17 research outputs found

    Comparing Health-Related Quality of Life of Cancer Patients under Chemotherapy and of Their Caregivers

    Get PDF
    Introduction. Cancer is a major disorder physically and psychologically affecting both patients and their caregivers. In this study, health-related quality of life (HRQoL) of patient-caregiver dyads during the period of chemotherapy was assessed. Material and Methods. Two hundred twenty-two cancer patient-caregiver dyads were enrolled in the study, which was conducted from October 2008 to March 2009. HRQoL was evaluated with EQ-5D. Results. The mean age of the sample was 57.4 and 48.9 for patients and caregivers, respectively. The EQ-5D descriptive system indicates that female patients more frequently experience anxiety and depression than male patients. Male and higher-education caregivers had higher VAS scores, while demographic factors did not seem to influence patients' HRQoL. Anxiety and depression of caregivers were correlated with patients' problems in self-care and usual activities. Conclusions. Quality of life is highly influenced during the period of chemotherapy for both patients and caregivers and is often under reported. Interventions that can improve HRQoL, especially in the domain of mental health for both cancer patients and their caregivers, need to be implemented

    Η επίδραση του επιπέδου "ευπάθειας" των ηλικιωμένων σε παραμέτρους της νοσηλείας τους και στην ποιότητα ζωής των φροντιστών τους

    No full text
    Υπόβαθρο: H ευπάθεια έχει οριστεί ως ένα γηριατρικό σύνδρομο ή κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από μειωμένα φυσιολογικά αποθέματα στους ηλικιωμένους, που τους καθιστά ευάλωτους ακόμη και σε μικρά στρεσογόνα ερεθίσματα. Για τον εντοπισμό και την εκτίμηση του βαθμού ευπάθειας έχουν δημιουργηθεί ποικίλα εργαλεία που χρησιμοποιούνται σε διάφορα κλινικά πλαίσια, με σκοπό να βελτιστοποιηθεί η περίθαλψη των ηλικιωμένων. Σημαντικό ρόλο στην φροντίδα και στην περίθαλψη των ηλικιωμένων έχουν οι μη αμειβόμενοι φροντιστές τους, γεγονός που έχει επιπτώσεις στην προσωπική τους ζωή και υγεία. Σκοποί: Να γίνει μετάφραση στα ελληνικά της κλίμακας ευπάθειας Clinical Frailty Scale (CFS) και εξέταση της εγκυρότητας και αξιοπιστίας της σε δείγμα ηλικιωμένων ασθενών. Να εξεταστεί πως σχετίζεται ο βαθμός ευπάθειας των ηλικιωμένων με παραμέτρους της νοσηλείας τους και πως επηρεάζει την αυτό-αναφερόμενη ποιότητα ζωής (υποκειμενική επιβάρυνση, άγχος, κατάθλιψη, σχετιζόμενη με την υγεία ποιότητα ζωής) των μη αμειβόμενων φροντιστών τους. Επιπλέον να εξεταστεί αν το κόστος νοσηλείας που υπολογίζεται για κάθε ηλικιωμένο ασθενή με βάση τα Κλειστά Ενοποιημένα Νοσήλια (ΚΕΝ), αντιστοιχεί στο πραγματικό κόστος νοσηλείας. Ασθενείς και μέθοδοι: Σε 493 ηλικιωμένους ασθενείς καταγράφηκαν δημογραφικά δεδομένα, ιατρικό ιστορικό, παράμετροι της νοσηλείας, η αιτία εισόδου, ο βαθμός ευπάθειας με την Clinical Frailty Scale (CFS), η ικανότητα αυτοεξυπηρέτησης και το επίπεδο γνωσιακής λειτουργίας. Σε 311 ζεύγη ασθενών-φροντιστών καταγράφηκαν για τους φροντιστές: δημογραφικά δεδομένα και τα αυτοαναφερόμενα επίπεδα υποκειμενικής επιβάρυνσης, άγχους, κατάθλιψης και ΣΥΠΖ. Τα δεδομένα των πρώτων 142 ασθενών χρησιμοποιήθηκαν για την εξέταση εγκυρότητας και αξιοπιστίας της μεταφρασμένης στα ελληνικά κλίμακας CFS. Παραμετρικές δοκιμασίες, μη παραμετρικές δοκιμασίες, λογιστική ανάλυση παλινδρόμησης, ανάλυση μονοπατιών, ανάλυση διαμεσολάβησης και ROC ανάλυση, χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς της μελέτης. Οι στατιστικές αναλύσεις έγιναν με την χρήση των SPSS, AMOS, PROCESS. Για την ανάλυση κόστους, υπολογίστηκε το σταθερό και μεταβλητό κόστος για μια υποομάδα τυχαία επιλεγμένων ασθενών και συγκρίθηκε με αυτό που κοστολογήθηκε με βάση τα ΚΕΝ. Αποτελέσματα: H ευπάθεια των ηλικιωμένων φάνηκε να σχετίζεται άμεσα με την θνησιμότητα και την εμφάνιση επιπλοκών κατά την νοσηλεία και έμμεσα με τον χρόνο νοσηλείας, μέσω της εμφάνισης επιπλοκών. Δεν διαπιστώθηκε σχέση μεταξύ ευπάθειας των ηλικιωμένων και κόστους νοσηλείας. Επιπλέον η ευπάθεια φάνηκε να σχετίζεται άμεσα με την υποκειμενική επιβάρυνση και την κατάθλιψη των φροντιστών και έμμεσα με το άγχος και την συνοπτική κλίμακα ψυχικής υγείας της ΣΥΠΖ των φροντιστών, μέσω της υποκειμενικής επιβάρυνσης των φροντιστών. Δεν διαπιστώθηκε σχέση μεταξύ της ευπάθειας των ηλικιωμένων και της σωματικής διάστασης της ΣΥΠΖ των φροντιστών. Επιπλέον διαπιστώθηκε η εγκυρότητα και η αξιοπιστία της μεταφρασμένης στα ελληνικά κλίμακας CFS. Το πραγματικό κόστος νοσηλείας των ηλικιωμένων ασθενών ήταν υπερδιπλάσιο σε σχέση με αυτό που κοστολογήθηκε με τα ΚΕΝ. Συμπεράσματα: Η κλίμακα CFS μπορεί να χρησιμοποιείται στην Ελλάδα για τον εντοπισμό των ευπαθών ηλικιωμένων και την εκτίμηση του επιπέδου ευπάθειάς τους, γεγονός που μπορεί να συμβάλλει στην βελτιστοποίηση της περίθαλψή τους. Επιπλέον, διαπιστώνοντας τον βαθμό στον οποίο η ευπάθεια του ηλικιωμένου επηρεάζει τις διάφορες παραμέτρους της υγείας και της ποιότητας ζωής του φροντιστή, η ευπάθεια μπορεί να αποτελέσει τον στόχο παρεμβάσεων που θα έχουν σαν αποτέλεσμα την μείωση των επιπτώσεων στους ανθρώπους που τους φροντίζουν.Background: Frailty has been defined as a state or syndrome of decreased reserve and resistance to stressors, resulting from cumulative declines across multiple physiologic systems, causing vulnerability to adverse outcomes. A variety of tools have been developed to identify and evaluate frailty and are being used in various clinical contexts to optimize the care of the elderly. Informal caregivers play an important role in the care of the older adults, something that affects their personal life and health. Aims: To translate the Clinical Frailty Scale (CFS) into Greek and examine its validity and reliability in a sample of older adults. To examine how the frailty status of the older patients is related to parameters of their hospitalization and how it affects the quality of life (subjective burden, anxiety, depression, health-related quality of life) of their informal caregivers. Additionally, to examine whether the cost of hospitalization calculated for each older patient, based on the DRGs (Diagnosis Related Groups), corresponds to the actual cost of hospitalization. Patients and methods: Demographic data, medical history, hospitalization parameters, reason for admission, frailty status by using Clinical Frailty Scale (CFS), independence in activities of daily living, and cognitive function were recorded in 493 older patients. In 311 patient-caregiver dyads, demographic data and levels of self-reported subjective burden, anxiety, depression, and HRQL, were recorded for the caregivers. The data of the first 142 patients were used to assess the validity and reliability of the Greek CFS. Parametric tests, non-parametric tests, logistic regression analysis, path analysis, mediation analysis and ROC analysis were used for the purpose of the study. The statistical analyses were conducted by using SPSS, AMOS and PROCESS. For the cost analysis, fixed and variable costs were calculated for a subgroup of randomly selected patients and compared with those costed by DRGs. Results: Frailty was directly related to mortality and occurrence of complications during hospitalization and indirectly to the length of hospitalization, through the occurrence of complications. No relationship was found between frailty and hospitalization costs. Furthermore, frailty was directly related to caregivers' subjective burden and depression and indirectly to caregivers' anxiety and Mental Component Summary score of caregivers’ HRQL, through caregivers' subjective burden. No relationship was found between the frailty of the elderly and the physical dimension of the caregivers' HRQL. In addition, the validity and reliability of the Greek CFS was established. The actual cost of hospitalization of elderly patients was more than twice as high as that estimated by DRGs. Conclusions: CFS can be used in Greece to identify frail older people and assess their level of frailty, contributing to the optimization of older adults’ care. In addition, by establishing the extent to which older adults’ frailty affects the various parameters of the caregiver's health and quality of life, frailty can be the target of interventions that will have the effect on reducing the burden of people who care for them

    The impact of elderly’s’ "frailty" level on parameters of their hospitalization and on the quality of life of their caregivers

    No full text
    Background: Frailty has been defined as a state or syndrome of decreased reserve and resistance to stressors, resulting from cumulative declines across multiple physiologic systems, causing vulnerability to adverse outcomes. A variety of tools have been developed to identify and evaluate frailty and are being used in various clinical contexts to optimize the care of the elderly. Informal caregivers play an important role in the care of the older adults, something that affects their personal life and health.Aims: To translate the Clinical Frailty Scale (CFS) into Greek and examine its validity and reliability in a sample of older adults. To examine how the frailty status of the older patients is related to parameters of their hospitalization and how it affects the quality of life (subjective burden, anxiety, depression, health-related quality of life) of their informal caregivers. Additionally, to examine whether the cost of hospitalization calculated for each older patient, based on the DRGs (Diagnosis Related Groups), corresponds to the actual cost of hospitalization.Patients and methods: Demographic data, medical history, hospitalization parameters, reason for admission, frailty status by using Clinical Frailty Scale (CFS), independence in activities of daily living, and cognitive function were recorded in 493 older patients. In 311 patient-caregiver dyads, demographic data and levels of self-reported subjective burden, anxiety, depression, and HRQL, were recorded for the caregivers. The data of the first 142 patients were used to assess the validity and reliability of the Greek CFS. Parametric tests, non-parametric tests, logistic regression analysis, path analysis, mediation analysis and ROC analysis were used for the purpose of the study. The statistical analyses were conducted by using SPSS, AMOS and PROCESS. For the cost analysis, fixed and variable costs were calculated for a subgroup of randomly selected patients and compared with those costed by DRGs.Results: Frailty was directly related to mortality and occurrence of complications during hospitalization and indirectly to the length of hospitalization, through the occurrence of complications. No relationship was found between frailty and hospitalization costs. Furthermore, frailty was directly related to caregivers' subjective burden and depression and indirectly to caregivers' anxiety and Mental Component Summary score of caregivers’ HRQL, through caregivers' subjective burden. No relationship was found between the frailty of the elderly and the physical dimension of the caregivers' HRQL. In addition, the validity and reliability of the Greek CFS was established. The actual cost of hospitalization of elderly patients was more than twice as high as that estimated by DRGs.Conclusions: CFS can be used in Greece to identify frail older people and assess their level of frailty, contributing to the optimization of older adults’ care. In addition, by establishing the extent to which older adults’ frailty affects the various parameters of the caregiver's health and quality of life, frailty can be the target of interventions that will have the effect on reducing the burden of people who care for them.Υπόβαθρο: H ευπάθεια έχει οριστεί ως ένα γηριατρικό σύνδρομο ή κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από μειωμένα φυσιολογικά αποθέματα στους ηλικιωμένους, που τους καθιστά ευάλωτους ακόμη και σε μικρά στρεσογόνα ερεθίσματα. Για τον εντοπισμό και την εκτίμηση του βαθμού ευπάθειας έχουν δημιουργηθεί ποικίλα εργαλεία που χρησιμοποιούνται σε διάφορα κλινικά πλαίσια, με σκοπό να βελτιστοποιηθεί η περίθαλψη των ηλικιωμένων. Σημαντικό ρόλο στην φροντίδα και στην περίθαλψη των ηλικιωμένων έχουν οι μη αμειβόμενοι φροντιστές τους, γεγονός που έχει επιπτώσεις στην προσωπική τους ζωή και υγεία. Σκοποί: Να γίνει μετάφραση στα ελληνικά της κλίμακας ευπάθειας Clinical Frailty Scale (CFS) και εξέταση της εγκυρότητας και αξιοπιστίας της σε δείγμα ηλικιωμένων ασθενών. Να εξεταστεί πως σχετίζεται ο βαθμός ευπάθειας των ηλικιωμένων με παραμέτρους της νοσηλείας τους και πως επηρεάζει την αυτό-αναφερόμενη ποιότητα ζωής (υποκειμενική επιβάρυνση, άγχος, κατάθλιψη, σχετιζόμενη με την υγεία ποιότητα ζωής) των μη αμειβόμενων φροντιστών τους. Επιπλέον να εξεταστεί αν το κόστος νοσηλείας που υπολογίζεται για κάθε ηλικιωμένο ασθενή με βάση τα Κλειστά Ενοποιημένα Νοσήλια (ΚΕΝ), αντιστοιχεί στο πραγματικό κόστος νοσηλείας.Ασθενείς και μέθοδοι: Σε 493 ηλικιωμένους ασθενείς καταγράφηκαν δημογραφικά δεδομένα, ιατρικό ιστορικό, παράμετροι της νοσηλείας, η αιτία εισόδου, ο βαθμός ευπάθειας με την Clinical Frailty Scale (CFS), η ικανότητα αυτοεξυπηρέτησης και το επίπεδο γνωσιακής λειτουργίας. Σε 311 ζεύγη ασθενών-φροντιστών καταγράφηκαν για τους φροντιστές: δημογραφικά δεδομένα και τα αυτοαναφερόμενα επίπεδα υποκειμενικής επιβάρυνσης, άγχους, κατάθλιψης και ΣΥΠΖ. Τα δεδομένα των πρώτων 142 ασθενών χρησιμοποιήθηκαν για την εξέταση εγκυρότητας και αξιοπιστίας της μεταφρασμένης στα ελληνικά κλίμακας CFS. Παραμετρικές δοκιμασίες, μη παραμετρικές δοκιμασίες, λογιστική ανάλυση παλινδρόμησης, ανάλυση μονοπατιών, ανάλυση διαμεσολάβησης και ROC ανάλυση, χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς της μελέτης. Οι στατιστικές αναλύσεις έγιναν με την χρήση των SPSS, AMOS, PROCESS. Για την ανάλυση κόστους, υπολογίστηκε το σταθερό και μεταβλητό κόστος για μια υποομάδα τυχαία επιλεγμένων ασθενών και συγκρίθηκε με αυτό που κοστολογήθηκε με βάση τα ΚΕΝ. Αποτελέσματα: H ευπάθεια των ηλικιωμένων φάνηκε να σχετίζεται άμεσα με την θνησιμότητα και την εμφάνιση επιπλοκών κατά την νοσηλεία και έμμεσα με τον χρόνο νοσηλείας, μέσω της εμφάνισης επιπλοκών. Δεν διαπιστώθηκε σχέση μεταξύ ευπάθειας των ηλικιωμένων και κόστους νοσηλείας. Επιπλέον η ευπάθεια φάνηκε να σχετίζεται άμεσα με την υποκειμενική επιβάρυνση και την κατάθλιψη των φροντιστών και έμμεσα με το άγχος και την συνοπτική κλίμακα ψυχικής υγείας της ΣΥΠΖ των φροντιστών, μέσω της υποκειμενικής επιβάρυνσης των φροντιστών. Δεν διαπιστώθηκε σχέση μεταξύ της ευπάθειας των ηλικιωμένων και της σωματικής διάστασης της ΣΥΠΖ των φροντιστών. Επιπλέον διαπιστώθηκε η εγκυρότητα και η αξιοπιστία της μεταφρασμένης στα ελληνικά κλίμακας CFS. Το πραγματικό κόστος νοσηλείας των ηλικιωμένων ασθενών ήταν υπερδιπλάσιο σε σχέση με αυτό που κοστολογήθηκε με τα ΚΕΝ. Συμπεράσματα: Η κλίμακα CFS μπορεί να χρησιμοποιείται στην Ελλάδα για τον εντοπισμό των ευπαθών ηλικιωμένων και την εκτίμηση του επιπέδου ευπάθειάς τους, γεγονός που μπορεί να συμβάλλει στην βελτιστοποίηση της περίθαλψή τους. Επιπλέον, διαπιστώνοντας τον βαθμό στον οποίο η ευπάθεια του ηλικιωμένου επηρεάζει τις διάφορες παραμέτρους της υγείας και της ποιότητας ζωής του φροντιστή, η ευπάθεια μπορεί να αποτελέσει τον στόχο παρεμβάσεων που θα έχουν σαν αποτέλεσμα την μείωση των επιπτώσεων στους ανθρώπους που τους φροντίζουν

    Μελέτη οφθαλμικών κινήσεων προσήλωσης

    No full text
    PURPOSE: It is known that the static visual field responsible for detecting and perceiving visual stimuli of interest depends on the photoreceptor / ganglion cell distribution on the retina. However the ability of the eyes to move continuously and coordinately expands the way we understand our environment. Eye movements are distinguished in those responsible for the detection of points of interest and those responsible for fixating them. The aim of the present study was to investigate fixational eye movements while attenuating the optical parameters of a fixation spot. Specifically, the effect of contrast and target size in the precision and stability of fixation was studied. Furthermore stability of the fixational system were studied under monocular and binocular conditions. METHODOLOGY: Eye position was recorded using a video based eye tracker (Eyelink II, SR Research) with high spatial resolution (< 0.01ο) and high sampling rate (500 Hz). Nine volunteers were measured, aged 25 35 years, with the best spectacle-corrected vision for distance. The stimulus was a circle of constant luminance in its central half region increasing cosinusoidally in periphery. We used three different target sizes (1, 0.5 and 0.2 deg diameter). The target contrast changed between 100, 40, 10, 4 and 1% and the recording duration was 15 sec. Binocular and monocular recordings were performed, which allowed recording of both eyes. A system calibration was performed prior each recording so that the output results could refer to the exact position of the pupils centre on the display screen. The fixation stability was analysed with the calculation of the Bivariate Ellipse Contour Areas which contained 68% of fixation points on their scatter plots. The fixation ability was expressed in terms of visual areas ( in arcmins2) RESULTS: The fixation duration was found to influence significantly its stability as the elliptic areas of fixational points. Statistical significant differences were found between the first 5 sec and the first 10 sec and between first 5 sec and 15 sec of the recording. The effect of target size was found significant on the size of the elliptic areas. As the target increased in size the elliptic areas increased as well. The ellipse area when the diameter of the target was 1 deg was found smaller than the target area but this reversed in the case of the two smaller targets. Target contrast was also found to affect the fixation stability for values, with this effect being more pronounced for contrast levels < 10% while no statistically-significant difference was found above this. Finally a reduced ability for fixation was found when viewing the target monocularly : elliptic areas were always larger than those of the binocular recordings at all conditions with the effect being more important at lower contrasts (3-4 times increase in fixation area under monocular conditions). When studying the effect of eye dominance (binocular recordings) a reduced ability for fixation was found for the non dominant eye in comparison to the dominant eye. At the corresponding monocular recordings eye dominance did not play a role in fixational ability : the occluded eye showed in all cases higher fixational instability. CONCLUSIONS : It is possible that the increasing area of fixation in the time domain is attributable to retinal fatigue and eye dryness. Considering the effect of target size on fixation, it seems that decreasing size can increase fixational ability up to a level that no further improvement can be made. The effect of target contrast is obvious for values below 10% and this may be due to the sensitivity for this stimulus (~2%C). The target is well detectable for values above 10% and maybe this is the reason why no significant differences were observed. The fixation area was significantly decreased, in comparison to binocular fixation, when fixating monocularly, especially for contrast values below 10%. This could partly be due to the fact that the sensitivity of monocular vision is reduced in comparison with the binocular vision (detection threshold ~4%). However, the 4 times difference reveals that the increased instability when fixating monocularly may arise from the activation of different group of cortical neurons under the two conditions.Σκοπός : Το στατικό οπτικό πεδίο ανίχνευσης και αντίληψης των οπτικών ερεθισμάτων που μας περιβάλλουν εξαρτάται άμεσα από την κατανομή των φωτοϋποδοχέων στον αμφιβληστροειδή. Η ικανότητα όμως των οφθαλμών να βρίσκονται σε συνεχή και συντονισμένη κίνηση επεκτείνει σε σημαντικό βαθμό τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το περιβάλλον μας. Οι οφθαλμικές κινήσεις διακρίνονται σε κινήσεις υπεύθυνες για τον εντοπισμό σημείων ενδιαφέροντος αλλά και για την εστίασή τους κατά την προσήλωση. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η επίδραση και μελέτη των οπτικών παραμέτρων του ερεθίσματος, όπως το contrast και το μέγεθος, καθώς και η χρονική διάρκεια της προσήλωσης στην ακρίβεια και σταθερότητα των οφθαλμικών κινήσεων σε συνθήκες μονόφθαλμης και διόφθαλμης προσήλωσης. Μεθοδολογία : Οι καταγραφές των οφθαλμικών κινήσεων πραγματοποιήθηκαν με την χρήση ανιχνευτή οφθαλμικών κινήσεων Eyelink II, SR Research (της κατηγορίας video ανιχνευτών) υψηλής χωρικής ανάλυσης (<0.01ο) και υψηλής συχνότητας δειγματοληψίας (500 Hz). Στο πείραμα έλαβαν μέρος εννέα εξεταζόμενοι ηλικίας 25 35 ετών με διορθωμένα διαθλαστικά σφάλματα. Ο στόχος που χρησιμοποιήθηκε ήταν ένας κυκλικός στόχος σταθερής φωτεινότητας σε μία κεντρική μοίρα του και αυξανόμενης φωτεινότητας στην περιφέρεια του. Χρησιμοποιήθηκαν στόχοι διαφορετικής διαμέτρου 1, 0.5 και 0.2 deg. Το contrast του στόχου μεταβαλλόταν μεταξύ των τιμών 100, 40, 10, 4 και 1% και η διάρκεια των καταγραφών ήταν χρονικής διάρκειας 15sec. Πραγματοποιήθηκαν διόφθαλμες και μονόφθαλμες καταγραφές στις οποίες υπήρχε η δυνατότητα καταγραφής και του καλυμμένου οφθαλμού. Πριν από κάθε καταγραφή έγινε βαθμονόμηση του συστήματος ώστε τα εξαγόμενα αποτελέσματα να αναφέρονται στην ακριβή θέση του κέντρου της κόρης του καταγραφόμενου οφθαλμού πάνω στην οθόνη προβολής. Η σταθερότητα της προσήλωσης ελέγχθηκε μέσω διμεταβλητών ελλειπτικών περιοχών (Bivariate Ellipse Contour Areas) οι οποίες περιείχαν το 68% των σημείων προσήλωσης στα διαγράμματα διασποράς τους. Στην πραγματικότητα η ικανότητα της προσήλωσης σχετίστηκε με το γωνιακό εμβαδόν αυτών των περιοχών.Αποτελέσματα : Η χρονική διάρκεια της προσήλωσης βρέθηκε να επηρεάζει σημαντικά την σταθερότητα της καθώς ελέγχθηκαν οι ελλειπτικές περιοχές των σημείων προσήλωσης στα πρώτα 5, 10 και 15sec της καταγραφής. Στατιστικά σημαντικές διαφορές βρέθηκαν συγκρίνοντας τις ελλειπτικές περιοχές μεταξύ των πρώτων 5sec και πρώτων 10sec και μεταξύ των πρώτων 5sec και 15sec της καταγραφής. Στο μεσοδιάστημα μεταξύ των 10sec και 15sec δεν βρέθηκε στατιστική διαφορά στο μέγεθος των ελλειπτικών περιοχών. Σημαντική βρέθηκε να είναι και η επίδραση του μεγέθους του προβαλλόμενου ερεθίσματος στο μέγεθος των ελλειπτικών περιοχών των σημείων προσήλωσης. Όσο μεγαλύτερη η διάμετρος του προβαλλόμενου στόχου τόσο μεγαλύτερες βρέθηκαν και οι ελλειπτικές περιοχές. Στην περίπτωση του στόχου διαμέτρου 1deg το εμβαδόν των ελλειπτικών περιοχών βρέθηκε να είναι μικρότερο του εμβαδού του στόχου κάτι το οποίο δεν ίσχυε στην περίπτωση των δύο στόχων μικρότερης διαμέτρου. Επίσης σημαντική βρέθηκε να είναι και η επίδραση του contrast του στόχου στην σταθερότητα της προσήλωσης για τιμές μικρότερες του 10%. Για μεγαλύτερες τιμές contrast δεν βρέθηκε σημαντική επίδραση. Τέλος στις μονόφθαλμες καταγραφές βρέθηκε σημαντικά μειωμένη η ικανότητα προσήλωσης για όλους τους εξεταζόμενους, καθώς οι ελλειπτικές περιοχές εμφάνισαν αύξηση 3-4 φορές σε σχέση με τις αντίστοιχες διόφθαλμες. Το φαινόμενο αυτό έγινε περισσότερο αισθητό για τιμές contrast μικρότερες από 40%. Όλες οι αναλύσεις έγιναν διαχωρίζοντας τους οφθαλμούς των εξεταζομένων σε κυρίαρχο και μη. Στις διόφθαλμες καταγραφές παρατηρήθηκε μειωμένη ικανότητα προσήλωσης του μη κυρίαρχου οφθαλμού σε σχέση με τον κυρίαρχο. Στις αντίστοιχες μονόφθαλμες βρέθηκε μια αλλαγή σε αυτή την συμπεριφορά της ικανότητας προσήλωσης μεταξύ κυρίαρχου και μη οφθαλμού ανάλογα με το ποιος οφθαλμός ήταν καλυμμένος. Ο καλυμμένος οφθαλμός βρέθηκε να είναι λιγότερο ικανός στην διαδικασία της προσήλωσης ανεξάρτητα από το αν ήταν ο κυρίαρχος ή ο μη κυρίαρχος. Συμπεράσματα : Ο κύριος λόγος της αύξησης των ελλειπτικών περιοχών με την πάροδο του χρονικού διαστήματος προσήλωσης είναι πιθανόν η αποφυγή της κόπωσης των φωτοϋποδοχέων αλλά ίσως και η έλλειψη δακρύων με τον χρόνο. Εξετάζοντας την επίδραση του μεγέθους του στόχου προκύπτει το συμπέρασμα ότι η ικανότητα προσήλωσης βελτιώνεται για μικρότερους στόχους μέχρι μια συγκεκριμένη τιμή. Η επίδραση του contrast είναι εμφανής για τιμές χαμηλότερες από 10% πιθανόν γιατί είναι κοντά στην ουδό για το συγκεκριμένο ερέθισμα (~2%). Η ικανότητα προσήλωσης κατά την μονόφθαλμη προσήλωση βρέθηκε και αυτή σημαντικά μειωμένη για τιμές contrast < 10% άλλα με πιο έντονη επίδραση (αυτών των τιμών contrast) σε σχέση με τις αντίστοιχες διόφθαλμες καταγραφές, ίσως λόγω του γεγονότος ότι η ευαισθησία της μονόφθαλμης όρασης είναι σημαντικά μειωμένη σε σχέση με την διόφθαλμη όραση (ουδός ευαισθησίας ~ 4%) οπότε και η επίδραση του contrast αναμένεται να είναι πιο σημαντική για μικρές τιμές του. Είναι πιθανόν επίσης η διαφορά μονόφθαλμης- διόφθαλμης προσήλωσης να οφείλεται σε ενεργοποίηση διαφορετικών φλοιικών περιοχών στην κάθε περίπτωση

    Gender Differences in Health-Related Quality of Life (HRQL) of Overweight and Obese Adults in a Representative Sample of Greek Urban Population.

    No full text
    BACKGROUND: The main objective was to investigate the relationship between Health-Related Quality of Life (HRQL) and Body Mass Index (BMI) status according to gender in a representative sample of Greek urban population. METHODS: In this cross-sectional study, data were collected from 1060 participants (mean age 47.10 yr, 95%CI 46.09-48.07, 52.7% females) in a stratified sample of representative urban population during 1-20 Apr 2016 in Athens, Greece. Socio-demographic characteristics and medical history were involved. BMI (kg/m(2)) was calculated, based on reported height and weight. HRQL was assessed by using the Greek version of SF36. Parametric tests and multiple logistic regression analysis were applied to identify whether socio-demographic characteristics differed across BMI groups. Mann-Whitney test was used to detect significant differences in SF36 scales between men and women across different BMI and age groups. Multivariate stepwise linear regression analyses were performed to investigate the influence of sociodemographic variables on HRQL. RESULTS: The effect of being overweight or obese differs by age and gender and that this negative impact in HRQL was greater in women than in men. More vulnerable were overweight young and obese middle-aged woman both in terms of physical and mental health. On the other hand, HRQL of normal weight men and women did not differ in almost all age groups. CONCLUSION: Gender differences on HRQL observed in the general population were mediated by the different way that the two genders affected by increases in body weight

    Multiple osteolytic lesions due to Double-Expressor Primary non‑Hodgkin Lymphoma of the Bone

    Get PDF
    Primary non-Hodgkin lymphoma of the bone (PLB) is a rare type of non-Hodgkin’s lymphoma (NHL) that affects the skeletal system with or without regional lymph node involvement. We present the case of a 74-year-old female patient with pain due to multifocal osteolytic lesions. The diagnosis of diffuse large B-cells (non-GCB) phenotype was made by clinical, laboratory, histopathological examination accompanied by an extensive immunohistochemical profile of one of the skeletal lesions

    Diseases Linked to Polypharmacy in Elderly Patients

    No full text
    Introduction. Polypharmacy in several cases is deemed necessary and elderly patients are prone to this phenomenon. The objective of this study was to identify the prevalence and the predictors of polypharmacy among consecutively unplanned admissions of patients aged ≥65 years. Patients and Methods. In 310 patients (51% women), mean age 80.24 years (95% CI 79.35–81.10), demographic characteristics, medical history, medications, and cause of admission were recorded. Parametric tests and multiple logistic regression analysis were applied to identify the factors that have significant association with polypharmacy. Results. 53.5% of patients belonged to polypharmacy group. In multivariate analysis the independent predictors of polypharmacy were arterial hypertension (p=0.003, OR = 2.708, and 95% CI 1.400–5.238), coronary artery disease (p=0.001, OR = 8.274, and 95% CI 3.161–21.656), heart failure (p=0.030, OR = 4.042, and 95% CI 1.145–14.270), atrial fibrillation (p=0.031, OR = 2.477, and 95% CI 1.086–5.648), diabetes mellitus (p=0.010, OR = 2.390, and 95% CI 1.232–4.636), dementia (p=0.001, OR = 4.637, and 95% CI 1.876–11.464), and COPD (p=0.022, OR = 3.626, and 95% CI 1.208–10.891). Conclusions. Polypharmacy mainly was linked to cardiovascular diseases. If deprescribing is not feasible, physicians must oversee those patients in order to recognise early, possible drug reactions
    corecore