89 research outputs found
The contribution of landscape architecture in the assessment of wetland landscapes of protected areas with the use of GIS: the case of lake Pamvotis
Ecological balance conservation is considered necessary in the framework of achieving sustainable development. Vital functions are performed in wetland landscapes, such as flood control, sediment retention, absorption of nutrients and biodiversity support, replenishment of water supplies, carbon dioxide absorption, heat storage and release, that are crucial in maintaining ecological balance but are also valuable to people in various ways. These fragile ecosystems are suffering extensive degradation in our country, especially where anthropogenic pressure is intense and land use changes are extensive. Assessment of these particular landscapes is the first step towards their protection, proper management and sustainable development. This thesis aims at providing an easy-to-use methodological framework for ecological assessment of wetland landscapes of Protected Areas. Achievement of this goal is obtained through extensive analytical study of landscape evaluation methods as well as through research of the link between landscape ecology and landscape architecture. Addressing environmental problems at landscape level, or extending the study to a larger scale as landscape ecology proposes, can be considered an element of originality. In addition, as it is the first time a landscape ecological assessment is implemented in Greece, it will provide knew knowledge and theoretical documentation on the specificities of its application in Greece. What is also considered important is the construction of a suitable GIS as a landscape assessment tool as well as the synthetic process of determining the final maps.Four successive stages to determine the most important ecological areas are distinguished:Stage 1: defining the assessment areaStage 2: recording and analysing of the current situationStage 3: developing an appropriate GISStage 4: utilization of the resultsThe proposed methodology is applied to the wetland landscape of the Protected Area of Lake Pamvotis, located in the prefecture of Ioannina in northwestern Greece. Lake Pamvotis watershed is experiencing rapid habitat loss and fragmentation, water quality degradation and water balance disturbance as well as pollution, from the growing trend of urban development.The aim of the present case study was to identify the "most valued” areas for biodiversity conservation and the lake protection, so that future measures for protection, management and enhancement are focused in these particular areas. It aspires to be a useful tool and guide to Management Authority of Lake Pamvotis. The methodology uses Geographic Information systems (GIS), with input data such as land cover, land use, road networks, drainage network, NATURA sites, basin border, biological surveys, local government boundaries etc. and produces spatially distributed information on ecologically important areas.It was found that a significant part of the basin remains fairly undisturbed and should be preserved as such by all means. The methodology for assessing wetland landscape protected areas appeared to be workable, reliable and efficient for the identification of ecologically sensitive areas in the basin. Thus it can function as a tool for proper management of wetlands and spatial planning. Finally, ways to implement the results of the study are suggested in order to contribute to the sustainable development of the wetland landscape of Lake Pamvotis.Στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης αειφόρου ανάπτυξης θεωρείται αναγκαία η διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας. Στα υγροτοπικά τοπία επιτελούνται ζωτικές λειτουργίες όπως έλεγχος πλημμύρων, παγίδευση ιζημάτων, στήριξη τροφικών πλεγμάτων και κατά επέκταση της βιοποικιλότητας, εμπλουτισμός νερού, απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα, αποθήκευση και απελευθέρωση θερμότητας, που συμβάλλουν καθοριστικά στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας, αλλά και συνεπάγονται τελικά πολλαπλές αξίες για τον ίδιο τον άνθρωπο. Η υποβάθμιση αυτών των ευαίσθητων οικοσυστημάτων έχει λάβει στη χώρα μας ανησυχητικές διαστάσεις ειδικά όπου ασκούνται έντονες ανθρωπογενείς πιέσεις και εκτενείς αλλαγές στις χρήσεις γης. Η αξιολόγηση αυτών των ιδιαίτερων τοπίων είναι το πρώτο βήμα για την προστασία τους, την κατάλληλη διαχείριση και την αειφόρο ανάπτυξή τους.Η διατριβή στοχεύει στη διαμόρφωση ενός εύχρηστου μεθοδολογικού πλαισίου για οικολογική αξιολόγηση υγροτοπικών τοπίων Προστατευόμενων Περιοχών. Η επίτευξη του παραπάνω στόχου πραγματοποιείται μέσω της εκτενούς αναλυτικής μελέτης μεθόδων αξιολόγησης τοπίου, αλλά και της διερεύνησης της σύνδεσης μεταξύ αρχιτεκτονικής τοπίου και οικολογίας τοπίου. Στοιχείο πρωτοτυπίας μπορεί να θεωρηθεί η αντιμετώπιση περιβαλλοντικών προβλημάτων σε επίπεδο τοπίου, ή η διεύρυνση μελέτης σε μεγαλύτερες κλίμακες όπως προτείνει η οικολογία τοπίου. Επιπλέον, καθώς η οικολογική αξιολόγηση τοπίου εφαρμόζεται για πρώτη φορά, θα προσφέρει νέα γνώση και θεωρητική τεκμηρίωση για τις ιδιαιτερότητες εφαρμογής στον ελλαδικό χώρο. Σημαντική είναι και η δημιουργία κατάλληλου GIS ως εργαλείου αξιολόγησης τοπίου και η συνθετική διαδικασία προσδιορισμού των τελικών χαρτών.Διακρίνονται τέσσερα διαδοχικά στάδια για τον προσδιορισμό των πιο αξιόλογων οικολογικά περιοχών:Στάδιο 1.: Ορισμός περιοχής αξιολόγησηςΣτάδιο 2.: Καταγραφή και ανάλυση υπάρχουσας κατάστασηςΣτάδιο 3.: Δημιουργία κατάλληλου Γεωγραφικού Συστήματος ΠληροφοριώνΣτάδιο 4.: Αξιοποίηση αποτελεσμάτωνΗ προτεινόμενη μεθοδολογία εφαρμόζεται στο υγροτοπικό τοπίο της Προστατευόμενης Περιοχής της λίμνης Παμβώτιδας, που βρίσκεται στο νομό Ιωαννίνων στη Β.Δ. Ελλάδα. Η λεκάνη απορροής Λίμνης Παμβώτιδας, λόγω της αυξανόμενης τάσης αστικής ανάπτυξης του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων, βιώνει ραγδαία απώλεια ενδιαιτημάτων και κατακερματισμό, υποβάθμιση της ποιότητας νερού και διατάραξη του υδατικού ισοζυγίου της λίμνης, ρύπανση. Στόχος της μελέτης εφαρμογής είναι ο προσδιορισμός των «πολυτιμότερων» περιοχών για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και την προστασία της λίμνης, ώστε εκεί να επικεντρωθούν μελλοντικά μέτρα προστασίας, διαχείρισης και ανάδειξης. Φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο και οδηγό για το Φορέα Διαχείρισης Λίμνης Παμβώτιδας. Στη μεθοδολογία χρησιμοποιούνται ΓΣΠ (GIS), με δεδομένα εισόδου όπως εδαφοκάλυψη, χρήσεις γης, οδικά δίκτυα, υδρογραφικό δίκτυο, περιοχή NATURA, λεκάνη απορροής, βιολογικές έρευνες, όρια Ο.Τ.Α. κ.ά. και παράγονται χωρικά κατανεμημένες πληροφορίες που αφορούν τις σημαντικές από οικολογικής απόψεως περιοχές.Διαπιστώθηκε ότι ένα σημαντικό μέρος της λεκάνης απορροής παραμένει αρκετά αδιατάρακτο και πρέπει να διαφυλαχτεί με κάθε τρόπο. Η μεθοδολογία για την αξιολόγηση υγροτοπικών τοπίων Προστατευόμενων περιοχών φάνηκε ότι είναι εφαρμόσιμη, αξιόπιστη και αποδοτική για τον προσδιορισμό των ευαίσθητων οικολογικά περιοχών, σε επίπεδο λεκάνης απορροής. Έτσι μπορεί να αποτελέσει ένα εργαλείο για την κατάλληλη διαχείριση των υγροτόπων αλλά και το χωροταξικό σχεδιασμό. Τέλος προτείνονται τρόποι αξιοποίησης των αποτελεσμάτων της μελέτης που θα συμβάλλουν στην αειφόρο ανάπτυξη του υγροτοπικού τοπίου της Λίμνης Παμβώτιδας
Είναι πάντοτε ένα αιμορραγικό εξάνθημα αιματολογικό νόσημα;
Τα αιμορραγικά εξανθήματα αποτελούν δερματολογικές εκδηλώσεις που απαντώνται πολύ συχνά στην καθημερινότητα και μπορεί να είναι ήσσονος σημασίας, μπορεί όμως να υποδηλώνουν απειλητικές για τη ζωή καταστάσεις. Πολλοί παθογενετικοί μηχανισμοί εμπλέκονται στην εμφάνιση των πορφυρικών εξανθημάτων όπως τραυματισμοί, θρομβοπενία, χρήση αντιπηκτικών φαρμάκων, σηπτικά έμβολα ως επιπλοκή σε λοιμώξεις καθώς και αγγειοπάθειες που σχετίζονται με διαταραχές πήξης. Τα παραπάνω οδηγούν σε εξαγγείωση αίματος στην επιδερμίδα.
Τα αιματολογικά νοσήματα με τις διαταραχές των αιμοπεταλίων, αλλά και τις διαταραχές πήξης, οδηγούν συχνά σε αιμορραγική διάθεση που μπορεί να εκδηλώνεται με ευρήματα από το δέρμα. Οι αιματολογικές κακοήθειες και τα θεραπευτικά φάρμακα των αιματολογικών νοσημάτων ή άλλα, όπως τα αντιπηκτικά, μπορεί να οδηγούν σε ανάπτυξη αιμορραγικών εξανθημάτων. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να διερευνηθούν τα νοσήματα που εμφανίζονται με πορφυρικές βλάβες.
Η διαφορική διάγνωση όλων αυτών των καταστάσεων είναι πολύ σημαντική για την λήψη σωστών θεραπευτικών αποφάσεων. Μερικά χαρακτηριστικά των βλαβών, όπως ο αριθμός, η εντόπιση και η μορφολογία, συμβάλλουν στο να διαμορφωθεί μια ικανή κλινική υπόθεση και στο να αξιολογηθεί η σοβαρότητα μίας κατάστασης. Σε αυτή τη διπλωματική εργασία αναφέρονται οι μηχανισμοί σχηματισμού των αιμορραγικών εξανθημάτων, καθώς επίσης περιγράφονται τα συμπτώματα και η κλινική εικόνα των εμπλεκόμενων νοσημάτων με χρήση αλγορίθμων ώστε η διαφορική διάγνωση να είναι στοχευμένη και άρα να είναι γρηγορότερη και ευκολότερη η λήψη της τελικής θεραπευτικής απόφασης βάσει της διάγνωσης.Hemorrhagic rashes are skin conditions that are observed in the clinical everyday life very often and could be from harmless to life threatening. Many pathogenetic processes lead to the appearance of purpuric exanthems such as mechanical trauma, thrombocytopenia, use of anticoagulant medicine, the mechanisms resulting in cutaneous small vessel vasculitis, septic emboli as a complication of infections and vascular coagulopathies. All this situations lead to cutaneous hemorrhage.
Hematologic diseases with platelet disorders or coagulation deficiencies lead to spontaneous hemorrhage. In this aspect skin as an organ is also affected and purpura is the result. Nonetheless many medicines that are daily used by hematologists as anticoagulant therapy, as well as medicines used to treat hematological diseases but have as a side effect hemorrhage and hematological cancers also can lead to hemorrhagic efflorescences from the skin. Goal of this essay is to dig deeper on the rest of the causes that lead to hemorrhagic exanthems.
The differential diagnosis of this mechanisms plays an important role in taking the right therapeutical decision. Some of the features of the lesions like the number, the distribution and the morphology could give important clues in manifesting a probable clinical hypothesis. They also help in understanding the severity of a medical state. In this diploma essay we try to clarify all the pathways connected to hemorrhagic diathesis. We describe the symptoms and the clinical profile of the diseases involved, in such a way that the differential diagnosis could be minimized, algorithmic like and in the end we could reach the goal of the easiest and fastest endpoint diagnosis in order to give the best medical help
Consumption of a functional fermented milk containing collagen hydrolysate improves the concentration of collagen-specific amino acids in plasma
International audienceClinical studies have shown that collagen hydrolysate (CH) may be able to protect joints from damage, strengthen joints, and reduce pain from conditions like osteoarthritis. CH is a collection of amino acids and bioactive peptides, which allows for easy absorption into the blood stream and distribution in tissues. However, although various matrices have been studied, the absorption of specific amino acids from CH added to a fresh fermented milk product (FMP) was not studied. The primary objective of the present study was to compare the plasma concentrations of four representative amino acids from the CH (glycine, proline, hydroxyproline, and hydroxylysine) contained in a single administration of a FMP with that of a single administration of an equal amount of neat hydrolyzed collagen. These four amino acids were chosen because they have already been used as markers of CH absorption rate and bioavailability. This was a single-center, randomized open, and crossover study with two periods, which was performed in 15 healthy male subjects. The subjects received randomly and in fasted state a single dose of product 1 (10 g of CH in 100 mL of FMP) and product 2 (10 g of CH dissolved in 100 mL of water) separated by at least 5 days. After administration, the subjects were assessed for plasma concentrations of amino acids and for urine concentrations of hydroxyproline. After FMP administration, mean values of the maximal concentration (Cmax) of the four amino acids were greater than after ingredient administration (p < 0.05). This effect was related to an increased Cmax of proline (p < 0.05). In conclusion, because of their physicochemical characteristics, the fermentation process, and the great homogeneity of the preparation, this milk product improves the plasma concentration of amino acids from CH, that is, proline. The present study suggests an interesting role for FMP containing CH to improve the plasmatic availability of collagen-specific amino acids. Hence, this FMP product could be of potential interest in the management of joint diseases
Biomechanical evaluation of three patellar fixation techniques for MPFL reconstruction: Load to failure did not differ but interference screw stabilization was stiffer than suture anchor and suture-knot fixation
Purpose: The purpose of this study was to compare the maximum load to failure and stiffness of three medial patella-femoral ligament (MPFL) reconstruction techniques: (i) suture anchor fixation (SA), (ii) interference screw fixation (SF), and (iii) suture knot (SK) patellar fixation. The null hypothesis was that the comparison between these three different patella fixation techniques would show no difference in the ultimate failure load and stiffness. Methods: Reconstruction of the MPFL with gracilis tendon autograft was performed in 12 pairs of fresh-frozen cadaveric knees (24 knees total; mean age, 63.6 ± 8.0 years). The specimens were randomly distributed into 3 groups of 8 specimens; SA reconstruction was completed with two 3.0-mm metal suture anchors; (SF) fixation was accomplished by two 6-mm bio-composite interference screws; SK fixation at the lateral side of the patella was accomplished after drilling two semi-patellar tunnels with a diameter of 4.5 mm. The reconstructions were subjected to cyclic loading for 10 cycles to 30 N and tested to failure at a constant displacement rate of 15 mm/min using a materials-testing machine (MTS 810 Universal Testing System). The final load of failure (N), stiffness (N / mm) and failure mode was recorded in each specimen and followed by statistical analysis. Results: There was no significant difference in mean ultimate failure load among the three groups. The SK group failed at a mean (± SD) ultimate load of 253.5 ± 38.2 N, the SA group failed at 243 ± 41.9 N and the SF group at 263.2 ± 9.06 N. The SF group had a mean stiffness of 37.8 ± 5.7 N/mm. This was significantly higher (p < 0.05) than the mean stiffness value achieved for the SK group 21.4 ± 9.5 N/mm and the SA group 18.7 ± 3.4 N/mm. The most common mode of failure in the SA group was anchor pullout, and in the SK group was failure at the graft–suture interface. All the reconstructions in the SF group failed due to tendon graft slippage from the tunnel. Conclusion: Load to failure was not significantly different between the 3 techniques. However, screw fixation was found to be significantly stronger than the anchor and the suture knot fixation in terms of rigidity of the reconstruction. From a clinical point of view, all methods of fixation can be used reliably for MPFL reconstruction, since they were found to be stronger than the native MPFL. © 2021, European Society of Sports Traumatology, Knee Surgery, Arthroscopy (ESSKA)
- …