Hellenic National Archive of Doctoral Dissertations
Not a member yet
55370 research outputs found
Sort by
Intonational features of wh-questions in the Corfiot dialect
This dissertation investigates the intonational features of information-seeking wh-questions in the Corfiot Dialect (CD), a Greek variety spoken on the island of Corfu. Based on controlled speech data from native CD speakers analyzed within the Autosegmental-Metrical framework, it pursues three principal objectives. First, it aims to investigate how wh-questions are encoded intonationally in the CD, by documenting the range of intonational patterns used to express information-seeking questions. Second, it provides a comprehensive phonetic analysis and phonological representation of these melodies, examining both their surface realization and underlying structure. Third, it compares wh-question structures between CD and Standard Modern Greek (SMG) to determine whether observed differences reflect phonological structural distinctions or phonetic implementation variations. By doing so, this research aims to contribute to the documentation and analysis of CD prosody offering valuable insights into the mechanisms of prosodic variation and the typology of interrogative intonation in Greek.Αντικείμενο αυτής της διατριβής είναι η ανάλυση των προσωδιακών χαρακτηριστικών των ερωτήσεων μερικής άγνοιας στην Κερκυραϊκή διάλεκτο (ΚΔ). Συγκεκριμένα, η διατριβή αποτελεί μια πειραματική μελέτη της επιτονικής δομής αυτών των ερωτήσεων και βασίζεται σε δεδομένα ελεγχόμενου λόγου από φυσικούς ομιλητές της διαλέκτου. Στόχος είναι να διερευνήσει πώς κωδικοποιούνται επιτονικά οι ερωτηματικές προτάσεις στην ΚΔ, καταγράφοντας την ποικιλία των επιτονικών μοτίβων και των δομών που χρησιμοποιούνται για την έκφραση των ερωτήσεων μερικής άγνοιας με κύρια λειτουργία την αίτηση νέας πληροφορίας. Η ανάλυση επικεντρώνεται τόσο στην φωνητική περιγραφή όσο και στην φωνολογική αναπαράσταση των ερωτηματικών προτάσεων στο πλαίσιο της Αυτοτεμαχιακής προσέγγισης του επιτονισμού. Επιπλέον, επιδιώκει να συγκρίνει τα ευρήματα με αντίστοιχα δεδομένα από την Κοινή Νέα Ελληνική (ΚΝΕ), εξετάζοντας τον βαθμό στον οποίο η ΚΔ διαφοροποιείται από την ΚΝΕ όσον αφορά την προσωδιακή κωδικοποίηση των ερωτήσεων και αν και κατά πόσο οι δύο ποικιλίες παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις τόσο σε φωνητικό όσο και σε φωνολογικό επίπεδο. Έτσι, απώτερος σκοπός αυτής της έρευνας είναι να συμβάλει σε έναν βαθμό στην καταγραφή και τεκμηρίωση του επιτονισμού της ΚΔ καθώς και στη χαρτογράφηση της προσωδιακής ποικιλίας της ελληνικής, προσφέροντας νέα εμπειρικά δεδομένα
Technological model for music education of children with special educational needs and the place of folk songs and folk musical instruments in this education
The subject of the study is the music education of children with special educational needs (SEN), the place of children's folklore songs and folklore musical instruments in this education and the possibilities of raising the educational level of these children and exerting a beneficial and effective therapeutic impact on their emotional, mental and physical state. The object of the study is the children with SEN, the results of their educational and cognitive activity within the framework of this music education and their physical, emotional and mental state. As a result of a thorough and large-scale study to realize the main goal of the study, an adequate flexible and adaptive pedagogical system for music education of children with SEN with educational and therapeutic goals and an appropriately justified innovative technological model, including folklore songs and folklore musical instruments and aimed at increasing the educational level of the children in training and effectively exerting a beneficial and positive impact on their emotional, mental and physical state, has been built and tested. The innovative model and its methodological tools are provided with the necessary pedagogical tools and a full set of didactic materials. They are applicable for conducting similar music education for children with SEN in therapy centers for such children, adapting to specific needs if necessary.Αντικείμενο της μελέτης είναι η μουσική αγωγή παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (ΕΑΑ), η θέση των παιδικών λαογραφικών τραγουδιών και μουσικών οργάνων σε αυτή την εκπαίδευση και οι δυνατότητες ανύψωσης του μορφωτικού επιπέδου αυτών των παιδιών και άσκησης ευεργετικής και αποτελεσματικής θεραπευτικής επίδρασης στη συναισθηματική, ψυχική και σωματική τους κατάσταση. Αντικείμενο της μελέτης είναι τα παιδιά με ΕΕΑ, τα αποτελέσματα της εκπαιδευτικής και γνωστικής τους δραστηριότητας στο πλαίσιο αυτής της μουσικής αγωγής και η σωματική, συναισθηματική και ψυχική τους κατάσταση. Ως αποτέλεσμα μιας ενδελεχούς και μεγάλης κλίμακας μελέτης για την επίτευξη του κύριου στόχου της μελέτης, ένα επαρκές ευέλικτο και προσαρμοστικό παιδαγωγικό σύστημα για τη μουσική εκπαίδευση παιδιών με ΕΕΑ με εκπαιδευτικούς και θεραπευτικούς στόχους και ένα κατάλληλα αιτιολογημένο καινοτόμο τεχνολογικό μοντέλο, συμπεριλαμβανομένων λαογραφικών τραγουδιών και λαογραφικών μουσικών οργάνων και με στόχο την αύξηση του μορφωτικού επιπέδου των παιδιών, έχει κατασκευαστεί και δοκιμαστεί. Το καινοτόμο μοντέλο και τα μεθοδολογικά του εργαλεία παρέχονται με τα απαραίτητα παιδαγωγικά εργαλεία και ένα πλήρες σύνολο διδακτικών υλικών. Ισχύουν για τη διεξαγωγή παρόμοιας μουσικής εκπαίδευσης για παιδιά με ΕΕΑ σε κέντρα θεραπείας για τέτοια παιδιά, προσαρμοσμένα σε συγκεκριμένες ανάγκες εάν είναι απαραίτητο.Предмет на изследване са обучението по музика на деца със СОП (специални образователни потребности), мястото на детските фолклорни песни и фолклорните музикални инструменти в това обучение и възможностите за повишаване на образователното ниво на тези деца и оказване на благотворно ефективно терапевтично въздействие върху тяхното емоционално, психическо и физическо състояние, а обектът на изследване са обучаемите деца със СОП, резултатите от тяхната учебно-познавателна дейност в рамките на това обучение по музика и тяхното физическо, емоционално и психическо състояние. В резултат на задълбочено и мащабно проучване за реализиране на основната цел на изследването, е изградена и апробирана адекватна гъвкава и адаптивна педагогическа система за обучение по музика на деца със СОП с учебно-възпитателни и терапевтични цели и на подходящ обоснован иновативен технологичен модел, включващи фолклорни песни и фолклорни музикални инструменти и имащи за цел повишаване на образователното ниво на обучаемите деца и ефективно упражняване на благотворно и позитивно въздействие върху тяхното емоционално, психическо и физическо състояние. Иновативният модел и нейния методически инструментариум са подсигурени с необходимите педагогически инструменти и с пълен набор от дидактически материали. Приложими са за провеждане на подобно обучение по музика на деца със СОП в центрове за корекционна терапия за такива деца, като при необходимост се адаптират към конкретните нужди
Μοντελοποίηση ακτινοβόλησης μετάλλων με λέιζερ βραχέων και υπερβραχέων παλμών σε μικρο-νάνο έως υπο-ατομική κλίμακα
This PhD thesis focuses on modeling the interaction of short and ultrashort laser pulses with metals, progressively examining three key physical processes: energy transfer and material ejection at the micro- and nanoscale, plasma formation and expansion, and ultimately, laser-driven particle acceleration at the sub-atomic scale. These three stages – heat transfer, hydrodynamics and electromagnetism – when combined in pairs, can simulate a range of micro-/nano-manufacturing and nonconventional processing techniques. Specifically, the combination of the heat transfer and hydrodynamic models allows for the simulation of thermal diffusion and ablation dynamics during micro-cutting, while the coupling of hydrodynamics and electromagnetism simulates the initial phases (plasma formation and expansion) of pulsed laser deposition (PLD). In PLD, intense laser pulses irradiate a solid target, producing a plasma plume whose ejected species condense on a substrate to form functional thin films. The integration of all three models into a single, unified simulation framework enables the modeling of laser-driven particle accelerators, representing an advanced application at the cutting edge of today’s manufacturing technologies. These accelerators utilize ultra-intense laser pulses to accelerate charged particles within a plasma environment and serve as an advanced tool for atomic and close-to-atomic scale manufacturing (ACSM). This domain includes processes such as ion implantation, defect engineering, irradiation-assisted nanostructuring, etc., where ultra-precise control over energy delivery and spatial resolution is required – capabilities that conventional tooling struggles to achieve. While laser-driven particle accelerators have been explored for various applications, this thesis centers on their role as transformative tools in ACSM. Their ability to deliver high-energy, high-resolution beams offers a breakthrough solution to one of the central limitations in the field: the inadequacy and inefficiency of current tools to process matter with atomic-scale precision. The unified model developed herein provides a foundational simulation framework to support the design, optimization and deployment of these next-generation manufacturing tools. To study these phenomena, here an open-source computational model is developed as part of this doctoral research, simulating the interaction mechanism of short and ultrashort laser pulses with metallic targets. The model includes laser sources that span the full range of energy densities – from low to high – and incorporates the physical processes that govern heat transfer, hydrodynamic and electromagnetic effects. This enables precise modeling of the entire laser-driven acceleration mechanism and allows the model to be adapted for various ACSM applications. Furthermore, the model has been validated both in its individual components (heat transfer, hydrodynamic and electromagnetic models) and as a whole, through comparison with experimental data from the following laser facilities: TITAN/Jupiter Laser Facility – Lawrence Livermore National Laboratory, TPW/Texas Petawatt Laser Facility – University of Texas at Austin, OMEGA EP/Laboratory for Laser Energetics – University of Rochester, ORION/Orion Laser Facility – Atomic Weapons Establishment (AWE). Simultaneously, the model’s capabilities for predictive modeling and optimization are being tested using experimental data from the laser facility:L4f ATON laser/Extreme Light Infrastructure (ELI Beamlines) – Extreme Light Infrastructure European Research Infrastructure Consortium (ELI ERIC). In this thesis, the full open-source code is presented, so this dissertation can also serve as documentation for the open-source model, offering a valuable tool for the researchc ommunity studying laser-matter interactions. The model is given here in Appendix B. The source code presented in Appendix B is released under the GNU General Public License version 3 (GPLv3). See the license notice and full text included in section B.4 of Appendix B. If you use this code in your research, please cite it according to this thesis as follows: Alexopoulou, V. Advanced modeling of short and ultrashort laser irradiation of metals in micro-nano down to sub-atomic scale. PhD thesis. National Technical University of Athens, 2025. Additionally, the computational and theoretical analyses resulting from this research have been published in three peer-reviewed scientific papers, with a fourth currently under review.Η παρούσα διδακτορική διατριβή πραγματεύεται την ανάπτυξη ενός καινοτόμου,ολοκληρωμένου υπολογιστικού πλαισίου για τη μοντελοποίηση των αλληλεπιδράσεων βραχέων και υπερβραχέων παλμών λέιζερ με μέταλλα. Οι συγκεκριμένες αλληλεπιδράσεις χαρακτηρίζονται από έντονες φυσικές διεργασίες εκτός θερμοδυναμικής ισορροπίας, οι οποίες εξελίσσονται σε εξαιρετικά σύντομες χρονικές κλίμακες – φεμτοδευτερόλεπτα (femtoseconds) έως νανοδευτερόλεπτα (nanoseconds)– και σε ένα ευρύ φάσμα ενεργειακών πυκνοτήτων του λέιζερ. Η ερευνητική συμβολήτης διατριβής έγκειται στην ενιαία προσέγγιση της θερμικής, υδροδυναμικής και ηλεκτρομαγνητικής συμπεριφοράς του υλικού υπό την επίδραση των παλμών λέιζερ, μέσω μιας ενιαίας υπολογιστικής πλατφόρμας ανοικτού κώδικα. Όταν ένας παλμός λέιζερ προσπίπτει σε μεταλλική επιφάνεια, η ενέργειά του απορροφάται κυρίως από τα ηλεκτρόνια του μετάλλου. Τα ηλεκτρόνια αρχίζουν να ταλαντώνονται και μεταφέρουν ενέργεια στο πλέγμα μέσω συγκρούσεων, σε χρονικές κλίμακες της τάξης των πικοδευτερολέπτων (picoseconds). Η ενέργεια στη συνέχεια διαχέεται μέσω του πλέγματος σε χρονικές κλίμακες νανοδευτερολέπτων. Όταν η διάρκεια του παλμού είναι μικρότερη από τους χρόνους που απαιτούνται για την αποκατάσταση θερμοδυναμικής ισορροπίας μεταξύ ηλεκτρονίων και πλέγματος, η περιγραφή των φαινομένων θερμικής διάχυσης γίνεται μέσω μοντέλου δύο θερμοκρασιών, στο οποίο οι θερμοκρασίες των ηλεκτρονίων και του πλέγματος υπολογίζονται ξεχωριστά. Καθώς η ένταση του λέιζερ αυξάνεται ξεκινά και η αποβολή υλικού. Επειδή στην περίπτωση των βραχέων και υπερβραχέων παλμών, η διάχυση της θερμότητας γίνεται με μηχανισμούς εκτός θερμοδυναμικής ισορροπίας είναι αναμενόμενο ότι και οι μηχανισμοί αποβολής υλικού θα πραγματοποιούνται εκτός θερμοδυναμικής ισορροπίας. Τέτοιοι μηχανισμοί είναι η εκρηκτική εξάτμιση (explosive boiling), ο κατακερματισμός σε υπερκρίσιμες θερμοκρασίες (fragmentation) και η θραύση λόγω μηχανικής αστοχίας του υλικού (spallation). Ο εκρηκτικός χαρακτήρας των παραπάνω μηχανισμών αποβολής υλικού απαιτεί προσομοίωση με χρήση υδροδυναμικού μοντέλου. Σε ακόμα υψηλότερες εντάσεις, το υλικό ιονίζεται πλήρως, σχηματίζοντας πλάσμα, όπου ηλεκτρόνια και ιόντα διαχωρίζονται και δημιουργούν ισχυρά ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Αυτά τα πεδία χρειάζονται εξειδικευμένη ηλεκτρομαγνητική μοντελοποίηση γιατην ακριβή τους περιγραφή. Παρόλο που στη διεθνή βιβλιογραφία έχουν αναπτυχθεί μοντέλα για κάθε μία από τις παραπάνω φυσικές διεργασίες, το κάθε μοντέλο έχει περιορισμένη περιοχή εγκυρότητας. Τα μοντέλα μεταφοράς θερμότητας (κυρίως τα μοντέλο δύο θερμοκρασιών) είναι ευρέως διαδεδομένα λόγω της απλότητάς τους και των χαμηλών υπολογιστικών απαιτήσεων, αλλά περιορίζονται στην προσομοίωση φαινομένων κάτω από το όριο αποβολής υλικού ή χρησιμοποιούν εμπειρικές σχέσεις χαμηλής ακρίβειας για την προσομοίωση της αποβολής υλικού σε συνθήκες μέσης ενεργειακής πυκνότητας. Αντίστοιχα, τα υδροδυναμικά μοντέλα αποδίδουν πολύ καλά σε καθεστώτα όπου το πλάσμα μπορεί να θεωρηθεί ψευδο-ουδέτερο (quasi-neutral), όπως συμβαίνει για μέτριες εντάσεις λέιζερ. Ωστόσο, αποτυγχάνουν να περιγράψουν τον ισχυρό διαχωρισμό φορτίου που παρατηρείται σε πολύ υψηλές εντάσεις, όπου η υπόθεση της ψευδο-ουδετερότητας δεν ισχύει πλέον. Τέλος, τα ηλεκτρομαγνητικά μοντέλα που υπάρχουν στη βιβλιογραφία βασίζονται συχνά σε υπεραπλουστεύσεις, αγνοώντας βασικά φαινόμενα, και/ή χρησιμοποιούν εμπειρικά δεδομένα από άλλα μοντέλα σαν αρχικές συνθήκες χωρίς να επιλύουν με ακρίβεια όλα τα φαινόμενα που λαμβάνουν χώρα. Έτσι, παρουσιάζουν συχνά σφάλματα άνω του 80–90%. Για την επίλυση αυτών των περιορισμών, στην παρούσα διατριβή αναπτύχθηκε και παρουσιάζεται ένα ενιαίο υπολογιστικό εργαλείο ανοικτού κώδικα, το οποίο συνδυάζει τρία μοντέλα – ένα μοντέλο μεταφοράς θερμότητας, ένα υδροδυναμικό μοντέλο καιένα ηλεκτρομαγνητικό μοντέλο. Καθένα μοντέλο μπορεί μεν να χρησιμοποιηθεί αυτοτελώς, όμως η σπουδαιότερη δυνατότητα του παρόντος κώδικα έγκειται όταν τα μοντέλα αυτά συνδυάζονται δυναμικά. Για παράδειγμα μέσω της σύζευξης του θερμικού και του υδροδυναμικού μοντέλου, προσομοιώνονται με πολύ μεγάλη η ακρίβεια η διάχυση της θερμότητας καιη αποβολή υλικού που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια μικροκοπών. Επιπλέον, μετη σύζευξη του υδροδυναμικού και του ηλεκτρομαγνητικού μοντέλου προσομοιώνεταιμε ακρίβεια ο σχηματισμός και η επέκταση του πλάσματος που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της κατεργασίας εναπόθεσης με παλμικό λέιζερ (pulsed laser deposition). Τέλος, ο συνδυασμός και των τριών μοντέλων σε ένα ενιαίο υπολογιστικό πλαίσιο επιτρέπει την ακριβή μοντελοποίηση ολόκληρου του μηχανισμού λειτουργίας των επιταχυντών σωματιδίων με λέιζερ, που είναι εργαλεία παραγωγής δεσμών σωματιδίων(ηλεκτρονίων, ιόντων, ποζιτρονίων) με πολύ υψηλές ενέργειες. Αυτό καθιστά τους επιταχυντές σωματιδίων με λέιζερ (λόγω της μικρή τους έκτασης) ιδιαίτερα χρήσιμους σε διάφορες εφαρμογές (ιατρική, πυρηνική και διαστημική τεχνολογία), ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εφαρμογή τους σε κατεργασίες ατομικής και σχεδόν ατομικής κλίμακας (atomic and close-to-atomic scale manufacturing), όπως είναι η εναπόθεση ιόντων (ion implantation) και η δημιουργία ατελειών (defect engineering) Το εργαλείο ανοιχτού κώδικα έχει επικυρωθεί (τόσο κατά τμήματα – κάθε μοντέλο ξεχωριστά – όσο και στην ολότητά του) με βάσει πειραματικά αποτελέσματα από τα τέσσερα παρακάτω διεθνή εργαστήρια λέιζερ καλύπτοντας ευρύ φάσμα παραμέτρων όπως ένταση, διάρκεια παλμού, αντίθεση μεταξύ προπαλμού και κυρίως παλμού και μήκος κύματος: TITAN/Jupiter Laser Facility – Lawrence Livermore National Laboratory, TPW/Texas Petawatt Laser Facility – University of Texas at Austin, OMEGA EP/Laboratory for Laser Energetics – University of Rochester, ORION/Orion Laser Facility – Atomic Weapons Establishment (AWE). Ο συνδυασμός των μοντέλων, με δυναμική τροφοδότηση ακριβών δεδομένων από το ένα στο άλλο, οδηγεί σε ακρίβειες που ξεπερνούν το 95%, ξεπερνώντας κατά πολύ την ακρίβεια των υπαρχόντων μοντέλων στη διεθνή βιβλιογραφία. Επιπλέον, η διατριβή προτείνει μία νέα στρατηγική βελτιστοποίησης της παραγωγής δεσμών σωματιδίων μέσω επιταχυντών σωματιδίων με λέιζερ, μέσω της χρήσης ελεγχόμενου προπλάσματος. Συγκεκριμένα, προτείνεται η χρήση δύο ξεχωριστών λέιζερ – ενός λέιζερ μέσης ενεργειακής πυκνότητας για τη δημιουργία σταθερού και ελεγχόμενου προπλάσματος και στη συνέχεια ενός λέιζερ υψηλής ενεργειακήςπυκνότητας για την κύρια επιτάχυνση των σωματιδίων – ώστε να ελαχιστοποιηθεί η ασυνεπής δημιουργία προπλάσματος, που μέχρι τώρα γίνεται από τους προπαλμούς του λέιζερ υψηλής ενεργειακής πυκνότητας. Σε ένα επόμενο βήμα, η στρατηγική αυτή εφαρμόζεται πιλοτικά και στην επόμενη γενιά λέιζερ κλάσης πέταβατ (petawatt lasers) τα οποία τώρα είναι υπό κατασκευή. Συγκεκριμένα, για τη δοκιμή αυτή χρησιμοποιήθηκαν οι παράμετροι του παρακάτω λέιζερ: L4f ATON laser/Extreme Light Infrastructure (ELI Beamlines) – Extreme Light Infrastructure European Research Infrastructure Consortium (ELI ERIC). Τα αποτελέσματα αυτής της δοκιμής είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά καθώς αποδεικνύουν ότι με τη χρήση ελεγχόμενου προπλάσματος είναι εφικτή η επίτευξη φαινομένων κβαντικής ηλεκτροδυναμικής (π.χ. μη γραμμική δίδυμη γένεση Breit–Wheeler), τα οποία είναι απαραίτητα για την κλιμάκωση της παραγωγής σωματιδιακών δεσμών. Η διατριβή εξετάζει επίσης πρακτικές εφαρμογές του εργαλείου σε κατεργασίες ατομικής και σχεδόν ατομικής κλίμακας. Συγκεκριμένα, αναλύονται βάσει του μοντέλου δύο ενδεικτικές περιπτώσεις: α) η εμφύτευση ιόντων σε πυρίτιο (Si) και β) η δημιουργία ατελειών κενού (vacancy defect engineering). Σε αυτές τις εφαρμογές, το εργαλείο επιτρέπει την εκτίμηση κρίσιμων παραμέτρων, όπως το όριο ενέργειας για την εμφάνιση του φαινομένου Bragg – επιβεβαιώνοντας ότι οι επιταχυντές λέιζερ μπορούν να το ξεπεράσουν, επιτρέποντας εμφύτευση ή δημιουργία κενών χωρίς καταστροφή της επιφάνειας του υλικού. Οι παράμετροι που χρησιμοποιήθηκαν για τις δύο παραπάνω μελέτες προέρχονται από το παρακάτω λέιζερ: BELLA/Berkeley Lab Laser Accelerator Center – Lawrence Berkeley National Laboratory. Τέλος, η εκτέλεση του μοντέλου σε ευρύ φάσμα αρχικών παραμέτρων επιτρέπει την εξαγωγή εμπειρικών σχέσεων (scaling laws) μεταξύ των παραμέτρων του λέιζερ και των παραγόμενων χαρακτηριστικών του πλάσματος (π.χ. θερμοκρασίες, μήκη πλάσματος, καταστάσεις ιονισμού). Οι εμπειρικές σχέσεις που προκύπτουν είναι πολύ απλές συναρτήσεις, όπου αν κάποιος εισάγει την ένταση του λέιζερ, το μήκος κύματος του λέιζερ και τον χρόνο που διαρκεί η επέκταση του πλάσματος, τότε μπορεί πολύ εύκολα και γρήγορα να υπολογίσει όλα τα σημαντικά χαρακτηριστικά του πλάσματος, χωρίς να χρειάζεται να λύσει ξανά ολόκληρο το θερμικό και υδροδυναμικό μοντέλο
Corporate failure prediction using a non-parametric method (modified super-SBM-DEA) in combination with a methodology for selecting the accounting variables used (LASSO)
Over the last six decades, corporate failure prediction has been a major topic in the fields of accounting and finance. This dissertation aims to develop a corporate failure prediction model in combination with the application of an appropriate empirical methodology for the selection of the variables. In addition, emphasis is also given to the study of the theoretical framework of corporate failure, the overview of existing prediction models in the relevant literature, the basic categories of explanatory variables that have been used, as well as the methodologies for their selection. In the frame of the empirical analysis, it was deemed necessary to create three separate samples. The first one consists of 270 listed U.S. firms, 135 failed and 135 non-failed, operating mainly in commercial and industrial sectors. The second sample consists of 90 listed U.S. firms, 45 failed and 45 non-failed, from the energy sector. Finally, the third sample also includes listed U.S. firms from the energy sector, however, the number of failed and non-failed firms is not equal. Specifically, it includes 149 non-failed firms, while the number of failed ones varies from year to year, with each firm being excluded from the sample during the year of its failure. For the examination of the research hypotheses, both econometric models and methodological tools from the field of operational research were utilized. In more details, the Least Absolute Shrinkage and Selection Operator (LASSO) has been selected as a method for corporate failure prediction variables selection. Data Envelopment Analysis (DEA) has been selected as the primary corporate failure prediction model and more specifically, an advanced version of DEA, the modified super-SBM-DEA model that is used for the first time in the establishment of a corporate failure prediction model. Logistic regression has been selected as an alternative corporate failure prediction methodology for the performance assessment of the modified super-SBM-DEA model as a corporate failure prediction tool. For the dynamic assessment of failure, Malmquist DEA has been implemented. According to the findings, the proposed methodology that is based on the combination of LASSO and DEA offers superior results in terms of corporate failure prediction accuracy and is a valuable tool that contributes to the decision-making process.Τις τελευταίες έξι δεκαετίες, το ζήτημα της πρόβλεψης της εταιρικής αποτυχίας κατέχει δεσπόζουσα θέση στα ερευνητικά πεδία των επιστημών της λογιστικής και της χρηματοοικονομικής. Η παρούσα διατριβή έχει ως σκοπό την ανάπτυξη ενός υποδείγματος πρόβλεψης αποτυχίας επιχειρήσεων σε συνδυασμό με την εφαρμογή κατάλληλης εμπειρικής μεθοδολογίας για την επιλογή των μεταβλητών. Επιπλέον, αποδίδεται ειδική βαρύτητα στην μελέτη του θεωρητικού πλαισίου της εταιρικής αποτυχίας, στην επισκόπηση των υποδειγμάτων πρόβλεψης που συνθέτουν την υφιστάμενη βιβλιογραφία, των βασικών κατηγοριών μεταβλητών που έχουν χρησιμοποιηθεί καθώς και των μεθόδων επιλογής αυτών. Στα πλαίσια της εμπειρικής ανάλυσης, κρίθηκε αναγκαία η δημιουργία τριών επιμέρους δειγμάτων. Το πρώτο δείγμα αποτελείται από 270 εισηγμένες αμερικάνικες επιχειρήσεις, εκ των οποίων 135 αποτυχημένες και 135 μη αποτυχημένες, που δραστηριοποιούνται κυρίως σε εμπορικούς και βιομηχανικούς κλάδους. Το δεύτερο δείγμα αποτελείται από 90 εισηγμένες αμερικάνικες επιχειρήσεις, 45 αποτυχημένες και 45 μη αποτυχημένες, από τον κλάδο της ενέργειας. Τέλος, το τρίτο δείγμα περιλαμβάνει επίσης εισηγμένες αμερικάνικες επιχειρήσεις από τον κλάδο της ενέργειας, ωστόσο το πλήθος των αποτυχημένων και των μη αποτυχημένων επιχειρήσεων δεν είναι ισόποσο. Ειδικότερα, περιλαμβάνει 149 μη αποτυχημένες επιχειρήσεις, ενώ το πλήθος των αποτυχημένων επιχειρήσεων μεταβάλλεται από έτος σε έτος, με την κάθε επιχείρηση να αποβάλλεται από το δείγμα κατά το έτος αποτυχίας της. Για την εξέταση των ερευνητικών υποθέσεων χρησιμοποιήθηκαν τόσο οικονομετρικά υποδείγματα όσο και μεθοδολογικά εργαλεία από τον τομέα της επιχειρησιακής έρευνας. Ειδικότερα, ως μέθοδος για την εύρεση των αριθμοδεικτών με τη μεγαλύτερη προβλεπτική ικανότητα επιλέχθηκε ο Ελάχιστα Απόλυτος Τελεστής Συρρίκνωσης και Επιλογής (LASSO). Ως βασικό υπόδειγμα πρόβλεψης αποτυχίας επιχειρήσεων επιλέχθηκε η Περιβάλλουσα Ανάλυση Δεδομένων (DEA) και ειδικότερα, μία εκδοχή της μεθόδου, το τροποποιημένο super-SBM υπόδειγμα, η οποία δεν έχει χρησιμοποιηθεί ξανά στην βιβλιογραφία ως υπόδειγμα πρόβλεψης. Ως μέθοδος σύγκρισης για την αξιολόγηση της επίδοσης του προτεινόμενου υποδείγματος πρόβλεψης επιλέχθηκε το Λογαριθμικό Υπόδειγμα Πιθανότητας. Τέλος, για τη δυναμική αξιολόγηση της αποτυχίας, εφαρμόστηκε ο δείκτης παραγωγικότητας Malmquist DEA. Τα αποτελέσματα του εμπειρικού μέρους υποδεικνύουν ότι το προτεινόμενο υπόδειγμα πρόβλεψης που στηρίζεται στον συνδυασμό της LASSO και της DEA υπερείχε ως προς την προβλεπτική του ικανότητα και προσφέρει ένα αξιόπιστο εργαλείο, το οποίο συνεισφέρει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων
The adolescent historical novel (1980–2018): ideological aspects and processes in the formation of the adolescent (hero and reader)
Historical novel, which focuses on fictional characters going through their initiatory scenario, constitutes a significant subgenre within the realm of historical fiction. It conveys its ideological core and purpose by inviting adolescent readers into an ideological interaction with the adolescent character. This function, makes historical novel a powerful medium directing adolescents to their transition to adulthood. The corpus compiled for this study covers the period 1980-2018. The theoretical foundation of this research is Foucault’s theory regarding power and constitution of subjectivity as well as Trites findings regarding power and authority. Furthermore, the study employs theoretical tools from literary theory and the theory of narrative discourse. Simultaneously, it employs Eagleton’s, Stephens’s, Thompson’s, and Hollindale’s findings regarding various aspects of ideology. The research focuses both on the fictional character and the reader as individuals as well as on the broader social framework within which formation occurs —both within the text and through the text. It takes into account the thematic axes outlined by theories of the contemporary adolescent novel. Finally, it examines the relationship between individual and collective trajectories, analyzing how the individual journey interwines with collective experiences throughout the teenager’s formative process and upon its completion. The findings reveal that the collective sphere takes precedence over the individual element, as evidenced by the orientation of the adolescent’s journey towards collective stakes rather than personal aspirations. The majority of the texts prioritize the formation of young adults as functional members of society, aligned with dominant ideological concepts. Adolescent characters appear to experience the individual traits of their age in a superficial manner, while, in most cases, the texts utilize the teenager’s formative process to adulthood as a means to direct them toward collective goals rather than emphasizing personal needs and aspirations. The process of adolescent formation emerges as a complex and multi-layered ideological system, extending beyond the text itself through its influence on the reader. Adolescence is a period during which teenagers feel the urge and excitement to reshape the world and build a new one based on novel values and ideas. However, the configuration of the adolescent as they transition into adulthood, as well as their final integration into society, is predominantly characterized by conservative features in most texts. The lack of bold themes and characterization aligns with the conservatism present in the fictional character’s actions and mindset, reflecting the genre’s broader orientation toward dominant ideological perspectives. Keywords: Adolescent Historical Novels, formation, ideologyΤο ιστορικό μυθιστόρημα με έμφαση στους χαρακτήρες οργανώνεται γύρω από την πορεία του έφηβου ήρωα προς την ενηλικίωση προκειμένου να επιτελέσει την ιδεολογική του λειτουργία. Η διαμόρφωση, όπως παρουσιάζεται μέσα από τη δράση και τη συνείδηση του εφήβου στην ιστορική συγκυρία, αποτελεί μια πρόσκληση προς τον αναγνώστη να διανύσει το δικό του μυητικό σενάριο αλληλεπιδρώντας με ιδεολογικούς όρους με το κείμενο. Για τις ανάγκες της έρευνας συγκροτήθηκε ένα σώμα κειμένων που καλύπτει την περίοδο 1980-2018. Για τη θεωρητική θεμελίωσή της η έρευνα βασίστηκε στις θέσεις του Foucault και της Trites, άντλησε επιπλέον θεωρητικά εργαλεία από τις μελέτες των Eagleton, Stephens, Thompson, Hollindale και από τη θεωρία της λογοτεχνίας και της αφήγησης. Επίσης, εστίασε στον έφηβο ήρωα σε ατομικό επίπεδο αλλά και στον κοινωνικό χώρο, όπου πραγματοποιείται η διαμόρφωση και η ένταξη, λαμβάνοντας υπόψη τους θεματικούς άξονες που παρέχει η θεωρία του σύγχρονου εφηβικού μυθιστορήματος. Μελετήθηκαν οι τρόποι συνύφανσης της ατομικής και της συλλογικής πορείας εντός και διά του κειμένου και τέλος, οι όροι με τους οποίους επιτυγχάνεται η ένταξη του έφηβου ήρωα και του αναγνώστη με την ολοκλήρωση της πορείας αυτής. Η έρευνα κατέληξε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα αναφορικά με την κυριαρχία του συλλογικού στοιχείου έναντι του ατομικού, όπως προκύπτει από τον προσανατολισμό της πορείας του εφήβου προς συλλογικά διακυβεύματα περισσότερο, συγκριτικά με τα ατομικά τα οποία περνούν σε δευτερεύουσα θέση. Προτεραιότητα δίνεται στη διαμόρφωση ενός λειτουργικού μέλους της κοινωνίας σύμφωνα με τις κυρίαρχες ιδεολογικές αντιλήψεις, ενώ η εφηβεία και τα αιτήματά της σε ατομικό επίπεδο βιώνονται από τους ήρωες ακροθιγώς στα περισσότερα κείμενα του corpus. Η δράση του ήρωα, η συνείδησή του, οι αντιλήψεις και η ερμηνεία του ενήλικου κόσμου κυριαρχούνται από τα επίδικα της συλλογικής πορείας. Η διαμόρφωση στο ιστορικό μυθιστόρημα με έμφαση στους χαρακτήρες αποδεικνύεται ένα πολύπλοκο και πολυεπίπεδο ιδεολογικό σύστημα που διαθέτει προσλαμβάνουσες στην εξωκειμενική πραγματικότητα και στη συνέχεια την επηρεάζει μέσω του έφηβου αναγνώστη στον οποίο απευθύνεται. Συνδέεται άμεσα με τις αντιλήψεις για τον ρόλο του ιστορικού μυθιστορήματος στην ιδεολογική συγκρότηση του εφήβου, οι οποίες καθορίζουν τις θεματικές και αφηγηματικές επιλογές αλλά και τη χαρακτηρολόγηση. Τέλος, αν και η εφηβεία είναι η περίοδος κατά την οποία ο έφηβος χαρακτηρίζεται από την ορμή και τον ενθουσιασμό να αλλάξει τον κόσμο γύρω του, η διαμόρφωσή του στο ιστορικό μυθιστόρημα με έμφαση στους χαρακτήρες διακρίνεται για τα συντηρητικά χαρακτηριστικά της στα περισσότερα κείμενα. Η έλλειψη τολμηρών επιλογών στη θεματολογία και τη χαρακτηρολόγηση συμβαδίζει με τη συντηρητικότητα στη δράση και τη συνείδηση των μυθιστορηματικών προσώπων και συνδέεται με τον προσανατολισμό του είδους προς τις κυρίαρχες ιδεολογικές αντιλήψεις συνολικά.Λέξεις κλειδιά: εφηβικό ιστορικό μυθιστόρημα, διαμόρφωση, ένταξη, ιδεολογία
The relationship between sleep breathing disorders and nutrition with premature aging
Sleep-disordered breathing, particularly obstructive sleep apnea and hypopnea syndrome (OSAHS), has been associated with cardiovascular diseases and obesity, mainly as a result of a sedentary and unhealthy lifestyle often adopted by patients. Moreover, at the cellular level, respiratory disorders accelerate cellular aging. In this study, the effectiveness of a twelve-week tele-rehabilitation program followed by twelve months of unsupervised maintenance was evaluated in patients with OSAHS. The evaluation focused on differences in physical fitness indicators, adherence to a Mediterranean-type diet, and parameters of cardiovascular, hormonal, and oxidative profiles. A total of forty OSAHS patients were divided into two groups: a CPAP group (control group) and a non-CPAP group (lifestyle group — LG — receiving dietary and exercise guidance). Patient assessments at baseline, twelve weeks, and twelve months included anthropometric measurements, body composition analysis, blood sampling for determination of reactive oxygen metabolite levels and plasma antioxidant capacity, lipoprotein(a) (Lp(a)), lipid profile, dehydroepiandrosterone sulfate (DHEA-S), as well as the six-minute walk test (6MWT). Independent samples t-tests and Mann-Whitney U tests were used for parametric and non-parametric variables respectively, to assess differences between groups (CPAP vs. LG) at the three time points. Paired t-tests and Kruskal-Wallis tests were used to evaluate within-group differences before and after the unsupervised lifestyle rehabilitation period. Upon completion of the intervention, within-group changes compared to baseline were observed. Specifically, the two groups differed in body composition after twelve weeks, such as in the difference in chest circumference during inhalation and exhalation (t(37) = 21.78, p < 0.001) and in the reduction of visceral fat (t(37) = -2.488, p = 0.017). The lipid profile also improved, with reductions in Lp(a) in both the CPAP group (H(19) = 2.523, p = 0.021) and the LG (H(19) = 2.201, p = 0.034). Similar results were observed in physical fitness indicators for both groups individually, with predicted maximum oxygen consumption (VO2max) significantly improved for both the CPAP group (t(20) = -2.481, p = 0.022) and the LG (t(15) = -2.041, p = 0.05).In conclusion, unsupervised respiratory tele-rehabilitation programs and a Mediterranean diet can contribute as supportive tools in a therapeutic plan for managing OSAHS, alongside CPAP.Οι διαταραχές αναπνοής στον ύπνο, και κυρίως το σύνδρομο αποφρακτικής άπνοιας και υπόπνοιας στον ύπνο (ΣΑΑΥ) έχουν συσχετιστεί με καρδιαγγειακά νοσήματα και την παχυσαρκία, ως αποτέλεσμα κατά βάση και ενός καθιστικού και ανθυγιεινού τρόπου ζωής που τείνουν να ακολουθούν οι ασθενείς. Μάλιστα, σε κυτταρικό επίπεδο, οι αναπνευστικές διαταραχές επισπεύδουν την κυτταρική γήρανση. Σε αυτήν την μελέτη, εξετάστηκε η αποτελεσματικότητα ενός προγράμματος τηλε-αποκατάστασης δώδεκα εβδομάδων και στη συνέχεια δώδεκα μηνών χωρίς επίβλεψη σε ασθενείς με ΣΑΑΥ , μέσα από διαφορές σε δείκτες φυσικής κατάστασης, στην συμμόρφωση σε μία μεσογειακού τύπου διατροφή και σε παραμέτρους καρδιαγγειακού, ορμονολογικού και οξειδωτικού προφίλ. Συνολικά, σαράντα ασθενείς με ΣΑΑΥ κατανεμήθηκαν σε δύο ομάδες: ομάδα CPAP (ομάδα ελέγχου) έναντι ομάδας μη CPAP (ομάδα τρόπου ζωής – ΟΤΖ – με οδηγίες διατροφής και άσκησης). Η αξιολόγηση των ασθενών κατά την ένταξη στη μελέτη, στις δώδεκα εβδομάδες και στους δώδεκα μήνες περιελάμβανε μέτρηση ανθρωπομετρικών δεικτών, εκτίμηση σύστασης σώματος, δειγματοληψία αίματος για προσδιορισμό επιπέδων αντιδραστικών μεταβολιτών οξυγόνου και αντιοξειδωτικής ικανότητας πλάσματος, λιποπρωτεΐνης α (Lp(a)), λιπιδαιμικού προφίλ, θειικής δεϋδροεπιανδροστερόνης, καθώς και εξάλεπτη δοκιμασία βάδισης (6MWT). Χρησιμοποιήθηκαν τα τεστ για Ανεξάρτητα δείγματα με t-test και Mann-Whitney U-τεστ για παραμετρικές και μη παραμετρικές μεταβλητές, αντίστοιχα για την αξιολόγηση των διαφορών μεταξύ των ομάδων (ομάδα CPAP έναντι ΟΤΖ) στις τρεις χρονικές φάσεις. Ανάμεσα στις ομάδες χρησιμοποιήθηκαν τα Paired t-τεστ και Kruskal - Wallis τεστ για την αξιολόγηση των διαφορών πριν και μετά την περίοδο του προγράμματος αποκατάστασης του τρόπου ζωής χωρίς επίβλεψη. Κατά την ολοκλήρωση της παρέμβασης παρατηρήθηκαν εντός των ομάδων παρέμβασης αλλαγές σε σχέση με την έναρξη. Πιο συγκεκριμένα, οι δυο ομάδες διέφεραν μεταξύ τους ως προς την σύσταση του σώματος, μετά την πάροδο δώδεκα εβδομάδων, όπως την διαφορά στιςπεριμέτρους στήθους στην εισπνοή και εκπνοή (t(37) = 21,78, p<0,001) και την μείωση του σπλαχνικού λίπους (t(37) = -2,488, p=0,017), ενώ βελτιώθηκε και το λιπιδαιμικό προφίλ, με μείωση της Lp(a) τόσο στην ομάδα CPAP (H(19) = 2,523, p = 0,021) όσο και στην ΟΤΖ (H(19) = 2,201, p = 0,034). Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν στους δείκτες φυσικής κατάστασης για τις δυο ομάδες ξεχωριστά, με την προβλεπόμενη μέγιστη κατανάλωση Ο2 (VO2max) να είναι σημαντικά βελτιωμένη τόσο για την ομάδα CPAP (t(20) = -2,481, p= 0,022) όσο και για την ΟΤΖ (t(15) = -2,041, p=0,05). Συμπερασματικά, τα μη εποπτευόμενα προγράμματα αναπνευστικής τηλε-αποκατάστασης και η μεσογειακή διατροφή μπορούν να συμβάλουν ως συνεπικουρικά εργαλεία σε ένα θεραπευτικό πλάνο αντιμετώπισης του ΣΑΑΥ, μαζί με το CPAP
Longitudinal study of treatment sequencing patterns and the occurrence of other malignancies in patients with chronic lymphocytic leukemia
Chronic Lymphocytic Leukemia (CLL) is the most common hematologic malignancy in the Western world. Even though many retrospective studies report an increased incidence of other malignancies (OM), the precise association of their occurrence with the clinical and biological features of CLL and/or CLL treatment remains unknown. Immunosuppression and CLL treatment could explain the increased incidence of second malignancies, although this theory has not been proven. Moreover, in the past decade, a better understanding of disease biology and the advent of targeted therapies have radically changed CLL management. However, critical questions regarding the optimal sequencing of treatments with targeted agents are still unknown. The aim of this study was (i) to characterize the occurrence of OM in a population of patients with CLL, (ii) to evaluate the overall survival (OS) of patients with CLL and OM, (iii) to identify potential risk factors for OMs, (iv) to describe the treatment sequence patterns in the 'real world' in the era of chemoimmunotherapy; and (v) to describe the outcomes of patients with relapsed or refractory CLL (RR CLL) who received targeted agents. This study consists of two international multicentric retrospective observational studies conducted by ERIC, the European Research Initiative on CLL. In the first study, investigators from each center provided data on (i) consecutive patients diagnosed with CLL between 2000-2016 (first study) and (ii) consecutive patients treated for CLL between 2000-2016 (second study). We evaluated data from 19,705 patients with CLL from 85 different centers in 28 countries. Overall, 16.6% developed at least one OM after diagnosis of CLL (27.2 new OMs per 1,000 person-years). The most common hematological OMs were Richter syndrome, myelodysplastic syndrome (MDS), and acute myeloid leukemia (AML). Non-melanoma skin cancers and prostate cancer were the most frequent solid tumors. Patients with OM had worse OS compared to patients who did not develop OM. AML and MDS conferred the worst OS (p < 0.001). The only predictor for MDS and AML development was treatment with fludarabine and cyclophosphamide with/without rituximab (FC ± R) (OR = 3.7; 95% CI = 2.79-4.91; p < 0.001). In the second study, we analyzed data from 7,382 patients who had received at least one line of treatment for CLL from 76 centers in 25 countries. An increase in the use of targeted agents and a decrease in the use of chemo(immuno)therapy was evident in patients treated after 2014 compared to before. Increased age, unmutated IGHV genes, and TP53 aberrations were the only statistically significant factors associated with worse OS in patients with RR CLL. The only protective factor against death was treatment with targeted agents in the first or second line (HR: 0.58, 95% CI: 0.45-0.76). OMs in CLL negatively impact OS. FCR was associated with an increased risk for AML/MDS. Finally, incorporating new agents early in the CLL treatment algorithm improved outcomes in patients with RR CLL.Η χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία (ΧΛΛ) είναι η πιο συχνή αιματολογική κακοήθεια στο δυτικό κόσμο. Μολονότι αναδρομικές μελέτες παρατήρησης ασθενών με ΧΛΛ αναφέρουν αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης δεύτερων κακοηθειών (ΔΚ), η ακριβής συσχέτιση της εμφάνισής τους με τα κλινικοβιολογικά χαρακτηριστικά και τη θεραπεία της ΧΛΛ παραμένει άγνωστη. Μέχρι στιγμής είναι άγνωστο κατά πόσο η αυξημένη συχνότητα οφείλεται στη χρόνια ανοσοκαταστολή που χαρακτηρίζει τη ΧΛΛ ή/και στις χορηγούμενες θεραπείες. Επιπλέον, η διαχείριση των ασθενών με ΧΛΛ έχει αλλάξει ριζικά την τελευταία δεκαετία χάρη στην καλύτερη κατανόηση της βιολογίας της νόσου αλλά και της εισαγωγής καινοτόμων στοχευτικών θεραπειών. Ωστόσο, σημαντικά ερωτήματα που αφορούν τη βέλτιστη διαδοχή των θεραπειών με νέους παράγοντες παραμένουν ανοιχτά. Σκοπός της μελέτης ήταν (i) ο χαρακτηρισμός των ΔΚ σε έναν πληθυσμό ασθενών με ΧΛΛ, (ii) η αξιολόγηση της ολικής επιβίωσης (OE) ασθενών με ΧΛΛ και ΔΚ (iii) η ανεύρεση πιθανών παραγόντων κινδύνου για ΔΚ σε ασθενείς με ΧΛΛ, (iv) η περιγραφή των προτύπων διαδοχής των θεραπειών στον «πραγματικό κόσμο» στην εποχή της χημειοανοσοθεραπείας και (v) η περιγραφή των εκβάσεων ασθενών με υποτροπιάζουσα ή ανθεκτική ΧΛΛ (υ-ΧΛΛ) που έλαβαν στοχευτικούς παράγοντες. Η παρούσα έρευνα βασίζεται σε δύο διεθνείς πολυκεντρικές αναδρομικές μελέτες παρατήρησης που διεξήχθηκαν από το ERIC, την Ευρωπαϊκή Ερευνητική Πρωτοβουλία για τη ΧΛΛ. Οι ερευνητές από κάθε κέντρο παρείχαν δεδομένα για διαδοχικούς ασθενείς (i) που διαγνώστηκαν με ΧΛΛ μεταξύ 2000-2016 (πρώτη μελέτη) και (ii) που έλαβαν θεραπεία για ΧΛΛ μεταξύ 2000-2016 (δεύτερη μελέτη). Στην πρώτη μελέτη, αξιολογήσαμε δεδομένα 19.705 ασθενών με ΧΛΛ από 85 διαφορετικά κέντρα σε 28 χώρες. Το 16,6% ανέπτυξε τουλάχιστον μία ΔΚ μετά τη διάγνωση της ΧΛΛ (27,2 νέες ΔΚ ανά 1.000 ανθρωποέτη). Οι πιο συχνές αιματολογικές ΔΚ ήταν το σύνδρομο Richter, το μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο (ΜΔΣ) και η οξεία μυελογενής λευχαιμία (ΟΜΛ). Οι μη μελανωματικοί καρκίνοι του δέρματος και ο καρκίνος του προστάτη ήταν οι πιο συχνοί συμπαγείς όγκοι. Οι ασθενείς με ΔΚ είχαν χειρότερη ολική επιβίωση σε σχέση με τους ασθενείς που δεν ανέπτυξαν ΔΚ. Οι ασθενείς με ΟΜΛ ή ΜΔΣ είχαν τη χειρότερη ολική επιβίωση από όλες τις ομάδες που μελετήθηκαν (p < 0,001). Ο μόνος προγνωστικός παράγοντας για την ανάπτυξη ΜΔΣ και ΟΜΛ ήταν η θεραπεία με φλουνταραμπίνη και κυκλοφωσφαμίδη με ή χωρίς rituximab (OR = 3,7, 95% ΔΕ = 2,8-4,9, p < 0,001). Στη δεύτερη μελέτη αναλύθηκαν δεδομένα 7.382 ασθενών που είχαν λάβει θεραπεία για ΧΛΛ από 76 κέντρα σε 25 χώρες. Η αύξηση της χρήσης στοχευμένων παραγόντων και η μείωση της χρήσης χημειο(ανοσο)θεραπείας ήταν εμφανής στους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία μετά το 2014 σε σύγκριση με πριν. Η αυξημένη ηλικία, τα αμετάλλακτα γονίδια IGHV και οι βλάβες του γονιδίου TP53 ήταν οι μόνοι στατιστικά σημαντικοί παράγοντες που σχετίστηκαν με χειρότερη ΟΕ σε ασθενείς με υ-ΧΛΛ. Ο μόνος προστατευτικός παράγοντας από το θάνατο ήταν η θεραπεία με νέους παράγοντες στην πρώτη ή δεύτερη γραμμή θεραπείας (HR:0,58, 95% ΔΕ: 0,45-0,76). Οι ΔΚ στην ΧΛΛ επηρεάζουν την ΟΕ. Το FCR συσχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση ΟΜΛ/ΜΔΣ. Τέλος, η ενσωμάτωση νέων παραγόντων νωρίς στον αλγόριθμο θεραπείας της ΧΛΛ βελτίωσε τις εκβάσεις των ασθενών με υ-ΧΛΛ
Acute post-infarction changes in functional geometry of left ventricular contraction
In conclusion, the findings of this experimental work may indicate that compensation of contractility losses across the long axis of the LV cavity by an increase in contractility across its short axis, may act as a protective mechanism against ventricular fibrillation during the very early phase of acute experimental myocardial infarction. Neither acute changes in left ventricular structure, nor changes in the hemodynamic variables examined were associated with the incidence of ventricular fibrillation. Thus, changes in functional geometry of LV contraction might be proved to be a useful index to predict an increased tendency to ventricular fibrillation during the acute phase of myocardial infarction.Στην παρούσα εργασία μελετήθηκε η επέλευση πρώιμης κοιλιακής μαρμαρυγής σε πειραματικά προκαλούμενο έμφραγμα μυοκαρδίου σε χοίρους. Στην ισχαιμική καρδιά, η πρόκληση κοιλιακής μαρμαρυγής εντός των πρώτων τριάντα λεπτών από την απολίνωση του προσθίου κατιόντα, έχει συσχετιστεί με μεταβολές στη λειτουργική γεωμετρία της αριστερής κοιλίας και χαρακτηρίζεται από μία πρώιμη μείωση στην κλασματική βράχυνση του βραχέος άξονα. Με δεδομένο το ότι ούτε οι μεταβολές των αιμοδυναμικών παραμέτρων, ούτε της δομικής αρχιτεκτονικής της αριστερής κοιλίας σχετίζονται με την εμφάνιση της αρρυθμίας αυτής, συμπεραίνουμε ότι η πρώιμη εμφάνιση μεταβολών στη συσπαστικότητα κατά το βραχύ άξονα της αριστερής κοιλίας μπορεί να αποτελέσει προγνωστικό δείκτη επέλευσης κοιλιακής μαρμαρυγής κατά την πορεία του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου
Effect of polyunsaturated fatty acids and antioxidant components supplementation in small ruminants’ diets, on the expression of genes involved in adipogenesis as well as in the antioxidant and immune system
In recent years, research has increasingly focused on the development of functional foods through sustainable strategies that promote health and welfare of livestock. A key approach involves the dietary inclusion of polyunsaturated fatty acids (PUFAs) in the rations of dairy ruminants, aiming to produce milk enriched with bioactive compounds beneficial to human health, such as conjugated linoleic acid (CLA), docosahexaenoic acid (DHA), and eicosapentaenoic acid (EPA). Although the transfer of PUFAs from diet to milk is well-documented, their effects on oxidative stability and the immune system of the animals remain variable and are influenced by numerous factors. Our previous studies have demonstrated that PUFA-enriched diets for small ruminants—such as those including Schizochytrium spp., sesame seeds, sesame meal, fish oil/soybean oil, and camelina seeds—improve the unsaturated fatty acid profile of milk while reducing saturated fat content. However, results regarding oxidative stability and immune responses have been inconsistent. The objective of the present study was to investigate and clarify the genetic pathways regulating lipogenesis—both in adipose tissue and the mammary gland—as well as the immune and antioxidant pathways closely associated with the dietary enrichment of small ruminant rations with PUFA-rich feeds. For this purpose, four different dietary interventions were applied (fish oil/soybean oil, sesame seeds, sesame meal, and microalgae), which might contribute to the development of innovative functional dairy products. The results of the present study demonstrated that the simultaneous inclusion of fish oil (1% of DMI) and soybean oil (5% of DMI) in goats’ diet did not significantly alter the expression of the studied genes. Similarly, the inclusion of sesame seeds in goats’ diet (up to 10% of DMI) had negligible effects on gene expression regulating lipogenesis in the mammary gland, although de novo lipogenesis in tail adipose tissue appeared to be more responsive. In this case, the administration of sesame in seed form showed a protective mechanism towards PUFAs biohydrogenation in the rumen, while the regulation of immune-antioxidant gene expression indicated an adaptive response to oxidative stress induced by PUFA inclusion. When sesame meal (10%) was administered—either alone or in combination with Vitamin E (60 mg/kg) and Selenium (0.1 mg/kg)—the results showed no significant differences between treatment groups. Finally, the fourth experimental design, which evaluated Schizochytrium spp. supplementation (40 g/animal/day) combined with different forage-to-concentrate ratios (40:60 or 60:40), highlighted an alternative strategy to mitigate potential negative effects associated with PUFA supplementation in ruminant diets (e.g., milk fat depression syndrome and reduced milk yield) as it appears that replacing dietary starch with NDF (decreasing F:C ratio), may alleviate the adverse effects of PUFA supplementation. Although the primary focus of this study lies within the domain of fundamental research, its findings could inform and support the development of precision feeding strategies, offering mid- to long-term opportunities for the sustainable enhancement of dairy production systems.Τα τελευταία χρόνια η έρευνα εστιάζει στην ανάπτυξη βιολειτουργικών τροφίμων μέσω βιώσιμων στρατηγικών, που ενισχύουν την υγεία και ευζωία των παραγωγικών ζώων. Μία βασική προσέγγιση είναι η ενσωμάτωση πολυακόρεστων λιπαρών οξέων (ΠΛΟ) στα σιτηρέσια γαλακτοπαραγωγών μηρυκαστικών, με στόχο την παραγωγή γάλακτος εμπλουτισμένου με, ευεργετικά για την ανθρώπινη υγεία, βιομόρια όπως το συζευγμένο λινολεϊκό οξύ (CLA), το δοκοσαξεξανοϊκό οξύ (DHA) και το εικοσαπενταενικό οξύ (EPA). Παρόλο που η μεταφορά των ΠΛΟ στο γάλα μέσω της διατροφής είναι αποδεδειγμένη, οι επιπτώσεις στην οξειδωτική σταθερότητα και στο ανοσοποιητικό σύστημα των ζώων είναι ποικίλες και εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες. Προηγούμενες μελέτες μας έχουν δείξει ότι σιτηρέσια μικρών μηρυκαστικών πλούσια σε ΠΛΟ (π.χ., μικροφύκος Schizochytrium spp., σπέρματα σησάμου, σησαμάλευρο, ιχθυέλαιο/σογιέλαιο, καμελίνα) αυξάνουν τα ακόρεστα λιπαρά στο γάλα, μειώνοντας τα κορεσμένα λίπη. Ωστόσο, τα αποτελέσματα ως προς την οξειδωτική σταθερότητα καθώς και την ανοσολογική απόκριση διαφέρουν. Αντικείμενο της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση και η αποσαφήνιση των γονιδιακών οδών που ρυθμίζουν αφενός τη λιπογένεση - τόσο στον λιπώδη ιστό όσο και στον μαστικό αδένα - και αφετέρου των μονοπατιών του ανοσοποιητικού και αντιοξειδωτικού συστήματος που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα υπό την επίδραση εμπλουτισμού των σιτηρεσίων μικρών μηρυκαστικών με τροφές πλούσιες σε ΠΛΟ. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν τέσσερεις διαφορετικές διατροφικές επεμβάσεις (ενσωμάτωση ιχθυελαίου/σογιέλαιου, σπερμάτων σησάμου, σησαμάλευρου και μικροφυκών) οι οποίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον και δύνανται να συντελέσουν στην ανάπτυξη καινοτόμων βιολειτουργικών γαλακτοκομικών προϊόντων. Τα αποτελέσματα της παρούσας διδακτορικής διατριβής έδειξαν ότι η ταυτόχρονη ενσωμάτωση ιχθυελαίου (1% των ΣΖ) και σογιελαίου (5% των ΣΖ) στο σιτηρέσιο αιγών δεν τροποποίησε σημαντικά την έκφραση των υπό μελέτη γονιδίων. Επιπλέον, η ενσωμάτωση σπερμάτων σησάμου στο σιτηρέσιο αιγών (έως 10% των ΣΖ) είχε επίσης αμελητέα επίδραση στην έκφραση γονιδίων που ρυθμίζουν τη λιπογένεση στον μαστικό αδένα, ενώ η de novo σύνθεση στον λιπώδη ιστό της ουράς φάνηκε να επηρεάζεται περισσότερο. Στην περίπτωση αυτή, αποδείχθηκε ότι η χορήγηση σησάμου υπό τη μορφή σπερμάτων, προστάτευσε τα ΠΛΟ από τη βιοϋδρογόνωση στη μεγάλη κοιλία, ενώ η ρύθμιση της έκφρασης των γονιδίων του ανοσοποιητικού και του αντιοξειδωτικού συστήματος ήταν ενδεικτική προσαρμογής έναντι στο οξειδωτικό στρες που προκλήθηκε από την ενσωμάτωση των ΠΛΟ. Όταν το σησάμι χορηγήθηκε με τη μορφή αλεύρου (10%) τόσο μόνο του όσο και σε συνδυασμό με VitE (60 mg/kg) και Se (0,1 mg/kg) τα αποτελέσματα δεν έδειξαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων. Τέλος, ο τέταρτος πειραματικός σχεδιασμός με την ταυτόχρονη επίδραση του μικροφύκους Schizochytrium spp. (40g/ζώο/ημέρα) και των διαφορετικών λόγων ΧΖ/ΣΖ (40/60 ή 60/40) ανέδειξε έναν εναλλακτικό τρόπο για τον μετριασμό των πιθανών αρνητικών επιπτώσεων που ενδεχομένως να έχει η ενσωμάτωση ΠΛΟ στη διατροφή των μηρυκαστικών ζώων όπως είναι η εμφάνιση του συνδρόμου πτώσης της λιποπεριεκτικότητας του γάλακτος ή η μείωση της γαλακτοπαραγωγής, καθώς αποδείχθηκε ότι αντικαθιστώντας το άμυλο με NDF (μείωση του λόγου ΧΖ/ΣΖ), δύνανται να μετριαστούν οι αρνητικές επιδράσεις των ΠΛΟ. Μολονότι ο κεντρικός χαρακτήρας της παρούσας μελέτης προβάλλεται υπό το πρίσμα βασικής έρευνας, πληθώρα άμεσα εφαρμόσιμων διατροφικών προοπτικών ακριβείας δύναται να ανακύψουν μεσο-μακροπρόθεσμα από τα αποτελέσματά της
Περιβαλλοντική μικροπαλαιοντολογία λιμναίων αποθέσεων του Ελλαδικού χώρου: τα οστρακώδη ως βιοδείκτες
Ostracods are excellent bioindicators of the physicochemical conditions of the environment in which they live and are considered valuable for the representation and evolution of the paleoenvironment, as they show high sensitivity even to small environmental changes. However, they are not widely used for ecological monitoring and the ecological quality status of aquatic ecosystems. Although in Europe and the Balkans, ostracods have been extensively studied, in Greece, studies on ostracods are limited, primarily focusing on marine environments and paleoenvironments. The aim of the present doctorate thesis was a) to record the ostracod fauna and the biogeographical distribution of the ostracods from recent sediments of fifteen natural freshwater lakes in Greece, b) to study their faunal composition and diversity, c) to examine their response to environmental and anthropogenic pressures, d) to investigate possible correlations between various physicochemical and geochemical parameters and the ostracod fauna, and e) to investigate the role of ostracods as (paleo)environmental indicators in recent and Holocene lake ecosystems. For the purposes of this doctoral thesis, recent surface bottom sediments from 15 natural lakes in Greece (from northern Greece to Crete) and sediment samples from 3 cores (from Lakes Chimaditis, Zazari and Koronia) were micropaleontologically analyzed. Sampling of the surface bottom sediments was conducted from a boat and in-situ measurements of the physicochemical parameters were also made, while the sediment cores were collected with a hand drill. Micropaleontological analysis of the collected samples was carried out following the international protocol, and all the ostracods were collected, counted and identified to species level using a stereoscope and a scanning electron microscope (SEM). Sedimentological and geochemical analyses were also carried out, coupled with magnetic susceptibility measurements and 14C dating. The ostracod fauna was statistically analyzed, and multivariate statistical analyses were applied as well to investigate the correlation among the ostracods and various physical, sedimentological, geochemical and magnetic parameters. Eighteen species were recorded in Greek lake environments and their biogeographical distribution was carried out for the first time. The most abundant and frequently observed species in the total samples (living+dead specimens) were species of the family Candonidae, Neglecandona, Cypria ophtalmica and Darwinula stevensoni. The lakes were grouped according to the ostracod fauna, with abundance increasing from northern to southern lakes of Greece and diversity, in contrary, decreasing from north to south. In addition, the lakes were clustered according to depth, organic carbon content and their ecological quality status. The main factors affecting the distribution and composition of modern ostracod communities are, among others, heavy metal and nutrient concentrations in the bottom sediments of the lakes. Finally, the paleoenvironmental evolution of Lake Koronia showed slightly increased salinity between ~3000 – 1500 yr BP in a shallow environment with clear waters and the absence of macrophytes on the bottom. After ~1500 cal. yr BP the environment shifted to purely lacustrine, extremely shallow with extensive macrophyte vegetation cover. The absence of ostracods in Lakes Zazari and Chimaditis seems to be due to generally stressful conditions prevailing in the area at least during the last ~3500 years.Αν και τα οστρακώδη, ως οργανισμοί, είναι εξαιρετικοί βιοδείκτες των φυσικοχημικών συνθηκών του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν και θεωρούνται πολύτιμα για την αναπαράσταση και εξέλιξη του παλαιοπεριβάλλοντος καθώς παρουσιάζουν υψηλή ευαισθησία ακόμη και σε μικρές περιβαλλοντικές αλλαγές, δε χρησιμοποιούνται ευρέως για την οικολογική παρακολούθηση και κατάσταση οικολογικής ποιότητας των υδάτινων οικοσυστημάτων. Παρόλο που στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια έχουν μελετηθεί εκτενώς, εντούτοις στην Ελλάδα οι μελέτες που αφορούν στα οστρακώδη είναι λιγοστές και αφορούν κυρίως στα θαλάσσια περιβάλλοντα και παλαιοπεριβάλλοντα. Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν α) να καταγραφεί η πανίδα και η βιογεωγραφική κατανομή των οστρακωδών από σύγχρονα ιζήματα δεκαπέντε φυσικών λιμνών γλυκού νερού στον ελληνικό χώρο, β) να μελετηθεί η σύνθεση και η ποικιλότητά τους, γ) να εξεταστεί η απόκριση τους σε περιβαλλοντικές και ανθρωπογενείς πιέσεις, δ) να διερευνηθούν πιθανές συσχετίσεις μεταξύ διαφόρων φυσικοχημικών και γεωχημικών παραμέτρων και της πανίδας των οστρακωδών, και ε) να διερευνηθεί ο ρόλος τους ως (παλαιο)περιβαλλοντικοί δείκτες στα σύγχρονα και Ολοκαινικά λιμναία οικοσυστήματα. Για τις ανάγκες της παρούσας διδακτορικής διατριβής αναλύθηκαν μικροπαλαιοντολογικά σύγχρονα επιφανειακά ιζήματα πυθμένα από 15 φυσικές λίμνες του ελληνικού χώρου (βόρεια Ελλάδα έως Κρήτη) καθώς από 3 πυρήνες ιζήματος (λίμνες Χειμαδίτιδα, Ζάζαρη και Κορώνεια). Η δειγματοληψία των επιφανειακών ιζημάτων πυθμένα πραγματοποιήθηκε από βάρκα και ταυτόχρονα πραγματοποιήθηκαν επιτόπιες μετρήσεις φυσικοχημικών παραμέτρων, ενώ οι πυρήνες ιζήματος λήφθηκαν με χειρογεωτρύπανο. Στα συλλεχθέντα δείγματα πραγματοποιήθηκε μικροπαλαιοντολογική ανάλυση ακολουθώντας το διεθνές πρωτόκολλο, και όλα τα οστρακώδη συλλέχθηκαν, καταμετρήθηκαν και προσδιορίστηκαν σε επίπεδο είδους με τη χρήση στερεοσκοπίου και ηλεκτρονικού μικροσκοπίου. Στα συλλεχθέντα δείγματα πραγματοποιήθηκαν ιζηματολογικές και γεωχημικές αναλύσεις, σε συνδυασμό με μετρήσεις μαγνητικής επιδεκτικότητας και ραδιοχρονολογήσεις (14C). Η πανίδα των οστρακωδών αναλύθηκε και στη συνέχεια εφαρμόστηκαν πολυπαραγοντικές στατιστικές αναλύσεις με σκοπό να διερευνηθεί η συσχέτιση της με τις φυσικοχημικές, ιζηματολογικές, γεωχημικές και μαγνητικές παραμέτρους. Καταγράφηκαν δεκαοκτώ είδη οστρακωδών και πραγματοποιήθηκε η βιογεωγραφική κατανομή τους στον ελληνικό χώρο για πρώτη φορά. Τα πιο άφθονα και πιο συχνά παρατηρούμενα είδη στο σύνολο των δειγμάτων ήταν είδη της οικογενειας των Candonidae, το Cypria ophtalmica και Darwinula stevensoni. Η πανίδα των οστρακωδών παρουσιάζει μεγαλύτερη αφθονία από τις βόρειες προς νότιες λίμνες της Ελλάδας, αλλά μεγαλύτερη ποικιλότητα στις βόρειες. Επίσης οι λίμνες ομαδοποιήθηκαν σύμφωνα με το βάθος το περιεχόμενο οργανικού άνθρακα όπως και την οικολογική τους ποιότητα. Οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν την κατανομή και τη σύνθεση των σύγχρονων βιοκοινωνιών των οστρακωδών είναι μεταξύ άλλων οι συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων και τα θρεπτικά συστατικά. Τέλος η παλαιοπεριβαλλοντική αναπαράσταση της λίμνης Κορώνειας έδειξε συνθήκες ελαφρά αυξημένης αλατότητας από το ~3000-1500 cal. yr BP σε ένα ρηχό περιβάλλον με καθαρά ύδατα και απουσία μακροφύτων στον πυθμένα. Μετά τα ~1500 cal. yr BP η πανίδα διαφοροποιείται σημαντικά και το περιβάλλον μεταβαίνει σε καθαρά λιμναίο, εξαιρετικά ρηχό και με εκτεταμένη φυτοκάλυψη μακροφύτων. Τέλος προς στην κορυφή της ιζηματογενούς ακολουθίας οι συνθήκες αλλάζουν και πάλι καθώς η ποικιλότητα αυξάνεται σημαντικά, το περιβάλλον βαθαίνει και αποκαθίστανται οι συνθήκες καλής οξυγόνωσης των υδάτων. Η απουσία οστρακωδών στις λίμνες Ζάζαρη και Χειμαδίτιδα φαίνεται να οφείλεται στις σε συνθήκες περιβαλλοντικής πίεσης που επικρατούν στην περιοχή τουλάχιστον κατά τα τελευταία ~3500 χρόνια