50 research outputs found

    Investigating biocomplexity through the agent-based paradigm.

    Get PDF
    Capturing the dynamism that pervades biological systems requires a computational approach that can accommodate both the continuous features of the system environment as well as the flexible and heterogeneous nature of component interactions. This presents a serious challenge for the more traditional mathematical approaches that assume component homogeneity to relate system observables using mathematical equations. While the homogeneity condition does not lead to loss of accuracy while simulating various continua, it fails to offer detailed solutions when applied to systems with dynamically interacting heterogeneous components. As the functionality and architecture of most biological systems is a product of multi-faceted individual interactions at the sub-system level, continuum models rarely offer much beyond qualitative similarity. Agent-based modelling is a class of algorithmic computational approaches that rely on interactions between Turing-complete finite-state machines--or agents--to simulate, from the bottom-up, macroscopic properties of a system. In recognizing the heterogeneity condition, they offer suitable ontologies to the system components being modelled, thereby succeeding where their continuum counterparts tend to struggle. Furthermore, being inherently hierarchical, they are quite amenable to coupling with other computational paradigms. The integration of any agent-based framework with continuum models is arguably the most elegant and precise way of representing biological systems. Although in its nascence, agent-based modelling has been utilized to model biological complexity across a broad range of biological scales (from cells to societies). In this article, we explore the reasons that make agent-based modelling the most precise approach to model biological systems that tend to be non-linear and complex

    Therapy of Chagas Disease: Implications for Levels of Prevention

    Get PDF
    This paper reviews the evidence supporting the use of etiological treatment for Chagas disease that has changed the standard of care for patients with Trypanosoma cruzi infection in the last decades. Implications of this evidence on different levels of prevention as well as gaps in current knowledge are also discussed. In this regard, etiological treatment has shown to be beneficial as an intervention for secondary prevention to successfully cure the infection or to delay, reduce, or prevent the progression to disease, and as primary disease prevention by breaking the chain of transmission. Timely diagnosis during initial stages would allow for the prescription of appropriate therapies mainly in the primary health care system thus improving chances for a better quality of life. Based on current evidence, etiological treatment has to be considered as an essential public health strategy useful to reduce disease burden and to eliminate Chagas disease altogether

    Endomyocardial fibrosis and Chagas disease: The neglected cardiomyopathies and the promising role of cardiac magnetic resonance in diagnosis. A systematic review

    Get PDF
    Το κλινικό σύνδρομο της καρδιακής ανεπάρκειας έχει πάρει διαστάσεις πανδημίας ωστόσο οι αιτίες του διαφέρουν μεταξύ του αναπτυσσόμενου και του ανεπτυγμένου κόσμου. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο η Ενδομυοκαρδιακή Ίνωση και η νόσος του Chagas αποτελούν τις κύριες αιτίες καρδιακής ανεπάρκειας σε άτομα χαμηλών κοινωνικοικονομικών στρωμάτων. Η Ενδομυοκαρδιακή Ίνωση και η Νόσος Chagas παρότι πλήττουν 8 και 12 εκατομμύρια ασθενείς αντιστοίχως χαρακτηρίζονται ως «ξεχασμένες μυοκαρδιοπάθειες». Η επιδημιολογία και η ακριβής παθοφυσιολογία των εν λόγω νοσημάτων παραμένει μυστήριο ενώ αποτελεσματικές θεραπείες δεν υπάρχουν. Τις τελευταίες δεκαετίες μια νέα απεικονιστική μέθοδος, η μαγνητική τομογραφία καρδιάς έχει προστεθεί στην διαγνωστική μας φαρέτρα. Σκοπός της παρούσας συστηματικής ανασκόπησης είναι να παραθέσει μια σύνοψη της υπάρχουσας βιβλιογραφίας πάνω στις ξεχασμένες μυοκαρδιοπάθειες αναδεικνύοντας παράλληλα τις εφαρμογές της μαγνητικής τομογραφίας καρδιάς στην διάγνωση τους. Μέθοδοι: Κατά τη διενέργεια της συστηματικής ανασκόπησης αναζητήθηκαν άρθρα στις βάσεις δεδομένων Pubmed/Medline και Scielo. Οι λέξεις κλειδιά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν: Ενδομυοκαρδιακή Ίνωση ή «Νόσος Chagas» ή «Περιοριστική Μυοκαρδιοπάθεια » ΚΑΙ «επιδημιολογία» ή «αιτιολογία» ή «διάγνωση» ή «CMR» ή «MRI» ή καθυστερημένος εμπλουτισμός ή χαρακτηρισμός ιστού ή «χαρτογράφηση Τ1» ή «κλάσμα εξωκυττάριου όγκου». Οι προαναφερθέντες όροι αναζητήθηκαν στα αγγλικά και στα ισπανικά. Εν τέλει, 138 άρθρα επιλέγησαν για να συμπεριληφθούν στην εργασία. Ενδομυοκαρδιακή ίνωση: Η ενδομυοκαρδιακή ίνωση αποτελεί το συχνότερο αίτιο περιοριστικής μυοκαρδιοπάθειας παγκοσμίως. Ενδημεί κυρίως στην Υποσαχάρια Αφρική και τη νοτιοανατολική Ασία ενώ περιστατικά έχουν αναφερθεί και στην επαρχία Guanxi της Κίνας. Η νόσος προσβάλει συχνότερα άτομα 10-30 ετών. Η παθογένεση και η ακριβής αιτιολογία της ενδομυοκαρδιακής ίνωσης δεν έχουν διαλευκανθεί. Παράγοντες που έχουν ενοχοποιηθεί είναι η φτώχεια, η διατροφή πτωχή σε μαγνήσιο, η υπερηωσινοφιλία, οι παρασιτικές λοιμωξεις και η γενετική προδιάθεση. Η νόσος φαίνεται να διαδράμει σε 3 στάδια: i) οξέια φάση ii) τη λανθάνουσα ενδιάμεση φάση iii) τη χρόνια ινωτική φάση. Η οξεία φάση της νόσου εμφανίζεται κλινικά με πυρετό, περιοφθαλμικό οίδημα, κνησμό, εξάνθημα και μυοκαρδίτιδα.Στην φάση αυτή η διήθηση του μυοκαρδίου από ηωσινόφιλα οδηγει σε πάχυνση τοιχωμάτων και σχηματισμό ενδοτοιχωματικών θρόμβων. Τα συμπτώματα συνήθως υποστρέφουν και η νόσος μεταπίπτει στη λανθανουσα ενδιάμεση φάση. Παρόλα αυτά, η ανάπτυξη κεραυνοβόλου μυοκαρδίτιδας με πολύ βαριά πρόγνωση και θάνατο αναφέρεται σπανιότερα στη βιβλιογραφία. Η ενδιάμεση φάση της νόσου χαρακτηρίζεται από εξάρσεις και υφέσεις ενώ απουσιάζει η διήθηση από φλεγμονώδη κύτταρα και αναπτύσσεται σταδιακά ινωση στο προσβεβλημμένο μυοκάρδιο. Οι παράγοντες που συνεπικουρούν στην ταχύτητα μετάπτωσης της νόσου στην χρόνια φάση παραμένουν άγνωστοι. Η χρόνια ινωτική φάση εκδηλώνεται με καχεξία υποαλβουμιναιμία οίδημα παρωτίδων, υπέρχρωση χειλέων, κεντρική κυάνωση, ασκιτική συλλογή απουσία οιδήματος σφυρών και ηπατοσπληνομεγαλία. Στην καρδιά, ευμεγέθεις ινωτικές πλάκες αναπτύσσονται στο υπενδοκάρδιο επεκτεινόμενες σταδιακά από την κορυφή προς την υποβαλβιδική συσκευή. Η κορυφή της καρδιάς συχνά καταλαμβάνεται από θρόμβο. Η ίνωση της υποβαλβιδικής συσκευής προκαλεί παγίδευση τενόντιων χορδών και θηλοειδών μυών περιορισμό στην κίνηση των γλωχίνων των κολποκοιλιακών βαλβίδων και τελικά σοβαρή ανεπάρκεια μιτροειδούς και τριγλώχινας. Χαρακτηριστικά απουσιάζει η προσβολή του χώρου εξόδου τόσο της αριστερής όσο και της δεξιάς κοιλίας. Οι ασθενείς καταλήγουν συνηθέστερα από μαζική πνευμονική εμβολή ,συστηματική εμβολή ή ηπατική ανεπάρκεια. Η διάγνωση της ενδομυοκαρδιακής ίνωσης γίνεται συνήθως με υπερηχοκαρδιογραφημα. Συχνά ευρήματα της υπερηχοκαρδιογραφικής μελέτης είναι η αμφικολπική διάταση σοβαρή ανεπάρκεια μιτροειδούς ή/και τριγλώχινας και κατάληψη της κορυφής από ινώδη ιστό και ενίοτε θρόμβο. Κατά τη μελέτη με παλμικό Doppler, χαρακτηριστικό είναι το περιοριστικό πρότυπο πλήρωσης( Ε>>Α) και η σοβαρή διαστολική δυσλειτουργία (E/e’>14). To ΗΚΓ παρουσιάζει μη ειδικά ευρήματα όπως διαταραχές του ST και χαμηλά δυναμικά. Στην απλή ακτινογραφία θώρακος ανευρίσκεται αυξημένος καρδιοθωρακικός δείκτης και ενίοτε περικαρδιακή συλλογή. Η διαφορική διάγνωση της ενδομυοκαρδιακής ίνωσης περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την ανωμαλία Ebstein, την υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια κορυφής, τη ρευματική καρδιακή νόσο, τη συμπιεστική περικαρδίτιδα, την αμυλοείδωση και την καρδιακή σαρκοείδωση. Η θεραπεία της νόσου περιλαμβάνει τη λήψη κορτικοειδών χωρίς όμως το ώφελος να έχει επιβεβαιωθεί από κλινικές δοκιμές. Η κλασική φαρμακευτική θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας χορηγείται και σε ασθενείς με ενδομυοκαρδιακή ίνωση για την βελτίωση των συμπτωμάτων. Η μοναδική θεραπευτική παρέμβαση η οποία φαίνεται να επηρεάζει την πρόγνωση των ασθενών με ενδομυοκαρδιακή ίνωση είναι η χειρουργική επέμβαση.Ασθενείς με ενδομυοκαρδιακή ίνωση και καρδιακή ανεπάρκεια κλάσης ΙΙΙ/ΙV κατά NYHA έχουν ένδειξη για χειρουργείο εφόσον δεν φέρουν μη αναστρέψιμες ηπατικές ή καρδιακές βλάβες. Η ενδομυοκαρδεκτομή με αντικατάσταση ή επιδιόρθωση των προσβεβλημένων κολποκοιλιακών βαλβίδων όπου κρίνεται απαραίτητο αποτελεί την ενδεδειγμένη χειρουργική θεραπεία. Η περιεγχειρητική θνητότητα υπολογίζεται στο 20% ενώ η περιορισμένη προσβασιμότητα των ασθενών σε καρδιοχειρουργικά κέντρα αποτελεί τροχοπέδη στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της νόσου. Νόσος Chagas: Η νόσος Chagas είναι μια ανθρωποζωονόσος ενδημική στη λεκάνη του ποταμού Αμαζόνιου που μεταδίδεται στον άνθρωπο μέ το πρωτόζωο Trypanosoma Cruzi. Οι κύριοι τρόποι μετάδοσης του τρυπανοσώματος είναι: i) διαμέσου δήγματος ενός ενδιάμεσου εντόμου ξενιστή , ιι) κατανάλωση μολυσμένων τροφίμων και ποτών, iii) μολυσμένη μετάγγιση αίματος, iv) μεταμόσχευση οργάνου από μολυσμένο δότη, v) κάθετα από τη μολυσμένη μητέρα στο κύημα. Στη Λατινική Αμερική, σημαντικές προσπάθειες έχουν καταβληθεί τις τελευταίες δεκαετίες τόσο για την εξάλειψη του εντόμου που μεταφέρει το τρυπανόσωμα στον άνθρωπο όσο και για τον ενδελεχή έλεγχο των μεταγγιζόμενων προϊόντων αίματος. Η μετανάστευση μολυσμένων ατόμων από τη Λατινική Αμερική στον υπόλοιπο κόσμο άλλαξε ριζικά την επιδημιολογία της νόσου Chagas και προκάλεσε την εμφάνιση της σε μη ενδημικές χώρες. Μετά τον ενοφθαλμισμό του Τρυπανοσώματος στο ανθρώπινο σώμα, μεσολαβεί περίοδος επώασης 2 εβδομάδων μέχρι την έναρξη της οξείας φάσης της νόσου η οποία διαρκεί περίπου 2 μήνες. Μετά την ολοκλήρωση της οξείας φάσης το 75% των μολυσμένων ατόμων εισέρχονται στη λανθάνουσα φάση της νόσου η οποία διαδράμει με εξάρσεις και υφέσεις. Μια εως δύο δεκαετίες αργότερα,το 1/3 των αρχικών μολυσμένων ατόμων θα αναπτύξουν τη μυοκαρδιοπάθεια της νόσου Chagas η οποία έχει βαρύτατη πρόγνωση. Κλινικά η νόσος κατά την οξεία φάση εκδηλώνεται με πυρέτιο,μυαλγίες ,εφίδρωση, διάρροια,έμετο λεμφαδενοπάθεια και ηλεκτροκαρδιογραφικές αλλοιώσεις (χαμηλά δυναμικά ,διαταραχές ST κ.α). Σε ορισμένες περιπτώσεις χαρακτηριστικά είναι τα Τσαγκώματα (Chagomas) -φλεγμονώδη οζίδια στον τόπο ενοφθαλμισμού του πρωτοζώου. Ασθενείς που προσεβλήθησαν από το Τρυπανόσωμα διαμέσου κατανάλωσης μολυσμένης τροφής εμφανίζουν βαρύτερη νόσο με ηπατοσπληνομεγαλία και αιμορραγικό ίκτερο. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο 1% των ασθενών με οξέια νόσο, ανεξαρτήτως τρόπου μετάδοσης, αναπτύσσεται κεραυνοβόλος μυοκαρδίτιδα και/ή εγκαφαλομυελίτιδα που επιφέρουν το θάνατο. Οι ασθενείς που μεταπίπτουν στην ενδιάμεση φάση της νόσου είναι άτομα ασυμπτωματικα, με φυσιολογικό ΗΚΓ,φυσιολογική ακτινογραφία θώρακος τα οποία ωστόσο έχουν θετικές ορολογικές δοκιμασίες για Trypanosoma Cruzi.Η μετάπτωση από την ενδιάμεση στη χρόνια μορφή της νόσου γίνεται με ρυθμό 5% ετησίως. Όταν εγκατασταθεί, η μυοκαρδιοπάθεια την νόσου Chagas, αυτή εκδηλώνεται με τρία κλινικά σύνδρομα: i) αρρυθμιογόνο σύνδρομο, ii) καρδιοεμβολισμός και εγκεφαλικά επεισόδια, iii)καρδιακή ανεπάρκεια. Συχνή είναι η εμφάνιση τόσο βραδυαρρυθμιών όσο και ταχυαρρυθμιών. Νόσος φλεβοκόμβου, 2ου ή 3ου βαθμού κολποκοιλιακός αποκλεισμός, αποκλεισμοί αριστερού ή δεξιού σκέλους ,πρώιμες κοιλιακές συστολές και κακοήθεις κοιλιακές αρρυθμίες μπορεί να εμφανιστούν μεταξύ άλλων. Τα καρδιοεμβολικά φαινόμενα συχνά παρουσιάζονται σε νεαρούς ασθενείς με νόσο Chagas και μπορεί να είναι η πρώτη εκδήλωση της νόσου. Παράγοντες που συνεπικουρούν στην εκδήλωση τους είναι οι ενδοκαρδιακοί θρόμβοι,η διάταση αριστερού κόλπου τα ανευρύσματα κορυφής(επίσης συχνά απαντόμενα στη νόσο Chagas) και η κολπική μαρμαρυγή. Η χρόνια μορφή της νόσου Chagas οδηγεί σε διατατικού τύπου μυοκαρδιοπάθεια και τελικά σε δεξιά ή /και αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια. Η διάγνωση της νόσου κατά την οξεία φάση πραγματοποιείται με άμεση παρατήρηση του Τρυπανοσώματος κατά τη μικροσκόπηση αίματος του ασθενούς. Στην ενδιάμεση και την χρόνια φάση η παρασιταιμία απουσιάζει χαρακτηριστικά και η διάγνωση επιβεβαιώνεται με ορολογικές δοκιμασίες που ανιχνεύουν anti-T.Cruzi IgG. Στο ΗΚΓ δεν υπάρουν ευρήματα παθογνωμονικά για τη νόσο, ωστόσο η ανευρεση αποκλεισμού δεξιού σκέλους με πρόσθιο αριστερό ημισκελικό αποκλεισμό εγείρει έντονα την υποψία για Chagas σε ασθενή με συμβατό επιδημιολογικό υπόβαθρο. Το υπερηχογράφημα αναδεικνύει περικαρδιακή συλλογή και μειωμένο κλάσμα εξώθησης. Κοιλιακά ανευρύσματα κορυφής και τμηματικές διαταραχές κινητικότητας στο κατώτερο πλάγιο τοίχωμα και την κορυφή είναι επίσης χαρακτηριστικά της νόσου. Στη Doppler μελέτη ανιχνεύεται συχνά λειτουργική ανεπάρκεια των κολποκοιλιακών βαλβίδων λόγω διάτασης του δακτυλίου. Η θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας στη νόσο Chagas αποτελεί πρόκληση. Κατευθυντήριες οδηγίες για τη μυοκαρδιοπάθεια της νόσου Chagas δεν υπάρχουν και συνεπώς ακολουθείται η τυποποιημένη φαρμακευτική θεραπεία καρδιακής ανεπάρκειας μη ισχαιμικού τύπου. Συγκεκριμένα ενδείκνειται η χρήση ανταγωνιστων μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτενσίνης, ανταγωνιστων υποδοχέων αγγειοτενσίνης 1, β- αποκλειστών, διουρητικών και ινότροπων φάρμακων. Σε ασθενείς με συνυπάρχουσα κολπική μαρμαρυγή, κοιλιακό ανεύρυσμα ή καρδιακό θρόμβο απαιτείται και η προσθήκη αντιπηκτικής αγωγής. Στη θεραπεία των αρρυθμιών της νόσου Chagas, η αμιωδαρόνη χρησιμοποιείται ως φάρμακο πρώτης γραμμής ενώ θέση έχει και η εμφύτευση απινιδωτή σε ασθενείς που εμφανίζουν κοιλιακή ταχυκαρδία. Σε υψηλού βαθμού κολποκοιλιακούς αποκλεισμούς ή νόσο φλεβοκόμβου οι ασθενείς με νόσο Chagas ωφελούνται από την εμφύτευση βηματοδότη.Αντιπαρασιτικά φάρμακα για την εκρίζωση του Τρυπανοσώματος έχουν επίσης θέση στη θεραπευτική φαρέτρα. Η βεζνιδαζόλη και το nifurtimox χρησιμοποιούνται με ικανοποιητικά αποτελέσματα ιδιαίτερα στην οξεία φάση της νόσου, ωστόσο έχουν σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες και δεν επηρεάζουν την έκβαση των ασθενών εφόσον εγκατασταθεί η μυοκαρδιοπάθεια. Εφαρμογές της μαγνητικής τομογραφίας καρδιάς στις ξεχασμένες μυοκαρδιοπάθειες: Η μαγνητική τομογραφία καρδιάς έχει φέρει τις τελευταίες δεκαετίες επανάσταση στην ακριβή διάγνωση των μυοκαρδιοπαθειών. Με τη συγκεκριμένη εξέταση μπορούν να αξιολογηθούν ταυτόχρονα η ανατομία, η λειτουργικότητα, η αιμάτωση και η βιωσιμότητα της καρδιάς. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της μαγνητικής όμως αποτελεί αδιαμφισβήτητα η δυνατότητα ακριβούς χαρακτηρισμού ιστών και η ποσοτικοποίηση της ίνωσης και του οιδήματος του μυοκαρδίου με τη βοήθεια των τεχνικών του καθυστερημένου εμπλουτισμού και της Τ1/Τ2 χαρτογράφησης. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένο πρωτόκολλο για τις ξεχασμένες μυοκαρδιοπάθειες, εφαρμόζεται το πρωτόκολλο απεικόνισης των μη ισχαιμικού τύπου μυοκαρδιοπαθειών σύμφωνα με τις οδηγίες της Society of Cardiovascular Magnetic Resonance (SCMR). Στην ενδομυοκαρδιακή ίνωση παρατηρούμε καθυστερημένο εμπλουτισμό του γαδολινίου στο υπενδοκάρδιο της κορυφής και του χώρου εισόδου χωρίς κατανομή άρδευσηςστεφανιαίου αγγείου. Ένα άλλο εύρημα που έχει περιγραφεί είναι η εμφάνιση τριών στρωμάτων της καρδιακής κορυφής με χαμηλού σήματος φυσιολογικό μυοκάρδιο και παχυσμένο ινωτικό ενδομυοκάρδιο το οποίο καταλαμβάνεται από χαμηλού σήματος επασβεστωμένο θρόμβο κορυφής. Το άνωθεν εύρημα ονομάζεται σημείο double V και θεωρείται χαρακτηριστικό της νόσου. Η μαγνητική τομογραφία καρδιάς φαίνεται να έχει πληθώρα εφαρμογών στην διάγνωση και θεραπεία της ενδομυοκαρδιακής ίνωσης. Συγκεκριμένα, σε ασθενείς με τυπικά ευρήματα καθυστερημένου εμπλουτισμού γαδολινίου η μαγνητική τομογραφία καρδιάς ενδεχομένως να καταστήσει μη απαρραίτητη την ενδομυοκαρδιακή βιοψία για την επιβεβαίωση διάγνωσης της νόσου. Επιπροσθέτως με τη μαγνητική τομογραφία καρδιάς επιτυγχάνεται καλύτερη απεικόνιση ενδοκαρδιακών θρόμβων από ότι με τη διαθωρακική και τη διοισοφάγειο υπερηχογραφία. Οι ενδοκαρδιακοί θρόμβοι, συχνά απαντώμενοι στην ενδομυοκαρδιακή ίνωση, προκαλούν πνευμονικές ή συστηματικές εμβολές και αποτελούν μια από τις κύριες αιτίες θανάτου αυτών των ασθενών. Ο ακριβής εντοπισμός τους θα οδηγήσει σε έγκαιρη έναρξη αντιπηκτικής θεραπείας για αποφυγή αυτών των συμβάντων. Εκτός αυτού, σημαντικός είναι ο ρόλος της μαγνητικής τομογραφίας καρδιάς στην προεγχειρητική και μετεγχειρητική αξιολόγηση των ασθενών με ενδομυοκαρδιακή ίνωση που υποβάλλονται σε ενδομυοκαρδεκτομή.Η εν λόγω απεικόνιση επιτρέπει προσεκτικό σχεδιασμό του χειρουργείου ενώ βοηθά το χειρουργό στην ορθή επιλογή της χειρουργικής προσέγγισης που θα ακολουθηθεί. Μετά την επέμβαση, η εν λόγω απεικονιστική μέθοδος βοηθά στην αξιολόγηση ανταπόκρισης των ασθενών στη χειρουργική θεραπεία καθώς και την ανίχνευση πιθανής υποτροπής της νόσου. Στη νόσο Chagas, με τη μαγνητική τομογραφία καρδιάς επιτυγχάνεται ποιοτική και ποσοτική αξιολόγηση της ίνωσης του μυοκαρδίου. Επιπροσθέτως απεικονίζονται με μεγάλη ακρίβεια τα ανευρύσματα κορυφής που απαντώνται συχνά στην χρόνια μορφή της νόσου. Μετά την ενδοφλέβια έγχυση σκιαγραφικού ,καθυστερημένος εμπλουτισμός εμφανίζεται συνηθέστερα στο υπενδοκάρδιο ή το υποεπικάρδιο του κατώτερου πλάγιου και κορυφαίου τοιχώματος. Οι περιοχές όπου παρατηρείται καθυστερημένος εμπλουτισμός συμπίπτουν με εκείνες όπου ανευρίσκονται τμηματικές διαταραχές κινητικότητας. Η μαγνητική τομογραφία καρδιάς μπορεί επίσης να συμβάλει στον υπολογισμό του κινδύνου εμφάνισης κακοηθών αρρυθμιών βοηθώντας στην επιλογή των ασθενών που αναμένεται να ωφεληθούν από την εμφύτευση απινιδωτή. Τέλος η δυνατότητα την μαγνητικής τομογραφίας καρδιάς να ανιχνεύσει ενδοκοιλοτικούς θρόμβους συνεπικουρεί στην έγκαιρη έναρξη αντιπηκτικής αγωγής και πρόληψη καρδιοεμβολικών επεισοδίων και ισχαιμικών εγκεφαλικών που απαντώνται συχνά στη νόσο Chagas. Η παρούσα εργασία αποτελεί μια συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας πάνω στις ξεχασμένες μυοκαρδιοπάθειες δίνοντας έμφασης τις εφαρμογές τις μαγνητικής τομογραφίας καρδιάς στη έγκαιρη διάγνωση τους και διασαφήνιση της παθοφυσιολογίας τους. Γνωρίζουμε ότι οι ξεχασμένες μυοκαρδιοπάθειες πλήττουν ως επί το πλείστον ασθενείς χαμηλών κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων, των οποίων η πρόσβαση σε μαγνητικό τομογράφο είναι περιορισμένη. Παρότι μοιάζει οξύμωρη, η επιλογή να ασχοληθούμε με την εφαρμογή μιας ακριβής εξέτασης του δυτικού κόσμου σε δυο παραμελημένες ασθένειες έγινε συνειδητά. Ο λόγος ήταν η ανάδειξη τρόπον τινά της ανισότητας απέναντι στη νόσο μεταξύ ανεπτυγμένου και αναπτυσσόμενου κόσμου και η αναγκαιότητα καθολικής προσβασιμότητας όλου του πληθυσμού σε πρώτης τάξεως υπηρεσίες υγείας.Endomyocardial fibrosis(EMF) and Chagas Disease(ChD) constitute the so-called neglected cardiomyopathies.EMF, a disease of unknown etiology, endemic in Equatorial Africa is the most common restrictive cardiomyopathy in the world. Mysteriously large fibrotic plagues occupy the cardiac apex and the subvalvular apparatus. Chagas disease, highly endemic in Latin America, is a zooanthroponosis caused by the protozoa Trypanosoma Cruzi. Notwithstanding that the epidemiology of the two diseases is very distinct it seems they also share similarities. Endemicity to the tropics, strong correlation with poverty and parasitic infections, poorly understood and insidious natural course, lack of effective treatment, poor prognosis, appearance in non-endemic settings and high misdiagnosis rates characterize these conditions and justify their characterization as “neglected”. Cardiac magnetic resonance (CMR), a novel imaging modality with capability of tissue characterization could illuminate the course of the diseases and play a crucial role in early diagnosis and risk stratification. In an attempt to raise awareness of the forgotten cardiomyopathies, We conducted a systematic review of the literature including the application of CMR as a novel diagnostic weapon

    Round-Tables

    Get PDF

    Myocarditis in Humans and in Experimental Animal Models

    Get PDF

    2 nd Brazilian Consensus on Chagas Disease, 2015

    Full text link
    Abstract Chagas disease is a neglected chronic condition with a high burden of morbidity and mortality. It has considerable psychological, social, and economic impacts. The disease represents a significant public health issue in Brazil, with different regional patterns. This document presents the evidence that resulted in the Brazilian Consensus on Chagas Disease. The objective was to review and standardize strategies for diagnosis, treatment, prevention, and control of Chagas disease in the country, based on the available scientific evidence. The consensus is based on the articulation and strategic contribution of renowned Brazilian experts with knowledge and experience on various aspects of the disease. It is the result of a close collaboration between the Brazilian Society of Tropical Medicine and the Ministry of Health. It is hoped that this document will strengthen the development of integrated actions against Chagas disease in the country, focusing on epidemiology, management, comprehensive care (including families and communities), communication, information, education, and research

    Myocarditis in Humans and in Experimental Animal Models

    Get PDF
    Myocarditis is defined as an inflammation of the cardiac muscle. In humans, various infectious and non-infectious triggers induce myocarditis with a broad spectrum of histological presentations and clinical symptoms of the disease. Myocarditis often resolves spontaneously, but some patients develop heart failure and require organ transplantation. The need to understand cellular and molecular mechanisms of inflammatory heart diseases led to the development of mouse models for experimental myocarditis. It has been shown that pathogenic agents inducing myocarditis in humans can often trigger the disease in mice. Due to multiple etiologies of inflammatory heart diseases in humans, a number of different experimental approaches have been developed to induce myocarditis in mice. Accordingly, experimental myocarditis in mice can be induced by infection with cardiotropic agents, such as coxsackievirus B3 and protozoan parasite Trypanosoma cruzi or by activating autoimmune responses against heart-specific antigens. In certain models, myocarditis is followed by the phenotype of dilated cardiomyopathy and the end stage of heart failure. This review describes the most commonly used mouse models of experimental myocarditis with a focus on the role of the innate and adaptive immune systems in induction and progression of the disease. The review discusses also advantages and limitations of individual mouse models in the context of the clinical manifestation and the course of the disease in humans. Finally, animal-free alternatives in myocarditis research are outlined
    corecore