που ενσωματώνουν, καθιστώντας τους μηχανολογικά ισοδύναμους, Με την διαμεσολάβηση των δύο μηχανισμών διδάχτηκε η έννοια της παραβολής σε τμήμα της Β΄λυκείου το οποίο χωρίστηκε σε δύο ομάδες. Πραγματοποιήθηκαν δύο σχεδιασμένες τετράωρες πειραματικές διδασκαλίες στον χώρο του σχολείου φοίτησης. Τα ατομικά αποτελέσματα αναλύθηκαν ποιοτικά και ποσοτικά, εστιάζοντας σε δύο γνωστικούς δείκτες και σε τρεις δείκτες γνωστικής δομής μέσω δραστηριοτήτων, που αρχικά μετετράπησαν σε διατακτικές μεταβλητές χωρίς ιδιαίτερη στάθμιση. Επίσης, για κάθε ομάδα πραγματοποιήθηκε μη παραμετρικός έλεγχος της διαμέσου κάθε ενός από τους πέντε ποιοτικούς δείκτες. Πραγματοποιήθηκε και μη παραμετρικός έλεγχος συσχέτισης των γνωστικών δεικτών με τους δείκτες των δραστηριοτήτων της κάθε ομάδας. Οι δύο γνωστικοί δείκτες και οι τρεις δείκτες γνωστικής δομής μέσω δραστηριοτήτων, έδωσαν μία πληρέστερη εικόνα του επιπέδου κατανόησης κάθε μαθητή και μαθήτριας, αλλά και μία πληρέστερη διαδικασία αξιολόγησης του τρόπου που κατανοούν. Αναδεικνύεται ο ρόλος των μαθηματικών μηχανών, που αποτελούνται από άκαμπτες αρθρωτές ράβδους, καθώς και του λογισμικού δυναμικής γεωμετρίας, ως γνωστικών γεφυρών μεταξύ της εμπειρικής δικαιολόγησης και της παραγωγικής συλλογιστικής. Οι μηχανικές συνδέσεις (linkages) και οι δυναμικές προσομοιώσεις τους αναδεικνύονται ως κατάλληλα πλαίσια γεφύρωσης εμπειρικών και παραγωγικών συλλογισμών, καθώς και ως εργαλεία ισόρροπης σύνδεσης στην διδασκαλία Άλγεβρας και Γεωμετρίας τουλάχιστον στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση

    Hydrogeological research in the framework of the conjunctive use and management of surface water and groundwater in the river Nestos Delta

    No full text
    This doctoral thesis investigates the relationship between surface water and groundwater in the western part of River Nestos Delta as a result of their combined use. The main purpose of the thesis is to study the geomorphological, hydrological and hydrogeological status of the study area, understand the hydraulic interaction and evolution mechanisms between the unconfined and confined aquifers, and in the end, develop the conceptual model of the hydrogeological system in the study area. The study is located at the western part of Nestos Delta plain and is bounded to the east by River Nestos, to the south and west by the Thracian Sea and to the north by the southern hilly part of the Lekani Mountains. This is a predominantly rural area where water controls the economy. The region is also protected by international environmental treaties. The entire amount of irrigation water originates from the Toxotes flow regulation facility. Irrigation is carried out with open - ended surface networks through channels serving the irrigation of approximately 176,000 hectares, while the use of wells tapping the confined aquifer is limited. The structure and composition of the material in the lowland part of the Nestos Delta directly affects the hydrogeological conditions at the study area. The most recent deposits of the lowland section (Quaternary river deposits) are estimated at a few dozen meters. They consist of alternations of layers of sand, gravel, clay and silt with limited lateral extent and characteristic heterogeneity, which is precisely the result of the deltaic deposition. In the western part of River Nestos Delta, two aquifers are being developed: a) the sedimentary aquifer zone (unconfined) and b) an underlying system of alternating confined aquifers. The doctoral thesis was based on the collection and analysis of existing data and studies and on the collection of primary data during four (4) periods of time (May and October) in the years 2019 and 2020 from a network of 46 wells assumed representative of either the unconfined or the confined aquifer. Both the investigation of the unconfined and the confined aquifer piezometry and the determination of key ions and heavy metals took place. Hydrochemical analysis of the water of River Nestos was also performed at three (3) points, as well as surface water analysis at each of the four (4) major drainage trenches. Piezometric maps as well as hydrochemical parameter distribution maps were compiled for each measurement period and for each aquifer. In addition, consideration of widely used groundwater quality indicators and of a standard for the study area groundwater quality index was made. Subsequently, the development of the hydrogeological system in the study area took place, based on all the primary data of this research but also on background data derived from various sources. The simulation was done through the MODFLOW code, which is the most widely used code for the exploration, interpretation and simulation of groundwater flow.Η παρούσα διδακτορική διατριβή διερευνά τη σχέση των επιφανειακών και των υπόγειων νερών του δυτικού τμήματος του Δέλτα του Ποταμού Νέστου ως αποτέλεσμα της συνδυασμένης χρήσης τους. Κύριος σκοπός της διατριβής είναι η διερεύνηση του γεωμορφολογικού, υδρολογικού και υδρογεωλογικού καθεστώς της περιοχής έρευνας, η μελέτη των μηχανισμών επικοινωνίας και λειτουργίας του ελεύθερου και του υπό πίεση υδροφορέα της περιοχής και η δημιουργία του εννοιολογικού μοντέλου του ελεύθερου υδροφορέα της περιοχής έρευνας. Η περιοχή έρευνας καταλαμβάνει το δυτικό τμήμα της πεδιάδας του Δέλτα του Νέστου και οριοθετείται ανατολικά από τον Ποταμό Νέστο, νότια και δυτικά από το Θρακικό Πέλαγος και βόρεια από το νότιο λοφώδες τμήμα των ορέων της Λεκάνης. Πρόκειται για μία κατά βάση αγροτική περιοχή, όπου η χρήση του νερού κυριαρχεί στην οικονομία. Επίσης, η περιοχή προστατεύεται από διεθνείς περιβαλλοντικές συνθήκες. Το σύνολο της ποσότητας του αρδευτικού νερού προέρχεται από τον ρουφράκτη των Τοξοτών. Η άρδευση πραγματοποιείται με επιφανειακά δίκτυα, ανοιχτού τύπου, μέσω διωρύγων που εξυπηρετούν την άρδευση περίπου 176.000 στρεμμάτων, ενώ είναι περιορισμένη η χρήση των γεωτρήσεων που αφορούν στην υδρομάστευση του υπό πίεση υδροφορέα. Η δομή και η σύσταση των υλικών του πεδινού τμήματος του Δέλτα του Νέστου επηρεάζουν άμεσα τη διαμόρφωση του υδρογεωλογικού καθεστώτος της περιοχής έρευνας. Οι πλέον πρόσφατες αποθέσεις του πεδινού τμήματος (Τεταρτογενείς αποθέσεις του ποταμού) εκτιμώνται σε λίγες δεκάδες μέτρα. Αποτελούνται από εναλλαγές στρώσεων άμμου, χαλικιών, αργίλων και ιλύος με περιορισμένη όμως ανάπτυξη και χαρακτηριστική ετερογένεια που είναι ακριβώς αποτέλεσμα της δελταϊκής απόθεσης. Στο δυτικό τμήμα του Δέλτα του ποταμού Νέστου, αναπτύσσονται δύο υδραποθεματικές ζώνες: α) η ζώνη του προσχωματικού υδροφορέα και β) η ζώνη του συστήματος των υπό πίεση υδροφορέων. Η διατριβή βασίστηκε στη συγκέντρωση και ανάλυση υφιστάμενων στοιχείων και μελετών όσο και στη συλλογή πρωτογενών δεδομένων κατά τη διάρκεια τεσσάρων (4) περιόδων (Μαΐου και Οκτωβρίου) κατά τα έτη 2019 και 2020 από ένα δίκτυο συνολικά 46 γεωτρήσεων που υδρομαστεύουν τον ελεύθερο και τον υπό πίεση υδροφορέα. Έλαβε χώρα, τόσο η ποσοτική διερεύνηση του ελεύθερου και του υπό πίεση υδροφορέα, μέσω της ανάλυσης κυρίως της πιεζομετρίας τους, όσο και ο ποιοτικός προσδιορισμός βασικών ιόντων και βαρέων μετάλλων. Επίσης, πραγματοποιήθηκε και υδροχημική ανάλυση των νερών του Ποταμού Νέστου σε τρία (3) σημεία, καθώς και ανάλυση των επιφανειακών νερών σε κάθε μία από τις τέσσερις (4) κύριες αποστραγγιστικές τάφρους.Δημιουργήθηκαν πιεζομετρικοί χάρτες, καθώς και χάρτες κατανομής των υδροχημικών παραμέτρων για κάθε μία περίοδο μέτρησης και για κάθε τύπο υδροφορέα. Ακόμη, έλαβε χώρα η χρήση ευρέως διαδεδομένων δεικτών ποιότητας των υπογείων νερών καθώς και η χρήση πρότυπου για την περιοχή δείκτη ποιότητας του υπόγειου νερού. Ακολούθησε η ανάπτυξη του εννοιολογικού μοντέλου του ελεύθερου υδροφορέα της περιοχής έρευνας, βασισμένου σε όλα τα πρωτογενή δεδομένα της παρούσας έρευνας, αλλά και σε προϋπάρχοντα στοιχεία που αντλήθηκαν από διάφορες πηγές. Η προσομοίωση έγινε μέσω του κώδικα MODFLOW, ο οποίος είναι ο πιο διαδεδομένος κώδικας προσομοίωσης της ροής του υπόγειου νερού

    0

    full texts

    52,840

    metadata records
    Updated in last 30 days.
    Hellenic National Archive of Doctoral Dissertations is based in Greece
    Access Repository Dashboard
    Do you manage Open Research Online? Become a CORE Member to access insider analytics, issue reports and manage access to outputs from your repository in the CORE Repository Dashboard! 👇