268 research outputs found

    The effect of different frequencies of ultrasound on the activity of horseradish peroxidase

    Get PDF
    Ultrasound technology has been studied by food researchers as an alternative method for thermal processing. The use of ultrasound as a way to inactivate and/or activate enzymes has been widely studied at low frequencies (20–40 kHz), however, little research on the effect of high frequencies has been reported. Thus, the effect of high and low frequency ultrasound on commercial horseradish peroxidase with a concentration of 0.005 mg mL−1 is described. Experiments were performed for 60 min using 20, 378, 583, 862, 995, 1144 and 1175 kHz ultrasound at power levels (acoustic energy) between 2.1 and 64 W. Residual activity was monitored using a spectrophotometric method and data analysis was performed using ANOVA. A significant enhancement of enzyme inactivation (p < 0.05) was observed at each frequency with an increase of sonication time and power. Inactivation of peroxidase by ultrasound followed first order kinetics and an increase of the rate constant with the power applied was observed for all the frequencies studied. Overall, low frequency (20 kHz) and low power are not effective on the enzyme inactivation and the level of residual activity remained high. The use of 378 and 583 kHz (48 W) is particularly effective for complete enzyme inactivation

    The Wikipedia Image Retrieval Task

    Get PDF
    The wikipedia image retrieval task at ImageCLEF provides a testbed for the system-oriented evaluation of visual information retrieval from a collection of Wikipedia images. The aim is to investigate the effectiveness of retrieval approaches that exploit textual and visual evidence in the context of a large and heterogeneous collection of images that are searched for by users with diverse information needs. This chapter presents an overview of the available test collections, summarises the retrieval approaches employed by the groups that participated in the task during the 2008 and 2009 ImageCLEF campaigns, provides an analysis of the main evaluation results, identifies best practices for effective retrieval, and discusses open issues

    Time-resolved fluorescence observation of di-tyrosine formation in horseradish peroxidase upon ultrasound treatment leading to enzyme inactivation

    Get PDF
    The application of ultrasound to a solution can induce cavitional phenomena and generate high localised temperatures and pressures. These are dependent of the frequency used and have enabled ultrasound application in areas such as synthetic, green and food chemistry. High frequency (100 kHz to 1 MHz) in particular is promising in food chemistry as a means to inactivate enzymes, replacing the need to use periods of high temperature. A plant enzyme, horseradish peroxidase, was studied using time-resolved fluorescence techniques as a means to assess the effect of high frequency (378 kHz and 583 kHz) ultrasound treatment at equivalent acoustic powers. This uncovered the fluorescence emission from a newly formed species, attributed to the formation of di-tyrosine within the horseradish peroxidase structure caused by auto-oxidation, and linked to enzyme inactivation

    Carotenoids and antioxidant enzymes as biomarkers of the impact of heavy metals in food chain

    Get PDF
    Antioxidant enzymes (catalase and peroxidase) and carotenoids (lutein and â-carotene) are often used as biomarkers of metal contamination of water and agricultural soils. In this study, the effects of heavy metals present in irrigation water on the aforementioned carotenoids of potatoes (Solanum tuberosum L.) and carrots (Daucus carota L.), cultivated in a greenhouse and irrigated with a water solution including different levels of Cr(VI) and Ni(II) were investigated. These results were compared to the levels of the same metabolites that had been assessed in market-available potato and carrot samples. The findings indicated that the levels of the examined metabolites on the treated with Cr and Ni samples, resemble the levels of the same parameters in the market samples, originating from polluted areas. Therefore, the antioxidant enzymes, catalase and peroxidase, and the carotenoids, lutein and â-carotene, could be handled as indicators of heavy metal pollution

    Overview of the wikipediaMM task at ImageCLEF 2008

    Get PDF
    The wikipediaMM task provides a testbed for the system-oriented evaluation of ad-hoc retrieval from a large collection of Wikipedia images. It became a part of the ImageCLEF evaluation campaign in 2008 with the aim of investigating the use of visual and textual sources in combination for improving the retrieval performance. This paper presents an overview of the task¿s resources, topics, assessments, participants' approaches, and main results

    The Effect of High Pressure Processing on Polyphenol Oxidase Activity, Phytochemicals and Proximate Composition of Irish Potato Cultivars

    Get PDF
    peer-reviewedPolyphenol oxidase (PPO) activity, proximate composition, and phytochemicals were determined in four common Irish potato cultivars following a high pressure processing (HPP) at 600 MPa for 3 min. PPO activity was significantly (p < 0.05) lower in all HPP treated samples, while the overall proximate composition was not affected. The total phenolic content was significantly higher in the HPP treated samples. Chlorogenic acid levels significantly decreased with simultaneous increase of caffeic acid and p-coumaric acid levels upon HPP treatment. No significant changes were observed in rutin and ferulic acid levels, although their levels varied, depending on the potato cultivars, while the levels of cytotoxic glycoalkaloids (α-solanine and α-chaconine) remained unaltered

    Σύγκριση εμφάνισης γενετικών πολυμορφισμών του γονιδίου SCN1A μεταξύ ασθενών με γενικευμένες, εστιακές και εστιακές δευτεροπαθώς γενικευμένες επιληπτικές κρίσεις

    Get PDF
    Η επιληψία είναι μια από τις πιο κοινές χρόνιες νευρολογικές διαταραχές, αφού επηρεάζει το 1 με 2% του παγκόσμιου πληθυσμού. Χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες, απρόβλεπτες και μαζικές εκφορτίσεις εγκεφαλικών νευρώνων που διακόπτουν τη φυσιολογική λειτουργία του εγκεφάλου. Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση κατά της Επιληψίας (ILAE), οι επιληπτικές κρίσεις ταξινομούνται κυρίως με βάση τον τύπο έναρξης της κρίσης (γενικευμένης, εστιακής, άγνωστης έναρξης) αλλά και το επίπεδο συνείδησης που επηρεάζεται. Στις γενικευμένες κρίσεις γίνεται προσβολή και των δύο εγκεφαλικών ημισφαιρίων με ταυτόχρονη απώλεια συνείδησης, ενώ στις εστιακές κρίσεις οι επιληπτικοί σπασμοί ξεκινούν και περιορίζονται στα νευρωνικά δίκτυα ενός εγκεφαλικού ημισφαιρίου. Παράλληλα, μια κρίση μπορεί να είναι εστιακή με δευτεροπαθή γενίκευση, δηλαδή να έχει εστιακή έναρξη και να εξελίσσεται σε αμφοτερόπλευρη τονικοκλονική. Σημειακοί νουκλεοτιδικοί πολυμορφισμοί σε γονίδια που κωδικοποιούν πρωτεΐνες-στόχους των αντιεπιληπτικών φαρμάκων έχουν συσχετισθεί με την εμφάνιση επιληψίας, αλλά ελάχιστες είναι οι μελέτες στις οποίες γίνεται διαφοροποίηση της επίδρασης των πολυμορφισμών στις επιμέρους κατηγορίες επιληψίας. Το γονίδιο SCN1A ανήκει σε μία οικογένεια γονιδίων που παρέχουν τις πληροφορίες για τη δημιουργία της α-υπομονάδας μιας συγκεκριμένης ισομορφής τασεοευαίσθητων καναλιών νατρίου (Nav1.1). Τα κανάλια αυτά είναι απαραίτητα για τη δημιουργία και διάδοση των δυναμικών δράσης στα μυϊκά κύτταρα και τους νευρώνες, και κατ&apos; επέκταση για τη διεγερσιμότητα των κυττάρων. Αφού το γονίδιο αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την επιληπτογένεση, η παρούσα μελέτη εστιάζει στη συσχέτιση δύο πολυμορφισμών του τόσο με την εμφάνιση επιληψίας όσο και με τη διαφοροδιάγνωση μεταξύ διαφορετικών επιληπτικών φαινοτύπων: του rs3812718 (C&gt;T - δημιουργεί μια εναλλακτική θέση ματίσματος) και του rs2298771 (A&gt;G - προκαλεί αντικατάσταση ενός αμινοξέος). Στη μελέτη αυτή συμμετείχαν 52 ασθενείς με γενικευμένη επιληψία και 50 ασθενείς με εστιακή δευτεροπαθώς γενικευμένη επιληψία, οι οποίοι γονοτυπήθηκαν με Real-Time PCR (LightSNiP Assay) για τους πολυμορφισμούς rs2298771 και rs3812718 του γονιδίου SCN1A. Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα για 114 ασθενείς με σύνθετη εστιακή επιληψία από προηγούμενη εργασία και για γενικό ευρωπαϊκό πληθυσμό από τη διαδικτυακή βάση Ensembl. Έγινε ανωνυμοποίηση και αποταυτοποίηση όλων των δειγμάτων, ενώ είχε προηγηθεί ενυπόγραφη συγκατάθεση των ασθενών για τη συμμετοχή τους στη μελέτη. Η στατιστική ανάλυση έγινε με έλεγχο x2 σε επίπεδο σημαντικότητας 0.05, μέσω του λογισμικού SPSS. Αρχικά, διερευνήθηκε η συσχέτιση των δύο πολυμορφισμών με την εμφάνιση επιληψίας και βρέθηκε ότι οι γονότυποι GG+AG του rs2298771 εμφανίζονται 1,65 φορές συχνότερα από τον AA στους ασθενείς με επιληψία σε σχέση με το γενικό πληθυσμό (OR=1,65, 95%CI=1,19-2,28, p=0,003), με το αλληλόμορφο G να εμφανίζεται 1,36 φορές συχνότερα από το A (OR=1,36, 95%CI=1,07-1,72, p=0,01). Παράλληλα, ο συνδυασμός γονοτύπων AG/CT των rs2298771/rs3812718 εμφανίζεται 1,65 φορές συχνότερα από τους υπόλοιπους συνδυασμούς στο συνολικό δείγμα ασθενών με επιληψία σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό (OR=1,65, 95%CI=1,19-2,29, p=0,003), ενώ ο συνδυασμός AA/CT εμφανίζεται κατά 1,86 φορές συχνότερα από τους υπόλοιπους συνδυασμούς στο γενικό ευρωπαϊκό πληθυσμό σε σχέση με τους επιληπτικούς ασθενείς (OR=0,537, 1/OR=1,86, 95%CI=0,323-0,892, p=0,015). Όσον αφορά τη διαφοροποίηση μεταξύ των επιληπτικών φαινοτύπων, παρατηρήθηκε μια τάση επικράτησης των γονοτύπων TT+CT του rs3812718 κατά 2,3 φορές στη γενικευμένη επιληψία (OR=2,3, 95%CI=0,93-5,65, p=0,065) και του αλληλομόρφου T κατά 1,5 φορά στην εστιακή δευτεροπαθώς γενικευμένη επιληψία (OR=1,54, 95%CI=0,96-2,48, p=0,073) σε σχέση με την εστιακή επιληψία. Επομένως, υπάρχει υψηλή συσχέτιση μεταξύ του G αλληλομόρφου του rs2298771 και της εμφάνισης επιληψίας στο δείγμα μας, ενώ το αλληλόμορφο T του rs3812718 φαίνεται να σχετίζεται με την εμπλοκή δικτύων που υπόκεινται της γενίκευσης της επιληπτικής δραστηριότητας, είτε πρωτοπαθώς είτε δευτεροπαθώς. Η αύξηση του αριθμού του δείγματος θα οδηγήσει στην επικύρωση των εξαγόμενων συμπερασμάτων αλλά και πιθανόν στην εύρεση ενός δείκτη διαφοροδιάγνωσης μεταξύ των διάφορων επιληπτικών φαινοτύπων.Epilepsy is one of the most common chronic neurological disorders, since it affects 1 to 2% of the world&apos;s population. It is characterized by repeated, unpredictable, abnormal and massive discharges of neurons that disrupt the normal brain function. According to the International League Against Epilepsy (ILAE), the key criterion for the classification of seizures is the type of onset (generalized, focal, unknown onset) and the level of consciousness that is affected. In generalized seizures, epileptic activity spreads to both brain hemispheres with loss of consciousness, whereas in focal seizures it is confined to the neural networks of one brain hemisphere. Moreover, an epileptic seizure can be focal secondarily generalized, with a focal onset and development into a bilateral tonic-clonic seizure. Single nucleotide polymorphisms in genes that encode target proteins of antiepileptic drugs have been associated with epilepsy, but there are only a few studies that differentiate the effect of polymorphisms on different epilepsy groups. The SCN1A gene belongs to a family of genes that provides instructions for generating the α-subunit of a sodium channel’s isoform, which is called Nav1.1. These channels are necessary for the production and dissemination of action potentials in muscle cells and neurons, and therefore they play a crucial role on cell excitability. Since this gene is undoubtedly linked to epileptogenesis, the present study focuses on the association of two genetic polymorphisms of SCN1A with epilepsy and with differential diagnosis between several epileptic phenotypes: rs3812718 (C&gt;T – it creates an alternative splice site) and rs2298771 (A&gt;G – it causes an amino acid substitution). This study involved 52 patients with generalized epilepsy and 50 patients with focal secondarily generalized epilepsy, which were genotyped with Real-Time PCR (LightSNiP Assay) for the rs2298771 and rs3812718 polymorphisms of the SCN1A gene. At the same time, data of 114 patients with complex partial epilepsy were used from a previous study and data of the general european population from the Ensembl website. All participant patients signed an informed consent for the study and their samples were anonymised. Statistical analysis was performed with x2 test (chi-square test) at a significance level of 0.05, via SPSS software. First of all, the possible correlation of the two genetic polymorphisms with epilepsy was investigated and the GG+AG genotypes of rs2298771 were found to be 1.65 times more common than AA in epilepsy patients compared to the general population (OR=1,65, 95%CI=1,19-2,28, p=0,003), with G allele appearing 1.36 times more often than A (OR=1,36, 95%CI=1,07-1,72, p=0,01). At the same time, the genotypic combination AG/CT of rs2298771/rs3812718 was found to be 1.65 times more common in epilepsy patients compared to the general population (OR=1,65, 95%CI=1,19-2,29, p=0,003), while the combination AA/CT appeared 1.86 times more often in the general population compared to epileptic patients (OR=0,537, 1/OR=1,86, 95%CI=0,323-0,892, p=0,015). Furthermore, the appearance of the two genetic polymorphisms was compared between different epileptic phenotypes. A prevalence of TT+CT genotypes of rs3812718 was observed 2.3 times more often in generalized epilepsy (OR=2,3, 95%CI=0,93-5,65, p=0,065) and 1.5 times more often for T allele in focal secondarily generalized epilepsy (OR=1,54, 95%CI=0,96-2,48, p=0,073) compared to focal epilepsy. Therefore, there is a high correlation between the polymorphic G allele of rs2298771 and the appearance of epilepsy in our sample. Moreover, the polymorphic T allele of rs3812718 appears to be associated with the generalization of epileptic activity, either primarily or secondarily. Increasing the number of the sample will not only lead to the validation of these conclusions, but also to the possible discovery of a differential diagnosis marker between the different epileptic phenotypes

    Μελέτη στάσεων και συμπεριφορών για την εποχική γρίπη και τη φυματίωση των επαγγελματιών υγείας σε πνευμονολογικά τμήματα δημόσιων νοσοκομείων

    Get PDF
    Εισαγωγή: Οι ιατροί και νοσηλευτές των δημόσιων νοσοκομείων πιθανόν να έχουν υιοθετήσει συγκεκριμένες στάσεις και συμπεριφορές όσον αφορά τον έλεγχο και την ενδονοσοκομειακή αντιμετώπιση της εποχικής γρίπης και της πνευμονική φυματίωσης. Σκοπός: Η διερεύνηση και η καταγραφή των στάσεων και αντιλήψεων των ιατρών και των νοσηλευτών οι οποίοι εργάζονται σε δημόσια πνευμονολογικά τμήματα σε νοσοκομεία της Αθήνας και σχετίζονται με την εφαρμογή στρατηγικών πρόληψης, καθώς και διαχείρισης πασχόντων με εποχική γρίπη και φυματίωση. Υλικό και Μέθοδος: Η μελέτη εκπονήθηκε από τον Δεκέμβριο 2019-Φεβρουάριο 2020 στο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό πνευμονολογικών τμημάτων τριών δημόσιων νοσοκομείων. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ένα ανώνυμο ερωτηματολόγιο με ερωτήσεις που αφορούσαν την αντιγριπική εμβολιαστική κάλυψη, τη βαρύτητα νόσησης από γρίπη και το φόβο έλλειψης κλινών στις κλινικές λόγω κρουσμάτων, το βαθμό εμπιστοσύνης στους κρατικούς μηχανισμούς, καθώς και την πιθανή λήψη αγωγής για λανθάνουσα ή ενεργό φυματική λοίμωξη. Αποτελέσματα: Συνολικά 210 άτομα (95 άντρες), μέσης ηλικίας 43.5 ± 13.8 έτη, 91 ιατροί και 119 νοσηλευτές, 134 απόφοιτοι ΑΕΙ, 91 έγγαμοι και 111 με τέκνα συμμετείχαν στη μελέτη. Το δείγμα παρουσίασε υψηλή εμβολιαστική κάλυψη στο 63%, ενώ στο 55% θεωρεί το εμβόλιο της γρίπης ασφαλές. Όσον αφορά τη φυματίωση, περίπου οι μισοί νοσηλευτές δεν έχουν εξεταστεί για πιθανή φυματική μόλυνση, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία δεν έχει λάβει αγωγή για λανθάνουσα ή ενεργό φυματίωση. Οι συμμετέχοντες διαφωνούν ότι η γρίπη είναι μια ελαφριά ασθένεια, ενώ θεωρούν ότι αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για την υγεία του ασθενούς (p&lt;0.01), εκφράζοντας φόβους για έλλειψη κλινών στις κλινικές λόγω αυξημένων αριθμών κρουσμάτων (p&lt;0.01). Όσον αφορά τη φυματίωση, στο νοσοκομείο τηρούνται οι βασικοί κανόνες υγιεινής, αποστείρωσης και αερισμού των χώρων (p&lt;0.03), ενώ καταγράφηκε αδυναμία του ΕΟΔΥ να αντιμετωπίσει με επιτυχία τα κρούσματα φυματίωσης στη χώρα(p&lt;0.01). Συμπεράσματα: Τα πνευμονολογικά τμήματα φέρουν αυξημένο βάρος εργασίας και απαιτούν εφαρμογή συγκεκριμένων πρωτοκόλλων προς αποφυγή ενδονοσοκομειακής διασποράς φυματίωσης και εποχιακής γρίπης. Πιθανή μη εφαρμογή των πρωτοκόλλων, μη επάρκεια μέτρων ατομικής προστασίας, ανάπτυξη αισθήματος εργασιακής ανασφάλειας και επαγγελματικής εξουθένωσης δύναται να οδηγήσουν σε μειωμένο επίπεδο παροχής φροντίδας υγείας στους πάσχοντες.Introduction: Physicians and nurses in public hospitals may have adopted certain attitudes and behaviors regarding control and in-hospital management of seasonal influenza and pulmonary tuberculosis. Purpose: To investigate and document attitudes and perceptions of physicians and nurses working in public pulmonary departments of hospitals located in Athens, with respect to implementation of prevention strategies and management of seasonal flu and tuberculosis. Materials and Methods: Between December 2019 and February 2020, a survey was conducted among physicians and nurses of pulmonary departments in 3 tertiary hospitals. An anonymous questionnaire was filled out, with items inquiring about flu immunization, workload, confidence in public health services, and potential treatment for latent or active tuberculosis. Results: A total number of 210 participants (95 men) responded to the survey, with a mean age of 43.5 ± 13.8 years. Ninety-one were physicians and 119 were nurses, with 134 having a university degree, 91 being married and 111 having children during the period studied. We found a high flu immunization rate (63%); 55% of responders considers the flu vaccine safe. Regarding tuberculosis, about half of the nurses have never been examined for potential tuberculous infection, whereas the majority have never taken any treatment for latent of active tuberculosis. The participants disagree that flu is a mild disease (p&lt;0.03); instead, they believe that it represents a grave danger for patients’ health (p&lt;0.01), expressing fears for shortage of available hospital beds due to the increased number of cases (p&lt;0.01). For tuberculosis, all 3 hospitals were reported to abide by the hygiene, sterilization, and room ventilation standards (p&lt;0.03). However, the participants reported an inability of the National Public Health Organization to successfully manage all cases of tuberculosis documented in the country (p&lt;0.01). Conclusions: Pulmonary departments of tertiary hospitals have increased workloads and require implementation of specific protocols in order to prevent in-hospital dissemination of tuberculosis and seasonal flu. A potential failure to implement these protocols, inadequate personal protective equipment, occupational insecurity, and burn-out may lead to suboptimal patient care
    corecore