25 research outputs found

    Instagram,*como*instrumento*para* fomentar*una*juventud*pacífica,*crítica*y* constructiva

    Get PDF
    Treball Final de Màster Universitari en Estudis Internacionals de Pau, Conflictes i Desenvolupament (Pla de 2013). Codi: SBG120. Curs acadèmic: 2018-201

    Multi-Hazard Emergency Response for Geological Hazards Amid the Evolving COVID-19 Pandemic: Good Practices and Lessons Learned from Earthquake Disaster Management in Greece

    No full text
    Since the beginning of 2020, the COVID-19 pandemic has caused unprecedented global disruption with considerable impact on human activities. However, natural hazards and related disasters do not wait for SARS-CoV-2 to vanish, resulting in the emergence of many conflicting issues between earthquake emergency response actions and pandemic mitigation measures. In this study, these conflicting issues are highlighted through the cases of four earthquakes that struck Greece at different phases of the pandemic. The earthquake effects on the local population and on the natural environment and building stock form ideal conditions for local COVID-19 outbreaks in earthquake-affected communities. However, the implementation of response actions and mitigation measures in light of a multi-hazard approach to disaster risk reduction and disaster risk management has led not only to the maintenance of pre-existing low viral load in the earthquake-affected areas, but in some cases even to their reduction. This fact suggests that the applied measures are good practice and an important lesson for improving disaster management in the future. Taking into account the aforementioned, a series of actions are proposed for the effective management of the impact of a geological hazard in the midst of an evolving biological hazard with epidemiological characteristics similar to the COVID-19 pandemic

    ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΝΤΑΣΕΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΑΤΩΝ ΣΕΙΣΜΩΝ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ (ΔΥΤΙΚΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ) ΚΑΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΕΝΕΡΓΟ ΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΥΣ

    No full text
    Οι σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις είναι φαινόμενα, που προκαλούνται από σεισμούς στο φυσικό περιβάλλον. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως χρήσιμο και διαγνωστικό εργαλείο για τον υπολογισμό των σεισμικών εντάσεων και διακρίνονται σε πρωτογενείς και δευτερογενείς. Οι πρωτογενείς επιπτώσεις σχετίζονται άμεσα με τη σεισμική ενέργεια και περιλαμβάνουν κάθε επιφανειακή έκφραση της σεισμικής πηγής, όπως αποκάλυψη του σεισμογόνου ρήγματος στην επιφάνεια, συνσεισμικές επιφανειακές διαρρήξεις και μόνιμη επιφανειακή παραμόρφωση τεκτονικής προέλευσης (ανύψωση ή βύθιση και περιστροφή) καθώς και κάθε άλλη ένδειξη στην επιφάνεια τεκτονικής παραμόρφωσης προκαλούμενης από σεισμό. Οι δευτερογενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις προκαλούνται από την εδαφική κίνηση και ταξινομούνται σε οκτώ κύριες κατηγορίες: (1) υδρογεωλογικές ανωμαλίες, (2) ανωμαλίες στον κυματισμό/ σεισμικά κύματα βαρύτητας (tsunamis), (3) εδαφικές ρωγμές, (4) αστοχίες γεωλογικών σχηματισμών κατά μήκος πρανών, (5) ταλάντωση δέντρων και καταστροφές βλάστησης, (6) φαινόμενα ρευστοποίησης, (7) σύννεφα σκόνης, (8) αναπήδηση βράχων. Η καταγραφή, η ανάλυση και η κατανόηση των σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων παρέχει βασικά και ουσιώδη στοιχεία και σημαντικές πληροφορίες όχι μόνο για την κατανόηση του τύπου και των βασικών παραμέτρων ενός σεισμού, αλλά και για την εκτίμηση του μεγέθους της σεισμικής δόνησης και προπάντων της έντασης στην πληγείσα από το σεισμικό φαινόμενο περιοχή. Επιπλέον, είναι ανεξάρτητες από τις πολιτιστικές και τοπικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και από τις διάφορες κατασκευαστικές τεχνικές και οικοδομικές πρακτικές, που υιοθετήθηκαν κατά περιόδους. Επομένως, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση της σεισμικής έντασης, όχι μόνο πρόσφατων, αλλά και ιστορικών σεισμών και παλαιοσεισμών και επιπλέον για τη σύγκριση μεταξύ μελλοντικών, πρόσφατων, ιστορικών και παλαιο- σεισμών καθώς και μεταξύ σεισμών που δημιουργούνται σε διαφορετικά τεκτονικά περιβάλλοντα. Σε αυτό το πλεονέκτημα των συνοδών γεωδυναμικών φαινομένων, βασίστηκε η δημιουργία της κλίμακας περιβαλλοντικής σεισμικής έντασης ESI (Environmental Seismic Intensity) 2007 (Michetti et al., 2007). Η κλίμακα αυτή είναι 12βάθμια με τη βασική δομή των υπαρχόντων μακροσεισμικών 12βάθμιων κλιμάκων. Λαμβάνει υπ’ όψιν όλες τις σεισμικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στο πλαίσιο εφαρμογής της μπορούν να εκτιμηθούν: (α) η επικεντρική ένταση (Ιο), που δηλώνει την ένταση της δόνησης σε αντιστοιχία με το επίκεντρο και εκτιμάται με βάση τις παραμέτρους που σχετίζονται με την επιφανειακή εκδήλωση του σεισμογόνου ρήγματος καθώς επίσης και από τη συνολική έκταση της κατανομής των δευτερογενών φαινομένων, (β) τοπικές εντάσεις, κυρίως δια μέσου της περιγραφής των δευτερογενών επιπτώσεων σε επιμέρους θέσεις της πληγείσας περιοχής. Τα πλεονεκτήματα της κλίμακας αυτής είναι τα ακόλουθα: (α) η ταξινόμηση, η ποσοτικοποίηση και η μέτρηση διαφόρων γνωστών γεωλογικών, γεωμορφολογικών, υδρολογικών και βιολογικών δεικτών για κάθε βαθμό έντασης, (β) η ανάκτηση, ανάλυση και παραμετροποίηση των πρωτογενών και δευτερογενών περιβαλλοντικών επιπτώσεων προηγούμενων σεισμών, συμπεριλαμβανομένων των ιστορικών γεγονότων και των παλαιοσεισμών, (γ) η σύγκριση μεταξύ σεισμών που έχουν εκδηλωθεί στην ίδια περιοχή αλλά σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, αλλά και μεταξύ σεισμών που έχουν εκδηλωθεί σε διαφορετικά περιβάλλοντα, (δ) η εκτίμηση σεισμικών εντάσεων σε περιοχές που είναι αραιοκατοικημένες, με αποτέλεσμα μεγαλύτερη χωρική κατανομή και υψηλότερη χωρική ανάλυση των σεισμικών εντάσεων, (ε) η ανεξάρτητη εκτίμηση σεισμικών εντάσεων σε περιοχές όπου οι δομικές βλάβες και γενικά τα διαγνωστικά στοιχεία των βλαβών χάνουν τη διαγνωστική τους ικανότητα ή είναι κορεσμένα, (στ) η χρήση της συνολικής χωρικής κατανομής των δευτερογενών επιπτώσεων ως ανεξάρτητο εργαλείο για την ακριβή εκτίμηση της επικεντρικής έντασης κατά την απουσία πρωτογενών επιπτώσεων, (ζ) η εφαρμογή της είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλες παραδοσιακές μακροσεισμικές κλίμακες, όπως η Ευρωπαϊκή Μακροσεισμική Κλίμακα 1998 (European Macroseismic Scale 1998), που έχει ως αποτέλεσμα την πλήρωση των ελλείψεων και των μειονεκτημάτων των παραδοσιακών κλιμάκων, (η) η επέκταση της χρονικής περιόδου και ο εμπλουτισμός των καταλόγων σεισμών σε πολλές περιοχές σε όλο τον κόσμο με βάση την παραμετροποίηση των επιπτώσεων σεισμών που έλαβαν χώρα κατά το παρελθόν και (θ) η χρήση της γεωλογίας των σεισμών και της παλαιοσεισμολογίας για την επέκταση του χρονικού παραθύρου της ιστορικής σεισμικότητας σε μερικές δεκάδες, εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά της κλίμακας ESI 2007 και της χρήσης της συμβάλλουν στην πλήρη και λεπτομερή γνώση των ιστορικών σεισμών, των επιπτώσεών τους και των εντάσεών τους. Αποκαλύπτουν και επισημαίνουν υποπεριοχές με σημαντικούς κινδύνους που σχετίζονται με την εκδήλωση σημαντικών σεισμικών επιπτώσεων στο φυσικό περιβάλλον, δοκιμάζουν την ευαισθησία και την ευπάθεια της πληγείσας περιοχής ως προς την εκδήλωση αυτών των γεωδυναμικών φαινομένων και βελτιώνουν την ετοιμότητα και τον προγραμματισμό των χρήσεων γης με απώτερο σκοπό την επιτυχή και αποτελεσματική αντιμετώπιση και διαχείριση των επιπτώσεων αυτών και τον μετριασμό τους. Μια τέτοια προσέγγιση εφαρμόζεται και στην παρούσα έρευνα. Ως περιοχή μελέτης επελέγη η δυτική Ελλάδα και ειδικότερα τα νησιά στο κεντρικό τμήμα του Ιονίου Πελάγους (Λευκάδα, Κεφαλονιά, Ιθάκη και Ζάκυνθος) και η νοτιοδυτική Πελοπόννησος συμπεριλαμβανομένων των νομών Μεσσηνίας και Λακωνίας, όπου κρίθηκε απαραίτητο. Οι περιοχές αυτές έχουν χαρακτηριστεί από τις πιο ενεργές τεκτονικά και σεισμικά περιοχές στην Ελλάδα, στη Μεσόγειο και στον κόσμο. Έχουν πληγεί επανειλημμένα τόσο κατά την πρόσφατη περίοδο των ενόργανων καταγραφών αλλά και κατά τα ιστορικά χρόνια από μεγάλου μεγέθους καταστρεπτικούς σεισμούς με σημαντικές επιπτώσεις στον τοπικό πληθυσμό, στο φυσικό περιβάλλον, στις κατασκευές και τις υποδομές. Τα πιο πρόσφατα επεισόδια στη γεωδυναμική εξέλιξη των περιοχών αυτών είναι οι σεισμοί της Καλαμάτας το Σεπτέμβριο του 1986, της Κεφαλονιάς στις αρχές του 2014, της Λευκάδας το 2017 και της Ζακύνθου το 2018 με σημαντικές επιπτώσεις στο φυσικό και δομημένο περιβάλλον της δυτικής Ελλάδας. Η γένεσή τους οφείλεται στην δραστηριοποίηση κύριων τεκτονικών δομών, που επηρεάζουν σημαντικά τη γεωδυναμική εξέλιξη της δυτικής Ελλάδας, όπως το ρήγμα μετασχηματισμού της Κεφαλονιάς, η ρηξιγενής ζώνη στο ανατολικό περιθώριο της λεκάνης Κάτω Μεσσηνίας μεταξύ άλλων εξίσου σημαντικών ρηγμάτων, τόσο χερσαίων όσο και υποθαλάσσιων, με υψηλό δυναμικό για πρόκληση σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, πέρα από την ισχυρή εδαφική δόνηση. Για τις περιοχές αυτές, εφαρμόστηκε η παρακάτω προσέγγιση: • Λεπτομερής περιγραφή της γεωλογικής και νεοτεκτονικής δομής. • Λεπτομερής και πλήρης καταγραφή και επανεξέταση της ιστορικά και πρόσφατα καταγεγραμμένης σεισμικότητας με όλους τους γνωστούς ιστορικούς και ενόργανους σεισμούς από όλες τις διαθέσιμες πηγές. • Λεπτομερής και πλήρης καταγραφή των επιπτώσεων των σεισμών με ιδιαίτερη έμφαση στις σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις από όλες τις διαθέσιμες πηγές. • Ερευνητικές εργασίες πεδίου στις σεισμόπληκτες περιοχές αμέσως μετά την εκδήλωση πρόσφατων σεισμών και καταγραφή των επιπτώσεών τους • Διάκριση των σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε πρωτογενείς και δευτερογενείς με βάση τα διαθέσιμα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά. • Εφαρμογή της σεισμικής περιβαλλοντικής κλίμακας ESI 2007 για τον προσδιορισμό των τοπικών σεισμικών εντάσεων (local seismic intensities) όλων των γνωστών ιστορικών και πρόσφατων σεισμών με επιπτώσεις στην περιοχή έρευνας και τον προσδιορισμό της μέγιστης σεισμικής έντασης (maximum seismic intensity) με βάση τα διαθέσιμα ποσοτικά τους χαρακτηριστικά. • Αναγνώριση των πιο συχνά παρατηρούμενων σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και συσχέτιση τους με διάφορους παράγοντες, που ευνοούν την εκδήλωσή τους. • Χωρική κατανομή των εντάσεων στα ρηξιτεμάχη των περιοχών έρευνας και εξαγωγή των πιο επηρεασμένων από τις σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις ρηξιτεμαχών και επιμέρους περιοχών αυτών. • Επανεκτίμηση όλων των διαθέσιμων ήδη δημοσιευμένων σεισμικών εντάσεων και χαρτών ισοσείστων από την εφαρμογή παραδοσιακών μακροσεισμικών κλιμάκων, που βασίζονται κυρίως σε βλάβες στο δομημένο περιβάλλον της περιοχής έρευνας. • Σύγκριση των σεισμικών εντάσεων των παραπάνω παραδοσιακών μακροσεισμικών κλιμάκων με τις σεισμικές περιβαλλοντικές εντάσεις για την εξαγωγή ομοιοτήτων και διαφορών και την πληρέστερη αποτύπωση της επίδρασης των σεισμών στην περιοχή έρευνας. • Εφαρμογή μεθοδολογιών προσδιορισμού της κατολισθητικής επιδεκτικότητας, της επιδεκτικότητας στην εκδήλωση φαινομένων ρευστοποίησης και της επιδεκτικότητας στις επιπτώσεις tsunami με σκοπό τον προσδιορισμό ευάλωτων, επιδεκτικών ζωνών. • Εκπόνηση χαρτών ιστορικού εκδήλωσης των επιπτώσεων αυτών και συσχέτισή τους με τους χάρτες επιδεκτικότητας με σκοπό να διαπιστωθεί αν τα φαινόμενα αυτά εκδηλώνονται τυχαία ή ελέγχονται και καθορίζονται από συγκεκριμένους παράγοντες και κατανέμονται σε συγκεκριμένες ζώνες με καθοριστικά για την εκδήλωση αυτών των φαινομένων χαρακτηριστικά. • Συσχέτιση των πρωτογενών, όπου υπάρχουν, και των δευτερογενών σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων με τις ενεργές τεκτονικές δομές της περιοχής έρευνας. Για τη συσχέτιση αυτή κρίθηκε σκόπιμη και αναγκαία η μελέτη και περιγραφή της γεωλογικής, τεκτονικής και νεοτεκτονικής δομής της περιοχής έρευνας. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στις ενεργές τεκτονικές δομές και τα νεοτεκτονικα ρηξιτεμάχη της περιοχής, όπως αυτά προέκυψαν όχι μόνο από τη σχετική βιβλιογραφική ανασκόπηση αλλά και με εργασίες υπαίθρου, που πραγματοποιήθηκαν κατά καιρούς και κάλυψαν όλες τις πληγείσες από τις σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις περιοχές, όπως οι νεοτεκτονικές λεκάνες και τα νεοτεκτονικά κέρατα της Δυτικής Πελοποννήσου και τα νησιά της Λευκάδας, Κεφαλονιάς, Ιθάκης και Ζακύνθου. • Ανάλυση και συσχέτιση πρωτογενών και δευτερογενών σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων με σεισμολογικές παραμέτρους, όπως το σεισμικό μέγεθος και η σεισμική ένταση. • Δημιουργία πίνακα δεδομένων για τα σεισμικά γεγονότα και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που είχαν προκληθεί από αυτά. Η πλήρης σεισμική ιστορία των καταστροφικών ιστορικών και πρόσφατων σεισμών στα νότια Ιόνια Νησιά και τη νοτιοδυτική Πελοπόννησο περιλαμβάνει 52 σημαντικούς σεισμούς, που έχουν εκδηλωθεί όχι μόνο στη χέρσο αλλά και στις παρακείμενες θαλάσσιες περιοχές με σημαντικές επιπτώσεις στον τοπικό πληθυσμό, στο φυσικό περιβάλλον, στα κτήρια και στις υποδομές. Οι δευτερογενείς επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον περιλαμβάνουν υδρολογικές ανωμαλίες, tsunami, εδαφικές ρωγμές, αστοχίες πρανών, φαινόμενα ρευστοποίησης, επιπτώσεις στη βλάστηση, αναπήδηση βράχων και διαρροές υδρογονανθράκων. Σύννεφα σκόνης δεν παρατηρήθηκαν σε κάποιο από τα σεισμικά γεγονότα, που ερευνήθηκαν. Πρωτογενείς σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις έχουν επίσης αναφερθεί μετά από ισχυρούς σεισμούς στις παραπάνω περιοχές συμπεριλαμβανομένων επαναδραστηριοποίηση ρηγμάτων και επιφανειακές διαρρήξεις. Όσον αφορά τη χρονική περίοδο, που καλύπτουν τα ιστορικά εκδήλωσης των σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που δημιουργήθηκαν, ισχύουν τα εξής: • για τη Λευκάδα το ιστορικό εκτείνεται από το 1630 έως το 2015, • για την Κεφαλονιά εκτείνεται από το 1636 έως το 2014, • για την Ιθάκη εκτείνεται από το 1915 έως το 1953, • για την Ζάκυνθο εκτείνεται από το 1513 έως το 2018, • για την νοτιοδυτική Πελοπόννησο εκτείνεται από το 1842 έως το 2011. Οι ιστορικά καταγεγραμμένοι σεισμοί με ημερομηνία γένεσης πριν το 1900 έχουν προκαλέσει πρωτογενείς και δευτερογενείς σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε 157 θέσεις. Οι ενόργανοι σεισμοί με ημερομηνία γένεσης μετά το 1900 έχουν προκαλέσει πρωτογενείς και δευτερογενείς σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε 260 θέσεις. Ειδικότερα, πρωτογενείς και δευτερογενείς σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις έχουν καταγραφεί: • στην Λευκάδα σε 33 θέσεις από ιστορικούς σεισμούς και σε 96 θέσεις από πρόσφατους, • στην Κεφαλονιά σε 29 θέσεις από ιστορικούς σεισμούς και σε 88 θέσεις από πρόσφατους, • στην Ιθάκη σε 8 θέσεις από πρόσφατους, • στη Ζάκυνθο σε 53 θέσεις από ιστορικούς σεισμούς και σε 11 θέσεις από πρόσφατους, • στην Πελοπόννησο σε 42 θέσεις από ιστορικούς σεισμούς και σε 57 θέσεις από πρόσφατους. Οι πιο συνηθισμένες δευτερογενείς σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις στα νότια Ιόνια Νησιά και την νότια Πελοπόννησο είναι: • οι αστοχίες πρανών σε 39 σεισμικά γεγονότα, • οι εδαφικές ρωγμές σε 32 γεγονότα, • τα tsunami σε 31 γεγονότα, • τα φαινόμενα ρευστοποίησης σε 23 γεγονότα, • οι υδρολογικές ανωμαλίες σε 18 γεγονότα, • οι διαρροές υδρογονανθράκων σε 5 γεγονότα, • η αναπήδηση βράχων σε 1 γεγονός και • οι επιπτώσεις στη βλάστηση σε 1 γεγονός. Οι πρωτογενείς σεισμικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις περιορίζονται: • στην επιφανειακή παραμόρφωση σε 6 σεισμούς και • στις επιφανειακές συνσεισμικές διαρρήξεις σε 5 σεισμούς. Από τη συσχέτιση σεισμών και σεισμικών μεγεθών διαπιστώνεται ότι: • τα περισσότερα σεισμικά γεγονότα, που έχουν πλήξει τις περιοχές έρευνας, έχουν μέγεθος, που κυμαίνεται από 6.6 έως 7.0. Ακολουθούν: • 17 σεισμοί με μέγεθος, που κυμαίνεται από 6.1 έως 6.5, • 6 σεισμοί με μέγεθος από 5.1 έως 5.5, • 5 σεισμοί με μέγεθος από 5.6 έως 6.0, • 5 σεισμοί με μέγεθος από 7.1 έως 7.5 και • 2 σεισμοί με μέγεθος από 4.5 έως 5.0. • Το μέγεθος 11 σεισμών δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί. Από τη συσχέτιση σεισμών και σεισμικών περιβαλλοντικών εντάσεων για όλη την περιοχή έρευνας διαπιστώνονται τα εξής: • στη Λευκάδα, οι περισσότεροι σεισμοί έχουν προκαλέσει επιπτώσεις με μέγιστη περιβαλλοντική ένταση VI-VIIESI 2007 και VIIIESI 2007. • στην Κεφαλονιά, οι περισσότεροι σεισμοί έχουν προκαλέσει επιπτώσεις με μέγιστη περιβαλλοντική ένταση VIIIESI 2007. • στην Ιθάκη, όλοι οι σεισμοί έχουν προκαλέσει επιπτώσεις με μέγιστη περιβαλλοντική ένταση ΙΧESI 2007. • στη Ζάκυνθο, οι περισσότεροι σεισμοί έχουν προκαλέσει επιπτώσεις με μέγιστη περιβαλλοντική ένταση VIIIESI 2007. • στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο, οι περισσότεροι σεισμοί έχουν προκαλέσει επιπτώσεις με μέγιστη περιβαλλοντική ένταση VIIESI 2007. Οι πιο επιδεκτικές περιοχές της Λευκάδας για την εκδήλωση σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι: • το ρηξιτέμαχος της πόλης της Λευκάδας, • το δυτικό παράκτιο και βορειοανατολικό παράκτιο τμήμα του ρηξιτεμάχους Τσουκαλάδων – Κατούνας, • το ρηξιτέμαχος του Αγίου Νικήτα, • το βόρειο τμήμα του ρηξιτεμάχους Δρυμώνα, • το κεντρο-βόρειο τμήμα (πρανή του Μέγα όρους), το ανατολικό τμήμα (πρανή του όρους Σκάρων) και το νότιο τμήμα (περιοχή νότια του όρους Ελάτη) του ρηξιτεμάχους Μέγα όρους – Σκάρων, • το κεντρικό και δυτικό τμήμα της χερσονήσου Λευκάτα και • το ανατολικό τμήμα του ρηξιτεμάχους Βλυχού – Πόρου, όπου αναπτύσσονται οι χερσόνησοι Βλυχού και Πόρου και ο κόλπος Βλυχού. Οι πιο επιδεκτικές περιοχές της Κεφαλονιάς για την εκδήλωση σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι: • στο ρηξιτέμαχος της χερσονήσου Αργοστολίου, η παράκτια περιοχή της πόλης του Αργοστολίου, οι παράκτιες περιοχές του κόλπου Αργοστολίου και οι νοτιοανατολικές ακτές της χερσονήσου, • στο ρηξιτέμαχος της χερσονήσου Παλικής, η παράκτια περιοχή της πόλης του Ληξουρίου, η παράκτια περιοχή από το Ληξούρι έως τον οικισμό του Αγίου Δημητρίου και από τον Άγιο Δημήτριο έως το παράκτιο έλος Λιβαδιού, οι δυτικές, νότιες και βόρειες ακτές της Παλικής και το νοτιοανατολικό τμήμα της Παλικής, • στο ρηξιτέμαχος του Αίνου και της ανατολικής Κεφαλονιάς, τα δυτικά πρανή του όρους, οι παράκτιες περιοχές των κόλπων Αγίας Ευφημίας, Σάμης και Πόρου, οι κεντρο-ανατολικές και νοτιοανατολικές ακτές του ρηξιτεμάχους και τα νοτιοανατολικά πρανή του όρους, • στο ρηξιτέμαχος της χερσονήσου Ερίσου, η ευρύτερη περιοχή της Άσσου, • στο ρηξιτέμαχος της νοτιοανατολικής Κεφαλονιάς, η ευρύτερη περιοχή της Σκάλας, • στη μεταβατική ζώνη από το όρος Αίνος προς τη χερσόνησο Ερίσου, η περιοχή Μύρτου, • στη μεταβατική ζώνη από το όρος Αίνος προς τη χερσόνησο Παλικής, η περιοχή Ζόλας. Οι πιο επιδεκτικές περιοχές της Ιθάκης για την εκδήλωση σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι: • • το βόρειο ρηξιτέμαχος και • • το νότιο ρηξιτέμαχος. Οι πιο επιδεκτικές περιοχές της Ζακύνθου για την εκδήλωση σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι: • το ρηξιτέμαχος του Σκοπού, • το ανατολικό τμήμα του ρηξιτεμάχους της Κεντρικής Ζακύνθου • το ρηξιτέμαχος του κόλπου Κεριού, • το δυτικό τμήμα του ρηξιτεμάχους της Κεντρικής Ζακύνθου, • το ρηξιτέμαχος της Νότιας Ζακύνθου • το ρηξιτέμαχος της Βόρειας Ζακύνθου. Οι πιο επιδεκτικές περιοχές της Νοτιοδυτικής Πελοποννήσου για την εκδήλωση σεισμικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι: • το πεδινό και παράκτιο τμήμα της, όπου αναπτύσσεται ο κύριος κλάδος του Πάμισου ποταμού και οι εκβολές του αντίστοιχα, • το ανατολικό περιθώριο της λεκάνης της Κάτω Μεσσηνίας, όπου αναπτύσσεται η σεισμική ρηξιγενής ζώνη υπεύθυνη για την εκδήλωση των σεισμών του 1986, του 2004 και του 2011, • οι παράκτιες περιοχές του Μεσσηνιακού κόλπου, ειδικότερα στην Καλαμάτα, στο Πεταλίδι και στην Κορώνη, • το βόρειο τμήμα του Ταϋγέτου, όπου αναπτύσσονται φαράγγια και πρανή με απότομες κλίσεις σε αλπικούς σχηματισμούς, • τα περιθώρια του βυθίσματος Δήμιοβας – Περιβολακίων με τις σημαντικές περιθωριακές ρηξιγενείς ζώνες του, • η μεταβατική ζώνη από τη μορφοτεκτονική ταπείνωση Πύργου – Χριστιάνων προς τα όρη της Κυπαρισσίας, • το δυτικό παράκτιο τμήμα της Μεσσηνίας και • το νοτιοανατολικό τμήμα της χερσονήσου της Πυλίας.Earthquake environmental effects are natural phenomena triggered by an earthquake. They can be used as a useful and diagnostic tool for the assessment of the environmental seismic intensities. They are classified into primary and secondary effects. Primary effects are directly related to seismic energy and include surface expressions of the seismic source comprising surface faulting, surface ruptures and permanent surface deformation of tectonic origin (uplift or subsidence, tilting). Secondary earthquake environmental effects are attributed to the ground motion and are classified into the following 8 categories: (1) hydrogeological anomalies, (2) anomalous waves / tsunamis, (3) ground cracks, (4) slope failures, (5) effects on vegetation, (6) liquefaction phenomena, (7) dust clouds and (8) jumping stones. The recording, analysis and understanding of the earthquake environmental effects provides basic and essential data and important information not only for understanding the type and the basic parameters of an earthquake, but also for estimating the magnitude of the ground motion and above all the seismic intensity in the earthquake-affected area. Moreover, they are independent of the cultural and local socio-economic conditions and of the various construction techniques and building practices adopted from time to time. Therefore, they can be used to assess seismic intensity of not only recent but also of historical earthquakes, to compare intensities of past earthquakes with intensities of recent earthquakes and to compare intensities of earthquakes in different tectonic environments. The creation of the ESI (Environmental Seismic Intensity) scale 2007 (Michetti et al., 2007) was based on this advantage of the accompanying geodynamic phenomena. This is a 12-degree scale with the basic structure of existing macroseismic 12- degree scales. It takes into account all the seismic effects on the environment. By applying this scale, the following can be assessed: (a) the epicentral intensity based on the total surface rupture length and the maximum displacement induced by the earthquake as well as on the spatial distribution of the secondary earthquake environmental effects and (b) the local intensities, based on the qualitative and quantitative properties of the primary and the secondary effects induced in several affected localities. The advantages of this scale are the following: (a) the classification, quantification and measurement of various known geological, geomorphological, hydrological and biological indicators for each degree of intensity, (b) the analysis and parametrization of the primary and secondary earthquake environmental effects of previous earthquakes, including historical and palaeo- earthquakes, (c) a comparison not only between earthquakes generated in the same area, but at different times, but also between earthquakes that have occurred in different tectonic environments, (d) the assessment of seismic intensities in sparsely populated areas, resulting in greater spatial distribution and higher spatial analysis of seismic intensities, (e) independent assessment of seismic intensities in areas where structural building damage and generally building damage diagnostic data lose their diagnostic capacity or are saturated, (f) the use of the total spatial distribution of secondary environmental effects as an independent tool for accurately estimating the focal intensity when primary effects are not induced, (g) its application either alone or in combination with other traditional macroseismic scales, such as the European Macroseismic Scale 1998, which has the effect of filling the gaps and disadvantages of the traditional scales, (h) the extension of the time period and the enrichment of the earthquake catalogues in many areas worldwide based on the parameterization of the past earthquake environmental effects and (i) the use of earthquake geology and palaeoseismology to extend the time window of historical seismicity to a few tens, hundreds or even thousands of years. All these characteristics and properties of the ESI 2007 scale and its use contribute to a full and detailed knowledge of historical earthquakes, their effects and intensities. They reveal sub-areas with significant risks associated with the occurrence of significant environmental effects, they test the susceptibility and the vulnera

    Environmental effects and assessment of environmental intensities of historical and recent earthquakes in Western Greece (Western Peloponnese and central Ionian Islands) and correlation with active tectonics and seismological parameters

    No full text
    The study area of this thesis comprise the Western Greece and especially the central Ionian Islands (Lefkada, Cephalonia, Ithaki and Zakynthos) and the western Peloponnese including the regional units of Messinia and Laconia, where necessary. These areas are included among the most seismically active areas in Greece, the Mediterranean and the world. They have been repeatedly affected not only during the recent period of instrumental recordings but also historically by large destructive earthquakes with significant effects on the local population, the natural environment, the buildings and infrastructure. In this thesis, the environmental effects from all known historical and recent earthquakes from all available sources are presented resulting in the compilation of an inventory of earthquake environmental events in Western Greece. Based on the qualitative and quantitative characteristics of these effects, the Environmental Seismic Intensity (ESI 2007) scale was applied and environmental seismic intensities were assigned to all affected localities. The fault blocks affected by these effects were then identified, and innovative methods were applied for the landslide, liquefaction and tsunami susceptibility assessment. The susceptible areas in the study area are presented. From the correlation of the earthquake environmental effects with active tectonics and seismological parameters, significant results are drawn, which contribute to the understanding of the seismic hazard and the earthquake-induced hazards in the study area.H περιοχή έρευνας της παρούσας διατριβής είναι η δυτική Ελλάδα και ειδικότερα τα νησιά στο κεντρικό τμήμα του Ιονίου Πελάγους (Λευκάδα, Κεφαλονιά, Ιθάκη και Ζάκυνθος) και η δυτική Πελοπόννησος συμπεριλαμβανομένων των νομών Μεσσηνίας και Λακωνίας, όπου κρίθηκε απαραίτητο. Οι περιοχές αυτές έχουν χαρακτηριστεί από τις πιο ενεργές τεκτονικά και σεισμικά περιοχές στην Ελλάδα, στη Μεσόγειο και στον κόσμο. Έχουν πληγεί επανειλημμένα τόσο κατά την πρόσφατη περίοδο των ενόργανων καταγραφών αλλά και κατά τα ιστορικά χρόνια από μεγάλου μεγέθους καταστρεπτικούς σεισμούς με σημαντικές επιπτώσεις στον τοπικό πληθυσμό, στο φυσικό περιβάλλον, στις κατασκευές και τις υποδομές. Στην παρούσα διατριβή γίνεται καταγραφή όλων των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από όλους τους γνωστούς ιστορικούς και πρόσφατους σεισμούς από όλες τις διαθέσιμες πηγές με αποτέλεσμα τη δημιουργία ιστορικού εκδήλωσης σεισμικών περιβαλλοντικών εκδηλώσεων στην Δυτική Ελλάδα. Με βάση ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά των επιπτώσεων αυτών εφαρμόστηκε η Σεισμική Περιβαλλοντική Κλίμακα (ESI 2007) και αποδόθηκαν σεισμικές περιβαλλοντικές εντάσεις σε όλες τις θέσεις εκδήλωσης φαινομένων. Στη συνέχεια καθορίστηκαν τα ρηξιτεμάχη, που επηρεάστηκαν από αυτά τα φαινόμενα, και εφαρμόστηκαν μέθοδοι επιδεκτικότητας στην εκδήλωση φαινομένων αστοχιών πρανών, ρευστοποιήσεων και tsunami. Προέκυψαν όλες οι επιδεκτικές περιοχές στην εκδήλωση των παραπάνω φαινομένων στην περιοχή μελέτης. Από τη συσχέτιση των φαινομένων με τον ενεργό τεκτονισμό και σεισμολογικές παραμέτρους προέκυψαν σημαντικά αποτελέσματα που ενισχύουν την κατανόηση του σεισμικού κινδύνου και των επαγόμενων του σεισμού κινδύνων στην περιοχή έρευνας

    Special Issue on Mapping, Monitoring and Assessing Disasters

    No full text
    Mapping, monitoring, and assessing technologies and related studies and applications play a significant role in disaster management and disaster risk mitigation [...

    Καταστροφές από γεωδυναμικούς και υδρομετεωρολογικούς κινδύνους στην Ελλάδα εν μέσω της πανδημίας COVID-19: Μετακαταστροφική εξέλιξη κρουσμάτων, παράγοντες ελέγχου και πολυκινδυνική διαχείριση καταστροφών

    No full text
    Από το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα COVID-19 τον Δεκέμβριο του 2019, η πανδημία έχει επηρεάσει σοβαρά την ανθρωπότητα με πολυάριθμους και ποικίλους τρόπους σχεδόν σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής και στις ανθρώπινες δραστηριότητες. Οι καταστροφές από φυσικούς κινδύνους δεν σταμάτησαν για τον νέο ιό. Η ταυτόχρονη δημιουργία και η παράλληλη εξέλιξη των καταστροφών αυτών και της πανδημίας έχουν μεγάλες δυνατότητες για την παραγωγή σύνθετων καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, που χαρακτηρίζονται από διάφορες επιπτώσεις και νέες πρωτοφανείς προκλήσεις. Η Ελλάδα δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Επλήγη από καταστροφές λόγω γεωλογικών και υδρομετεωρολογικών φαινομένων εν μέσω της πανδημίας COVID-19. Τα πιο καταστρεπτικά σεισμικά γεγονότα όσον αφορά τις επιπτώσεις στον τοπικό πληθυσμό, στο φυσικό περιβάλλον και στο δομημένο ιστό ήταν οι σεισμοί της Ηπείρου στις 21 Μαρτίου 2020 με μέγεθος Mw=5,7, της Σάμου στις 30 Οκτωβρίου 2020 με Mw=7,0, της Θεσσαλίας στις 3 Μαρτίου με μέγεθος Mw=6,3 και της Κρήτης στις 27 Σεπτεμβρίου 2021 με μέγεθος Mw=5,8. Όσον αφορά τα υδρομετεωρολογικά φαινόμενα, επλήγη από την πλημμύρα της Εύβοιας στις 9 Αυγούστου 2020, τον μεσογειακό κυκλώνα Ιανό στα μέσα Σεπτεμβρίου 2020 και τις δασικές πυρκαγιές κατά τη θερινή περίοδο του 2021 (Ιούλιος – Αύγουστος). Στο πλαίσιο της διατριβής αυτής, μελετάται αρχικά η επίδραση των φαινομένων αυτών και των επαγόμενων καταστροφών στην εξέλιξη της πανδημίας COVID-19 κατά τη μετακαταστροφική περίοδο στις πληγείσες περιοχές. Η έρευνα περιλαμβάνει ανάλυση των επίσημα καταγεγραμμένων ημερήσιων εργαστηριακά επιβεβαιωμένων κρουσμάτων COVID-19 στις πληγείσες από τις παραπάνω καταστροφές περιοχές. Επιπλέον, γίνεται παράθεση των δράσεων διαχείρισης των επιπτώσεων και ανάδειξη των προβλημάτων, που προέκυψαν από την εφαρμογή τους εν μέσω πανδημίας, λόγω της ασυμβατότητάς τους με τα μέτρα περιορισμού περαιτέρω διασποράς του ιού SARS-CoV-2 και των μεταλλάξεών του στην κοινότητα. Επίσης, προτείνονται και αναδεικνύονται προσαρμογές των δράσεων αυτών στο πλαίσιο πολυκινδυνικής προσέγγισης της διαχείρισης των καταστροφών και των επιπτώσεών τους.Since the first COVID-19 case in December 2019, the pandemic has severely affected humanity in numerous and various ways in almost all areas of daily life. Disasters induced by natural hazards have not stopped for the new virus. The simultaneous generation and parallel evolution of these disasters and the pandemic have great potential for generating complex emergencies, characterized by various impacts and unprecedented new challenges. Greece was no exception. It was affected by disasters induced by geological and hydrometeorological hazards in the midst of the COVID-19 pandemic. The most destructive earthquakes in terms of impact on the local population, the natural environment and the building stock were the 21 March 2020 Mw=5.7 Epirus earthquake, the 30 October 2020 Samos Mw=7.0 earthquake, the 3 March 2021 Thessaly Mw=6.3 earthquake and the 27 September 2021 Crete Mw=6.0 earthquake. In terms of hydrometeorological phenomena, it was affected by the 8 August 2020 Evoia flood and the mid-September 2020 Ianos medicane. In this study, we initially study the impact of these phenomena and the induced impact on the evolution of the COVID-19 pandemic during the post-disaster period in the affected areas. The research include an analysis of the officially daily-recorded laboratory-confirmed COVID-19 cases in the disaster-affected areas. In addition, the emergency response actions are outlined. Furthermore, problems emerged from the implementation of the emergency response actions in the midst of a pandemic due to their incompatibility with measures to limit further spread of SARS-CoV-2 and its mutations in the community are highlighted. Adaptations of these actions are also proposed and highlighted in the context of a multi-hazard approach to disaster risk management and disaster risk reduction

    Liquefaction Phenomena Induced by the 26 November 2019, Mw = 6.4 Durrës (Albania) Earthquake and Liquefaction Susceptibility Assessment in the Affected Area

    No full text
    On 26 November 2019, an Mw = 6.4 earthquake struck the central-western part of Albania. Its impact comprises secondary earthquake environmental effects (EEE) and severe building damage within the Periadriatic and the Tirana Depressions. EEE comprised mainly liquefaction phenomena in coastal, riverine, and lagoonal sites of the earthquake-affected area. From the evaluation of all available earthquake-related data, it is concluded that liquefaction sites are not randomly distributed within the affected area but are structurally and lithologically controlled. The affected areas are distributed within NW–SE striking zones formed in graben-like syncline areas with NW–SE trending fold axes. These graben-like areas are bounded by NW–SE striking marginal thrust faults and are filled with geological formations of Neogene to Quaternary age. These NW–SE striking zones and structures coincide with the NW–SE striking seismogenic thrust fault of the November 2019 earthquake as it is derived from the provided fault plane solutions. An approach for liquefaction susceptibility assessment is applied based on geological and seismological data and on liquefaction inventory. From the comparison of the compiled liquefaction inventory and the susceptibility maps, it is concluded that the majority of the observed liquefaction has been generated in very high and high susceptible areas

    Earthquake-Induced Tsunamis in Western Greece (Ionian Sea and Western and Southern Peloponnese): Use of Tsunami Quantities, Impact and ITIS-2012 Intensities for Highlighting Susceptible Areas

    No full text
    Taking into account recent studies on the tsunamigenic potential of strike-slip faults, it is concluded that there is a need to reassess their near-source tsunami hazard and risk. One of the areas which needs reassessment is Western Greece, especially the Ionian Islands and the western coastal Peloponnese, where major seismogenic strike-slip structures occur. In this context, an extensive review of the available literature is conducted, including not only earthquake and tsunami catalogues but also tsunamis’ imprints on the stratigraphic record. It is concluded that the Ionian Islands and the western Peloponnese have a rich history of tsunamis since 6000 BC, revealing that they are subjected to high tsunami hazard. In addition to the teletsunami effects of distant earthquakes, there are also local tsunamis with smaller physical quantities and slighter coastal impact that are attributed mainly to local offshore faults and earthquake-triggered landslides. The fact that no destructive local tsunamis have been detected so far does not exclude the possibility of future triggering. In order to identify areas susceptible to future tsunami impact, we extract tsunami quantities and coastal impact data from available sources and we apply the Integrated Tsunami Intensity Scale 2012 (ITIS-2012) for all the events with available and adequate information. The highly susceptible areas comprise straits, funnel-shaped bays and extensive coastal areas exposed to major strike-slip seismogenic sources in the Ionian Sea and the western Hellenic Trench. Based on the aforementioned information, the inclusion of the Ionian Sea in the tsunamigenic zones of Greece is strongly recommended

    Application of the Environmental Seismic Intensity scale (ESI 2007) and the European Macroseismic Scale (EMS-98) to the Kalamata (SW Peloponnese, Greece) earthquake (Ms=6.2, September 13, 1986) and correlation with neotectonic structures and active faults

    No full text
    On September 13, 1986, a shallow earthquake (Ms=6.2) struck the city of Kalamata and the surrounding areas (SW Peloponnese, Greece) resulting in 20 fatalities, over 300 injuries, extensive structural damage and many earthquake environmental effects (EEE). The main shock was followed by several aftershocks, the strongest of which occurred two days later (Ms=5.4). The EEE induced by the 1986 Kalamata earthquake sequence include ground subsidence, seismic faults, seismic fractures, rockfalls and hydrological anomalies. The maximum ESI 2007 intensity for the main shock has been evaluated as IXESI 2007, strongly related to the active fault zones and the reactivated faults observed in the area as well as to the intense morphology of the activated Dimiova-Perivolakia graben, which is a 2nd order neotectonic structure located in the SE margin of the Kalamata-Kyparissia mega-graben and bounded by active fault zones. The major structural damage of the main shock was selective and limited to villages founded on the activated Dimiova-Perivolakia graben (IXEMS-98) and to the Kalamata city (IXEMS-98) and its eastern suburbs (IXEMS-98) located at the crossing of the prolongation of two major active fault zones of the affected area. On the contrary, damage of this size was not observed in the surrounding neotectonic structures, which were not activated during this earthquake sequence. It is concluded that both intensity scales fit in with the neotectonic regime of the area. The ESI 2007 scale complemented the EMS-98 seismic intensities and provided a completed picture of the strength and the effects of the September 13, 1986, Kalamata earthquake on the natural and the manmade environment. Moreover, it contributed to a better picture of the earthquake scenario and represents a useful and reliable tool for seismic hazard assessment
    corecore