17 research outputs found

    The notion of Mimêsis in the Republic: with a specific focus on book X

    No full text
    Σε αυτή την εργασία, ερευνώ την έννοια της μιμήσεως στην Πολιτεία. Στην Εισαγωγή (κεφ. Ι), αναφέρω συνοπτικά το θέμα με το οποίο καταπιάνομαι και έπειτα τους στόχους μου, στον/ην αναγνώστη/ρια. Στο κεφάλαιο ΙΙ, με τίτλο “Preliminary Background”, παρέχω το κατάλληλο υπόβαθρο που θα χρειαστεί ο/η αναγνώστης/ρια για να μπορέσει να ακολουθήσει τα επόμενα κεφάλαια. Έτσι, δίνω πληροφορίες σχετικά με την έννοια της μίμησης, την κριτική του Πλάτωνα στην ποίηση, τον ρόλο των ποιητών στις αρχαίες κοινωνίες, το πλαίσιο αυτής της παλαιὰς διαφορὰς ή παλαιὰς ἐναντίωσις ανάμεσα στη φιλοσοφία και την ποίηση (607b5-c3), που ο Πλάτωνας αναφέρει στο βιβλίο Χ, σχετικά με τον Πλάτωνα ως ποιητή. Στο επόμενο κεφάλαιο (III), με τίτλο “Mimêsis in Books II-III”, παρουσιάζω τι είπε ο Πλάτωνας εκεί και επιχειρηματολογώ ότι η μίμηση είναι μία συνειδητή ανθρώπινη δραστηριότητα που είναι μία σχέση ανάμεσα σε ένα μιμούμενον και ένα μίμημα. Έχοντας αυτό το στόχο, διαφωνώ με τον Pappas (2017), που προτείνει ότι η μίμηση στο βιβλίο ΙΙΙ δεν απαιτεί την έννοια της ομοιότητας και ισχυρίζομαι ότι το μίμημα και το μιμούμενον μοιράζονται τουλάχιστον κάποιες από τις επιφανειακές τους ιδιότητες, που πράγματι τα κάνουν να μοιάζουν. Στο επόμενο κεφάλαιο IV, με τίτλο “Mimêsis in Book X”, ξεκαθαρίζω τι γράφει ο Πλάτωνας σε αυτό το βιβλίο και δείχνω ότι, και εδώ, παρά το διαφορετικό τρόπο παρουσίασης της έννοια, και πάλι είναι μία ανθρώπινη δραστηριότητα με σχεσιακό χαρακτήρα. Όμως, αυτή τη φορά, δίνεται μεγάλη έμφαση στο γεγονός ότι το μίμημα είναι οντολογικά χαμηλότερο από το μιμούμενον και ιδιαίτερα από το γεγονός ότι ο δρων της δραστηριότητας δεν έχει γνώση για το αντικείμενο που μιμείται, και αυτό είναι που σε μεγάλο βαθμό τον κάνει επικίνδυνο. Στο επόμενο κεφάλαιο, με τίτλο “Critique on the “Persistent Commonplace””, αρχικά αναπτύσσω το τι θεωρώ ότι είναι αυτή η ερμηνεία του βιβλίου Χ και έπειτα της κάνω κριτική, καθώς δε συμφωνώ με αυτό που έπεται από αυτή τη θέση, δηλαδή ότι το φυσικό αντικείμενο, που λειτουργεί ως μιμούμενον για το έργο τέχνης, είναι επίσης το μίμημα σε σχέση με την Ιδέα. Έτσι, δείχνω ότι μίμηση έχουμε μόνο στο επόπεδο του μιμητή, ζωγράφου, ποιητή. Τέλος, στο VI, με τίτλο “Closing remarks”, παρουσιάζω τα τελικά μου σχόλια και τα συμπεράσματα μου, συνοψίζοντας αυτά που έδειξα σε αυτή την εργασία.In this essay, I investigate on the notion of mimêsis in the Republic. In the Introduction (chapter I), I briefly introduce the subject and my goals to my reader. In chapter II, titled the “Preliminary Background”, I provide the appropriate background needed so that the reader will be able to properly follow the next chapters. Thus, in that chapter, I present general information with respect to a) the notion of mimêsis, b) Plato’s critique against poetry, c) the role of poets in the ancient societies, d) the context of this παλαιὰ διαφορὰ or παλαιὰ ἐναντίωσις between philosophy and poetry (607b5-c3), that Plato refers to in book X and e) Plato as a poet. In chapter III, titled “Mimêsis in Books II-III”, I present what Plato stated about this notion in this part of the Republic’s text. There, I also argue that mimêsis is an intentional human activity with a relational character between a mimoumenon and a mimêma. To this end, I present my disagreement with Pappas (2017), who suggests that mimêsis in book III does not require any sense of similarity or likeness, and I make my case that the mimêma and the mimoumenon share at least some of their ‘surface level properties’, that do indeed make them similar in a way. In the next chapter, IV, titled “Mimêsis in Book X”, I clarify on what Plato writes in this book about this notion, and I show that, there too, despite the different way that mimêsis is presented, it is still, in the end, an intentional human activity with a relational character. Though this time, great emphasis is given on the fact that the mimêma is ranked ontologically lower than the mimoumenon and especially on the fact that the agent of this activity has no knowledge of the object that she is imitating, and this is that which makes him, in large part, dangerous. In chapter V, titled “Critique on the “Persistent Commonplace””, first I shortly expand on what I take it that this interpretation of book X is and then I challenge it with a series of arguments, since I do not agree with what follows from the “persistent commonplace”: that the physical object, i.e. the artifact, which functions as the mimoumenon for the work of art, is also the mimêma in relation to the Idea of that object. So, I show that mimesis happens only at the stage of the imitator, painter, poet. Finally, in chapter VI, titled “Closing remarks”, I present my final comments and concluding thoughts on this topic, by summarizing what I showed throughout this essay

    Συγκριτική μελέτη του αποτελέσματος της προεγχειρητικής χημειοπροφύλαξης μεταξύ ενδοφλεβίου και ενδοτοιχωματικής χορήγησης

    No full text
    The aim of this study was to contribute to the research of alternative ways of prophylactic antibiotic administration. This was achieved by studying the differences in effectiveness between classical preoperative intravenous administration and that of intraparietal administration. The comparison mainly concerned the differences between the pharmacokinetics of these two ways of administration and the clinical effectiveness. One hundred and two patients were studied. These patients were split in a random way into two groups, one of 52 and another of 50 patients. In the first group, Cefriaxone 2 gr was administered intravenously prior to operation. In the second group the same dose of the antibiotic was administered subcutaneously along the line of the proposed abdominal incision. According to the results of the study of pharmacokinetics, plasma levels of the drag was comparable, regardless of the technique used, six hours after administration and these levels exceeded the minimum inhibitory concentration of most aerobic and anaerobic gram- positive and negative organisms. The result of this was that there was no difference in septic complications occurring at other sites. Intraparietal administration as it can be seen by the study of pharmacokinetics and by analyzing clinical outcome of patients, is clearly superior regarding wound site infection, that is three times less than that of intravenous administration. This is the result of high antibiotic concentration found at the site of surgical wound at the time of wound closure. As a result, we suggest the administration of 2gr of ceftriaxone intraparietaly just before the introduction of the anesthesia in order to reduce the postoperative wound sepsisΣκοπός της παρούσας εργασίας είναι να συμβάλει στην έρευνα για την αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων χορήγησης της προφυλακτικής αντιβιοτικής αγωγής, μελετώντας τις διαφορές στην αποτελεσματικότητα της κλασικής προεγχειρητικής ενδοφλέβιας χορήγησης με αυτή της ενδοτοιχωματικής. Η σύγκριση αφορά κυρίως τις διαφορές στην φαρμακοκινητική των δύο τρόπων χορήγησης και στην κλινική αποτελεσματικότητα τους. Μελετήθηκαν 102 ασθενείς οι οποίοι με τυχαιοποιημένο πρωτόκολλο χωρίσθηκαν σε δύο ομάδες των 52 και 50 ασθενών. Στην πρώτη χορηγήθηκε ceftriaxone 2 gr ενδοφλέβια προεγχειρητικώς και στη δεύτερη ceftriaxone 2 gr ενδοτοιχωματικώς κατά μήκος της σχεδιαζόμενης εγχειρητικής τομής. Με βάση τη φαρμακοκινητική μελέτη τα επίπεδα του φαρμάκου στο πλάσμα μετά από 6 ώρες είναι τα ίδια είτε σε ενδοτοιχωματική είτε σε ενδοφλέβια χορήγηση και μάλιστα σε τιμές μεγαλύτερες από την ελάχιστη απαιτούμενη συγκέντρωση αναστολής της ανάπτυξης μικροβίων (MIC). Η κλινική έκφραση αυτής της παρατήρησης είναι ότι το ποσοστό των συστηματικών λοιμώξεων που αναπτύσσονται με την μία ή την άλλη οδό χορήγησης δεν είναι στατιστικά διαφορετικό. Η ενδοτοιχωματική χορήγηση όπως φαίνεται τόσο από την φαρμακοκινητική μελέτη όσο και από την κλινική πορεία των ασθενών υπερτερεί κυρίως ως προς την επιμόλυνση του τραύματος η οποία είναι τρεις φορές μικρότερη από αυτή της ενδοφλέβιας χορήγησης, διότι υπάρχουν υψηλές συγκεντρώσεις φαρμάκου στην περιοχή κατά το κλείσιμο του τραύματος, την πλέον κρίσιμη περίοδο εκδήλωσης μιας μετεγχειρητικής λοίμωξης. Συμπερασματικά προτείνουμε την χορήγησης μιας δόσης κεφτριαξόνης 2 gr., πριν από την εισαγωγή του ασθενούς στην αναισθησία, ενδοτοιχωματικά με σκοπό να μειώσουμε σημαντικά τις μετεγχειρητικές λοιμώξεις και κυρίως αυτές του εγχειρητικού τραύματος

    Παρουσίαση της μεθόδου ΠΟΚ (BIM) και πρακτική εφαρμογή της για τον προγραμματισμό έργου, με χρήση του προγράμματος Synchro

    No full text
    σ.Αντικείμενο της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η παρουσίαση της μεθοδολογίας του Πληροφοριακού Ομοιώματος Κτηρίου, (ΠΟΚ, Building Information Modeling, BIM) και της εφαρμογής της στη διαχείριση των τεχνικών έργων και η πρακτική εφαρμογή της για τον χρονικό προγραμματισμό ενός έργου με χρήση του προγράμματος Synchro Professional. Η ΠΟΚ (BIM) είναι η ψηφιακή βάση δεδομένων όλων των φυσικών και λειτουργικών χαρακτηριστικών μιας κατασκευής, η οποία αποτελεί μια πηγή στοιχείων και πληροφοριών, κοινή για όλους τους ενδιαφερόμενους και ικανή να υποστηρίζει αξιόπιστα τη λήψη αποφάσεων καθ΄όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής ενός τεχνικού έργου και συγκεκριμένα, από τον προκαταρκτικό σχεδιασμό του έως την καθαίρεσή του. Αποτελεί μία μέθοδο για την ανάλυση, το βέλτιστο σχεδιασμό, τη διαχείριση και την τεκμηρίωση της κατασκευής των κτηρίων και των εγκαταστάσεών τους. Η μεθοδολογία αυτή, είναι μία νέα σχετικά μεθοδολογία, στην ανάπτυξη της οποίας συνέβαλαν τεχνολογικές εξελίξεις σε διάφορους τομείς, όπως στην πληροφορική, στην ανάπτυξη προτύπων διαλειτουργικότητας, στη διαχείριση των έργων, κλπ. Μία από αυτές είναι η σύγχρονη αντίληψη σχεδιασμού των έργων που αναφέρεται ως Διαδικασία Ολοκληρωμένου Σχεδιασμού (ΔΟΣ, Integrated Design Process, IDP, βλ σχετικά κεφ. 4) και η οποία αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο της δυνατότητές της ΠΟΚ (BIM). Βασική προϋπόθεση για την αποτελεσματική εφαρμογή της μεθόδου ΠΟΚ (BIM), αποτελεί ο κατάλληλος προσδιορισμός του Επιπέδου Ανάπτυξης του Σχεδιασμού (Level of Development, LOD, βλ σχετικά κεφ. 3), ώστε να υπάρχει σωστή συνεργασία μεταξύ των διαφόρων μελετητών, διαλειτουργικότητα και σαφής καθορισμός των παραδοτέων της μελέτης σε κάθε στάδιο του σχεδιασμού. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται το πρόγραμμα Synchro Professional και ειδικότερα οι δυνατότητές του να αξιοποιεί το ψηφιακό μοντέλο ΒΙΜ ενός κτηρίου για την υποστήριξη της διαχείρισης της κατασκευής του. Ειδικότερα, στo κεφ. 6 παρουσιάζονται οι δυνατότητες του προγρμαμματος και αναλύονται η διαδικασία με την οποία εισάγονται τα στοιχεία ενός έργου, ο τρόπος επεξεργασίας τους και η παρουσίαση των αποτελεσμάτων.The subject of the present diploma thesis is the presentation of the Building Information Modeling (BIM) as a tool for project management and scheduling. The practical usages of this method were practiced via Synchro Professional suite. The Building Information Model is a digital representation of the physical and functional characteristics of a building, structure or facility. As such it serves as a shared knowledge resource for information about the building, structure or facility, forming a reliable basis for decision making during the whole life cycle of a building, from earliest conception to demolition. It is an indispensable tool for the analysis, optimal design, management and documentation of a project. The BIM methodology, is a relatively new methodology and many other recent developments have contributed to the research and development of it. For example, the advancements in computer science, interoperability standards, project management etc. Among the most notable ones, is the contemporary way of project delivery and design which is mentioned as the Integrated Design Process (IDP, see chapter 4), which is considered to be a natural fit for BIM. A critical requirement in order to use BIM effectively, is the correct and accurate definition of the Level of Development (LOD, see chapter 3). LOD, allows the achievement of the best possible coordination between designers, contractor and the owner, as well as the cooperation, interoperability and the clear definition of the design deliverables. Lastly, an overview of the functionality of Synchro Professional software is presented in using a existing BIM model to prepare the scheduling and the animation of the construction process. In chapter 5 and 6, we take a closer look on the capabilities of Synchro Professional software and we analyse how the various elements of a BIM project are inserted, how the project is edited and how the results are presented.Παύλος-Βασίλης Γ. Γωνιανάκη
    corecore