25 research outputs found
Διαγνωστική εκτίμηση συμπτωμάτων κατάθλιψης και επιθετικότητας στους έφηβους από τα επίπεδα συγκέντρωσης κορτιζόλης. Στατιστική ανάλυση και επεξεργασία δεδομένων του Νομού Κεφαλονιάς
Στόχος: Πρόγνωση καταθλιπτικής ή/και επιθετικής συμπεριφοράς παιδιών και εφήβων από τα επίπεδα συγκέντρωσης της στρεσσογόνου ορμόνης κοριζόλης διαμέσου των ορμονικών δεικτών σιέλου και μαλλιού.
Ιστορικό: Η έρευνα έχει δείξει ότι τα επίπεδα κορτιζόλης μεταβάλλονται συνεχώς κατά την καταθλιπτική και επιθετική συμπτωματολογία που σχετίζεται με το άγχος.
Μέθοδοι: Η μελέτη αυτή περιλαμβάνει 189 μαθητές, 79 αγόρια (42,5%) και 107 κορίτσια (57,5%), ηλικίας 9-13 ετών από δημοτικά και γυμνάσια του νησιού της Κεφαλονιάς. Στο δείγμα συμπεριλήφθηκαν οι γονείς (N = 143) και οι εκπαιδευτικοί τους (N = 147). Όλοι οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν τα αντίστοιχα ερωτηματολόγια του Achenbach: YSR (μαθητές), CBCL (γονείς) και TRF (εκπαιδευτικοί). Οι μαθητές παρείχαν επίσης βιολογικά δείγματα δεικτών όπως σιέλου και μαλλιού, με σκοπό να εκτιμηθεί η σχέση μεταξύ ψυχολογικών συμπεριφορών και επιπέδων συγκέντρωσης κορτιζόλης. Η κορτιζόλη σιέλου μετρήθηκε με μέθοδο της χημειοφωταύγειας σε έξι σειριακά κιρκαδικά δείγματα. Τα γλυκοκορτικοειδή του μαλλιού υποβλήθηκαν στην ειδική επεξεργασία της μεθόδου LC-MS/MS, η οποία καταμέτρησε την κορτιζόλη και τον ανενεργό μεταβολίτη, την κορτιζόνη.
Αποτελέσματα: Η κατάθλιψη ως κατηγοριοποιημένη μεταβλητή (καταθλιπτική/μη καταθλιπτική συμπεριφορά), αποτελεί προγνωστικό παράγοντα της κορτιζόλης σιέλου, ενώ η κορτιζόλη και κορτιζόνη μαλλιού ανιχνεύουν καταθλιπτική ή επιθετική συμπτωματολογία. Το φύλο αποδείχθηκε ισχυρός προγνωστικός παράγοντας της κορτιζόλης και κορτιζόνης μαλλιού. Το σημείο αποκοπής (φυσιολογικού/μη φυσιολογικού ορίου) της κορτιζόλης σιέλου (logAUC) εκτιμήθηκε στα 1.3 microg/l υπολογιζόμενο από τους εκπαιδευτικούς για τη επιθετική συμπεριφορά των μαθητών ως προς την παραβίαση κανόνων. Επιπλέον, το σημείο αποκοπής (φυσιολογικού/μη φυσιολογικού ορίου) της κορτιζόλης και κορτιζόνης μαλλιού ήταν 3.3 ng / ml και 9.1 ng / ml, αντίστοιχα. Και τα δύο ανωτέρω σημεία αποκοπής υπολογίστηκαν από τους εκπαιδευτικούς ως προς τη συμπτωματολογία της αγχώδους κατάθλιψης των μαθητών. Η χρήση της μεθόδου περισυλλογής σιέλου ανίχνευσε και προέβλεψε στους μαθητές την αγχώδη κατάθλιψη. Αυτή η πρόβλεψη ήταν αξιοσημείωτα σημαντική με 92% των περιπτώσεων ανίχνευσης να προέρχεται από την αναφορά των εκπαιδευτικών και μόλις 15% από την αναφορά των γονέων.
Συμπέρασμα: Η αναφορά των εκπαιδευτικών και όχι των γονέων, προέβλεψε τα σημεία αποκοπής της κορτιζόλης σιέλου και μαλλιού, στη συμπεριφορά των μαθητών ως προς την παραβίαση κανόνων και την αγχώδη κατάθλιψη αντίστοιχα. Ομοίως, η αναφορά των εκπαιδευτικών και όχι των γονέων, προέβλεψε την αγχώδη κατάθλιψη μέσω της χρήσης της μεθόδου περισυλλογής σιέλου κορτιζόλης κατά το 92% των περιπτώσεων. Τα ανωτέρω ευρήματα εμφανίζουν τους εκπαιδευτικούς να αξιολογούν καλύτερα από τους γονείς τη συμπεριφορά και τα συμπτώματα των μαθητών που σχετίζονται με το στρες. Επιπλέον όσον αφορά το φύλο, τα αγόρια εμφανίζονται να υπερβαίνουν το σημείο αποκοπής του ορίου φυσιολογικού/μη φυσιολογικού στον ορμονικό δείκτη της κορτιζόνης, καθώς επίσης και το σημείο αποκοπής της μεταβλητής παράβασης κανόνων.Objective
Predictive power of the stress hormone indices salivary and hair cortisol concentrations with regards to depressive and aggressive symptomatology in children and adolescents.
Background
Research has shown that cortisol levels are consistently altered in subjects with stress-related depressive and aggressive symptomatology.
Methods
This study sampled 189 students, 79 boys (42.5 %) and 107 girls (57.5 %) all 9-13 years old from the Greek Kefalonia Island elementary and high schools, along with their parents (N=143) and teachers (N=147). Participants completed the appropriate Achenbach behavior questionnaires YSR, CBCL and TRF, while students also provided biological samples (saliva and hair) to examine the relations between behavior, psychological functioning and concurrent chronic cortisol levels. Salivary cortisol was measured by chemiluminescence in six serial circadian samples. Hair glucocorticoids were processed by the LC-MS/MS method, which quantified both cortisol and its inactive metabolite cortisone.
Results
Binary depressive/non-depressive symptoms predicted salivary cortisol levels, while hair cortisol and cortisone levels were not predicted by any of the above symptoms. Gender was a strong confounder of both hair cortisol and cortisone. The cutoff point for salivary cortisol (logAUC) was 1.3 microg/l computed from teachers’ reports for rule breaking behavior. The cutoff point for hair cortisol and cortisone were 3.3 ng/ml and 9.1 ng/ml, respectively, from teachers’ reports for anxiety/depression symptomatology.
Salivary cortisol also predicted anxiety/depression symptoms from the teachers ’reports. This prediction however, was remarkably different with nearly 92% of the times, compared to parents’ reports of only 15%.
Conclusion
Teachers’, but not parents’ reports predicted salivary and hair cortisol cutoff thresholds for student rule breaking behavior and student anxiety/depression symptoms, respectively. Similarly, teachers’, but not parents’, reports predicted anxiety /depression symptoms by salivary cortisol testing 92% of the times. These findings suggest that teachers evaluate stress-related behaviors and symptoms more objectively than parents do. Furthermore boys were more likely than girls to be above the cutoff points regarding hair cortisone (OR=3.0) and rule-breaking behavior symptom (OR=7.7)
Προοπτική μελέτη του ρόλου της διατροφής στη βρεφική και παιδική ηλικία στην ψυχολογική, κινητική και συμπεριφορική ανάπτυξη παιδιών: μελέτη μητέρας παιδιού Κρήτης, μελέτη ΡΕΑ
Introduction: During fetal and early postnatal life genetic and environmental factors play an equally critical role in the shaping of brain growth and development. Environmental determinants such as nutrition can have direct effect on gene expression in brain through epigenetic mechanisms. The preschool years is a time of rapid and dramatic changes in the brain, and it is time for acquisition of fundamental cognitive and behavioral changes. The research hypothesis of the present thesis is that early life nutrition starting in pregnancy up to preschool age may be associated with children’s neurodevelopment. Specific Objectives: 1) To evaluate the association of diet during pregnancy with fetal growth, length of gestation, birth weight as strong predictors of children’s future neurodevelopment. 2) To investigate the role of breastfeeding initiation and duration in infant mental and psychomotor development, in Crete, Greece. 3) To identify the dietary patterns followed by Greek preschool children with the use of validated Food Frequency Questionnaire (FFQ) and to examine the influence of multiple socio-demographic characteristics and lifestyle factors on children’s diet. 4) To examine the impact of children's dietary patterns on cognitive and psychomotor development at preschool age. 5) To investigate in depth the association of eating behaviours with Attention Deficit Hyperactivity Disorder symptoms in a population-based sample of Greek preschool children. Methods: In order to investigate diet during pregnancy, a case study was performed in collaboration with 19 European birth cohort studies including 151.880 pregnant women. A 2 stage approach was used to assess the association of fish intake during pregnancy with birth outcomes. First associations were analyzed at a cohort level and second, cohort specific effect estimates were combined by using meta-analysis.Data originated from the Rhea mother-child cohort were used to examine the role of nutrition on children’s neurodevelopment up to preschool age, including 1000 women and their children. Information on breastfeeding practices was collected at the 9th month postpartum, and this information was updated at the age of 18 months with the use of questionnaires. Dietary assessment at 4 years of age was performed with the use of a validated semi-quantitative FFQs. For the assessment of children’s eating behaviour in preschool age we used the Children’s Eating Behaviour Questionnaire (CEBQ). This instrument was designed to be completed by parents referring to children’s eating behavior. Children’s neurodevelopment was assessed by trained psychologists, with the use of Baykey III at 18 months and with the McCarthy Scales of Children’s Abilities at age 4 years. The ADHD symptoms in preschool children were assessed with the 36-item ADHD interview test (ADHDT) as developed by Gilliam in 1995. Parents completed the interview, which is based on the Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (DSM-IV) criteria for ADHD. Results: 1) Diet during pregnancy was investigated in a case study performed in collaboration of 19 European birth cohort studies and it was observed that women who ate fish more than once a week during pregnancy had a lower risk of preterm birth compared with women who rarely ate fish (once a week or less). In addition, women with a higher intake of fish during pregnancy gave birth to neonates with higher birth weight by 15.2g for more than 3 times a week compared to those that consumed fish less than once a week. 2) Longer duration of breastfeeding duration (in months) was associated with increased scores in the scales of cognitive, language, and fine motor development at 18 months of age. For every additional month of breastfeeding children had increased scores in the neurodevelopmental scales. Children who were breastfed longer than 6 months had 4.44 points increase in the scale of fine motor development compared with those never breastfed. 3) Three dietary patterns were identified in preschool age: the ‘mediterranean’, the ‘snacky and the ‘western’ pattern. Preschool attendance and increased time spent with the mother (≥ 2 hours/day) was positively associated with the ‘mediterranean’ pattern. Lower parental education, maternal age and earlier introduction to solid foods (< 6 months) were positively associated with the ‘snacky’ pattern. Higher scores on the ‘western’ type diet were associated with exposure to passive smoking and TV watching. 4) The following study includes the investigation of the association of dietary patterns with child cognitive and psychomotor development in preschool children. In this analysis, children who followed the ‘snacky’ pattern had lower scores in the scale of verbal ability, general cognitive and cognitive functions of posterior cortex. In the minimally adjusted model, the ‘western’ type diet was also associated with lower scores in almost all neurodevelopmental scales but these associations were attenuated with further adjustment for maternal and child characteristics. 5) In preschool age a positive association was observed between children’s eating behavior with ADHD symptoms. In particular, food approach behaviors such as food responsiveness and emotional overeating were positively associated with impulsivity, inattention and hyperactivity. Conclusions: In summary, findings in the present thesis support that nutrition in early life may affect neurodevelopment in infancy and childhood. The investigation of dietary patterns and the early recognition of neurodevelopmental problems or ADHD symptoms can provide an avenue for prevention and intervention policies and thus lead to more effective management of these problems in early childhood. The long term follow up is needed to better understanding the relation between nutrition and neurodevelopment.Εισαγωγή: Γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες έχει βρεθεί πως διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και ανάπτυξη του εγκεφάλου τόσο κατά την εμβρυική όσο και στη μεταγεννητική ζωή. Η διατροφή αποτελεί έναν από αυτούς τους παράγοντες που μπορεί να επιδρά στην έκφραση των γονιδίων του εγκεφάλου μέσω επιγενετικών μηχανισμών. Στα πρώτα χρόνια της ζωής μέχρι την προσχολική ηλικία, συμβαίνουν σημαντικές αλλαγές στον εγκέφαλο που θέτουν τις βάσεις για τη μετέπειτα συμπεριφορική και γνωσιακή ανάπτυξη του ατόμου. Ερευνητική υπόθεση της παρούσας διατριβής αποτελεί η μελέτη του πιθανού ρόλου της διατροφής μέχρι την προσχολική ηλικία στην παιδική νευροανάπτυξη. Ειδικοί Στόχοι: 1) Να μελετηθεί η διατροφή στη διάρκεια της εγκυμοσύνης διερευνώντας παράγοντες, όπως είναι το χαμηλό βάρος γέννησης, ο πρόωρος τοκετός, και η διάρκεια κύησης, που καθορίζουν την μελλοντική ψυχοκινητική ανάπτυξη του παιδιού. 2) Να διερευνηθεί η συσχέτιση της διάρκειας του θηλασμού με την ψυχοκινητική ανάπτυξη των παιδιών. 3) Να διερευνηθούν οι διατροφικές συνήθειες στην πρώιμη παιδική ηλικία (2-4 ετών), με τη χρήση σταθμισμένου ημι-ποσοτικού ερωτηματολογίου διατροφής καθώς και το πώς αυτές επηρεάζονται απο διάφορους κοινωνικο-δημογραφικούς παράγοντες. 4) Να μελετηθεί η σχέση της διατροφής του παιδιού με την ψυχοκινητική του ανάπτυξη στην ηλικία των 4 ετών. 5) Να διερευνηθεί η επίδραση που έχουν οι διατροφικές συμπεριφορές των παιδιών στους διάφορους τομείς της ελλειματικής προσοχής στην ηλικία των 4 ετών. Μεθοδολογία: Για τη μελέτη της διατροφής στη διάρκεια της εγκυμοσύνης πραγματοποιήθηκε μια μελέτη (case study) σε συνεργασία με 19 Ευρωπαϊκές μελέτες μητέρας-παιδιού με συνολικό πληθησμό 151.880 έγκυες γυναίκες. Στα δεδομένα που συλλέχθηκαν από τις διάφορες χώρες πραγματοποιήθηκε εναρμονισμός και μετανάλυση. Τα δεδομένα για τη μελέτη του ρόλου της διατροφής στην νευροανάπτυξη των παιδιών στα πρώτα χρόνια της ζωής προήλθαν από τη μελέτη Μητέρας Παιδιού Κρήτης, Μελέτη ΡΕΑ. Χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα για περίπου 1.000 έγκυες γυναίκες και των παιδιών τους. Πληροφορίες για τις πρακτικές θηλασμού συλλέχθηκαν με ερωτηματολόγια στους 9 και 18 μήνες ζωής. Η συλλογή των διατροφικών δεδομένων των παιδιών στην ηλικία των 4 ετών πραγματοποιήθηκε με τη χρήση ημι-ποσοτικών ερωτηματολογίων διατροφής. Για την εκτίμηση της διατροφικής συμπεριφοράς των παιδιών χρησιμοποιήθηκε ένα ερωτηματολόγιο (Children’s Eating Behaviour Questionnaire (CEBQ)) που συμπληρώθηκε από τους γονείς, οι οποίοι απάντησαν σε ερωτήσεις που αφορούν σε συμπεριφορές του παιδιού τους σε σχέση με το φαγητό. Ειδικά εκπαιδευμένοι ψυχολόγοι αξιολόγησαν την ψυχοκινητική ανάπτυξη των παιδιών χρησιμοποιώντας τις Κλίμακες βρεφικής και νηπιακής ανάπτυξης (Bayley III) στους 18 μήνες και τις Κλίμακες Εκτίμησης Παιδικών Δεξιοτήτων (McCarthy Scales of Children's Abilities) στην ηλικία των 4 ετών. Επίσης στην ηλικία των 4 ετών έγινε αξιολόγηση ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας των παιδιών (Gilliam, 1995) με κλίμακα που συμπληρώθηκε από τους γονείς αυτών. Αποτελέσματα: 1) Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης προέκυψε από τη συνεργασία 19 Ευρωπαϊκών μελετών μητέρας-παιδιού ότι οι γυναίκες που καταναλώνουν ψάρι περισσότερο από μια φορά την εβδομάδα έχουν μικρότερο κίνδυνο να γεννήσουν πρόωρα. Επιπρόσθετα, οι έγκυες γυναίκες που καταναλώνουν ψάρι πάνω από τρείς φορές την εβδομάδα βρέθηκε ότι είναι πιο πιθανό να γεννήσουν μωρά με αυξημένο βάρος κατά 15.2 γραμμάρια σε σχέση με εκείνες που καταναλώνουν ψάρι λιγότερο από μια φορά την εβδομάδα. 2) Η διάρκεια του θηλασμού (σε μήνες) βρέθηκε να συσχετίζεται θετικά με όλες τις κλίμακες της νευροανάπτυξης, εκτός της αδρής κινητικότητας, όταν τα παιδιά ήταν 18 μηνών. Για κάθε επιπλέον μήνα θηλασμού τα παιδιά παρουσίασαν καλύτερη επίδοση στην γνωστική κλίμακα, την κλίμακα κατανόησης του λόγου, την κλίμακα έκφρασης του λόγου και την κλίμακα λεπτής κινητικότητας. Επιπλέον, βρέθηκε ότι τα παιδιά που θήλασαν πάνω από 6 μήνες παρουσίασαν καλύτερη επίδοση στην κλίμακα λεπτής κινητικότητας σε σύγκριση με τα παιδιά που δεν θήλασαν ποτέ. 3) Στην προσχολική ηλικία προσδιορίστηκαν 3 διατροφικά πρότυπα: το ‘Μεσογειακό’, το ‘Πρόχειρο’ και το ‘Δυτικό’ πρότυπο διατροφής. Τα αποτελέσματα αυτής της ανάλυσης έδειξαν ότι τα παιδιά που πήγαιναν παιδικό σταθμό και περνούσαν περισσότερο χρόνο με τη μητέρα τους (≥ 2 ώρες/ημέρα) ήταν πιο πιθανό να ακολουθούν το ‘Μεσογειακό’ πρότυπο διατροφής. Το ‘Πρόχειρο’ πρότυπο σχετίστηκε θετικά με το χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο των γονιών και την πρώιμη εισαγωγή σε στερεά τροφή για βρέφη (<6 μήνες). Τέλος, το ‘Δυτικό’ διατροφικό πρότυπο είχε θετική συσχέτιση με το παθητικό κάπνισμα και την παρακολούθηση τηλεόρασης. 4) Στην ανάλυση όπου ελέγχθηκε η συσχέτιση των διατροφικών προτύπων με την νευροανάπτυξη των παιδιών στην ηλικία των 4 ετών, βρέθηκε ότι τα παιδιά που ακολουθούσαν το ‘Πρόχειρο’ πρότυπο διατροφής είχαν χαμηλότερο σκορ στην κλίμακα της λεκτικής ικανότητας καθώς και στη γενική γνωστική ικανότητα. Αρνητική ήταν και η επίδραση του ‘Δυτικού’ προτύπου διατροφής σε όλες σχεδόν τις κλίμακες της νευροανάπτυξης, χωρίς όμως να είναι η συσχέτιση αυτή στατιστικά σημαντική κατόπιν ελέγχου πολλών κοινωνικο-δημογραφικών χαρακτηριστικών των γονιών και των παιδιών τους. 5) Στην προσχολική ηλικία βρέθηκε ότι οι διατροφικές συμπεριφορές των παιδιών σχετίζονται θετικά με συμπτώματα του συνδρόμου ελλειματικής προσοχής. Πιο συγκεκριμένα, οι δεκτικές προς το φαγητό συμπεριφορέs (π.χ. συναισθηματική υπερφαγία) είχαν θετική συσχέτιση με την παρορμητικότητα, την ανικανότητα συγκέντρωσης και την υπερκινητικότητα που παρουσίαζαν αυτά τα παιδιά.Συμπεράσματα: Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, η διατροφή στα πρώτα χρόνια της ζωής φαίνεται να επηρεάζει την ψυχοκινητική ανάπτυξη των παιδιών. Η διερεύνηση των διατροφικών συνηθειών και η έγκαιρη διαπίστωση ψυχοκινητικών δυσκολιών ή συμπτωμάτων ελλειματικής προσοχής αποτελούν αναγκαίο εργαλείο στα χέρια των επιδημιολόγων και διατροφολόγων προκειμένου να επιτευχθεί η προάσπιση της δημόσιας υγείας τόσο σε επίπεδο πρόληψης όσο και παρέμβασης. Περαιτέρω παρακολούθηση των παιδιών σε μεγαλύτερες ηλικίες είναι απαραίτητες προκειμένου να επιβεβαιωθούν και ισχυροποιηθούν τα παραπάνω συμπεράσματα
Cutoff points for salivary and hair cortisol concentrations: predicting aggressive behaviour and depressive symptoms in school children: Kefalonian Island study
Objective Predictive power of the stress hormone indices salivary and hair cortisol concentrations with regards to depressive and aggressive symptomatology in children and adolescents. Background Research has shown that cortisol levels are consistently altered in subjects with stress-related depressive and aggressive symptomatology. Descriptors: Adolescent Depression, Adolescent Aggression, Saliva Cortisol, Hair Cortisol, Saliva cutoff point, Hair cortisol cutoff point, Hair cortisone cutoff point. Abbreviations : HPA axis, hypothalamic pituitary adrenal axis; AUC, area under the curve; YSR, student reporting syndrome; CBC, parent reporting syndrome; TRF, teacher reporting syndrome; AnxDep, Anxiety Depression; WdDep, Withdrawn Depression; Rule Break, Rule Breaking, AggrBeh, Aggressive Behavior; BMI, body mass index; HCC, hair cortisol concentration; CI, confidence interval; RR, relative risk; ROC, receiver-operating characteristic. Methods. This study sampled 189 students, 79 boys (42.5 %) and 107 girls (57.5 %) all 9-13 years old from the Greek Kefalonia Island elementary and high schools, along with their parents (N=143) and teachers (N=147). Participants completed the appropriate Achenbach behavior questionnaires YSR, CBCL and TRF, while students also provided biological samples (saliva and hair) to examine the relations between behavior, psychological functioning and concurrent chronic cortisol levels. Salivary cortisol was measured by chemiluminescence in six serial circadian samples. Hair glucocorticoids were processed by the LC-MS/MS method, which quantified both cortisol and its inactive metabolite cortisone. ResultsBinary depressive/non-depressive symptoms predicted salivary cortisol levels, while hair cortisol and cortisone levels were not predicted by any of the above symptoms. Gender was a strong confounder of both hair cortisol and cortisone. The cutoff point for salivary cortisol (logAUC) was 1.3 microg/l computed from teachers’ reports for rule breaking behavior. The cutoff point for hair cortisol and cortisone were 3.3 ng/ml and 9.1 ng/ml, respectively, from teachers’ reports for anxiety/depression symptomatology. Salivary cortisol also predicted anxiety/depression symptoms from the teachers ’reports. This prediction however, was remarkably different with nearly 92% of the times, compared to parents’ reports of only 15%. Conclusion: Teachers’, but not parents’ reports predicted salivary and hair cortisol cutoff thresholds for student rule breaking behavior and student anxiety/depression symptoms, respectively. Similarly, teachers’, but not parents’, reports predicted anxiety /depression symptoms by salivary cortisol testing 92% of the times. These findings suggest that teachers evaluate stress-related behaviors and symptoms more objectively than parents do. Furthermore boys were more likely than girls to be above the cutoff points regarding hair cortisone (OR=3.0) and rule-breaking behavior symptom (OR=7.7).Στόχος: Πρόγνωση καταθλιπτικής ή/και επιθετικής συμπεριφοράς παιδιών και εφήβων από τα επίπεδα συγκέντρωσης της στρεσσογόνου ορμόνης κοριζόλης δια μέσου των ορμονικών δεικτών σιέλου και μαλλιού.Ιστορικό: Η έρευνα έχει δείξει ότι τα επίπεδα κορτιζόλης μεταβάλλονται συνεχώς κατά την καταθλιπτική και επιθετική συμπτωματολογία που σχετίζεται με το άγχος. Λέξεις Κλειδιά: Κατάθλιψη Εφήβων, Επιθετικότητα Εφήβων, Κορτιζόλη σιέλου, Κορτιζόλη μαλλιού, Cutoff point κορτιζόλης σιέλου, Cutoff point κορτιζόλης μαλλιού, Cutoff point κορτιζόνης μαλλιού. Μέθοδοι: Η μελέτη αυτή περιλαμβάνει 189 μαθητές, 79 αγόρια (42,5%) και 107 κορίτσια (57,5%), ηλικίας 9-13 ετών από δημοτικά και γυμνάσια του νησιού της Κεφαλονιάς. Στο δείγμα συμπεριλήφθηκαν οι γονείς (N = 143) και οι εκπαιδευτικοί τους (N = 147). Όλοι οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν τα αντίστοιχα ερωτηματολόγια του Achenbach: YSR (μαθητές), CBCL (γονείς) και TRF (εκπαιδευτικοί). Οι μαθητές παρείχαν επίσης βιολογικά δείγματα δεικτών όπως σιέλου και μαλλιού, με σκοπό να εκτιμηθεί η σχέση μεταξύ ψυχολογικών συμπεριφορών και επιπέδων συγκέντρωσης κορτιζόλης. Η κορτιζόλη σιέλου μετρήθηκε με μέθοδο της χημειοφωταύγειας σε έξι σειριακά κιρκαδικά δείγματα. Τα γλυκοκορτικοειδή του μαλλιού υποβλήθηκαν στην ειδική επεξεργασία της μεθόδου LC-MS/MS, η οποία καταμέτρησε την κορτιζόλη και τον ανενεργό μεταβολίτη, την κορτιζόνη.Αποτελέσματα: Η κατάθλιψη ως κατηγοριοποιημένη μεταβλητή (καταθλιπτική/μη καταθλιπτική συμπεριφορά), αποτελεί προγνωστικό παράγοντα της κορτιζόλης σιέλου, ενώ η κορτιζόλη και κορτιζόνη μαλλιού ανιχνεύουν καταθλιπτική ή επιθετική συμπτωματολογία. Το φύλο αποδείχθηκε ισχυρός προγνωστικός παράγοντας της κορτιζόλης και κορτιζόνης μαλλιού. Το σημείο αποκοπής (φυσιολογικού/μη φυσιολογικού ορίου) της κορτιζόλης σιέλου (logAUC) εκτιμήθηκε στα 1.3 microg/l υπολογιζόμενο από τους εκπαιδευτικούς για τη επιθετική συμπεριφορά των μαθητών ως προς την παραβίαση κανόνων. Επιπλέον, το σημείο αποκοπής (φυσιολογικού/μη φυσιολογικού ορίου) της κορτιζόλης και κορτιζόνης μαλλιού ήταν 3.3 ng / ml και 9.1 ng / ml, αντίστοιχα. Και τα δύο ανωτέρω σημεία αποκοπής υπολογίστηκαν από τους εκπαιδευτικούς ως προς τη συμπτωματολογία της αγχώδους κατάθλιψης των μαθητών. Η χρήση της μεθόδου περισυλλογής σιέλου ανίχνευσε και προέβλεψε στους μαθητές την αγχώδη κατάθλιψη. Αυτή η πρόβλεψη ήταν αξιοσημείωτα σημαντική με 92% των περιπτώσεων ανίχνευσης να προέρχεται από την αναφορά των εκπαιδευτικών και μόλις 15% από την αναφορά των γονέων. Συμπέρασμα: Η αναφορά των εκπαιδευτικών και όχι των γονέων, προέβλεψε τα σημεία αποκοπής της κορτιζόλης σιέλου και μαλλιού, στη συμπεριφορά των μαθητών ως προς την παραβίαση κανόνων και την αγχώδη κατάθλιψη αντίστοιχα. Ομοίως, η αναφορά των εκπαιδευτικών και όχι των γονέων, προέβλεψε την αγχώδη κατάθλιψη μέσω της χρήσης της μεθόδου περισυλλογής σιέλου κορτιζόλης κατά το 92% των περιπτώσεων. Τα ανωτέρω ευρήματα εμφανίζουν τους εκπαιδευτικούς να αξιολογούν καλύτερα από τους γονείς τη συμπεριφορά και τα συμπτώματα των μαθητών που σχετίζονται με το στρες.Επιπλέον όσον αφορά το φύλο, τα αγόρια εμφανίζονται να υπερβαίνουν το σημείο αποκοπής του ορίου φυσιολογικού/μη φυσιολογικού στον ορμονικό δείκτη της κορτιζόνης, καθώς επίσης και το σημείο αποκοπής της μεταβλητής παράβασης κανόνων
A birth cohort study in the Middle East: the Qatari birth cohort study (QBiC) phase I
BACKGROUND: The latest scientific reports raise concerns about
the rapidly increasing burden of chronic diseases in the state
of Qatar. Pregnant Qatari women often confront complications
during pregnancy including gestational diabetes, hypertension,
abortion and stillbirth. The investigation of early life
environmental, genetic, nutritional and social factors that may
affect lifelong health is of great importance. Birth cohort
studies offer a great opportunity to address early life hazards
and their possible long lasting effects on health.
METHODS/DESIGN: The Qatari Birth Cohort study is the first
mother-child cohort study in the Middle East Area that aims to
assess the synergetic role of environmental exposure and genetic
factors in the development of chronic disease and monitor woman
and child health and/or obstetric characteristics with high
prevalence. The present manuscript describes the recruitment
phase of the study (duration: 2 years; expected number: 3000
families), where the pregnant Qatari women and their husbands
are being contacted before the 15th week of gestation at the
Primary Health Care Centers. The consented participants are
interviewed to obtain information on several factors
(sociodemographic characteristics, dietary habits,
occupational/environmental exposure) and maternal
characteristics are assessed based on anthropometric
measurements, spirometry, and blood pressure. Pregnant women are
invited to provide biological samples (blood and urine) in each
trimester of their pregnancy, as well as cord blood at delivery.
Fathers are also asked to provide biological samples.
DISCUSSION: The present study provides invaluable insights into
a wide range of early life factors affecting human health. With
a geographical focus on the Middle East, it will be a resource
for information to the wider scientific community and will allow
the formulation of effective policies with a primary focus on
public health interventions for maternal and child health
Breastfeeding duration and cognitive, language and motor development at 18 months of age: Rhea mother-child cohort in Crete, Greece
Background Breast feeding duration has been associated with improved
cognitive development in children. However, few population-based
prospective studies have evaluated dose-response relationships of
breastfeeding duration with language and motor development at early
ages, and results are discrepant.
Methods The study uses data from the prospective mother-child cohort
(’Rhea’ study) in Crete, Greece. 540 mother-child pairs were included in
the present analysis. Information about parental and child
characteristics and breastfeeding practices was obtained by
interview-administered questionnaires. Trained psychologists assessed
cognitive, language and motor development by using the Bayley Scales of
Infant Toddler Development (3rd edition) at the age of 18 months.
Results Duration of breast feeding was linearly positively associated
with all the Bayley scales, except of gross motor. The association
persisted after adjustment for potential confounders with an increase of
0.28 points in the scale of cognitive development (beta=0.28; 95% CI
0.01 to 0.55), 0.29 points in the scale of receptive communication
(beta=0.29; 95% CI 0.04 to 0.54), 0.30 points in the scale of
expressive communication (beta=0.30; 95% CI 0.04 to 0.57) and 0.29
points in the scale of fine motor development (beta=0.29; 95% CI 0.02
to 0.56) per accumulated month of breast feeding. Children who were
breast fed longer than 6 months had a 4.44-point increase in the scale
of fine motor development (beta=4.44; 95% CI 0.06 to 8.82) compared
with those never breast fed.
Conclusions Longer duration of breast feeding was associated with
increased scores in cognitive, language and motor development at 18
months of age, independently from a wide range of parental and infant
characteristics. Additional longitudinal studies and trials are needed
to confirm these results
Is there an association between eating behaviour and attention-deficit/hyperactivity disorder symptoms in preschool children?
There is some evidence that aberrant eating behaviours and obesity co-occur with attention-deficit/hyperactivity disorder (ADHD) symptoms. The present study is the first that aims to investigate the association between eating behaviours and ADHD symptoms in early childhood in a population-based cohort
Feasibility and Acceptability of a Telephone-Based Smoking Cessation Intervention for Qatari Residents
The steady increase in smoking rates has led to a call for wide-reaching and scalable interventions for smoking cessation in Qatar. This study examined the feasibility and acceptability of an evidence-based smoking cessation program delivered by telephone for Qatari residents. A total of 248 participants were recruited through primary care centers and received five weekly scheduled proactive behavioral counseling calls from personnel trained in tobacco cessation and navigation to obtain cessation pharmacotherapy from clinics. Outcomes were assessed at end of treatment (EOT), and 1- and-3-month follow up. The Mann–Whitney test was used to compare the average number of participants recruited per month pre- and post-COVID. We recruited 16 participants/month, the majority (85.5%) attended at least one counselling session, and 95.4% used some of pharmacotherapy. Retention rates were 70% at EOT, 64.4% and 71.7% at 1- and 3-month follow up, respectively; 86% reported being ‘extremely satisfied’ by the program. Our ITT 7-day point prevalence abstinence was 41.6% at EOT, 38.4% and 39.3% at 1-and 3-month, respectively. The average number of participants recruited per month was significantly higher for pre vs. post-COVID (18.9 vs. 10.0, p-value = 0.02). Average number of participants retained at EOT per recruitment month showed a slight decrease from 8.6 pre- to 8.2 post-COVID; average number who quit smoking at EOT per recruitment month also showed a decrease from 6 to 4.6. The study results indicated that our telephone-based intervention is feasible and acceptable in this population and presents a new treatment model which can be easily disseminated to a broad population of Qatari smokers
Breakthrough Acute Necrotizing Invasive Fungal Rhinosinusitis by Alternariaalternata in a Patient with Acute Lymphoblastic Leukemia on Anidulafungin Therapy and Case-Based Literature Review
Alternaria spp. have emerged as opportunistic pathogens particularly in immunosuppressed patients. A case of a breakthrough acute invasive fungal rhinosinusitis (AIFRS), caused by Alternaria alternata, is reported in a patient with acute lymphoblastic leukemia (ALL) on anidulafungin therapy, who was successfully treated with liposomal amphotericin B and surgical intervention. To date, 20 cases of AIFRS due to Alternaria spp. have been described, 19 in the USA and 1 in Chile, making this case report the first case of AIFRS due to Alternaria in Europe. The patients had median (range) age 25 (2–56) years (65% female), almost all of them (19/20) with hematological diseases and severe neutropenia (8–41 days pre-infection). Amphotericin B was the most frequently used antifungal agent, either alone or in combination. In all of the cases, systemic antifungal therapy was combined with surgery. Despite stabilization or improvement of the AIFRS, mortality was 38% (5 days to 8 months post-surgical debridement) due to their underlying disease or other infections without sign of AIFRS at autopsy
The longitudinal association of eating behaviour and ADHD symptoms in school age children: a follow-up study in the RHEA cohort
Previous evidence suggests a link between attention deficit hyperactivity disorder (ADHD) symptoms and disordered eating behaviours; however, the direction of the causal association remains unclear. Building on our previous research, we aimed to examine the longitudinal association between eating behaviours at 4 years, ADHD symptoms at 6 years of age, and the role of body mass index (BMI). We included children from the RHEA mother–child cohort in Greece, followed up at 4 and 6 years (n = 926). Parents completed the Children’s Eating Behaviour Questionnaire (CEBQ) to assess children’s eating behaviour at 4 years and the ADHD Test (ADHDT) and Child Behaviour Checklist for ages 6–18 (CBCL/6–18) to evaluate ADHD symptoms at 4 and 6 years, respectively, as well as measures of BMI. Longitudinal structural equation modeling (SEM) was carried out to evaluate the associations of all variables between 4 and 6 years. Food responsiveness at 4 years was positively associated with hyperactivity at age 6, whereas emotional overeating was negatively associated with hyperactivity. There was no evidence of an association between eating behaviours of preschoolers and BMI at 6 years, or BMI at 4 years and later ADHD symptoms and vice versa. Findings suggest that food responsiveness is an early marker of ADHD symptoms at 6 years of age. In contrast to our hypothesis there was no significant association between ADHD at age 4 and BMI at age 6.Other Information Published in: European Child & Adolescent Psychiatry License: https://creativecommons.org/licenses/by/4.0See article on publisher's website: http://dx.doi.org/10.1007/s00787-021-01720-x</p