24 research outputs found
A study on affect model validity : nominal vs ordinal labels
The question of representing emotion computationally remains largely unanswered: popular
approaches require annotators to assign a magnitude (or a class) of some emotional
dimension, while an alternative is to focus on the relationship between two or more options.
Recent evidence in affective computing suggests that following a methodology of ordinal
annotations and processing leads to better reliability and validity of the model. This paper
compares the generality of classification methods versus preference learning methods
in predicting the levels of arousal in two widely used affective datasets. Findings of this
initial study further validate the hypothesis that approaching affect labels as ordinal data
and building models via preference learning yields models of better validity.peer-reviewe
Deep learning for procedural content generation
Summarization: Procedural content generation in video games has a long history. Existing procedural content generation methods, such as search-based, solver-based, rule-based and grammar-based methods have been applied to various content types such as levels, maps, character models, and textures. A research field centered on content generation in games has existed for more than a decade. More recently, deep learning has powered a remarkable range of inventions in content production, which are applicable to games. While some cutting-edge deep learning methods are applied on their own, others are applied in combination with more traditional methods, or in an interactive setting. This article surveys the various deep learning methods that have been applied to generate game content directly or indirectly, discusses deep learning methods that could be used for content generation purposes but are rarely used today, and envisages some limitations and potential future directions of deep learning for procedural content generation.Presented on: Neural Computing and Application
Ανάπτυξη μεθόδων ανάλυσης ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος με χρήση μοντέλων συνδεσιμότητας και μεγεθών εντροπίας
The purpose of the present Ph.D. thesis is to develop and apply advanced algorithms for EEG/ERP signal analysis in order to study neurophysiological alterations associated with dyslexia. The used methods aim at a reliable analysis of synchronization, causal connectivity and complexity of EEG/ERP signals and are evaluated on both synthetic and real EEG/ERP signals of dyslexics and controls, acquired during Wechsler auditory test.
First, the conventional components of ERP waveforms (peak amplitudes, latencies) are studied. Statistical analysis points out that dyslexics’ signals present significantly lower N100 amplitudes which are known to be associated with memory performance. An important parameter in dyslexia is the pre-attentive reaction time to auditory stimuli which is reflected through P50 latency and is found to be significantly prolonged at specific electrodes.
Energy differentiations in time-frequency between the two groups (dyslexics and controls) are examined, enabling study of the temporal changes of ERP content. Various second order and adaptive time-frequency methods are comparatively assessed in terms of their accuracy in representing temporally changing spectra. Matching pursuit is proved to be quite effective in cross terms suppression and representation of energy peaks. Significant energy differentiations at delta (0-4 Hz), theta (5-7 Hz), alpha (8-13 Hz) and beta (14-30 Hz) frequency bands are detected, through a methodology of statistical evaluation based on normalization and multiple comparisons correction methods.
The presence of significant energy differentiations may be the result of differing functional connectivity patterns between the two groups (controls, dyslexics). In order to study causal connectivity patterns, the multivariate autoregressive model is estimated using the Yule-Walker, Burg and Least Squares methods, with Burg and Least Squares proved to provide superior performance in terms of prediction error. A new measure for the estimation of direct causal interactions is proposed, which is based on the combination of the full frequency directed transfer function and the partial directed coherence, exhibiting spectral properties similar with those of the involved signals, and increased efficiency in suppressing false and non direct flows. Study of rest EEG connectivity patterns, by means of the new connectivity measure, revealed differentiations in specific activity flows between the two groups under study (controls and dyslexics).
In order to calculate coupling measures of non-stationary signals, like ERP, the dynamic autoregressive model is used and its ability to accurately represent rapid changes of causal interactions is assessed using short window and adaptive Kalman filter approaches. The superiority of the Kalman filter approach in terms of the accuracy provided in the estimation of the model’s autoregressive parameters is demonstrated on both synthetic and real EEG/ERP signals.
Furthermore, the predictability/complexity of EEG/ERP time-series of dyslexics versus controls was studied, using measures of spectral and approximate entropy. Spectral entropy and its modifications quantify the spectral complexity of time-series and are related with synchronization and dominance of specific frequency bands. In order to study the temporal evolution of signals’ spectral complexity, wavelet transform and optimal kernel approaches were used, and the superiority of the latter concerning its ability to discriminate the two groups was demonstrated. The representation through optimal kernel permits the adjustment to each analyzed signal, a property that is quite important in analyzing data characterized by intense variablility. Finally, through approximate entropy, the presence of differentiations in predictability of EEG time series related with single electrodes or pairs of electrodes is studied, demonstrating that dyslexics’ signals are characterized by more predictable patterns.Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η ανάπτυξη και η εφαρμογή εξελιγμένων αλγορίθμων ανάλυσης ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος ηρεμίας (rest EEG) και προκλητών δυναμικών (ERP) για την εξαγωγή νευροφυσιολογικών συμπερασμάτων σχετικά με νευρολογικές/ψυχιατρικές ασθένειες. Οι τεχνικές που αναπτύσσονται εφαρμόζονται τόσο σε συνθετικά σήματα όσο και σε πραγματικά σήματα μαρτύρων και ατόμων με δυσλεξία, που υποβάλλονται στην ακουστική δοκιμασία Wechsler.
Αρχικά μελετούνται τα συμβατικά χαρακτηριστικά προκλητών δυναμικών που αποτελούνται από τα πλάτη των κορυφώσεων και τους λανθάνοντες χρόνους πραγματοποίησής τους μετά το ερέθισμα. Μέσω στατιστικών αναλύσεων αναδεικνύεται ότι τα άτομα με δυσλεξία παρουσιάζουν σημαντικά μικρότερο πλάτος κορύφωσης N100 το οποίο μάλιστα συσχετίζεται με την απόδοση μνήμης. Επίσης, ο προσυνειδητός χρόνος απόκρισης στα ηχητικά ερεθίσματα παρουσιάζεται σε συγκεκριμένα ηλεκτρόδια σημαντικά παρατεταμένος σε άτομα με δυσλεξία.
Οι ενεργειακές διαφοροποιήσεις στα φάσματα EEG/ERP προσφέρουν σημαντική πληροφορία σχετικά με το βαθμό ενεργοποίησης των διαφόρων περιοχών του εγκεφάλου. Η ανάλυση ενεργειακών διαφοροποιήσεων πραγματοποιείται στο πεδίο χρόνου-συχνότητας, αναδεικνύοντας χρονικές μεταβολές του φασματικού περιεχομένου. Στο πλαίσιο αυτό, αξιολογούνται συγκριτικά τεχνικές αναπαράστασης χρόνου-συχνότητας τόσο δεύτερης τάξης όσο και προσαρμοστικές. Ο αλγόριθμος matching pursuit αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποτελεσματικός στη μείωση των διαγώνιων όρων και στην ανάδειξη ενεργειακών κορυφών. Για τη στατιστική αποτίμηση των ενεργειακών διαφορών στις ζώνες συχνοτήτων δ (0-4 Hz), θ (5-7 Hz), α (8-13 Hz), β (14-30 Hz), προτείνεται μεθοδολογία βασισμένη στο συνδυασμό μεθόδων κανονικοποίησης και διόρθωσης πολλαπλών συγκρίσεων
Η ύπαρξη σημαντικών ενεργειακών διαφοροποιήσεων ενδεχόμενα είναι απόρροια του διαφορετικού τρόπου λειτουργικής συνδεσιμότητας μεταξύ των δύο μελετούμενων ομάδων (μαρτύρων, ατόμων με δυσλεξία). Για το σκοπό αυτό, υπολογίζονται μεγέθη συνδεσιμότητας και αιτιότητας μεταξύ ηλεκτροεγκεφαλογραφικών καταγραφών, με χρήση του μοντέλου πολλαπλής παλινδρόμησης σε συνδυασμό με τις μεθόδους εκτίμησης Yule-Walker, Burg και Least Squares, καταδεικνύοντας την ανωτερότητα των δύο τελευταίων όσον αφορά στην ακρίβεια πρόβλεψης. Μετά από εκτεταμένη συγκριτική αξιολόγηση των μεγεθών αιτιότητας, προτείνεται ένα νέο μέγεθος ανάδειξης των άμεσων ροών δραστηριότητας, το οποίο βασίζεται στο συνδυασμό της κατευθυνόμενης συνάρτησης μεταφοράς πλήρους φάσματος και της μερικής κατευθυνόμενης συμφωνίας. Το μέγεθος αυτό αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποδοτικό στη μείωση ψευδών ή μη άμεσων ροών και παρουσιάζει φασματικές ιδιότητες παρόμοιες με αυτές των εμπλεκόμενων κυματομορφών. Η εφαρμογή του σε ηλεκτροεγκεφαλογράφημα ηρεμίας, όπου ικανοποιείται η συνθήκη στασιμότητας, οδηγεί στην ανάδειξη διαφοροποιήσεων σε συγκεκριμένες ροές δραστηριότητας. Στην περίπτωση μη στάσιμων χρονοσειρών, όπως είναι τα προκλητά δυναμικά, χρησιμοποιείται δυναμικό μοντέλο πολλαπλής παλινδρόμησης για την εκτίμηση των μεγεθών σύζευξης. Μελετάται η ικανότητας αναπαράστασης γρήγορα μεταβαλλόμενων αιτιακών σχέσεων, με χρήση τόσο της προσέγγισης μικρού χρονικού παραθύρου όσο και προσαρμοζόμενων φίλτρων Kalman. Η μελέτη περιλαμβάνει την επίδραση του επιπέδου θορύβου, του συντελεστή προσαρμογής και της χρονικής μεταβολής των συνδέσεων του προτύπου συνδεσιμότητας. Το φίλτρο Kalman αποδεικνύεται ιδιαίτερα ακριβές στην εκτίμηση της χρονικής εξέλιξης των συντελεστών του μοντέλου τόσο σε συνθετικά όσο και σε πραγματικά ηλεκτροεγκεφαλογραφικά δεδομένα.
Επιπλέον, μελετήθηκε η προβλεψιμότητα/πολυπλοκότητα των χρονοσειρών, με χρήση μεγεθών φασματικής και προσεγγιστικής εντροπίας. Η φασματική εντροπία και οι παραλλαγές της αποτελούν μεγέθη που αναδεικνύουν τη φασματική πολυπλοκότητα μιας χρονοσειράς και σχετίζονται με φαινόμενα συγχρονισμού και επικράτησης συγκεκριμένων ζωνών συχνοτήτων. Επειδή χρειάζεται να μελετηθεί η χρονική εξέλιξη της πολυπλοκότητας αυτής, τα μεγέθη αυτά υπολογίζονται τόσο με χρήση μετασχηματισμού κυματιδίου όσο και με χρήση βέλτιστου πυρήνα, καταδεικνύοντας την ανωτερότητα του τελευταίου στο διαχωρισμό μεταξύ των δύο ομάδων (μαρτύρων, ατόμων με δυσλεξία). Η αναπαράσταση με χρήση βέλτιστου πυρήνα επιτρέπει την προσαρμογή του πυρήνα σε κάθε υπό ανάλυση σήμα, κάτι το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία σε περιπτώσεις που παρατηρείται έντονη διακύμανση μεταξύ των καταγραφών. Τέλος, μέσω της προσεγγιστικής εντροπίας μελετάται η ύπαρξη όμοιων προτύπων παρατηρήσεων κατά μήκος των χρονοσειρών τόσο σε συγκεκριμένα ηλεκτρόδια όσο και μεταξύ ηλεκτροδίων.
Οι μέθοδοι που παρουσιάζονται στο πλαίσιο της παρούσας διδακτορικής διατριβής συμβάλλουν στην πιο αντικειμενική και αξιόπιστη μελέτη συγχρονισμού, αιτιακών σχέσεων και πολυπλοκότητας κατά την ανάλυση ηλεκτροεγκεφαλογραφικών καταγραφών
Χωροθετική ανάλυση εκπαιδευτικών μονάδων: εφαρμογή στο Δήμο Νέας Φιλαδέλφειας
105 σ.Θέμα της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η ανάλυση χωροθέτησης των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών περιφερειών των τριών βαθμίδων εκπαίδευσης του Καλλικρατικού δήμου Νέας Φιλαδέλφειας του Νομού Αττικής. Η διαδικασία πραγματοποιήθηκε με χρήση του λογισμικού ArcGIS 9.3.
Πρώτο βήμα στην εργασία αποτέλεσε η κατανόηση και ο καθορισμός του προβλήματος, δηλαδή η αξιολόγηση της υπάρχουσας κατάστασης των εκπαιδευτικών περιφερειών και των θέσεων των σχολείων, καθώς και η μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Στην συνέχεια εντοπίστηκε και περιγράφηκε η περιοχή μελέτης και ξεκίνησε η συλλογή των δεδομένων, από τις αρμόδιες υπηρεσίες, όπως η στατιστική υπηρεσία και οι αντίστοιχοι δημόσιοι φορείς. Έγινε η αξιολόγηση και οπτικοποίηση των δεδομένων και ακολούθησε η επεξεργασία τους με στόχο την δημιουργία πινάκων, χαρτών και στατιστικών δεδομένων. Τα βασικότερα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν ήταν η ανάλυση δικτύων (network analysis), η μέθοδος της εγγύτερης γειτνίασης (average nearest neighbor), η μέθοδος του χωρικού μέσου (mean center) και η δημιουργία εγγύτερων πολυγώνων.
Ακολούθησε η ερμηνεία των παραγόμενων αποτελεσμάτων που οδήγησε στην ανεύρεση των προβλημάτων της υπάρχουσας κατάστασης, όπως είναι η παρουσία περιοχών μη εξυπηρέτησης, η μικρή διασπορά των σχολικών μονάδων, η ανισομερής κατανομή των εκπαιδευτικών περιφερειών, η έλλειψη επαρκούς αριθμού σχολείων καθώς και η ανεπάρκεια των δυναμικών τους. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω προβλημάτων, έγιναν συγκεκριμένες θεωρητικές προτάσεις για την αντιμετώπισή τους, όπως συγχωνεύσεις σχολείων ή σχολικών περιφερειών, δημιουργία καινούργιων σχολείων και ανασχεδιασμός των περιφερειών. Οι λύσεις που προτείνονται, προκειμένου να εφαρμοσθούν, απαιτούν και ένα μεταγενέστερο στάδιο λεπτομερέστερης ανάλυσης για λήψη επιπρόσθετων δεδομένων τα οποία δεν είχαμε στην διάθεσή μας κατά την διάρκεια εκπόνησης αυτής της μελέτης.Γεώργιος Α. Γιαννακάκη
Asymptomatic pulmonary embolism in patients with symptomatic deep vein thrombosis of the extremities: Three year results of a prospective study
Objective: Symptomatic pulmonary embolism (PE) has been associated with high morbidity and mortality. However, data on the clinical impact of AsPE on patients with known deep vein thrombosis (DVT) are limited in literature.
Methods: Patients treated in our institution for symptomatic DVT without any symptoms or signs of PE were prospectively included in this study. The diagnosis of DVT was verified using colored Duplex ultrasonography based on international guidelines. All patients underwent a thorax-computed angiography in order to detect cases with AsPE. Basic characteris- tics of all patients and major outcomes were compared between patients with DVT and no PE and patients with DVT plus AsPE. Mean follow-up was 3 +/- 0.32 years.
Results: AsPE was detected overall in 39 patients (32%). The majority (37%) of patients reported long-lasting bed rest/im- mobility, 15% had a neoplasia, although 32% of patients did not have any typical DVT risk factor. There was no difference regarding age, gender, location of thrombosis or typical risk factors. Basic serum parameters did not differ between the two groups, either. However, more patients with PE showed d-dimer values of <5mg/l compared to patients with DVT only (p=0.017). Deaths from all causes and total days of initial hospitalization did not differ between the two groups. However, AsPE was found to be a risk factor both for new symptomatic PE (RR = 5.675, CI 95% [1.592 and ndash; 20.233], p = 0.0074) as well as readmission to hospital (RR = 2.736, CI 95% [1.523 and ndash; 4.915], p = 0.0008).
Conclusions: AsPE occurs frequently in patients with symptomatic DVT, although neither typical risk factors nor the lo- cation of DVT seem to be associated with its presence. Therefore, early recognition of AsPE as well as close long-term monitoring is necessary to reduce possible recurrence and readmission. [Arch Clin Exp Surg 2016; 5(3.000): 138-143
Research progress in the application of inferior vena cava filter on acute venous thrombosis
Anticoagulant therapy using heparins or per os vitamin K antagonists has been the treatment of choice in patients with venous thromboembolic disease for decades. However, the introduction of inferior vena cava (IVC) filters recently has provided new therapeutic choices appropriate for specific groups of patients with venous thromboembolic disease. This review aims to present all current evidence on the indications and precautions for the proper IVC filters utilization. There is still a great challenge in identifying the proper populations that would benefit from an IVC filter implantation or extraction. New randomized trials are needed to produce safe and clear guidelines of proper use