16 research outputs found

    Factors that influence the life expectancy of the cypriot population

    No full text
    The longitudinal course of mortality rate due to all causes of death, such as that reflected by the crude mortality rate decreases over time for the whole of the Cypriot population and for both sexes separately. Mortality of female population is lesser than men, in all the years, with the gap of difference in curves to grow up along the years. This figure ranges from 10.8 deaths per 1000 inhabitants at the beginning of the studied period (1974) and ends at about 6.7 deaths per 1000 inhabitants at the end of it (2012), for the whole population of Cyprus.The standardized indicators decreased over time following the standards of the crude mortality rates. The standardized indicators were calculated by the method of direct standardisation for the period 1996-2012, as earlier there were no data for mortality by cause of death, age and sex. The standarized mortality rate for all causes of death and both sexes take values 8.1 and 6.3 for 1996 and 2012 respectively.Life expectancy was calculated from 1985 until 2012, because the period 1974 to 1985 the data was not revised. Life expectancy of the Cypriot population at the beginning of the planned period 1985 takes values 75.1, 72.9 and 77.2 for both sexes, males and females. At the end of the planned period (2012) take values 80.9, 78.5 and 83.2 respectively.The highest increase in life expectancy (1986-2012) was noted at birth, and it is about 7 years for both males and females. Until the age of 55, the benefit is about 6 years of life. From age 60 to 65 years the benefit is about 5 years of life and at the last three age groups the benefit is approximately 4 years of life.Η διαχρονική πορεία της θνησιμότητας που οφείλεται σε όλες τις αιτίες θανάτου, όπως εκείνη αποτυπώνεται από τον αδρό συντελεστή θνησιμότητας, μειώνεται διαχρονικά στο σύνολο του κυπριακού πληθυσμού και για τα δύο φύλα χωριστά. Η θνησιμότητα του γυναικείου φύλου, είναι μικρότερη σε σχέση με των ανδρών στο σύνολο των ετών, με το χάσμα της διαφοράς των καμπύλων να αυξάνεται κατά μήκος των ετών. Το μέγεθος αυτό κυμαίνεται μεταξύ 10,8 θανάτων ανά 1000 κατοίκους στην αρχή της περιόδου που μελετάμε (1974) και καταλήγει σε περίπου 6.7 θανάτους ανά 1000 κατοίκους στη λήξη της (2012) για το σύνολο του κυπριακού πληθυσμού. Οι δείκτες προτύπωσης μειώνονται διαχρονικά ακολουθώντας τα πρότυπα των αδρών συντελεστών θνησιμότητας. Οι προτυπωμένοι δείκτες υπολογίστηκαν με την μέθοδο της άμεσης προτύπωσης, για την περίοδο 1996-2012 καθώς νωρίτερα δεν υπήρχαν δεδομένα για την θνησιμότητα κατά ηλικιακή ομάδα, κατά φύλο και κατά αιτία θανάτου. Ο προτυπωμένος συντελεστής θνησιμότητας για το σύνολο των αιτιών θανάτου και αμφότερα τα φύλα λαμβάνει τιμές 8,1 και 6,3 για τα έτη 1996 και 2012 αντίστοιχα.Το προσδόκιμο επιβίωσης υπολογίστηκε από το 1986 μέχρι το 2012, γιατί την περίοδο 1974-1985 δεν αναθεωρήθηκαν οι τιμές. Το προσδόκιμο επιβίωσης του Κυπριακού πληθυσμού στην αρχή της μελετώμενης χρονικής περιόδου 1986 λαμβάνει τιμές 75.1, 72.9 και 77.2 για αμφότερα τα φύλα, τους άρρενες και τις θήλεις. Στο τέλος της μελετώμενης χρονικής περιόδου (2012) λαμβάνει αντίστοιχα τιμές 80.9, 78.5 και 83.2.Η μεγαλύτερη αύξηση στο προσδόκιμο επιβίωσης (1986-2012) σημειώθηκε κατά τη γέννηση και είναι γύρω στα 7 έτη τόσο για τους άρρενες όσο και για τις θήλεις. Μέχρι και την ηλικία των 55 ετών το όφελος είναι περίπου στα 6 έτη ζωής. Από την ηλικία των 60 μέχρι και 65 ετών το όφελος είναι γύρω στα 5 έτη ζωής και στις τελευταίες τρείς ηλικιακές ομάδες το όφελος είναι περί των 4 ετών ζωής

    Αποτύπωση της ενημέρωσης των εφήβων αναφορικά με τους τρόπους πρόληψης και μετάδοσης των HPV λοιμώξεων

    No full text
    Σκοπός της μελέτης: Πρωταρχική μέριμνα της παρούσας μελέτης αποτελεί η καταγραφή της γνώσης των εφήβων σχετικά με τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων, HPV. Ειδικότερα, η παρούσα μελέτη στοχεύει στην αποτύπωση της γνώσης των εφήβων σχετικά με τους τρόπους που μεταδίδεται ο ιός και τους δυνατούς τρόπους πρόληψης της μετάδοσής του. Επίσης, στοχεύει στην καταγραφή των γενικότερων γνώσεων που αφορούν τον ιό σχετικά με τις βαρυσήμαντες επιπτώσεις του και τέλος, όλα εκείνα τα θέματα που σχετίζονται με τον εμβολιασμό έναντι του ιού HPV. Μεθοδολογία: Η συλλογή των στοιχείων πραγματοποιήθηκε μέσα από ανώνυμο ερωτηματολόγιο. Ο πληθυσμός της μελέτης προερχόταν από ιδιωτικά εκπαιδευτήρια και δημόσια σχολεία της Νέας Ιωνίας και του Αμαρουσίου και ήταν συνολικά 300 έφηβοι. Πιο συγκεκριμένα, το 57,7% των συμμετεχόντων ήταν γυναίκες και το 42,3% ήταν άνδρες. Το 46,7% ήταν ηλικίας 16 - 17 ετών και το 25% των συμμετεχόντων ήταν ηλικίας μεταξύ 15 -16 ετών. Η πλειοψηφία του δείγματος φοιτούσε σε Ενιαία Γενικό Λύκειο σε ποσοστό 79,7%. Επίσης η πλειοψηφία αυτών ήταν ελληνικής εθνικότητας σε ποσοστό 84,0%, ενώ 12,7% ήταν Αλβανικής και σε μικρότερα ποσοστά βουλγαρικής, αραβικής και γεωργιανής. Η πλειοψηφία του δείγματος (94,3%) δήλωσε ότι ήταν Χριστιανός Ορθόδοξος. Αποτελέσματα: Το 53,2% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι γνώριζε την ύπαρξη του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων, ενώ σε ποσοστό 46,7% δεν το γνώριζε. Το βασικό μέσο πληροφόρησης ήταν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και έπειτα οι φίλοι. Σχετικά με τις γνώσεις τους για τον τρόπο μετάδοσης του ιού HPV, το 46,7% δήλωσε ότι δεν γνωρίζει που μπορεί να οδηγήσει η λοίμωξη από τον ιό HPV, και σε ποσοστό 31,3% δήλωσε ότι μπορεί να προκαλέσει καλοήθεις αλλοιώσεις. Επιπλέον, το 49,7% θεωρεί ότι ο τρόπος μετάδοσης του ιού γίνεται μέσω της σεξουαλικής - δερματικής επαφής. Επιπλέον, το 74,3% γνωρίζει ότι υπάρχουν πολλά στελέχη του ιού. Επίσης, ποσοστό 51% δήλωσε ότι θεωρεί ότι το προφυλακτικό δεν προστατεύει πλήρως από τη μετάδοση του ιού. Το 48,0% των εφήβων, επίσης, γνωρίζει ότι υπάρχει εμβόλιο κατά του ιού HPV ενώ, το 30,0% του συνολικού δείγματος, φαίνεται να δηλώνει ότι έχει προχωρήσει στη χορήγησή του. Ο βασικός λόγος που δεν το έχουν κάνει όπως δηλώνουν φαίνεται να είναι επειδή είναι γένους αρσενικού. Το 73,3% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι θεωρεί ότι δεν υπάρχουν παρενέργειες ή ανεπιθύμητες ενέργειες από τον εμβολιασμό και το 78,3% θεωρεί ότι δεν πρέπει να εμβολιάζονται τα αγόρια. Φαίνεται επίσης, ότι τα κορίτσια ήταν περισσότερο πληροφορημένα σχετικά με την ύπαρξη του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων σε σχέση με τα αγόρια. Επιπλέον, τα κορίτσια που γνώριζαν για την ύπαρξη του ιού γνώριζαν σε σημαντικότερο βαθμό ότι το προφυλακτικό δεν προστατεύει από τη μετάδοση του ιού. Συμπεράσματα: Με την παρούσα μελέτη, αποδεικνύεται ότι η ενημέρωση αποτελεί βασικό συστατικό και κίνητρο για την διεξαγωγή του εμβολιασμού στους εφήβους, ενώ, σημαντικό στοιχείο αποτελεί η πηγή της ενημέρωσης τους που είναι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης γεγονός που καθιστά την πολιτεία πρωταρχικό παράγοντα ευθύνης της σωστής και ορθής επιμόρφωσης των εφήβων αλλά και όλου του κοινού γενικότερα.Objectives: The primary concern of this study is the recording of adolescent knowledge of human papillomavirus, HPV. In particular, this study aims to capture the knowledge of adolescents about the ways in which the virus is transmitted and the possible ways of preventing its transmission. It also aims at capturing the general knowledge of the virus, and finally, all those issues related to vaccination against HPV. Methods: Data collection was accomplished through an anonymous questionnaire. The study population was recruited from private schools and public schools in Nea Ionia and Marousi and it was a total of 300 teenagers. More specifically, about 57,7% of the participants were women and 42,3% were men. 46,7% were between 16-17 years old and about 25% of the participants were between 15-16 years old. The majority of the sample was attended at the General Lyceum, in a percentage about 79%. Also the majority were of Greek nationality at 84.0%, while 12.7% were Albanian and in lower Bulgarian, Arabic and Georgian. Most of the sample (94.3%) said it was a Christian Orthodox. Results: The 53,2% of the participants said that they knew the existence of the human papillomavirus, and 46.7% that they did not know it. Mainly they have gotten information from the media and then by friends. Regarding to their knowledge of how HPV is transmitted, about 46,7% said that they did not know where HPV infection might lead, and about a 31,3% said that it could cause benign lesions. In addition, 49,7% of them think that the way the virus is transmitted is through the sex-skin contact. Furthermore, the 73,4% know the existence of many virus strains. Also, 51% said that they believe that the condom does not protect fully against the transmission of the virus. A percentage of 48.0% of the adolescents also know the existence of the vaccine against HPV, whereas 30.0% of the hole sample seem to indicate that they have been given the vaccine. The main reason of not given the vaccine seems to be because they are males. Also, 73.3% of the participants said that they believe that they are not exist side effects or unwanted effects from vaccination, and 78.3% believe that boys should not be vaccinated. Additionally, it appears that the girls were more well informed of the existence of human papillomavirus than the boys. Also, girls who knew about the virus were more aware of the fact that the condom does not full protect of the transmission of the virus. Conclusion: Based on the results, it becomes obvious that awareness of the public is one of the most important reasons for the immunization of the adolescents. Also, an important element is the source of their information, which is the media, fact which makes the state as a primary responsible of the proper training of adolescents and of the general public as well

    Thermoresponsive hyperbranched polymers: study of hyperbranched polyethylenimine derivatives

    No full text
    115 σ.Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο--Μεταπτυχιακή Εργασία. Διεπιστημονικό-Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών (Δ.Π.Μ.Σ.) “Επιστήμη και Τεχνολογία Υλικών”Στην παρούσα εργασία περιγράφεται η σύνθεση και ο χαρακτηρισμός παραγώγων υπερδιακλαδισμένης πολυ(αιθυλενιμίνης), (ΗΡΕΙ), μετά από υποκατάσταση των αμινών της με ισοβουτυλαμιδικές ομάδες. Συγκεκριμένα, παρασκευάστηκαν τα παράγωγα ΗΡΕΙ 100-90, ΗΡΕΙ 100-70, ΗΡΕΙ 100-50, ΗΡΕΙ 100-40 και 100-0, των οποίων οι πρωτοταγείς αμινομάδες έχουν υποκατασταθεί κατά 100% και οι δευτεροταγείς κατά 90, 70, 50, 40 και 0% αντίστοιχα. H εισαγωγή της ισοβουτυλαμιδικής ομάδας επιβεβαιώθηκε σ’ όλες τις περιπτώσεις με φασματοσκοπία 1Η ΝΜR, FTIR και 13C NMR αντίστροφης εισόδου (inverse gated 13C NMR). Επιπλέον, με την φασματοσκοπία IG 13C NMR προσδιορίστηκε το ποσοστό υποκατάστασης των πρωτοταγών και δευτεροταγών αμινών. Η τροποποίηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την παραγωγή θερμοευαίσθητων υλικών σε όλες τις περιπτώσεις πλην του παραγώγου HPEI 100-0. Για όλα τα θερμοευαίσθητα παράγωγα μελετήθηκε η επίδραση του βαθμού υποκατάστασης των δευτεροταγών αμινών στην κατώτερη κρίσιμη θερμοκρασία υδατικού διαλύματος (LCST) μεταβάλλοντας τις ακόλουθες παραμέτρους: (α) συγκέντρωση πολυμερούς, (β) συγκέντρωση φωσφορικών αλάτων, (γ) συγκέντρωση χλωριούχου νατρίου και (δ) pH. Ιδιαίτερα ευαίσθητο στις μεταβολές των παραμέτρων ήταν το παράγωγο HPEI 100-40, ενώ αντίθετα το ΗΡΕΙ 100-90 ήταν αυτό στο οποίο έγιναν λιγότερο αισθητές. Για κάθε παράγωγο, η μείωση της συγκέντρωσης του πολυμερούς ή των φωσφορικών αλάτων ή του NaCl ή του pH μετατόπισε την LCST σε μεγαλύτερες τιμές. Για όλες τις παραμέτρους που μελετήθηκαν, αυξανόμενης της υποκατάστασης των δευτεροταγών αμινομάδων του ΗΡΕΙ, μειώθηκε η LCST, επίδραση που έγινε ιδιαίτερα σημαντική για ποσοστό μικρότερο του 70%. Μεταξύ των παραγώγων που συντέθηκαν, το ΗΡΕΙ 100-50 παρουσίασε, αναλόγως της σύστασης της υδατικής φάσης, κατώτερες κρίσιμες θερμοκρασίες διάλυσης μεταξύ 36-40 οC, περιοχή ευνοϊκή για βιοϊατρικές εφαρμογές. Για το λόγο αυτό, μελετήθηκε περαιτέρω με μετρήσεις δυναμικής σκέδασης φωτός που επιβεβαίωσαν την επίδραση της συγκέντρωσης φωσφορικών αλάτων και χλωριούχου νατρίου και, επιπλέον, έδωσαν πληροφορίες για το μέγεθος και την κατανομή μεγέθους των συσσωματωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη μετάπτωση. Καθώς η υπερδιακλαδισμένη πολυ(αιθυλενιμίνη) χαρακτηρίζεται από χαμηλή τοξικότητα και ήδη χρησιμοποιείται ευρέως in vitro και in vivo στην μελέτη μεταφοράς γονιδιακού υλικού, τα θερμοευαίσθητα πολυμερή που συντέθηκαν, και ιδιαίτερα το ΗΡΕΙ 100-50, μπορούν να μελετηθούν περαιτέρω ως «έξυπνα» πολυμερή για την ανάπτυξη συστημάτων μεταφοράς φαρμάκων.Ιn this study, the synthesis and characterization of hyperbranched polyethylenimine (ΗΡΕΙ) derivatives after functionalization of its primary and secondary amines with isobutyl amide groups, is described. In particular, ΗΡΕΙ 100-90, ΗΡΕΙ 100-70, ΗΡΕΙ 100-50, ΗΡΕΙ 100-40 and 100-0 were synthesised with 100% substitution of their primary amines and 90, 70, 50, 40 and 0% substitution of their secondary amines, respectively. The introduction of the isobutyl amide group was established in all cases using 1Η ΝΜR, FTIR and inverse gated 13C NMR (IG 13C NMR) spectroscopy. In addition, employing IG 13C NMR, the degree of substitution of primary and secondary amines was determined. The functionalized derivatives obtained are thermoresponsive in all cases, with the exception of HPEI 100-0. For all thermoresponsive dendritic derivatives, the effect of the degree of substitution of secondary amines οn the Lower Critical Solution Temperature (LCST) in aqueous media was studied as a function of the following parameters: (a) polymer concentration, (b) phosphate salt concentration, (c) sodium chloride concentration and (d) pH. The LCST of HPEI 100-40 derivative was the most sensitive to the parameters studied, while HPEI 100-90 was the less sensitive. For every derivative, the reduction of polymer concentration, phosphate salt concentration, sodium chloride concentration, or pH led to higher LCST values. Finally, increasing the degree of substitution of the secondary amines, led to lower LCST values. This effect is significant for derivatives with secondary amine’s substitution below 70%. Among the derivatives studied, HPEI 100-50 showed, depending on the composition of the aqueous phase, lower critical solution temperatures in the range of 36-40 οC, which are favorable for biomedical applications. For this reason, it was further studied with dynamic light scattering measurements, which confirmed the effect of phosphate salt and sodium chloride concentration on LCST, and furthermore, yielded information on the size and the size distribution of the aggregates formed during transition. Given that, HPEI has low toxicity and is being used for gene transfection in in vitro and in vivo experiments, the thermoresponsive hyperbranched polymers obtained, and specially the derivative HPEI 100-50, have the potential to be employed as “smart” polymeric systems applicable in drug delivery applications.Αγαθοκλέους Μαρί

    Microbiological Characteristics of Trachanas, a Traditional Fermented Dairy Product from Cyprus

    No full text
    The purpose of this study was to characterize the autochthonous microbiota of Cypriot Trachanas, a traditional fermented ewes’ milk product. For this reason, 12 samples of raw and fermented milk as well as natural starter culture were collected in order to count, isolate, and identify the main species present during Trachanas fermentation. In total, 198 colonies were retrieved and 163 were identified by sequencing analysis at species level. Lactic acid bacteria (LAB) were the predominant group, followed by yeasts. Lactococcus, Lactobacillus, and Enterococcus were frequently isolated from raw milk, and Lactobacillus casei/paracasei predominated in the starter culture. Lactococcus lactis was isolated in high frequency (27.9% of the isolates) at the beginning, while Lactobacillus spp. (20%) and Saccharomyces unisporus (17.9%) were isolated at the end of fermentation. After assessing their technological potential, selected strains could be used as starters to ferment milk for artisanal Trachanas production

    Maternal Serum Placental Growth Factor, Pregnancy-Associated Plasma Protein-A and Free beta-Human Chorionic Gonadotrophin at 30-33 Weeks in the Prediction of Pre-Eclampsia

    No full text
    &lt;b&gt;&lt;i&gt;Objective:&lt;/i&gt;&lt;/b&gt; To investigate the potential value of maternal serum concentrations of free β-human chorionic gonadotrophin (β-hCG), pregnancy-associated plasma protein-A (PAPP-A) and placental growth factor (PlGF) at 30-33 weeks of gestation in the prediction of pre-eclampsia (PE) developing at or after 34 weeks. &lt;b&gt;&lt;i&gt;Methods:&lt;/i&gt;&lt;/b&gt; Serum free β-hCG, PAPP-A and PlGF were measured at 11-13 and at 30-33 weeks of gestation in a case-control study of 50 cases that developed PE at or after 34 weeks and 250 unaffected controls. The measured concentration of metabolites was converted into multiples of the unaffected median (MoM) and the MoM values in the PE and control groups were compared. &lt;b&gt;&lt;i&gt;Results:&lt;/i&gt;&lt;/b&gt; At 11-13 weeks, serum PlGF and PAPP-A, but not free β-hCG, were significantly lower in the PE group than in the controls (0.824, 0.748 and 0.857 vs. 1.000 MoM). At 30-33 weeks in the PE group, PlGF was reduced (0.356 MoM), free β-hCG was increased (1.750 MoM), but PAPP-A was not significantly different (0.991 MoM) from control (1.000 MoM). In screening for PE at 30-33 weeks by a combination of maternal characteristics and serum PlGF, the estimated detection rates, at a false-positive rate of 10%, of intermediate PE (requiring delivery at 34-37 weeks) and late PE (with delivery after 37 weeks) were 85.7 and 52.8%, respectively. The performance of screening was not improved by the addition of free β-hCG or the free β-hCG/PlGF ratio. &lt;b&gt;&lt;i&gt;Conclusion:&lt;/i&gt;&lt;/b&gt; Screening by maternal characteristics and serum PlGF at 30-33 weeks could identify most pregnancies that will subsequently develop PE.</jats:p

    Second-trimester screening for trisomy-21 using prefrontal space ratio

    No full text
    &lt;b&gt;&lt;i&gt;Objective:&lt;/i&gt;&lt;/b&gt; To investigate the potential value of prefrontal space ratio (PFSR) in second-trimester screening for trisomy-21. &lt;b&gt;&lt;i&gt;Methods:&lt;/i&gt;&lt;/b&gt; A retrospective study utilizing stored midsagittal two-dimensional images of fetal profiles in 240 euploid and 45 trisomy-21 pregnancies at 16&lt;sup&gt;+0&lt;/sup&gt;-23&lt;sup&gt;+6&lt;/sup&gt; weeks' gestation. The vertical distance between the leading edge of the skull and that of the skin (D1) and the distance between the skull and the mandibulo-maxillary line (D2) were measured and the D1:D2 ratio (PFSR) was calculated. In euploid pregnancies, regression analysis was used to determine the association between D1, D2 and PFSR with gestational age (GA). D1 and D2 were expressed as delta (&amp;#x0394;) values with gestational age. &amp;#x0394;D1, &amp;#x0394;D2 and PFSR in cases and controls were compared. &lt;b&gt;&lt;i&gt;Results:&lt;/i&gt;&lt;/b&gt; In trisomy-21, compared to controls, &amp;#x0394;D1 was increased (1.417 vs. 0.000 mm, p &lt; 0.0001), &amp;#x0394;D2 was decreased (-0.842 vs. 0.000 mm, p = 0.003) and PFSR was increased (0.753 vs. 0.463, p &lt; 0.0001). At a false-positive rate of 5%, the detection rates in screening by &amp;#x0394;D1, &amp;#x0394;D2 and PSFR were 80.0% (95% CI 65.4-90.4), 46.7% (95% CI 31.7-62.1) and 100.0% (95% CI 92.1-100.0), respectively. &lt;b&gt;&lt;i&gt;Conclusion:&lt;/i&gt;&lt;/b&gt; The PFSR is an effective marker in second-trimester screening for trisomy-21.</jats:p
    corecore