6 research outputs found

    Learning from failure: Damage and failure of masonry structures, after the 2017 Lesvos earthquake (Greece)

    Get PDF
    On the 12th of June 2017 an earthquake of Mw = 6.3 struck SSE of Lesvos Island, causing one human fatality and severe damage to the built environment. The traditional settlement of Vrissa was the most affected area, having masonry structures as the majority of its building stock. The objective of the present study is two-fold: to present the structural damage and failure patterns induced by the Lesvos earthquake to masonry structures; to highlight the causes and weaknesses that led to damage, or the factors that prevented it. Particular attention is paid to traditional construction techniques and architectural features that contributed to the seismic response of the structures, either having beneficial or detrimental effect. To this end, a field reconnaissance has been conducted and meaningful technical conclusions are drawn by the observations. Structural systems of both unreinforced and timber-reinforced masonry are inspected. Besides the identification of frequent cases of local, out-of-plane and in-plane mechanisms, combined global mechanisms are also pointed out. Finally, insight into the performance of past interventions is also given, assisting the challenging task of engineering practice.This work was partly funded by project STAND4HERITAGE that has received funding from the European Research Council (ERC) under the European Union’s Horizon 2020 research and innovation programme (Grant agreement No. 833123), as an Advanced Grant

    Emotional intelligence and eating behavior in patients with coronary heart disease

    No full text
    Aims. This thesis aimed to examine the role of Emotional Intelligence and different dietary habits on the occurence of coronary heart disease. Specifically, the primary objective of the research was to investigate the relationship between coronary heart disease and various dimensions of Εmotional Ιntelligence as the ability to understand, perceive, control and express emotions. An additional objective of this research was to study the relationship between coronary heart disease and eating behavior of coronary patients.Methods. The survey involved 300 patients with an average age of 69 years, of whom 150 were suffering from coronary heart disease and 150 were individuals without any clinical symptom of coronary heart disease or a history of cardiovascular disease, hospitalized in other departments of the hospital in which coronary patients were hospitalized. Participants completed three questionnaires designed to assess various dimensions of their Emotional Intelligence: 1) Wong & Law Scale Emotional Intelligence Scale (WLEIS), (Wong & Law, 2002), 2) the short version of the questionnaire on Emotional Intelligence as a feature of personality (TEIQue-SF), (Petrides & Furnham, 2003) and 3) the short version of the questionnaire on Emotional Intelligence Bar-On (Bar-On EQ-i), (Bar-On, 1997). In addition, participants completed two questionnaires assessing their eating behavior: 1) Eating Attitudes Test (EAT-26), (Gardner, 1983) and 2) the Mediterranean Diet Score (MedScore), (Panagiotakos et al., 2007 ).Findings. According to the research findings, the coronary patients had more difficulty than non-coronary patients to understand, manage and control their personal feelings and understand the feelings of others. We also found that patients who a) better control their emotions, b) adopt the principles of the Mediterranean diet and c) do not suffer from hyperlipidemia, diabetes mellitus and obesity, have a lower risk to suffer from coronary heart disease than the hyperlipidemic, diabetic and obese patients who do not follow the Mediterranean diet model and find it difficult to control their emotions. The study also showed that only patients who suffer from coronary heart disease for more than 11 years, are able to control their eating behavior, and also to understand, manage and control their personal feelings and understand the feelings of others. Finally, the statistical analysis of the survey data revealed a model that enables us to distinguish, with 80% success, if a person suffers from coronary heart disease, based on the scores gathered in the questionnaires used in this study to evaluate Emotional Intelligence and eating behavior of the participants in it.Conclusions. The results of this study confirm the relationship between coronary heart disease and the dimension of Emotional Intelligence on the ability to control emotions, which has been also found in previous studies. Additionally, they expand our knowledge concerning the role of Emotional Intelligence in coronary heart disease after highlighting other dimensions of Emotional Intelligence, such as the ability to understand and manage personal emotions, as well as the ability to understand the feelings of others, which are all associated with the occurrence of the disease. Moreover, they reinforce findings of previous studies, which show the relationship between coronary heart disease and other risk factors, such as eating behavior, diabetes mellitus and obesity. Finally, the present results underscore the need for future studies to investigate the role of intervention programs, which are based on the cultivation of Emotional Intelligence in the prevention of coronary heart disease.Σκοπός. Η παρούσα διδακτορική διατριβή αποσκοπούσε στο να εξετάσει το ρόλο της Συναισθηματικής Νοημοσύνης καθώς και διαφόρων διατροφικών συνηθειών στην εμφάνιση της στεφανιαίας νόσου. Συγκεκριμένα, πρωταρχικός στόχος της έρευνας, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της διατριβής, ήταν η διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στη στεφανιαία νόσο και σε διάφορες διαστάσεις της Συναισθηματικής Νοημοσύνης, όπως η ικανότητα κατανόησης, αντίληψης, ελέγχου και έκφρασης των συναισθημάτων. Επιπρόσθετος στόχος της έρευνας ήταν η μελέτη της σχέσης ανάμεσα στη στεφανιαία νόσο και τη διατροφική συμπεριφορά των στεφανιαίων ασθενών. Δείγμα-ερευνητικά εργαλεία. Στην έρευνα συμμετείχαν 300 ασθενείς με μέσο όρο ηλικίας 69 έτη, από τους οποίους 150 έπασχαν από στεφανιαία νόσο και 150 ήταν άτομα χωρίς κανένα κλινικό σύμπτωμα στεφανιαίας νόσου ή ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου. Οι μη στεφανιαίοι ασθενείς νοσηλεύονταν στο ίδιο νοσοκομείο με τους στεφανιαίους ασθενείς. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν τρία ερωτηματολόγια με σκοπό να αξιολογηθούν διάφορες διαστάσεις της Συναισθηματικής τους Νοημοσύνης: 1) την Κλίμακα Συναισθηματικής Νοημοσύνης των Wong & Law (WLEIS), (Wong & Law, 2002), 2) τη σύντομη έκδοση του Ερωτηματολογίου Συναισθηματικής Νοημοσύνης ως χαρακτηριστικού της προσωπικότητας (TEIQue-SF), (Petrides & Furnham, 2003) και 3) τη σύντομη έκδοση του Ερωτηματολογίου Συναισθηματικής Νοημοσύνης του Bar-On (Bar-On EQ-i), (Bar-On, 1997). Επιπλέον, οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν δύο ερωτηματολόγια για την αξιολόγηση της διατροφικής τους συμπεριφοράς: 1) το Ερωτηματολόγιο Διαιτητικών Συνηθειών (EAT-26), (Gardner, 1983) και 2) το Σκορ Μεσογειακής Διατροφής (MedScore), (Panagiotakos et al., 2007).Αποτελέσματα. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι οι στεφανιαίοι ασθενείς είχαν μεγαλύτερη δυσκολία από ό,τι οι μη στεφανιαίοι στο να κατανοήσουν, διαχειριστούν και ελέγξουν τα προσωπικά τους συναισθήματα, καθώς και να κατανοήσουν τα συναισθήματα των άλλων. Βρέθηκε επίσης ότι οι ασθενείς, οι οποίοι α) ελέγχουν καλύτερα τα συναισθήματά τους, β) υιοθετούν τις αρχές της μεσογειακής διατροφής και γ) δεν πάσχουν από υπερλιπιδαιμίες, σακχαρώδη διαβήτη και παχυσαρκία, έχουν χαμηλότερο κίνδυνο να νοσήσουν από στεφανιαία νόσο από ό,τι οι υπεριλιπιδαιμικοί, διαβητικοί και παχύσαρκοι ασθενείς που δεν ακολουθούν το μεσογειακό μοντέλο διατροφής και δυσκολεύονται να ελέγξουν τα συναισθήματά τους. Από τη μελέτη βρέθηκε ακόμη ότι μόνο οι στεφανιαίοι ασθενείς, οι οποίοι νοσούν για περισσότερα από 11 έτη, είναι σε θέση να ελέγχουν τη διατροφική τους συμπεριφορά, και παράλληλα να κατανοούν, διαχειρίζονται και ελέγχουν τα προσωπικά τους συναισθήματα, καθώς και να κατανοούν τα συναισθήματα των άλλων. Τέλος, από τη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων της έρευνας προέκυψε ένα μοντέλο που μας δίνει τη δυνατότητα να διακρίνουμε με επιτυχία 80% εάν ένα άτομο πάσχει από στεφανιαία νόσο, με βάση τις βαθμολογίες που συγκεντρώνει στα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης για την αξιολόγηση της Συναισθηματικής Νοημοσύνης και της διατροφικής συμπεριφοράς των συμμετεχόντων σε αυτή.Συμπεράσματα. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την παρούσα μελέτη επιβεβαιώνουν τη σχέση ανάμεσα στη στεφανιαία νόσο και στη διάσταση της Συναισθηματικής Νοημοσύνης που αφορά στην ικανότητα ελέγχου των συναισθημάτων, η οποία έχει διαπιστωθεί και σε προγενέστερες σχετικές μελέτες. Επιπρόσθετα, διευρύνουν τις γνώσεις μας που αναφέρονται στο ρόλο της Συναισθηματικής Νοημοσύνης στην εμφάνιση της στεφανιαίας νόσου, αφού αναδεικνύουν και άλλες διαστάσεις της Συναισθηματικής Νοημοσύνης, όπως η ικανότητα κατανόησης και διαχείρισης των προσωπικών συναισθημάτων, καθώς και η ικανότητα κατανόησης των συναισθημάτων των άλλων, οι οποίες συνδέονται με την εμφάνιση της συγκεκριμένης νόσου. Επιπλέον, ενισχύουν τις διαπιστώσεις προηγούμενων μελετών, οι οποίες καταδεικνύουν τη σχέση ανάμεσα στη στεφανιαία νόσο και σε άλλους παράγοντες κινδύνου, όπως η διατροφική συμπεριφορά, ο σακχαρώδης διαβήτης και η παχυσαρκία. Τέλος, τα παρόντα αποτελέσματα υπογραμμίζουν την ανάγκη διεξαγωγής μελλοντικών μελετών για τη διερεύνηση του ρόλου των προγραμμάτων παρέμβασης, τα οποία στηρίζονται στη βελτίωση της Συναισθηματικής Νοημοσύνης, στην πρόληψη της στεφανιαίας νόσου

    Molecular Advances in Preeclampsia and HELLP Syndrome

    No full text
    Preeclampsia (PE) constitutes one of the principal reasons for maternal and perinatal morbidity and mortality worldwide. The circumstance typically implicates formerly healthful normotensive women, after 20 weeks of gestation, typically withinside the third trimester, without regarded threat elements or past deliveries. PE can be further complicated with hemolysis and thrombocytopenia, leading to the emergence of HELLP syndrome (Hemolysis, Elevated Liver enzymes, Low platelets). Both conditions are classified as hypertensive diseases of pregnancy (HDP), and their pathogenesis has been linked to an excessive maternal inflammatory response, accompanied by enhanced endothelial activation. Several studies have found that in pregnancies affected by PE/HELLP, von Willebrand factor (vWF) antigen levels (vWF:Ag) are significantly elevated, while its cleaving protease (ADAMTS-13, A Disintegrin-like and Metalloprotease with Thrombospondin type 1 motif, member 13) activity is normal to decreased. Furthermore, the higher urine excretion of the terminal complement complex C5b-9, as well as its greater deposition in the placental surface in preeclamptic women, imply that the utero-placental unit’s distinctive deficits are intimately tied to disproportionate complement activation. The goal of this updated evaluation is to provide the most up-to-date molecular advances in the pathophysiology of PE/HELLP syndromes. Recent medical data on vWF:Ag levels in patients with PE, ADAMTS-13, and dysregulation of the complement system, are highlighted and evaluated. Furthermore, we discuss the relationship between those entities and the progression of the disease, as well as their significance in the diagnostic process. Finally, considering the difficulties in analyzing and controlling those symptoms in pregnant women, we can provide a current diagnostic and therapeutic algorithm
    corecore