11 research outputs found

    Descubriendo vocabulario y estrategias de inferencia léxica: uso de palabras desconocidas en la lectura en segunda lengua

    Get PDF
    Vocabulary learning strategies constitute a subclass of language learning strategies which can be applied to the four language skills. The aim of the present study is to explore the vocabulary strategies adopted by adult learners of Greek as a second/foreign language when dealing with unknown words in L2 reading. To this end, the learners answered a questionnaire and so did their teachers. The results indicated that context and the general knowledge the learner of a second or foreign language brings with him/her about the topic—which is mainly supported by the other words in the sentence—play the most important role in understanding vocabulary. This conclusion probably confirms the power of the syntagmatic axis in the sentence, reinforcing mainly the holistic approach to be adopted in the classroom for the teaching of vocabulary. The process of triangulation has partially supported the research results.Las estrategias de aprendizaje de vocabulario constituyen una subclase de las estrategias de aprendizaje que se pueden aplicar a las cuatro habilidades lingüísticas. El objetivo del presente estudio es explorar las estrategias de vocabulario adoptadas por los estudiantes adultos de griego como segunda lengua/ lengua extranjera cuando se trata de palabras desconocidas en la lectura del L2. Con este fin, los estudiantes y los maestros respondieron a un cuestionario. Los resultados indicaron que el contexto y los conocimientos generales del estudiante de una segunda lengua/ lengua extranjera sobre un tema —el cual es apoyado principalmente por el resto de las palabras en la frase—desempeñan el papel mas importante en la comprensión del vocabulario. Esta conclusión, probablemente, confirma el poder del eje sintagmático en la oración, sobre todo reforzando el enfoque holístico que debe adoptarse en el aula para la enseñanza del vocabulario. El proceso de triangulación ha apoyado parcialmente los resultados de esta investigación

    Language education for refugees and migrants: Multiple case studies from the Greek context

    Get PDF
    Η πρόσφατη προσφυγική κρίση επανέφερε με οξύτητα στην επικαιρότητα το θέμα της γλωσσικής εκπαίδευσης των πληθυσμών που αναζητούν καταφύγιο και μια καινούρια ζωή στην Ευρώπη. Η γνώση της τοπικής γλώσσας είναι απαραίτητη για τον πληθυσμό αυτό, προκειμένου να επιτύχει τη βελτίωση της κοινωνικοοικονομικής και επαγγελματικής του κατάστασης. Στην Ελλάδα, τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρξε πρόνοια για την γλωσσική εκπαίδευση μεταναστών/ριών από δημόσιους φορείς και ταυτόχρονα από πρωτοβουλίες εθελοντικών ομάδων. Ωστόσο, κατά την πρόσφατη προσφυγική κρίση σημειώνεται δραστηριοποίηση κυρίως ανθρωπιστικών οργανώσεων και εθελοντών/ριών σε αυτόν τον τομέα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά εφήβους άνω των 15 ετών και ενήλικες.H μελέτη εστιάζει σε περιβάλλοντα μη τυπικής εκπαίδευσης που προσφέρουν δωρεάν μαθήματα γλώσσας σε μετανάστες/ριες και πρόσφυγες 15 ετών και άνω. Στόχος είναι η διερεύνηση: α) του προφίλ και των στόχων των εκπαιδευτών και των μαθητών/ριών, β) των μεθόδων διδασκαλίας, γ) του κλίματος μεταξύ εκπαιδευτών-εκπαιδευομένων και των εκπαιδευομένων μεταξύ τους, δ) του εκπαιδευτικού υλικού που αξιοποιείται. Υιοθετήθηκε η μέθοδος των πολλαπλών μελετών περίπτωσης. Διερευνήθηκαν 21 εκπαιδευτικά περιβάλλοντα, όπου προσφέρονταν μαθήματα κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου 2017. Τα δεδομένα συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «LanguageEducationforMigrantsandRefugees» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Για τη συλλογή τους χρησιμοποιήθηκαν συνεντεύξεις με εκπαιδευτικούς και εκπαιδευομένους/ες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ερωτηματολόγια. Επίσης πραγματοποιήθηκαν παρατηρήσεις της εκπαιδευτικής διαδικασίας.Τα μαθήματα λειτουργούσαν σε ορισμένες περιπτώσεις με χρηματοδότηση από ΜΚΟ, ενώ σε άλλες με βάση την προσφορά εθελοντών. Όσον αφορά τις γλώσσες, τα ελληνικά διδάσκονταν σε 17 από τα περιβάλλοντα, τα αγγλικά σε τρία, ενώ σε μία περίπτωση τα μαθήματα αφορούσαν τη γερμανική γλώσσα. Οι εκπαιδευτικοί ήταν όλοι σχεδόν απόφοιτοι/ες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, συχνά με μεταπτυχιακές σπουδές, οι μισοί/ές με εμπειρία στην εκπαίδευση μεταναστών, αλλά λίγοι/ες με εξειδίκευση στη διδακτική της δεύτερης γλώσσας. Δήλωσαν ότι στοχεύουν στην ανάπτυξη επικοινωνιακών δεξιοτήτων βασικών για την επιβίωση των εκπαιδευομένων. Οι περισσότεροι έδιναν προτεραιότητα στην καλλιέργεια του προφορικού έναντι του γραπτού και αρκετοί σημείωσαν προβλήματα στην απόκτηση δεξιοτήτων γραμματισμού, τα οποία συνέδεσαν με ελλιπή γραμματισμό στην πρώτη γλώσσα των εκπαιδευομένων. Όσον αφορά τις μεθόδους διδασκαλίας, παρά τις δηλώσεις των εκπαιδευτών για το αντίθετο, η παρατήρηση έδειξε ότι συχνά κατέφευγαν σε πιο παραδοσιακές τεχνικές. Μεγάλες διαφοροποιήσεις σημειώθηκαν σε σχέση με το υλικό που χρησιμοποιήθηκε στα μαθήματα αυτά.Οι εκπαιδευόμενοι ήταν μετανάστες και πρόσφυγες ηλικίας 15 έως 63 ετών, ένα πολύ μεγάλο ηλικιακό φάσμα που συχνά συναντήθηκε και στο ίδιο τμήμα. Προέρχονταν από πολλές διαφορετικές χώρες, και σημειώθηκαν μεγάλες διαφορές στο μορφωτικό τους επίπεδο και συνεπώς και στις δεξιότητες γραμματισμού στη μητρική. Στόχος τους ήταν κυρίως η ανάπτυξη γλωσσικών δεξιοτήτων που θα τους επέτρεπαν να ανταπεξέλθουν στις καθημερινές τους ανάγκες που αφορούν την επιβίωση και την εύρεση εργασίας. Τέλος, σε σχέση με το κλίμα, διαπιστώθηκε ότι οι εκπαιδευτές/ριες κατάφερναν να δημιουργήσουν ένα ευχάριστο και υποστηρικτικό μαθησιακό περιβάλλον και να μεταδώσουν συναισθήματα εμπιστοσύνης. Το περιβάλλον ενίσχυσε τα κίνητρα των εκπαιδευομένων να συμμετάσχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία, χωρίς να δημιουργούνται ανταγωνισμοί ή συγκρούσεις μεταξύ τους, αλλά σε πνεύμα συνεργασίας και αλληλοβοήθειας.Από τα αποτελέσματα της μελέτης αναδεικνύεται η σημαντικότατη συμβολή των ανθρωπιστικών οργανώσεων και των εθελοντών/ριών στην ομαλή ένταξη αυτού του πληθυσμού και στην αντιμετώπιση των άμεσων γλωσσικών αναγκών τους. Ωστόσο, ταυτόχρονα καταγράφεται ο κατακερματισμός του πεδίου και υπογραμμίζεται η ανάγκη όσων εργάζονται σε αυτό για καθοδήγηση στην ανάπτυξη και υλοποίηση εκπαιδευτικών παρεμβάσεων. Η ανάλυση αναγκών των εκπαιδευομένων, η ανάπτυξη εξειδικευμένων προγραμμάτων, η ιδιαίτερη αντιμετώπιση του θέματος του αναλφαβητισμού, και η αντιμετώπιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο των γλωσσικών αναγκών των υπό μετακίνηση πληθυσμών είναι θέματα που χρήζουν προσοχής. Σε αυτό το πλαίσιο η νέα εργαλειοθήκη του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη γλωσσική εκπαίδευση προσφύγων θα μπορούσε να προσφέρει την απαραίτητη καθοδήγηση και συνοχή στο πεδίο.The aim of this study is to probe into the methods, approaches, and principles used in educational environments, both formal and non-formal ones, throughout Greece that address immigrants' and refugees' language needs. The data were collected in the context of the Postgraduate Programme ''Language Education for Refugees and Migrants'' at the Hellenic Open University, particularly within the module ''LRM50: Applied Linguistics and Second Language Acquisition''. Observation tools and interviews with the teachers and students were used to collect the data, in the various second language learning environments. More specifically, the focus was on: a) teachers’ and students’ profile and goals, b) learning/teaching language procedures, c) teacher-student relationship and student relationship, and d) educational materials. The data were analyzed through the content analysis method. The results of the study explicitly show the fragmentation of the relevant field and highlight the need that people working in the field have for assistance and guidance in the development and implementation of educational interventions.

    Language education for refugees and migrants: Multiple case studies from the Greek context

    Get PDF
    Η πρόσφατη προσφυγική κρίση επανέφερε με οξύτητα στην επικαιρότητα το θέμα της γλωσσικής εκπαίδευσης των πληθυσμών που αναζητούν καταφύγιο και μια καινούρια ζωή στην Ευρώπη. Η γνώση της τοπικής γλώσσας είναι απαραίτητη για τον πληθυσμό αυτό, προκειμένου να επιτύχει τη βελτίωση της κοινωνικοοικονομικής και επαγγελματικής του κατάστασης. Στην Ελλάδα, τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρξε πρόνοια για την γλωσσική εκπαίδευση μεταναστών/ριών από δημόσιους φορείς και ταυτόχρονα από πρωτοβουλίες εθελοντικών ομάδων. Ωστόσο, κατά την πρόσφατη προσφυγική κρίση σημειώνεται δραστηριοποίηση κυρίως ανθρωπιστικών οργανώσεων και εθελοντών/ριών σε αυτόν τον τομέα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά εφήβους άνω των 15 ετών και ενήλικες.H μελέτη εστιάζει σε περιβάλλοντα μη τυπικής εκπαίδευσης που προσφέρουν δωρεάν μαθήματα γλώσσας σε μετανάστες/ριες και πρόσφυγες 15 ετών και άνω. Στόχος είναι η διερεύνηση: α) του προφίλ και των στόχων των εκπαιδευτών και των μαθητών/ριών, β) των μεθόδων διδασκαλίας, γ) του κλίματος μεταξύ εκπαιδευτών-εκπαιδευομένων και των εκπαιδευομένων μεταξύ τους, δ) του εκπαιδευτικού υλικού που αξιοποιείται. Υιοθετήθηκε η μέθοδος των πολλαπλών μελετών περίπτωσης. Διερευνήθηκαν 21 εκπαιδευτικά περιβάλλοντα, όπου προσφέρονταν μαθήματα κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου 2017. Τα δεδομένα συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «LanguageEducationforMigrantsandRefugees» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Για τη συλλογή τους χρησιμοποιήθηκαν συνεντεύξεις με εκπαιδευτικούς και εκπαιδευομένους/ες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ερωτηματολόγια. Επίσης πραγματοποιήθηκαν παρατηρήσεις της εκπαιδευτικής διαδικασίας.Τα μαθήματα λειτουργούσαν σε ορισμένες περιπτώσεις με χρηματοδότηση από ΜΚΟ, ενώ σε άλλες με βάση την προσφορά εθελοντών. Όσον αφορά τις γλώσσες, τα ελληνικά διδάσκονταν σε 17 από τα περιβάλλοντα, τα αγγλικά σε τρία, ενώ σε μία περίπτωση τα μαθήματα αφορούσαν τη γερμανική γλώσσα. Οι εκπαιδευτικοί ήταν όλοι σχεδόν απόφοιτοι/ες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, συχνά με μεταπτυχιακές σπουδές, οι μισοί/ές με εμπειρία στην εκπαίδευση μεταναστών, αλλά λίγοι/ες με εξειδίκευση στη διδακτική της δεύτερης γλώσσας. Δήλωσαν ότι στοχεύουν στην ανάπτυξη επικοινωνιακών δεξιοτήτων βασικών για την επιβίωση των εκπαιδευομένων. Οι περισσότεροι έδιναν προτεραιότητα στην καλλιέργεια του προφορικού έναντι του γραπτού και αρκετοί σημείωσαν προβλήματα στην απόκτηση δεξιοτήτων γραμματισμού, τα οποία συνέδεσαν με ελλιπή γραμματισμό στην πρώτη γλώσσα των εκπαιδευομένων. Όσον αφορά τις μεθόδους διδασκαλίας, παρά τις δηλώσεις των εκπαιδευτών για το αντίθετο, η παρατήρηση έδειξε ότι συχνά κατέφευγαν σε πιο παραδοσιακές τεχνικές. Μεγάλες διαφοροποιήσεις σημειώθηκαν σε σχέση με το υλικό που χρησιμοποιήθηκε στα μαθήματα αυτά.Οι εκπαιδευόμενοι ήταν μετανάστες και πρόσφυγες ηλικίας 15 έως 63 ετών, ένα πολύ μεγάλο ηλικιακό φάσμα που συχνά συναντήθηκε και στο ίδιο τμήμα. Προέρχονταν από πολλές διαφορετικές χώρες, και σημειώθηκαν μεγάλες διαφορές στο μορφωτικό τους επίπεδο και συνεπώς και στις δεξιότητες γραμματισμού στη μητρική. Στόχος τους ήταν κυρίως η ανάπτυξη γλωσσικών δεξιοτήτων που θα τους επέτρεπαν να ανταπεξέλθουν στις καθημερινές τους ανάγκες που αφορούν την επιβίωση και την εύρεση εργασίας. Τέλος, σε σχέση με το κλίμα, διαπιστώθηκε ότι οι εκπαιδευτές/ριες κατάφερναν να δημιουργήσουν ένα ευχάριστο και υποστηρικτικό μαθησιακό περιβάλλον και να μεταδώσουν συναισθήματα εμπιστοσύνης. Το περιβάλλον ενίσχυσε τα κίνητρα των εκπαιδευομένων να συμμετάσχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία, χωρίς να δημιουργούνται ανταγωνισμοί ή συγκρούσεις μεταξύ τους, αλλά σε πνεύμα συνεργασίας και αλληλοβοήθειας.Από τα αποτελέσματα της μελέτης αναδεικνύεται η σημαντικότατη συμβολή των ανθρωπιστικών οργανώσεων και των εθελοντών/ριών στην ομαλή ένταξη αυτού του πληθυσμού και στην αντιμετώπιση των άμεσων γλωσσικών αναγκών τους. Ωστόσο, ταυτόχρονα καταγράφεται ο κατακερματισμός του πεδίου και υπογραμμίζεται η ανάγκη όσων εργάζονται σε αυτό για καθοδήγηση στην ανάπτυξη και υλοποίηση εκπαιδευτικών παρεμβάσεων. Η ανάλυση αναγκών των εκπαιδευομένων, η ανάπτυξη εξειδικευμένων προγραμμάτων, η ιδιαίτερη αντιμετώπιση του θέματος του αναλφαβητισμού, και η αντιμετώπιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο των γλωσσικών αναγκών των υπό μετακίνηση πληθυσμών είναι θέματα που χρήζουν προσοχής. Σε αυτό το πλαίσιο η νέα εργαλειοθήκη του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη γλωσσική εκπαίδευση προσφύγων θα μπορούσε να προσφέρει την απαραίτητη καθοδήγηση και συνοχή στο πεδίο.The aim of this study is to probe into the methods, approaches, and principles used in educational environments, both formal and non-formal ones, throughout Greece that address immigrants' and refugees' language needs. The data were collected in the context of the Postgraduate Programme ''Language Education for Refugees and Migrants'' at the Hellenic Open University, particularly within the module ''LRM50: Applied Linguistics and Second Language Acquisition''. Observation tools and interviews with the teachers and students were used to collect the data, in the various second language learning environments. More specifically, the focus was on: a) teachers’ and students’ profile and goals, b) learning/teaching language procedures, c) teacher-student relationship and student relationship, and d) educational materials. The data were analyzed through the content analysis method. The results of the study explicitly show the fragmentation of the relevant field and highlight the need that people working in the field have for assistance and guidance in the development and implementation of educational interventions.

    Mortality from gastrointestinal congenital anomalies at 264 hospitals in 74 low-income, middle-income, and high-income countries: a multicentre, international, prospective cohort study

    Get PDF
    Summary Background Congenital anomalies are the fifth leading cause of mortality in children younger than 5 years globally. Many gastrointestinal congenital anomalies are fatal without timely access to neonatal surgical care, but few studies have been done on these conditions in low-income and middle-income countries (LMICs). We compared outcomes of the seven most common gastrointestinal congenital anomalies in low-income, middle-income, and high-income countries globally, and identified factors associated with mortality. Methods We did a multicentre, international prospective cohort study of patients younger than 16 years, presenting to hospital for the first time with oesophageal atresia, congenital diaphragmatic hernia, intestinal atresia, gastroschisis, exomphalos, anorectal malformation, and Hirschsprung’s disease. Recruitment was of consecutive patients for a minimum of 1 month between October, 2018, and April, 2019. We collected data on patient demographics, clinical status, interventions, and outcomes using the REDCap platform. Patients were followed up for 30 days after primary intervention, or 30 days after admission if they did not receive an intervention. The primary outcome was all-cause, in-hospital mortality for all conditions combined and each condition individually, stratified by country income status. We did a complete case analysis. Findings We included 3849 patients with 3975 study conditions (560 with oesophageal atresia, 448 with congenital diaphragmatic hernia, 681 with intestinal atresia, 453 with gastroschisis, 325 with exomphalos, 991 with anorectal malformation, and 517 with Hirschsprung’s disease) from 264 hospitals (89 in high-income countries, 166 in middleincome countries, and nine in low-income countries) in 74 countries. Of the 3849 patients, 2231 (58·0%) were male. Median gestational age at birth was 38 weeks (IQR 36–39) and median bodyweight at presentation was 2·8 kg (2·3–3·3). Mortality among all patients was 37 (39·8%) of 93 in low-income countries, 583 (20·4%) of 2860 in middle-income countries, and 50 (5·6%) of 896 in high-income countries (p<0·0001 between all country income groups). Gastroschisis had the greatest difference in mortality between country income strata (nine [90·0%] of ten in lowincome countries, 97 [31·9%] of 304 in middle-income countries, and two [1·4%] of 139 in high-income countries; p≤0·0001 between all country income groups). Factors significantly associated with higher mortality for all patients combined included country income status (low-income vs high-income countries, risk ratio 2·78 [95% CI 1·88–4·11], p<0·0001; middle-income vs high-income countries, 2·11 [1·59–2·79], p<0·0001), sepsis at presentation (1·20 [1·04–1·40], p=0·016), higher American Society of Anesthesiologists (ASA) score at primary intervention (ASA 4–5 vs ASA 1–2, 1·82 [1·40–2·35], p<0·0001; ASA 3 vs ASA 1–2, 1·58, [1·30–1·92], p<0·0001]), surgical safety checklist not used (1·39 [1·02–1·90], p=0·035), and ventilation or parenteral nutrition unavailable when needed (ventilation 1·96, [1·41–2·71], p=0·0001; parenteral nutrition 1·35, [1·05–1·74], p=0·018). Administration of parenteral nutrition (0·61, [0·47–0·79], p=0·0002) and use of a peripherally inserted central catheter (0·65 [0·50–0·86], p=0·0024) or percutaneous central line (0·69 [0·48–1·00], p=0·049) were associated with lower mortality. Interpretation Unacceptable differences in mortality exist for gastrointestinal congenital anomalies between lowincome, middle-income, and high-income countries. Improving access to quality neonatal surgical care in LMICs will be vital to achieve Sustainable Development Goal 3.2 of ending preventable deaths in neonates and children younger than 5 years by 2030

    Second Language Assessment Issues in Refugee and Migrant Children’s Integration and Education: Assessment Tools and Practices for Young Students with Refugee and Migrant Background in Greece

    No full text
    European countries—Greece included—recognize the fact that the language of schooling in the host country constitutes the first step for the newcomer children’s reception and integration. Greece, as a dominant receiving country, has adopted a top-level policy for its educational system. Considering the above, this research paper presents and analyzes the assessment tests and practices that educators have access to for evaluating refugee and migrant students’ L2 Greek competence in Greece. A detailed presentation of the Assessment Tools for Refugee and Migrant children in Greece is provided, with a focus on teachers’ attitudes and beliefs toward these materials and tools. The appropriateness of the available assessment tools and practices regarding the linguistic and social needs of refugee and migrant children in the Greek context will also be discussed. Findings show that teachers’ perceptions regarding both tests and practices for refugee and migrant students during an initial and formative language assessment vary. It is important to state, though, that the vast majority of the educators feel very sure and comfortable when assessing the linguistic skills of their students

    Dealing with Unknown Words in L2 Reading: Vocabulary and Lexical Inferencing Strategies

    No full text
    AbstractVocabulary learning strategies constitute a subclass of language learning strategies which can be applied to the four language skills. The aim of the present study is to explore the vocabulary strategies adopted by adult learners of Greek as a second/ foreign language, when dealing with unknown words in  L2 reading. To this end, the learners answered a questionnaire and so did their teachers. The results indicated that context and the general knowledge the learner of a second or foreign language brings with him/her about the topic -which is mainly supported by the other words in the sentence- play the most important role in understanding vocabulary. This conclusion probably confirms the power of the syntagmatic axis in the sentence, reinforcing mainly the holistic approach to be adopted in the classroom for the teaching of vocabulary. The process of triangulation has partially supported the research results

    Dealing with Unknown Words in L2 Reading: Vocabulary and Lexical Inferencing Strategies

    No full text
    Abstract Vocabulary learning strategies constitute a subclass of language learning strategies which can be applied to the four language skills. The aim of the present study is to explore the vocabulary strategies adopted by adult learners of Greek as a second/ foreign language, when dealing with unknown words in  L2 reading. To this end, the learners answered a questionnaire and so did their teachers. The results indicated that context and the general knowledge the learner of a second or foreign language brings with him/her about the topic -which is mainly supported by the other words in the sentence- play the most important role in understanding vocabulary. This conclusion probably confirms the power of the syntagmatic axis in the sentence, reinforcing mainly the holistic approach to be adopted in the classroom for the teaching of vocabulary. The process of triangulation has partially supported the research results

    Investigating cognitive style as a factor affecting language test performance and confidence

    No full text
    The driving force behind this research was the hypothesis that there may be factors beyond actual knowledge responsible for divergence of scores in language tests. It thus became the aim of this study to attempt examine whether language test performance and test taker confidence is associated with inherent characteristics of the individual such as his/her cognitive style, i.e. whether the cognitive style of the test taker is affecting his/her performance and confidence in a test, also depended on the specific type of test items. In addition, it was also examined any possible relationship between confidence and accuracy. As any academic study, this research is divided in two main sections: a) the first, called in academic terms a secondary research, involved the scrutiny of the relevant bibliography (views of other scholars on the matter) in the areas the researcher felt that may be of relevance to the topic, i.e. language assessment, learning and cognitive style, and confidence, b) the second part involved an empirical, partially experimental, research in pursue of the formulated hypotheses (primary research). The initial hypothesis has only partially been confirmed by the data collected and the analysis that followed, i.e. the cognitive style was not found to be a significant factor of test scores or test taker confidence. Tendencies were identified but not up to the level of statistical significance in all cases. Task typology appears to maintain an impact on the performance level rather that of confidence, while confidence seems to be influenced principally by overall test performance and accuracy of response in each individual item. Results of this study may add to a better understanding of the criterion of ‘fairness’ by ensuring that the specific task types do not favor certain individuals or specific cognitive styles. Another possible application may be found in the design of language tests. The researcher believes that today’s technology (electronic adaptive tests) could attempt to proceed in that direction and it is to this objective that these findings may be dedicated.Βασικό κίνητρο για τη διεξαγωγή της παρούσας έρευνας αποτέλεσε η άποψη, ότι παράγοντες άλλοι πέρα από την γλωσσική επάρκεια/ικανότητα μπορεί να ευθύνονται για την όποια συστηματική διαφοροποίηση στην επίδοση στο γλωσσικό τεστ. Στόχος της παρούσας μελέτης ήταν να εξετάσει εάν η επίδοση/η ορθότητα των απαντήσεων σε ένα τεστ αλλά και η βεβαιότητα των υποψηφίων για τις σωστές τους απαντήσεις σχετίζονται με σταθερά προσωπικά χαρακτηριστικά των υποψηφίων όπως το γνωστικό στιλ. Ειδικότερα μελετήθηκε αν το γνωστικό στιλ των υποψηφίων αποτελεί έναν παράγοντα που μπορεί να επηρεάσει την επίδοση και τη δηλωμένη βεβαιότητα των υποκειμένων σε γλωσσικές δοκιμασίες κλειστού τύπου. Επίσης εξετάστηκε αν υπάρχει σχέση ανάμεσα στη βεβαιότητα και την ορθότητα των απαντήσεων και κατά πόσο η τυπολογία των δοκιμασιών μπορεί να επηρεάσει μεμονωμένα την κάθε εξαρτημένη μεταβλητή αλλά και τη μεταξύ τους σχέση. Η μελέτη οργανώνεται σε δύο βασικά μέρη. Το πρώτο μέρος της εργασίας περιλαμβάνει την ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας που αποτέλεσε το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο βασίστηκε η παρούσα έρευνα. Οι θεωρητικές αυτές προσεγγίσεις τοποθετούνται σε τρεις ερευνητικές περιοχές: Την γλωσσική αξιολόγηση, τα στιλ μάθησης/ το γνωστικό στιλ, και την βεβαιότητα. Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει την εμπειρική έρευνα, τη μέθοδο και τα αποτελέσματα. Η παρούσα έρευνα φάνηκε να επιβεβαιώνει εν μέρει τις ερευνητικές υποθέσεις που είχαν τεθεί. Το γνωστικό στιλ δεν αποδείχτηκε σημαντικός παράγοντας διαφοροποίησης της επίδοσης και της βεβαιότητας. Καταγράφηκαν κάποιες τάσεις, οι οποίες δεν ενισχύονταν σε επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά χρήζουν περαιτέρω έρευνας. Η τυπολογία των δοκιμασιών φάνηκε να επιδρά περισσότερο πάνω στην επίδοση ενώ στην περίπτωση της βεβαιότητας λιγότερο, καθώς η βεβαιότητα φαίνεται να επηρεάζεται κυρίως από την επίδοση και την ορθότητα των απαντήσεων. Η συγκεκριμένη μελέτη βρίσκει άμεση εφαρμογή στη διαφύλαξη του κριτηρίου της «δικαιότητας» διασφαλίζοντας ότι οι χρησιμοποιούμενες γλωσσικές δοκιμασίες δεν ευνοούν συγκεκριμένες ομάδες υποκειμένων και συγκεκριμένα γνωστικά στιλ. Μια εφαρμογή της παρούσας μελέτης θα μπορούσε να είναι η ενσωμάτωση των παραπάνω μεταβλητών στο σχεδιασμό ενός γλωσσικού τεστ. Η ενσωμάτωση αυτή θα μπορούσε να υλοποιηθεί μόνο μέσα από τη χρήση ηλεκτρονικών τεστ και μάλιστα προσαρμοστικών, πεδίο στο οποίο επεκτείνεται η προτεινόμενη περαιτέρω έρευνα. Η παρούσα διατριβή, πέρα από την όποια χρησιμότητα για τα πορίσματα που περιλαμβάνει, παρουσιάζει και ενδιαφέρον όσον αφορά τη μελέτη των υπό εξέταση μεταβλητών στην ελληνική πραγματικότητα αλλά και όσον αφορά την ποικιλία των προεκτάσεων που μπορεί να λάβει η σχετική περαιτέρω έρευνα

    Second Language Assessment Issues in Refugee and Migrant Children&rsquo;s Integration and Education: Assessment Tools and Practices for Young Students with Refugee and Migrant Background in Greece

    No full text
    European countries&mdash;Greece included&mdash;recognize the fact that the language of schooling in the host country constitutes the first step for the newcomer children&rsquo;s reception and integration. Greece, as a dominant receiving country, has adopted a top-level policy for its educational system. Considering the above, this research paper presents and analyzes the assessment tests and practices that educators have access to for evaluating refugee and migrant students&rsquo; L2 Greek competence in Greece. A detailed presentation of the Assessment Tools for Refugee and Migrant children in Greece is provided, with a focus on teachers&rsquo; attitudes and beliefs toward these materials and tools. The appropriateness of the available assessment tools and practices regarding the linguistic and social needs of refugee and migrant children in the Greek context will also be discussed. Findings show that teachers&rsquo; perceptions regarding both tests and practices for refugee and migrant students during an initial and formative language assessment vary. It is important to state, though, that the vast majority of the educators feel very sure and comfortable when assessing the linguistic skills of their students

    Language needs analysis of adult refugees and migrants through the CoE - LIAM Toolkit: The context of language use in tailor-made L2 material design

    No full text
    The Council of Europe (CoE) has developed a toolkit to support member states in their efforts to respond to the challenges posed by unprecedented migration flows, as part of the project Linguistic Integration of Adult Migrants (LIAM). The main purpose of this study is to assess language needs of adult refugees and migrants through the implementation of the aforementioned CoE Toolkit relevant needs analysis tools and to present tailor-made thematic units, that would cater for the language needs traced. More specifically, domains, language use situations and communication themes were identified so as to become eventually L2 learning materials. The findings show high diversity in terms of language competence, literacy, and linguistic backgrounds among the students and interestingly necessities prevailed the wants (see Nation Macalister 2010) as the thematic units designed by the teachers were not all based on the subjective needs but on the objective needs of the learners (as perceived by the teachers)
    corecore