367 research outputs found

    Radionuclide carriers for targeting of cancer

    Get PDF
    This review describes strategies for the delivery of therapeutic radionuclides to tumor sites. Therapeutic approaches are summarized in terms of tumor location in the body, and tumor morphology. These determine the radionuclides of choice for suggested targeting ligands, and the type of delivery carriers. This review is not exhaustive in examples of radionuclide carriers for targeted cancer therapy. Our purpose is two-fold: to give an integrated picture of the general strategies and molecular constructs currently explored for the delivery of therapeutic radionuclides, and to identify challenges that need to be addressed. Internal radiotherapies for targeting of cancer are at a very exciting and creative stage. It is expected that the current emphasis on multidisciplinary approaches for exploring such therapeutic directions should enable internal radiotherapy to reach its full potential

    The golden kylix inv. no. 2108 of the Benaki Museum: Technical report

    Get PDF
    Με αφορμή την πρόσφατη μελέτη της Ειρήνης Παπαγεωργίου για τη χρυσή κύλικα αρ. ευρ. 2108 του Μουσείου Μπενάκη, κρίθηκε απαραίτητη η διερεύνηση της αυθεντικότητάς της μέσω της εξέτασης της τεχνολογίας κατασκευής, της διακόσμησης, της χημικής σύστασης του μετάλλου και της συνολικής κατάστασης διατήρησής της, καθώς και η ακριβέστερη χρονολόγηση του έργου που τοποθετείται στη μυκηναϊκή περίοδο, με βάση ορισμένα χαρακτηριστικά του. Καθοριστικό ρόλο στην όλη αυτή προσπάθεια διερεύνησης έπαιξε και η συσχέτιση των τεχνικών και των χημικών χαρακτηριστικών της κύλικας με αντικείμενα συγγενή, όσον αφορά το μέταλλο, το σχήμα και την πιθανή εποχή κατασκευής της. Επιλέχθηκαν τέσσερις χρυσές κύλικες (αρ. ευρ. 959, 957, 656, 427) και ένα χρυσό κύπελλο (αρ. ευρ. 8743) μυκηναϊκής περιόδου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, καθώς και επτά χρυσά κοσμήματα από τον Θησαυρό της Θήβας (αρ. ευρ. 2063, 2070, 2079, 2069α, 2080, 2068), μαζί με δύο χρυσά αντικείμενα (αρ. ευρ. 27515, 27516, Δωρεά Imre Somlyan) του Μουσείου Μπενάκη. Η κύλικα είναι κατασκευασμένη από τέσσερα ξεχωριστά φύλλα χρυσού, κατάλληλα μορφοποιημένα με την τεχνική της σφυρηλάτησης και ενωμένα. Τα τρία μέρη (σώμα, πόδι και βάση) είναι προσαρμοσμένα το ένα στο άλλο με σκληρή κόλληση, ενώ η λαβή με διακοσμητικά καρφιά (πλατιές εφηλίδες με πατούρα). Το σώμα κοσμείται με τρεις ανάγλυφους σκύλους, δουλεμένους κυρίως από την εξωτερική τους επιφάνεια, ενώ η λαβή με έκτυπα φύλλα κισσού, όπου έχει χρησιμοποιηθεί εργαλείο που φέρει στην απόληξή του το συγκεκριμένο σχήμα.Οι τεχνικές μορφοποίησης, διακόσμησης και σύνδεσης στην κύλικα χρονολογούνται από πολύ παλιά και δεν είναι τυχαίο ότι αναγνωρίστηκαν και στα άλλα αντικείμενα της μυκηναϊκής περιόδου. Υπάρχουν όμως ορισμένες ενδείξεις που θέτουν κάποιο προβληματισμό για τη γνησιότητα του αντικειμένου. Οι ενδείξεις αυτές αφορούν ειδικότερα τον αρχικό τρόπο κατασκευής της λαβής και της σύνδεσής της με το σώμα της κύλικας, το είδος της κόλλησης, τη σύσταση του μετάλλου κατασκευής, καθώς και τη γήρανση και τη φθορά της επιφάνειας. Αποδίδονται είτε σε τεχνολογικές εξαιρέσεις για την εποχή, είτε σε μη προσεγμένες εργασίες κατασκευής (κακοτεχνίες), ή ακόμη σε πιο σύγχρονες επεμβάσεις με σκοπό άλλοτε την επισκευή και άλλοτε την ηθελημένη μίμηση αρχαίων τεχνικών.Συγκεκριμένα, το πολύ μικρό κεντρικό ίχνος στην εσωτερική και την εξωτερική επιφάνεια της βάσης του σώματος υποδηλώνει, είτε τη στίλβωση επάνω στον τόρνο (διαδικασία όμως περισσότερο διαδεδομένη από τον 5ο αι. π.Χ. και μετά), είτε τη χρήση διαβήτη για λόγους αναφοράς σε διάφορες μετρήσεις κατά τα στάδια της μορφοποίησης.Τα εξώγλυφα παράλληλα ίχνη που εντοπίστηκαν στη λαβή της κύλικας ίσως παραπέμπουν σε πιο σύγχρονο τρόπο παραγωγής μεταλλικών φύλλων, υποδεικνύοντας τη χρήση κυλίνδρου, ο οποίος είχε ευρεία χρήση από τον 16ο αι., ή σύγχρονη επισκευή του συγκεκριμένου τμήματος.Ο τρόπος κατασκευής του σώματος της κύλικας από ένα ενιαίο φύλλο χρυσού είναι, από άποψη τεχνικής, συμβατός με την κατασκευή κοίλων αντικειμένωνκύλικες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, οι οποίες φέρουν πρόσθετο τμήμα στο σώμα τους. Το στοιχείο αυτό (το οποίο όμως μπορεί να θεωρηθεί ως εξαίρεση), μαζί με τον τρόπο κατασκευής του χείλους (στην εξωτερική επιφάνεια του οποίου εντοπίστηκαν ίχνη που αποδίδονται σε σύγχρονη πένσα και όχι σε σφυρηλάτηση), καλλιεργεί κάποιες επιφυλάξεις ως προς την αυθεντικότητα του αντικειμένου. Βέβαια, στην περίπτωση του χείλους τα ίχνη αυτά θα μπορούσαν να οφείλονται σε νεότερη επισκευή και όχι σε σύγχρονο τρόπο κατασκευής.Η μορφή των καρφιών (πλατιές εφηλίδες ημισφαιρικού σχήματος με πατούρα), καθώς και ο τρόπος στερέωσής τους –ιδίως των δύο με γύρισμα του ενός άκρου τους στο τέλος– διαφοροποιούνται από τα καρφιά των τεσσάρων κυλίκων (πλατιές εφηλίδες χωρίς πατούρα) και τον τρόπο προσαρμογής τους (με μικρού μεγέθους και κυκλικού σχήματος εφηλίδες). Επίσης ο τρόπος κατασκευής των καρφιών (κοπή και λιμάρισμα των κεφαλών και του άκρου της ράβδου με ψαλίδι) είναι διαφορετικός και όχι τόσο διαδεδομένος τη μυκηναϊκή περίοδο. Η διαφορά θα μπορούσε να αποδοθεί σε μεταγενέστερη επέμβαση, εάν η κύλικα είχε ανακαλυφθεί με κατεστραμμένους συνδέσμους. Όμως η χημική ανάλυση του μετάλλου κατασκευής των συνδέσμων δεν απέδειξε κάτι τέτοιο.Η κόλληση (κράμα χρυσού - αργύρου - χαλκού), βάσει της σύστασής της, μπορεί να θεωρηθεί αυθεντική, παρότι το χρώμα της διαφέρει από αυτό της κόλλησης που έχει χρησιμοποιηθεί στις άλλες κύλικες (πιθανότατα έχει επιλεγεί ένα κράμα με αυξημένο ποσοστό χαλκού ή η κολλοειδής σκληρή κόλληση). Άλλωστε τέτοια κράματα ήταν διαδεδομένα στην αρχαιότητα. Το υψηλό σημείο τήξης όμως, λόγω της χαμηλής περιεκτικότητας σε άργυρο και χαλκό, είναι στοιχείο που συμφωνεί με ένα πιο συμβατικό ίσως νεότερο είδος σκληρής κόλλησης.Το μέταλλο κατασκευής της κύλικας είναι σκληρό σε αντίθεση με τις κύλικες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, όπου ο χρυσός φαίνεται πιο εύπλαστος, χαρακτηριστικό της φυσικής γήρανσης ενός σκληρού αρχικά μετάλλου από τα επαναλαμβανόμενα στάδια ψυχρηλασίας, με λεπτά στρώματα διάβρωσης.Οι μικρορωγμές και οι “κρύσταλλοι’’ που παρατηρήθηκαν στην επιφάνεια της κύλικας, καθώς και το ζάρωμα του μετάλλου δεν εντοπίστηκαν και στα αντικείμενα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Οι ενδείξεις αυτές συνιστούν μάλλον αποτέλεσμα είτε μη ελεγχόμενων τεχνικών μορφοποίησης και καθαρισμού, είτε επιδιωκόμενης προσπάθειας μίμησης ενός μετάλλου με “ρωγμώδη διάβρωση’’ και γερασμένη όψη.Στην περίπτωση, πάντως, που τα παραπάνω χαρακτηριστικά οφείλονται σε κακοτεχνία, παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η λείανση και η στίλβωση, που προφανώς ακολούθησαν και ολοκλήρωσαν την κατασκευή, δεν τα εξάλειψαν τα εξομάλυναν που παρατηρήθηκαν ως ένδειξη τέτοιων διεργασιών, πρέπει πιθανώς να αποδοθούν στη χρήση γυαλόχαρτου βέβαια δεν κατατάσσεται στην κατηγορία των αρχαίων λειαντικών, αλλά ίσως συνιστά  νεότερη επέμβαση.Το κοκκινωπό υλικό που παρουσιάζεται σε κάποιες περιοχές της επιφάνειας, ενδεχομένως συνδέεται με ίχνη χώματος από το περιβάλλον ταφής, χωρίς τα ίχνη αυτά βέβαια να αποτελούν αξιόπιστα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την παραμονή του αντικειμένου για μεγάλο χρονικό διάστημα στο έδαφος. Η λιπαρή υφή του υλικού παραμένει ανερμήνευτη.Όσον αφορά το κράμα κατασκευής της κύλικας είναι υψηλής καθαρότητας, με πολύ μικρά ποσοστά αργύρου και χαλκού. Ένα τέτοιο κράμα με αυτά τα ποσοστά εντάσσεται είτε στην κατηγορία του αυτογενούς χρυσού, είτε στην κατηγορία του εξευγενισμένου χρυσού. Η αλήθεια είναι ότι τέτοια ποσοστά ανιχνεύονται συχνότερα σε εξευγενισμένο χρυσό, καθώς οι περισσότερες μέχρι τώρα αναλύσεις της σύστασης αντικειμένων που χρονολογούνται σε περιόδους πριν από την εποχή της νομισματοκοπίας –συμπεριλαμβανομένων και αυτών του Αρχαιολογικού Μουσείου– διαφοροποιούνται από εκείνες αντικειμένων που ανήκουν σε μεταγενέστερες περιόδους, ακόμα και σε σύγχρονες. Παρά ταύτα, ο χρυσός της κύλικας και η περιεκτικότητά του σε άργυρο θα μπορούσε να καταταχθεί στις εξαιρέσεις για πρωτογενή χρυσό, εφόσον ο αριθμός των αναλυμένων αντικειμένων με πιστοποιημένη προέλευση και χρονολόγηση για την περίοδο που μας ενδιαφέρει είναι πολύ περιορισμένος, ώστε να έχει κανείς ολοκληρωμένη άποψη για τη σύσταση του πρωτογενούς χρυσού.Με βάση τον γενικότερο προβληματισμό που υπάρχει, καθώς και τη διατύπωση τόσο πολλών αντικρουόμενων απόψεων γίνεται προφανής η δυσκολία τόσο ως προς την οριστική επίλυση του ζητήματος της γνησιότητας της κύλικας του Μουσείου Μπενάκη, όσο και ως προς την ένταξή της σε ενιαίο σύνολο με κοινά στυλιστικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά.No abstract

    «Πρόληψη Ακτινοδερματίτιδας: Κλινική αξιολόγηση σκευάσματος περιέχοντος εκχύλισμα του φυτού Pinus halepensis»

    Get PDF
    Ο μη μελανοκυτταρικός καρκίνος του δέρματος είναι ο συχνότερος καρκίνος του ανθρώπινου σώματος, με τον βασικοκυτταρικό τύπο να αντιπροσωπεύει το 70-80% του συνόλου των κακοηθειών, ενώ η συχνότητα του ακανθοκυτταρικού τύπου έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια κατά 50-200%. Η ακτινοθεραπεία αποτελεί μια αποτελεσματική θεραπευτική επιλογή σε περιπτώσεις όπου η χειρουργική αφαίρεση δεν μπορεί να εφαρμοσθεί, λόγω συνήθως του ανατομικού σημείου του όγκου ή της συννοσηρότητας του ασθενή. Η ακτινοδερματίτιδα αποτελεί μια εξαιρετικά συχνή παρενέργεια της ακτινοθεραπείας, με συχνότητα που υπερβαίνει το 85%, επιβαρύνοντας την ποιότητα ζωής των ασθενών και δυσχεραίνοντας τη συμμόρφωσή τους στη θεραπεία. Μέχρι σήμερα, παρά το πλήθος κλινικών μελετών που έχουν διεξαχθεί παγκοσμίως, δεν έχει βρεθεί σκεύασμα με ικανοποιητική δράση ως προς την πρόληψη αυτής της σημαντικής ανεπιθύμητης ενέργειας. Βάσει των ενθαρρυντικών προκλινικών δεδομένων από τη μακροχρόνια έρευνα στο εργαστήριο μικρών πειραματοζώων του Τομέα Φαρμακευτικής Τεχνολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, σχετικά με τη φαρμακολογική δράση και την τοξικότητα του εκχυλίσματος από τον φλοιό του φυτού Pinus halepensis, σχεδιάστηκε η παρούσα τυχαιοποιημένη μονή-τυφλή παράλληλων ομάδων κλινική μελέτη, που διεξήχθη στο Ακτινοθεραπευτικό Ογκολογικό τμήμα του Νοσοκομείου Αφροδίσιων και Δερματικών Νόσων «Ανδρέας Συγγρός». Σκοπός ήταν η εξέταση αποτελεσματικότητας και ασφάλειας του υπό δοκιμή σκευάσματος, με κύρια δραστικά συστατικά το εκχύλισμα Pinus και την ακετυλοκυστεΐνη, ως προς την πρόληψη της οξείας ακτινοδερματίτιδας, σε ακτινοθεραπευόμενους ασθενείς με μη μελανοκυτταρικό καρκίνο του δέρματος και η σύγκριση της δράσης του με ιατροτεχνολογικό προϊόν του εμπορίου. Είκοσι δύο εθελοντές ασθενείς, που πληρούσαν τα κριτήρια ένταξης, συμμετείχαν στη μελέτη, εφαρμόζοντας, κατόπιν τυχαιοποίησης, οι μισοί το υπό εξέταση σκεύασμα και οι μισοί το σκεύασμα αναφοράς. Η αξιολόγηση του ακτινοεπαγόμενου ερεθισμού έγινε συνδυάζοντας κλινικά ιατρικά κριτήρια (RTOG), εκβάσεις αναφερόμενες από τον ασθενή (κλίμακα VAS) και μη επεμβατικές μετρήσεις των βιοφυσικών παραμέτρων του δέρματος, κατά τη διάρκεια της θεραπείας, καθώς και ένα μήνα μετά το πέρας αυτής. Από τον στατιστικό έλεγχο προέκυψε η υπεροχή του σκευάσματος pinus ως προς τη βελτίωση της κλινικής εικόνας στην επανεξέταση του ενός μήνα με πρόληψη της χρόνιας φλεγμονής, η ευεργετική δράση του στην πρόληψη των υποκειμενικών ενοχλήσεων το πρώτο ήμισυ διάστημα της θεραπείας, καθώς και η επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων στην πλειοψηφία των εμβιομηχανικών μετρήσεων. Η έλλειψη ανεπιθύμητων ενεργειών καθιστά το υπό δοκιμή σκεύασμα μια ασφαλή τοπική αγωγή. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμη η περαιτέρω διερεύνηση της συμβολής του στην πρόληψη της ακτινοδερματίτιδας σε μεγαλύτερο δείγμα πληθυσμού.Non-melanoma skin cancer (NMSC) is the most common cancer worldwide, with Basal cell carcinoma (BCC) accounting for 70–80% of all cutaneous malignancies and squamous cell carcinoma (SCC) showing an increasing incidence over the past years by 50 and up to 200%. Radiotherapy represents a fair alternative to surgery in non-operable cases, usually due to tumour’s location on cosmetically sensitive areas or patient’s medical background. Radiation-induced dermatitis is an extremely common adverse event of radiotherapy, affecting more than 85% of people under treatment, causing much distress in their quality of life and making compliance to therapy hard to achieve. Despite the growing number of clinical trials, there is still no regimen fulfilling our needs and expectations in order to prevent such a disturbing side effect. Based on encouraging preclinical evidence of long-term research on Pinus halepensis extract, conducted in Small Animal Laboratory of Pharmaceutical Technology Department of National and Kapodistrian University of Athens, a randomized, single-blinded, parallel group, clinical study was designed, that took place in Radiotherapy Department of Andreas Syggros Hospital of Cutaneous and Venereal Diseases. Purpose of this study was to examine effectiveness and safety of a gel containing Pinus halepensis extract and N-acetylcysteine, in order to prevent acute radiodermatitis in patients with non-melanoma skin cancer undergoing radiotherapy, as well as to compare its action with a commercially available medical device. Twenty two patients that met inclusion criteria were randomly assigned to two groups, applying twice a day either pinus gel or control gel. Evaluation of radiation-induced skin reactions was made according to RTOG grading scale, patients reported outcomes and biophysical measurements, during radiotherapy time and one month afterwards. Statistical analysis showed pinus gel to be more effective at ameliorating skin condition during the month after radiotherapy, preventing chronic inflammation, as well as at reducing subjective discomfort and achieving better scores in most measurements. No adverse event was reported in intervention group, indicating that pinus gel is a safe topical prophylactic treatment for radiodermatitis and future studies on greater sample size should be executed in order to confirm these results

    Generalized Flooding and Multicue PDE-Based Image Segmentation

    Full text link

    Nanoparticles exposing neurotensin tumor-specific drivers

    Get PDF
    Nanoparticles have attracted much attention for their potential application as in vivo carriers of drugs. Labeling of nanoparticles with bioactive markers that are able to direct them toward specific biological target receptors has led to a new generation of drug delivery systems. In particular, low molecular weight peptides that remain stable in vivo could be promising tools to selectively drive nanoparticles loaded with active components to tumor cells. We reported, recently, that tetrabranched neurotensin peptides (NT4) may be used to selectively target tumor cells with liposomes. Liposomes functionalized with tetrabranched neurotensin peptide, NT4, and loaded with doxorubicin showed clear advantages in cell binding, anthracyclin internalization, and cytotoxicity in respect of not functionalized liposomes. In this study, we compare branched (NT4) versus linear (NT) peptides in the ability to drive liposomes to target cells and deliver their toxic cargo. We showed here that the more densely decorated liposomes had a better activity profile in terms of drug delivery. Presentation of peptides to the cell membranes in the grouped shape provided by branched structure facilitates liposome cell binding and fusion

    Determination of Residual Monomers Released from Soft Lining Materials with the use of HPLC

    Get PDF
    Abstract A study was carried out to examine the post polymerized leachability of three non phthalic and four phthalic residual monomers, from twelve commercially available soft lining materials, using HPLC. Specimens of equal dimensions were constructed from each brand of material following a standardized procedure and were stored in three different conditions of storage i.e. distilled water, artificial saliva and a binary mixture of ethanol-water, with the resulting liquids providing samples for analysis in the HPLC apparatus. Three different experiments were performed for each brand of material and each condition of storage, in order to examine the parameters time and temperature. The results obtained from this study suggest that a wide spectrum of residues is diffusing out of the twelve examined soft lining materials. The non phthalic compounds were leaching at high concentrations while all the phthalates examined exhibited different degrees of elusion commensurate with the storage condition, brand of material and type of experiment. The main non phthalic component extracted from all the materials was methyl methacrylate, while the mainly extracted phthalic compound was different from each material. The level of elusion seems to be increasing dependent on time, medium of storage, and temperature as well

    Diagnostic value of serum biomarkers FGF21 and GDF15 compared to muscle sample in mitochondrial disease

    Get PDF
    The aim of this study was to compare the value of serum biomarkers, fibroblast growth factor 21 (FGF21) and growth differentiation factor 15 (GDF15), with histological analysis of muscle in the diagnosis of mitochondrial disease. We collected 194 serum samples from patients with a suspected or known mitochondrial disease. Biomarkers were analyzed blinded using enzyme-labeled immunosorbent assay. Clinical data were collected using a structured questionnaire. Only 39% of patients with genetically verified mitochondrial disease had mitochondrial pathology in their muscle histology. In contrast, biomarkers were elevated in 62% of patients with genetically verified mitochondrial disease. Those with both biomarkers elevated had a muscle manifesting disorder and a defect affecting mitochondrial DNA expression. If at least one of the biomarkers was induced and the patient had a myopathic disease, a mitochondrial DNA expression disease was the cause with 94% probability. Among patients with biomarker analysis and muscle biopsy takenPeer reviewe
    corecore