94 research outputs found

    Failure to Act in Times of Pandemic: Is There a Role for the International Criminal Law Doctrine of Superior Responsibility?

    Get PDF
    This article explores the responsibility of military or civilian superiors in international criminal law for their failure to act in relation to a potentially lethal virus epidemic or pandemic. In this direction, two different angles of the issue are discussed. The first focuses on the responsibility of individuals in positions of power for their failure to prevent the spread of the virus or provide adequate health support to an epidemic or pandemic affected population, when this population is used as a target group for the commission of crimes against humanity, war crimes or even genocide. The second refers to the responsibility of these superiors for their failure to prevent their subordinates to use such an epidemic or pandemic as a mean to commit crimes against humanity or war crimes. It is argued that, in order for superior responsibility to be attributed in these circumstances, a careful consideration on the theory of omission and the nature of superior responsibility is required

    Greek History as Environmental Performance: Iannis Xenakis’ Mycenae Polytopon and Beyond

    Get PDF
    Iannis Xenakis’ Mycenae Polytopon (1978) was a performance work of light, movement, and sound which took place at night, in early September, in a vast open air space of twenty five kilometers in the region of Argolis. This was the last of a series of site specific works, the Polytope that the distinguished composer and architect had presented internationally in the 1960s and 1970s.The Mycenae Polytopon engaged a large number of professional and amateur performers, from musicians and singers to soldiers and shepherds with flocks of sheep. The citadel of Mycenae, the neighboring archaeological sites of Argos and Tiryns, as well as the planes and mountains of Argolis became the site of a popular ceremony in this work, connecting ancient Greece to the technological era. The Mycenae Polytopon has attracted scholarly attentionrecently, in relation to cultural life in Greece in the immediate years following the fall of the 1967 junta, as well as more generally, in the context of research on the Polytope performances (Tsagkarakis 2013: Fayers 2011: Sterken 2007 and 2001: and especially Touloumi 2012 and 2009).1 The purpose of this study is to flesh out the significance of space and performance to Xenakis’ approach to history and national identity and to relate it to earlier and later environmentally sensitive art work in Greece, including the Delphic Festivals of the interwar period, the opening ceremony of the 2004 Olympics, as well as contemporary experimental performance. My study is relevant to recent scholarly attention on the impact of space and performance to the conception of national identity in modern Greece (Ioannidou 2010; Yalouri 2010; Papakonstantinou 2010; Fournaraki 2010; Van Steen 2002; Leontis 2001)

    Technical and chemical examination of the brass bucket with a hunting scene

    Get PDF
    Ο μεταλλικός κάδος με αρ. ευρ. 32553 που ανήκει στο Μουσείο Μπενάκη, μελετήθηκε με σκοπό να εξεταστεί η τεχνική κατασκευής και διακόσμησης του όπως και η σύσταση του μετάλλου κατασκευής, με σκοπό τα αποτελέσματα της εξέτασης να συγκριθούν με την ομάδα παρόμοιων κάδων στην οποία έχουν αναφερθεί η Μ. Mundell-Mango σε συνεργασία με άλλους ερευνητές. Χρησιμοποιήθηκαν διάφορες μέθοδοι ανάλυσης όπως Ακτινογράφηση, Φθορισμός με ακτίνες Χ (XRF), Ηλεκτρονικό Μικροσκόπιο Σάρωσης (SEM) και Μεταλλογραφικό μικροσκόπιο. Δυστυχώς από τις μεθόδους αυτές, μόνο ο φθορισμός ακτινών Χ είχε εφαρμοστεί για την εξέταση των υπόλοιπων κάδων. Πιο συγκεκριμένα η προσέγγιση των άλλων τομέων όπως η διαμόρφωση ή και η διακόσμηση, ήταν περισσότερο εμπειρική και βάσει αρχαιολογικών δεδομένων, και έτσι η πλησιέστερη σύγκριση της ομάδας των κάδων με τον κάδο του Μουσείου Μπενάκη, στηρίχτηκε ως επί το πλείστον στα αποτελέσματα της ανάλυσης της σύστασης τους. Πράγματι, η εφαρμογή των παραπάνω μεθόδων, δύο από τις οποίες απαιτούσαν την εξαγωγή δείγματος, επιβεβαίωσαν ότι ο κάδος του Μουσείου Μπενάκη ανήκει στην ομάδα των κάδων που μελετήθηκαν από τους Mundell-Mango et al. και τους Oddy και Craddock. Ο κάδος μορφοποιήθηκε με σφυρηλάτηση από την εσωτερική πλευρά και κυρίως από την εξωτερική με το χέρι (πιθανολογείται και η χρήση τόρνου). Το υλικό κατασκευής υποβλήθηκε σε μια σειρά από διαδοχικές ψυχρές κατεργασίες και ανοπτήσεις, δίνοντας έτσι το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι τελικές διεργασίες για την κατασκευή του σώματος του κάδου, συμπεριλαμβάνοντας και τη διακόσμηση του, είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική παραμένουσα παραμόρφωση στη μικροδομή του και ορισμένες παραμένουσες εσωτερικές καταπονήσεις. Το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρήθηκε στο δείγμα που αφαιρέθηκε από τη λαβή του κάδου. Το τελικό φινίρισμα (γυάλισμα) και οι διπλές διαχωριστικές γραμμές που δημιουργήθηκαν για να οριοθετήσουν την επιγραφή στην εξωτερική επιφάνεια, πραγματοποιήθηκαν στον τόρνο. Για τη διακόσμηση του χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικά είδη καλεμιών. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης της σύστασης του μετάλλου, προσδιόρισαν ένα κράμα κατασκευασμένο από χαλκό και ψευδάργυρο (ορείχαλκος) με την παρουσία και διάφορων άλλων ιχνοστοιχείων. Η σύσταση του κράματος αυτού καθώς και το ποσοστό συγκέντρωσης του ψευδαργύρου μέσα σε αυτό, υποδηλώνει ότι ο ορείχαλκος ήταν μάλλον προϊόν της αναγωγικής ενσωμάτωσης ψευδαργύρου με χαλκό (cementation process). Η εξέταση των βασικών στοιχείων κραμάτωσης του ορείχαλκου και των διάφορων ιχνοστοιχείων, δεν μπόρεσαν να αποδείξουν με βεβαιότητα την προέλευση του υλικού κατασκευής του κάδου. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η ύπαρξη των στοιχείων αυτών ταλαντεύεται μεταξύ της τυχαίας και της συνειδητής ενσωμάτωσης. Το υλικό ήταν προϊόν ανακύκλωσης, ήταν εμπορεύσιμο ή ήταν πρωτογενές που είχε παραχθεί σε κοντινά εργαστήρια; Και ποιο από τα δύο μέταλλα ο χαλκός ή ο ψευδάργυρος; Τα ερωτήματα αυτά δεν μπόρεσαν να υποδείξουν κάποιο συγκεκριμένο κέντρο παραγωγής του ορείχαλκου για την κατασκευή αυτού του κάδου καθώς και των υπολοίπων. Σύμφωνα με εικονογραφικές και ιστορικές αναφορές η Ανατολική Μεσόγειος έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην παραγωγή των κάδων. Οι μελέτες της σύστασης του ορείχαλκου γενικότερα, μπορούν να επιβεβαιώσουν τη χρήση αξιοσημείωτων πηγών του μεταλλεύματος στην περιοχή αυτή. Το Ομάν, η Μικρά Ασία, η Κύπρος μπορούσαν να προμηθεύσουν το υλικό για την κατασκευή των κάδων ως πρωτογενές (ορυκτό) ή δευτερογενές (ανακυκλωμένο, εμπορεύσιμο). Τελευταία εκδηλώνεται ένα έντονο ενδιαφέρον για την εξέλιξη της αρχαίας μεταλλουργίας στην Ανατολική Μεσόγειο και συγκεκριμένα στην Ανατολή, αλλά θα ήταν πραγματικά ενδιαφέρον να προσδιοριστούν πηγές για νεότερες χρονολογικές περιόδουςNo abstract (available)

    The golden kylix inv. no. 2108 of the Benaki Museum: Technical report

    Get PDF
    Με αφορμή την πρόσφατη μελέτη της Ειρήνης Παπαγεωργίου για τη χρυσή κύλικα αρ. ευρ. 2108 του Μουσείου Μπενάκη, κρίθηκε απαραίτητη η διερεύνηση της αυθεντικότητάς της μέσω της εξέτασης της τεχνολογίας κατασκευής, της διακόσμησης, της χημικής σύστασης του μετάλλου και της συνολικής κατάστασης διατήρησής της, καθώς και η ακριβέστερη χρονολόγηση του έργου που τοποθετείται στη μυκηναϊκή περίοδο, με βάση ορισμένα χαρακτηριστικά του. Καθοριστικό ρόλο στην όλη αυτή προσπάθεια διερεύνησης έπαιξε και η συσχέτιση των τεχνικών και των χημικών χαρακτηριστικών της κύλικας με αντικείμενα συγγενή, όσον αφορά το μέταλλο, το σχήμα και την πιθανή εποχή κατασκευής της. Επιλέχθηκαν τέσσερις χρυσές κύλικες (αρ. ευρ. 959, 957, 656, 427) και ένα χρυσό κύπελλο (αρ. ευρ. 8743) μυκηναϊκής περιόδου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, καθώς και επτά χρυσά κοσμήματα από τον Θησαυρό της Θήβας (αρ. ευρ. 2063, 2070, 2079, 2069α, 2080, 2068), μαζί με δύο χρυσά αντικείμενα (αρ. ευρ. 27515, 27516, Δωρεά Imre Somlyan) του Μουσείου Μπενάκη. Η κύλικα είναι κατασκευασμένη από τέσσερα ξεχωριστά φύλλα χρυσού, κατάλληλα μορφοποιημένα με την τεχνική της σφυρηλάτησης και ενωμένα. Τα τρία μέρη (σώμα, πόδι και βάση) είναι προσαρμοσμένα το ένα στο άλλο με σκληρή κόλληση, ενώ η λαβή με διακοσμητικά καρφιά (πλατιές εφηλίδες με πατούρα). Το σώμα κοσμείται με τρεις ανάγλυφους σκύλους, δουλεμένους κυρίως από την εξωτερική τους επιφάνεια, ενώ η λαβή με έκτυπα φύλλα κισσού, όπου έχει χρησιμοποιηθεί εργαλείο που φέρει στην απόληξή του το συγκεκριμένο σχήμα.Οι τεχνικές μορφοποίησης, διακόσμησης και σύνδεσης στην κύλικα χρονολογούνται από πολύ παλιά και δεν είναι τυχαίο ότι αναγνωρίστηκαν και στα άλλα αντικείμενα της μυκηναϊκής περιόδου. Υπάρχουν όμως ορισμένες ενδείξεις που θέτουν κάποιο προβληματισμό για τη γνησιότητα του αντικειμένου. Οι ενδείξεις αυτές αφορούν ειδικότερα τον αρχικό τρόπο κατασκευής της λαβής και της σύνδεσής της με το σώμα της κύλικας, το είδος της κόλλησης, τη σύσταση του μετάλλου κατασκευής, καθώς και τη γήρανση και τη φθορά της επιφάνειας. Αποδίδονται είτε σε τεχνολογικές εξαιρέσεις για την εποχή, είτε σε μη προσεγμένες εργασίες κατασκευής (κακοτεχνίες), ή ακόμη σε πιο σύγχρονες επεμβάσεις με σκοπό άλλοτε την επισκευή και άλλοτε την ηθελημένη μίμηση αρχαίων τεχνικών.Συγκεκριμένα, το πολύ μικρό κεντρικό ίχνος στην εσωτερική και την εξωτερική επιφάνεια της βάσης του σώματος υποδηλώνει, είτε τη στίλβωση επάνω στον τόρνο (διαδικασία όμως περισσότερο διαδεδομένη από τον 5ο αι. π.Χ. και μετά), είτε τη χρήση διαβήτη για λόγους αναφοράς σε διάφορες μετρήσεις κατά τα στάδια της μορφοποίησης.Τα εξώγλυφα παράλληλα ίχνη που εντοπίστηκαν στη λαβή της κύλικας ίσως παραπέμπουν σε πιο σύγχρονο τρόπο παραγωγής μεταλλικών φύλλων, υποδεικνύοντας τη χρήση κυλίνδρου, ο οποίος είχε ευρεία χρήση από τον 16ο αι., ή σύγχρονη επισκευή του συγκεκριμένου τμήματος.Ο τρόπος κατασκευής του σώματος της κύλικας από ένα ενιαίο φύλλο χρυσού είναι, από άποψη τεχνικής, συμβατός με την κατασκευή κοίλων αντικειμένωνκύλικες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, οι οποίες φέρουν πρόσθετο τμήμα στο σώμα τους. Το στοιχείο αυτό (το οποίο όμως μπορεί να θεωρηθεί ως εξαίρεση), μαζί με τον τρόπο κατασκευής του χείλους (στην εξωτερική επιφάνεια του οποίου εντοπίστηκαν ίχνη που αποδίδονται σε σύγχρονη πένσα και όχι σε σφυρηλάτηση), καλλιεργεί κάποιες επιφυλάξεις ως προς την αυθεντικότητα του αντικειμένου. Βέβαια, στην περίπτωση του χείλους τα ίχνη αυτά θα μπορούσαν να οφείλονται σε νεότερη επισκευή και όχι σε σύγχρονο τρόπο κατασκευής.Η μορφή των καρφιών (πλατιές εφηλίδες ημισφαιρικού σχήματος με πατούρα), καθώς και ο τρόπος στερέωσής τους –ιδίως των δύο με γύρισμα του ενός άκρου τους στο τέλος– διαφοροποιούνται από τα καρφιά των τεσσάρων κυλίκων (πλατιές εφηλίδες χωρίς πατούρα) και τον τρόπο προσαρμογής τους (με μικρού μεγέθους και κυκλικού σχήματος εφηλίδες). Επίσης ο τρόπος κατασκευής των καρφιών (κοπή και λιμάρισμα των κεφαλών και του άκρου της ράβδου με ψαλίδι) είναι διαφορετικός και όχι τόσο διαδεδομένος τη μυκηναϊκή περίοδο. Η διαφορά θα μπορούσε να αποδοθεί σε μεταγενέστερη επέμβαση, εάν η κύλικα είχε ανακαλυφθεί με κατεστραμμένους συνδέσμους. Όμως η χημική ανάλυση του μετάλλου κατασκευής των συνδέσμων δεν απέδειξε κάτι τέτοιο.Η κόλληση (κράμα χρυσού - αργύρου - χαλκού), βάσει της σύστασής της, μπορεί να θεωρηθεί αυθεντική, παρότι το χρώμα της διαφέρει από αυτό της κόλλησης που έχει χρησιμοποιηθεί στις άλλες κύλικες (πιθανότατα έχει επιλεγεί ένα κράμα με αυξημένο ποσοστό χαλκού ή η κολλοειδής σκληρή κόλληση). Άλλωστε τέτοια κράματα ήταν διαδεδομένα στην αρχαιότητα. Το υψηλό σημείο τήξης όμως, λόγω της χαμηλής περιεκτικότητας σε άργυρο και χαλκό, είναι στοιχείο που συμφωνεί με ένα πιο συμβατικό ίσως νεότερο είδος σκληρής κόλλησης.Το μέταλλο κατασκευής της κύλικας είναι σκληρό σε αντίθεση με τις κύλικες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, όπου ο χρυσός φαίνεται πιο εύπλαστος, χαρακτηριστικό της φυσικής γήρανσης ενός σκληρού αρχικά μετάλλου από τα επαναλαμβανόμενα στάδια ψυχρηλασίας, με λεπτά στρώματα διάβρωσης.Οι μικρορωγμές και οι “κρύσταλλοι’’ που παρατηρήθηκαν στην επιφάνεια της κύλικας, καθώς και το ζάρωμα του μετάλλου δεν εντοπίστηκαν και στα αντικείμενα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Οι ενδείξεις αυτές συνιστούν μάλλον αποτέλεσμα είτε μη ελεγχόμενων τεχνικών μορφοποίησης και καθαρισμού, είτε επιδιωκόμενης προσπάθειας μίμησης ενός μετάλλου με “ρωγμώδη διάβρωση’’ και γερασμένη όψη.Στην περίπτωση, πάντως, που τα παραπάνω χαρακτηριστικά οφείλονται σε κακοτεχνία, παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η λείανση και η στίλβωση, που προφανώς ακολούθησαν και ολοκλήρωσαν την κατασκευή, δεν τα εξάλειψαν τα εξομάλυναν που παρατηρήθηκαν ως ένδειξη τέτοιων διεργασιών, πρέπει πιθανώς να αποδοθούν στη χρήση γυαλόχαρτου βέβαια δεν κατατάσσεται στην κατηγορία των αρχαίων λειαντικών, αλλά ίσως συνιστά  νεότερη επέμβαση.Το κοκκινωπό υλικό που παρουσιάζεται σε κάποιες περιοχές της επιφάνειας, ενδεχομένως συνδέεται με ίχνη χώματος από το περιβάλλον ταφής, χωρίς τα ίχνη αυτά βέβαια να αποτελούν αξιόπιστα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την παραμονή του αντικειμένου για μεγάλο χρονικό διάστημα στο έδαφος. Η λιπαρή υφή του υλικού παραμένει ανερμήνευτη.Όσον αφορά το κράμα κατασκευής της κύλικας είναι υψηλής καθαρότητας, με πολύ μικρά ποσοστά αργύρου και χαλκού. Ένα τέτοιο κράμα με αυτά τα ποσοστά εντάσσεται είτε στην κατηγορία του αυτογενούς χρυσού, είτε στην κατηγορία του εξευγενισμένου χρυσού. Η αλήθεια είναι ότι τέτοια ποσοστά ανιχνεύονται συχνότερα σε εξευγενισμένο χρυσό, καθώς οι περισσότερες μέχρι τώρα αναλύσεις της σύστασης αντικειμένων που χρονολογούνται σε περιόδους πριν από την εποχή της νομισματοκοπίας –συμπεριλαμβανομένων και αυτών του Αρχαιολογικού Μουσείου– διαφοροποιούνται από εκείνες αντικειμένων που ανήκουν σε μεταγενέστερες περιόδους, ακόμα και σε σύγχρονες. Παρά ταύτα, ο χρυσός της κύλικας και η περιεκτικότητά του σε άργυρο θα μπορούσε να καταταχθεί στις εξαιρέσεις για πρωτογενή χρυσό, εφόσον ο αριθμός των αναλυμένων αντικειμένων με πιστοποιημένη προέλευση και χρονολόγηση για την περίοδο που μας ενδιαφέρει είναι πολύ περιορισμένος, ώστε να έχει κανείς ολοκληρωμένη άποψη για τη σύσταση του πρωτογενούς χρυσού.Με βάση τον γενικότερο προβληματισμό που υπάρχει, καθώς και τη διατύπωση τόσο πολλών αντικρουόμενων απόψεων γίνεται προφανής η δυσκολία τόσο ως προς την οριστική επίλυση του ζητήματος της γνησιότητας της κύλικας του Μουσείου Μπενάκη, όσο και ως προς την ένταξή της σε ενιαίο σύνολο με κοινά στυλιστικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά.No abstract

    People and plant entanglements at the dawn of agricultural practice in Greece: an analysis of the Mesolithic and early Neolithic archaeobotanical remains

    Get PDF
    Investigation of the incipience of agriculture in Greece employing archaeobotanical remains is a challenging field of inquiry, aiming at gaining insights into the complex socio-economic transformations that gradually shaped the way of Neolithic life. Yet, primary archaeobotanical evidence dating to the 7th and early 6th millennium BCE from Greece still remains scarce and, to a certain degree, incomplete as regards the kind of information it can provide. This paper forms anew an approach to explore aspects of early agricultural practices in Greece on the basis of plant macroremains. The aim is to set the Mesolithic background against which the Early Neolithic archaeobotanical dataset is then fully reviewed. In doing so we first introduce new Mesolithic and early Neolithic data (Theopetra in Thessaly, and Revenia and Paliambela in Macedonia) and we then provide a critical overview of all other sites in Greece dated to these periods, to ultimately set new 'seeds' for future research on the incipience of agriculture in the area
    corecore