9 research outputs found

    Μελέτη της συσχέτισης των δεικτών ωοθηκικής εφεδρείας με το αναπαραγωγικό δυναμικό των γυναικών που υποβάλλονται σε υποβοηθούμενη αναπαραγωγή με σκοπό τη βελτιστοποίηση των κλινικών πρωτόκολλων για διατήρηση γονιμότητας σε γυναίκες με γυναικολογικό καρκίνο και χρονιές παθήσεις

    No full text
    Εισαγωγή - Σκοπός: Η πρόβλεψη της ωοθηκικής απάντησης στην ελεγχόμενη ωοθηκική διέγερση αποτελεί πρόκληση σε κάθε προσπάθεια υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Ειδικά σε περιπτώσεις γυναικών με κακοήθεια ή χρόνιες παθήσεις (όπως συστηματικός ερυθηματώδης λύκος ή αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο) η ανάγκη για καλύτερη πρόβλεψη της ωοθηκικής απάντησης είναι υψίστης σημασίας. Ενδεχόμενη αποτυχία λήψης ωαρίων σε γυναίκες που υποβάλλονται σε ωοθηκική διέγερση με σκοπό τη διατήρηση γονιμότητας είναι καταστροφική, καθώς τις περισσότερες φορές ο διαθέσιμος χρόνος επαρκεί για μία μόνο προσπάθεια. Εξίσου οδυνηρή είναι η εμφάνιση συνδρόμου υπερδιέγερσης ωοθηκών σε γυναίκες όπου η υπεροιστογοναιμία ή η καθυστέρηση έναρξης της απαραίτητης θεραπείας συνδέεται με δυσμενέστερη πρόγνωση της νόσου τους. Με βάση αυτά το δεδομένα, η καλύτερη πρόβλεψη της ωοθηκικής απάντησης είναι ζωτικής σημασίας σε αυτό τον πληθυσμό. Ο σκοπός του παρόντος πονήματος είναι η συσχέτιση των δεικτών ωοθηκικής εφεδρείας με την ωοθηκική απάντηση μετά από ελεγχόμενη ωοθηκική διέγερση, με στόχο τη βελτιστοποίηση της προγνωστικής ικανότητας της ωοθηκικής απάντησης για τη βελτιστοποίηση των κλινικών πρωτοκόλλων διατήρησης γονιμότητας ασθενών με καρκίνο και χρόνιες παθήσεις. Υλικά – Μέθοδος: Η μελέτη έλαβε χώρα στη Μονάδα Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής της Ά Μαιευτικής και Γυναικολογικής κλινικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Αλεξάνδρα». Στη μελέτη συμπεριελήφθησαν όλες οι γυναίκες που υπεβλήθησαν σε προσπάθεια εξωσωματικής γονιμοποίησης από το 2015 μέχρι το 2019. Επίσης έγινε αναδρομική ανάλυση των κύκλων εξωσωματικής γονιμοποίησης που πραγματοποιήθηκαν στο τμήμα από το 2013 μέχρι το 2015. Σε κάθε κύκλο εξωσωματικής γονιμοποίησης καταγράφηκαν τα δημογραφικά στοιχεία της ασθενούς, η ηλικία, το ύψος, το βάρος, ο λόγος υποβολής σε πρόγραμμα εξωσωματικής γονιμοποίησης, η ύπαρξη προηγούμενης κύησης, ο αριθμός τέκνων, οι εκτρώσεις, το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ, οι τιμές των ορμονών FSH, LH, E2, PRL, TSH την 3η με 5η ημέρα του προηγούμενου κύκλου, η τιμή της ΑΜΗ, το AFC, ο όγκος των ωοθηκών, το πρωτόκολλο ωοθηκικής διέγερσης που χρησιμοποιήθηκε, το είδος των σκευασμάτων που χρησιμοποιήθηκαν, οι ημέρες που διήρκησε η ωοθηκική διέγερση, η συνολική δόση γοναδοτροπινών, η μέγιστη τιμή της Ε2 πριν την ωοληψία, ο αριθμός των ωοθυλακίων με διάμετρο >13χιλ πριν την ωοληψία, ο αριθμός των ωαρίων, ο αριθμός των ώριμων ωαρίων, το ποσοστό των ώριμων ωαρίων, ο αριθμός των εμβρύων, η ποιότητα των εμβρύων και η επίτευξη κύησης. Έγινε έλεγχος συσχετίσεων των μεταβλητών με τις δοκιμασίες Pearson και Spearman. Ακολούθησε παραγοντική ανάλυση με σκοπό την αναζήτηση ανεξάρτητων παραγόντων που θα προέρχονταν από τις μεταβλητές που μελετήσαμε και θα περιέγραφαν ακριβέστερα την απάντηση στην ωοθηκική διέγερση με μικρότερο αριθμό μεταβλητών. Στη συνέχεια διαμορφώθηκαν καμπύλες λειτουργικού χαρακτηριστικού δείκτη ROC για τη διερεύνηση ύπαρξης τιμών cut off των δεικτών ωοθηκικής εφεδρείας για την πτωχή ωοθηκική απάντηση στη διέγερση. Τέλος πραγματοποιήθηκε έλεγχος παλινδρόμησης με τις μεθόδους enter, stepwise, remove, backward, forward καθώς και με χειροκίνητη εισαγωγή των εξαρτημένων μεταβλητών διαδοχικά. Ο σκοπός της ανάλυσης παλινδρόμησης ήταν η διαμόρφωση μαθηματικών μοντέλων πρόβλεψης της ωοθηκικής απάντησης κάνοντας χρήση των δεδομένων που είναι γνωστά πριν την έναρξη της ωοθηκικής διέγερσης. Αποτελέσματα: Ο έλεγχος συσχετίσεων μεταξύ των μεταβλητών ανέδειξε πολλαπλές συσχετίσεις μεταξύ των υπό μελέτη μεταβλητών. Η πιο σημαντική συσχέτιση για τις ανάγκες της μελέτης μας αφορά τον αριθμό των ωαρίων που ελήφθησαν μετά από ελεγχόμενη ωοθηκική διέγερση με τους δείκτες ωοθηκικής εφεδρείας. Ο αριθμός των ληφθέντων ωαρίων εμφάνισε ισχυρή στατιστικά σημαντική συσχέτιση με την ΑΜΗ και το AFC αλλά και με την FSH σε ελαφρώς μικρότερο βαθμό. Αντίστοιχα, και οι τρεις δείκτες συσχετίστηκαν σε στατιστικά σημαντικό βαθμό με τον αριθμό των ώριμων ωαρίων και τον αριθμό των εμβρύων. Η ηλικία φάνηκε επίσης να συσχετίζεται σε στατιστικά σημαντικό βαθμό με τον αριθμό των ληφθέντων ωαρίων, των αριθμό των ώριμων ωαρίων και τον αριθμό των εμβρύων. Ακολούθησε παραγοντικός έλεγχος με σκοπό την αντικατάσταση των υπό μελέτη μεταβλητών με άλλες ανεξάρτητες μεταβλητές οι οποίες θα περιέγραφαν καλύτερα τα χαρακτηριστικά της συσχέτισης των δεικτών ωοθηκικής εφεδρείας με την ωοθηκική απάντηση. Η παραγοντική ανάλυση επαναλήφθηκε πολλές φορές τροποποιώντας τις μεταβλητές που μελετήθηκαν κάθε φορά, χωρίς όμως να επιτευχθεί διαμόρφωση ιδιοτιμών με υψηλές τιμές διακύμανσης και έτσι απορρίφθηκε. Στη συνέχεια έγινε προσπάθεια υπολογισμού τιμών cut off των δεικτών ωοθηκικής εφεδρείας για την πτωχή ωοθηκική απάντηση με χρήση καμπυλών λειτουργικού χαρακτηριστικού δείκτη ROC. H προσπάθεια αυτή ήταν ανεπιτυχής, με τις καμπύλες να τέμνουν τη διαγώνιο πολλές φορές, αναδεικνύοντας την αδυναμία κάθε μεμονωμένης εξέτασης στην πρόβλεψη της πτωχής απάντησης. Τέλος, πραγματοποιήθηκε ανάλυση παλινδρόμησης η οποία και κατέληξε σε μοντέλα εξισώσεων που μπορούν να προβλέψουν τον αριθμό των ληφθέντων ωαρίων μετά από COH χρησιμοποιώντας την ΑΜΗ, to AFC, το ΒΜΙ, την FSH και την ηλικία. Τα παραπάνω μαθηματικά μοντέλα συνδυάζουν διαφορετικούς δείκτες ωοθηκικής εφεδρείας, καλύπτοντας τις αδυναμίες των μεμονωμένων δεικτών και επιτυγχάνουν έτσι ακριβέστερη πρόβλεψη της ωοθηκικής απάντησης στην ελεγχόμενη ωοθηκική διέγερση. Συμπεράσματα: Η βελτιστοποίηση των κλινικών πρωτοκόλλων των γυναικών που πρόκειται να υποβληθούν σε παρέμβαση διατήρησης γονιμότητας με χρήση τεχνικών της εξωσωματικής γονιμοποίησης προϋποθέτει την κατά το δυνατόν καλύτερη πρόβλεψη της ωοθηκικής απάντησης στην διέγερση. Έτσι ο κλινικός γιατρός μπορεί να τροποποιήσει κατάλληλα το πρωτόκολλο ωοθηκικής διέγερσης ώστε να επιτευχθεί με ασφάλεια η λήψη του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού ωαρίων ειδικά σε ασθενείς με αυξημένες πιθανότητες για πτωχή απάντηση ή σύνδρομο υπερδιέγερσης ωοθηκών. Η μελέτη μας δείχνει πως η χρήση μαθηματικών μοντέλων που συνδυάζουν τους δείκτες ωοθηκικής εφεδρείας και τα σωματομετρικά χαρακτηριστικά των ασθενών μπορεί να προβλέψει την ωοθηκική απάντηση στη διέγερση. Μελλοντικά, αντίστοιχα μαθηματικά μοντέλα θα φανούν χρήσιμα στην διαμόρφωση αλγορίθμων τεχνητής νοημοσύνης που θα βελτιώσουν όχι μόνο της πρόβλεψη της ωοθηκικής απάντησης στην ελεγχόμενη ωοθηκική διέγερση αλλά θα καθοδηγούν τον ειδικό της αναπαραγωγής στη χρήση των καταλληλότερων πρωτοκόλλων διέγερσης εξατομικευμένα με βάση τα χαρακτηριστικά της κάθε ασθενούς.Objectives: The objective of our study is to evaluate the correlation between the known ovarian reserve markers and the oocyte yield after controlled ovarian hyperstimulation so as to improve fertility preservation protocols for patients with malignant and autoimmune diseases. Materials and Methods: The study included the data from all women who were subjected to in vitro fertilization in the Assisted Reproduction Unit of the 1st Department of Obstetrics and Gynecology of Alexandra maternity hospital between 2015 and 2019. Furthermore, a retrospective analysis was conducted of the ivf cycles performed between 2013 and 2015. We documented the demographic data of our patients and measured FSH, LH, E2, PRL, TSH, ΑΜΗ, AFC as well as the results of the COH protocols. Statistical analysis included Pearson’s test, factor analysis, regression and ROC curve evaluation. Results: Spearman’s test revealed a great number of statistically significant correlations between the ovarian reserve markers and the results of the COH protocol. The most important positive statistically significant correlation was observed between AMH and oocyte yield and between AFC and oocyte yield. A negative statistically significant correlation was observed between FSH and the number of oocytes as well. Factor analysis was unsuccessful in providing factors that can sufficiently substitute the variables that predict the number of oocytes after COH but managed to illustrate the most important variables of our study. ROC curves failed to determine specific cut off points between the markers of ovarian reserve and poor response. Regression analysis resulted in mathematical models that use AMH, AFC, FSH, BMI and age to predict the number of oocytes after controlled ovarian hyperstimulation. Conclusions: Improving fertility preservation protocols for women with cancer and autoimmune diseases entails better prediction of the oocyte yield. Thus, clinicians can optimize ovarian stimulation protocols in order to safely achieve the maximum oocyte yield especially in women with increased risk for poor response or ovarian hyperstimulation syndrome. Our study demonstrated that using mathematical models that combine ovarian reserve markers, age and BMI to estimate oocyte yield after COH is a feasible approach

    Study of the correlation between ovarian reserve markers and oocyte yield after controlled ovarian hyperstimulation so as to improve fertility preservation protocols for patients with malignant and autoimmune diseases

    No full text
    Objectives: The objective of our study is to evaluate the correlation between the known ovarian reserve markers and the oocyte yield after controlled ovarian hyperstimulation so as to improve fertility preservation protocols for patients with malignant and autoimmune diseases. Materials and Methods: The study included the data from all women who were subjected to in vitro fertilization in the Assisted Reproduction Unit of the 1st Department of Obstetrics and Gynecology of Alexandra maternity hospital between 2015 and 2019. Furthermore, a retrospective analysis was conducted of the ivf cycles performed between 2013 and 2015. We documented the demographic data of our patients and measured FSH, LH, E2, PRL, TSH, ΑΜΗ, AFC as well as the results of the COH protocols. Statistical analysis included Pearson’s test, factor analysis, regression and ROC curve evaluation. Results: Spearman’s test revealed a great number of statistically significant correlations between the ovarian reserve markers and the results of the COH protocol. The most important positive statistically significant correlation was observed between AMH and oocyte yield and between AFC and oocyte yield. A negative statistically significant correlation was observed between FSH and the number of oocytes as well. Factor analysis was unsuccessful in providing factors that can sufficiently substitute the variables that predict the number of oocytes after COH but managed to illustrate the most important variables of our study. ROC curves failed to determine specific cut off points between the markers of ovarian reserve and poor response. Regression analysis resulted in mathematical models that use AMH, AFC, FSH, BMI and age to predict the number of oocytes after controlled ovarian hyperstimulation. Conclusions: Improving fertility preservation protocols for women with cancer and autoimmune diseases entails better prediction of the oocyte yield. Thus, clinicians can optimize ovarian stimulation protocols in order to safely achieve the maximum oocyte yield especially in women with increased risk for poor response or ovarian hyperstimulation syndrome. Our study demonstrated that using mathematical models that combine ovarian reserve markers, age and BMI to estimate oocyte yield after COH is a feasible approach.Εισαγωγή - Σκοπός: Η πρόβλεψη της ωοθηκικής απάντησης στην ελεγχόμενη ωοθηκική διέγερση αποτελεί πρόκληση σε κάθε προσπάθεια υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Ειδικά σε περιπτώσεις γυναικών με κακοήθεια ή χρόνιες παθήσεις (όπως συστηματικός ερυθηματώδης λύκος ή αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο) η ανάγκη για καλύτερη πρόβλεψη της ωοθηκικής απάντησης είναι υψίστης σημασίας. Ενδεχόμενη αποτυχία λήψης ωαρίων σε γυναίκες που υποβάλλονται σε ωοθηκική διέγερση με σκοπό τη διατήρηση γονιμότητας είναι καταστροφική, καθώς τις περισσότερες φορές ο διαθέσιμος χρόνος επαρκεί για μία μόνο προσπάθεια. Εξίσου οδυνηρή είναι η εμφάνιση συνδρόμου υπερδιέγερσης ωοθηκών σε γυναίκες όπου η υπεροιστογοναιμία ή η καθυστέρηση έναρξης της απαραίτητης θεραπείας συνδέεται με δυσμενέστερη πρόγνωση της νόσου τους. Με βάση αυτά το δεδομένα, η καλύτερη πρόβλεψη της ωοθηκικής απάντησης είναι ζωτικής σημασίας σε αυτό τον πληθυσμό. Ο σκοπός του παρόντος πονήματος είναι η συσχέτιση των δεικτών ωοθηκικής εφεδρείας με την ωοθηκική απάντηση μετά από ελεγχόμενη ωοθηκική διέγερση, με στόχο τη βελτιστοποίηση της προγνωστικής ικανότητας της ωοθηκικής απάντησης για τη βελτιστοποίηση των κλινικών πρωτοκόλλων διατήρησης γονιμότητας ασθενών με καρκίνο και χρόνιες παθήσεις. Υλικά – Μέθοδος: Η μελέτη έλαβε χώρα στη Μονάδα Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής της Ά Μαιευτικής και Γυναικολογικής κλινικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Αλεξάνδρα». Στη μελέτη συμπεριελήφθησαν όλες οι γυναίκες που υπεβλήθησαν σε προσπάθεια εξωσωματικής γονιμοποίησης από το 2015 μέχρι το 2019. Επίσης έγινε αναδρομική ανάλυση των κύκλων εξωσωματικής γονιμοποίησης που πραγματοποιήθηκαν στο τμήμα από το 2013 μέχρι το 2015. Σε κάθε κύκλο εξωσωματικής γονιμοποίησης καταγράφηκαν τα δημογραφικά στοιχεία της ασθενούς, η ηλικία, το ύψος, το βάρος, ο λόγος υποβολής σε πρόγραμμα εξωσωματικής γονιμοποίησης, η ύπαρξη προηγούμενης κύησης, ο αριθμός τέκνων, οι εκτρώσεις, το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ, οι τιμές των ορμονών FSH, LH, E2, PRL, TSH την 3η με 5η ημέρα του προηγούμενου κύκλου, η τιμή της ΑΜΗ, το AFC, ο όγκος των ωοθηκών, το πρωτόκολλο ωοθηκικής διέγερσης που χρησιμοποιήθηκε, το είδος των σκευασμάτων που χρησιμοποιήθηκαν, οι ημέρες που διήρκησε η ωοθηκική διέγερση, η συνολική δόση γοναδοτροπινών, η μέγιστη τιμή της Ε2 πριν την ωοληψία, ο αριθμός των ωοθυλακίων με διάμετρο >13χιλ πριν την ωοληψία, ο αριθμός τωνωαρίων, ο αριθμός των ώριμων ωαρίων, το ποσοστό των ώριμων ωαρίων, ο αριθμός των εμβρύων, η ποιότητα των εμβρύων και η επίτευξη κύησης. Έγινε έλεγχος συσχετίσεων των μεταβλητών με τις δοκιμασίες Pearson και Spearman. Ακολούθησε παραγοντική ανάλυση με σκοπό την αναζήτηση ανεξάρτητων παραγόντων που θα προέρχονταν από τις μεταβλητές που μελετήσαμε και θα περιέγραφαν ακριβέστερα την απάντηση στην ωοθηκική διέγερση με μικρότερο αριθμό μεταβλητών. Στη συνέχεια διαμορφώθηκαν καμπύλες λειτουργικού χαρακτηριστικού δείκτη ROC για τη διερεύνηση ύπαρξης τιμών cut off των δεικτών ωοθηκικής εφεδρείας για την πτωχή ωοθηκική απάντηση στη διέγερση. Τέλος πραγματοποιήθηκε έλεγχος παλινδρόμησης με τις μεθόδους enter, stepwise, remove, backward, forward καθώς και με χειροκίνητη εισαγωγή των εξαρτημένων μεταβλητών διαδοχικά. Ο σκοπός της ανάλυσης παλινδρόμησης ήταν η διαμόρφωση μαθηματικών μοντέλων πρόβλεψης της ωοθηκικής απάντησης κάνοντας χρήση των δεδομένων που είναι γνωστά πριν την έναρξη της ωοθηκικής διέγερσης. Αποτελέσματα: Ο έλεγχος συσχετίσεων μεταξύ των μεταβλητών ανέδειξε πολλαπλές συσχετίσεις μεταξύ των υπό μελέτη μεταβλητών. Η πιο σημαντική συσχέτιση για τις ανάγκες της μελέτης μας αφορά τον αριθμό των ωαρίων που ελήφθησαν μετά από ελεγχόμενη ωοθηκική διέγερση με τους δείκτες ωοθηκικής εφεδρείας. Ο αριθμός των ληφθέντων ωαρίων εμφάνισε ισχυρή στατιστικά σημαντική συσχέτιση με την ΑΜΗ και το AFC αλλά και με την FSH σε ελαφρώς μικρότερο βαθμό. Αντίστοιχα, και οι τρεις δείκτες συσχετίστηκαν σε στατιστικά σημαντικό βαθμό με τον αριθμό των ώριμων ωαρίων και τον αριθμό των εμβρύων. Η ηλικία φάνηκε επίσης να συσχετίζεται σε στατιστικά σημαντικό βαθμό με τον αριθμό των ληφθέντων ωαρίων, των αριθμό των ώριμων ωαρίων και τον αριθμό των εμβρύων. Ακολούθησε παραγοντικός έλεγχος με σκοπό την αντικατάσταση των υπό μελέτη μεταβλητών με άλλες ανεξάρτητες μεταβλητές οι οποίες θα περιέγραφαν καλύτερα τα χαρακτηριστικά της συσχέτισης των δεικτών ωοθηκικής εφεδρείας με την ωοθηκική απάντηση. Η παραγοντική ανάλυση επαναλήφθηκε πολλές φορές τροποποιώντας τις μεταβλητές που μελετήθηκαν κάθε φορά, χωρίς όμως να επιτευχθεί διαμόρφωση ιδιοτιμών με υψηλές τιμές διακύμανσης και έτσι απορρίφθηκε. Στη συνέχεια έγινε προσπάθεια υπολογισμού τιμών cut off των δεικτών ωοθηκικής εφεδρείας για την πτωχή ωοθηκική απάντηση με χρήση καμπυλών λειτουργικού χαρακτηριστικού δείκτη ROC. H προσπάθεια αυτή ήταν ανεπιτυχής, με τις καμπύλες να τέμνουν τη διαγώνιο πολλές φορές, αναδεικνύοντας την αδυναμία κάθε μεμονωμένης εξέτασης στην πρόβλεψη της πτωχής απάντησης. Τέλος, πραγματοποιήθηκε ανάλυση παλινδρόμησης η οποία και κατέληξε σε μοντέλα εξισώσεων που μπορούν να προβλέψουν τον21αριθμό των ληφθέντων ωαρίων μετά από COH χρησιμοποιώντας την ΑΜΗ, to AFC, το ΒΜΙ, την FSH και την ηλικία. Τα παραπάνω μαθηματικά μοντέλα συνδυάζουν διαφορετικούς δείκτες ωοθηκικής εφεδρείας, καλύπτοντας τις αδυναμίες των μεμονωμένων δεικτών και επιτυγχάνουν έτσι ακριβέστερη πρόβλεψη της ωοθηκικής απάντησης στην ελεγχόμενη ωοθηκική διέγερση. Συμπεράσματα: Η βελτιστοποίηση των κλινικών πρωτοκόλλων των γυναικών που πρόκειται να υποβληθούν σε παρέμβαση διατήρησης γονιμότητας με χρήση τεχνικών της εξωσωματικής γονιμοποίησης προϋποθέτει την κατά το δυνατόν καλύτερη πρόβλεψη της ωοθηκικής απάντησης στην διέγερση. Έτσι ο κλινικός γιατρός μπορεί να τροποποιήσει κατάλληλα το πρωτόκολλο ωοθηκικής διέγερσης ώστε να επιτευχθεί με ασφάλεια η λήψη του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού ωαρίων ειδικά σε ασθενείς με αυξημένες πιθανότητες για πτωχή απάντηση ή σύνδρομο υπερδιέγερσης ωοθηκών. Η μελέτη μας δείχνει πως η χρήση μαθηματικών μοντέλων που συνδυάζουν τους δείκτες ωοθηκικής εφεδρείας και τα σωματομετρικά χαρακτηριστικά των ασθενών μπορεί να προβλέψει την ωοθηκική απάντηση στη διέγερση. Μελλοντικά, αντίστοιχα μαθηματικά μοντέλα θα φανούν χρήσιμα στην διαμόρφωση αλγορίθμων τεχνητής νοημοσύνης που θα βελτιώσουν όχι μόνο της πρόβλεψη της ωοθηκικής απάντησης στην ελεγχόμενη ωοθηκική διέγερση αλλά θα καθοδηγούν τον ειδικό της αναπαραγωγής στη χρήση των καταλληλότερων πρωτοκόλλων διέγερσης εξατομικευμένα με βάση τα χαρακτηριστικά της κάθε ασθενούς

    Preoperative Bowel Preparation in Minimally Invasive and Vaginal Gynecologic Surgery

    No full text
    Bowel preparation traditionally refers to the removal of bowel contents via mechanical cleansing measures. Although it has been a common practice for more than 70 years, its use is based mostly on expert opinion rather than solid evidence. Mechanical bowel preparation in minimally invasive and vaginal gynecologic surgery is strongly debated, since many studies have not confirmed its effectiveness, neither in reducing postoperative infectious morbidity nor in improving surgeons’ performance. A comprehensive search of Medline/PubMed and the Cochrane Library Database was conducted, for related articles up to June 2019, including terms such as “mechanical bowel preparation,” “vaginal surgery,” “minimally invasive,” and “gynecology.” We aimed to determine the best practice regarding bowel preparation before these surgical approaches. In previous studies, bowel preparation was evaluated only via mechanical measures. The identified randomized trials in laparoscopic approach and in vaginal surgery were 8 and 4, respectively. Most of them compare different types of preparation, with patients being separated into groups of oral laxatives, rectal measures (enema), low residue diet, and fasting. The outcomes of interest are the quality of the surgical field, postoperative infectious complications, length of hospital stay, and patients’ comfort during the whole procedure. The results are almost identical regardless of the procedure’s type. Routine administration of bowel preparation seems to offer no advantage to any of the objectives mentioned above. Taking into consideration the fact that in most gynecologic cases there is minimal probability of bowel intraluminal entry and, thus, low surgical site infection rates, most scientific societies have issued guidelines against the use of any bowel preparation regimen before laparoscopic or vaginal surgery. Nonetheless, surgeons still do not use a specific pattern and continue ordering them. However, according to recent evidence, preoperative bowel preparation of any type should be omitted prior to minimally invasive and vaginal gynecologic surgeries

    Tumor to Tumor Metastasis from Adenocarcinoma Not Otherwise Specified of the Parotid Gland to Uterine Leiomyoma: Presentation of a Unique Case

    No full text
    Salivary gland adenocarcinoma not otherwise specified (NOS) is a malignant epithelial tumor composed of ductal/glandular structures with or without cystic formation. Histologically it is classified as high grade with relevant biological behavior. Although both minor and major glands may be involved, the majority (60%) implicate the parotid gland. Location, regional lymph node status, and histological grade are some of the factors that predict the progress of the disease and the development of metastases. Long follow-up is considered the standard option as distant metastases (DM) may occur despite regional control. Primary sites of DM, besides lymph nodes, include bone, lung, and liver. Herein we report a unique case of a 68-year-old female with a previous history of high-grade adenocarcinoma NOS of her right parotid gland. On her biannual follow-up examination, MRI revealed an abnormal increase in the size of a known uterine leiomyoma of the posterior uterine wall. Positron emission tomography-CT (PET-CT) showed increased uptake in the uterus and lungs. On frozen section, adenocarcinoma was found at the center of the leiomyoma. Histological and immunohistochemical findings were consistent with secondary involvement by the salivary gland adenocarcinoma NOS. Treatment consisted of cyclophosphamide, adriamycin, and cisplatin with poor outcome. The patient was lost to follow-up. Review of the literature indicates that no similar case has been reported in the English literature

    Neurodevelopmental Outcomes of Pregnancies Resulting from Assisted Reproduction: A Review of the Literature

    No full text
    The term infertility is defined as the lack of conception within 1 year of unprotected intercourse. It affects more than 80 million individuals worldwide. It is estimated that 10-15% of couples of reproductive age are challenged by reproductive issues. Assisted reproduction techniques (ART) are responsible for more than 4% of live births. Our aim is to review the research on neurodevelopmental outcomes of newborns born after the implementation of assisted reproduction methods compared to those conceived naturally. We conducted a comprehensive search of the PubMed, Crossref and Google Scholar electronic databases for related articles up to June 2022 using the PRISMA guidelines. Our research revealed a large number of long term follow-up studies between 2 and 18 years of age, with comparable developmental outcomes. Many studies compared the effects of different infertility treatments against natural conception. The review of the literature revealed that ART is safe, as the majority of studies showed no effect on the neurodevelopmental outcomes of the offspring. In most cases when such an effect was observed, it could be attributed to confounding factors such as subfertility, multiple pregnancies and gestational age at delivery. Finally, the increase in the prevalence of neurodevelopmental disorders after ART, as described in studies with statistically significant results, is predominantly marginal, and given the low incidence of neurodevelopmental disorders in the general population, its clinical significance is debatable

    Association of Tumor Necrosis Factor-α -308G>A, -238G>A and -376G>A polymorphisms with recurrent pregnancy loss risk in the Greek population.

    No full text
    BACKGROUND: Promoter region SNPs in TNF-α have been studied in association with Recurrent Pregnancy Loss (RPL) occurrence in various populations. Among them, -238G {\textgreater} A, -308G {\textgreater} A and - 376G {\textgreater} A have been frequently investigated for their potential role in recurrent abortions. The aim of the present study is to evaluate the correlation among TNF-α 238, TNF-α 308 and TNF-α 376 polymorphisms and recurrent pregnancy loss risk in Greek women. METHODS: This study included 94 Caucasian women with at least two miscarriages of unexplained aetiology, before the 20th week of gestation. The control group consisted of 89 Caucasian women of proven fertility, with no history of pregnancy loss. DNA samples were subjected to PCR amplification using specific primers. Sanger sequencing was applied to investigate the presence of TNF-α 238, TNF-α 308, TNF-α 376 polymorphisms in all samples. RESULTS: The TNF-α 238 and TNF-α 308 variants were both detected in RPL and control groups (7.45\% vs 4.49 and 45.16\% vs 36.73\%, respectively), but with no statistically significant association (p-value 0.396 and 0.374, respectively). The TNF-α 376 variant was not detected at all in both control and RPL groups. When TNF-α 238 and TNF-α 308 genotypes were combined no association with RPL was detected (p-value = 0.694). In subgroup analysis by parity, RPL patients carrying the A allele reported less previous births. CONCLUSIONS: This is the first study demonstrating TNF-α 238 and TNF-α 308 gene expression and the absence of TNF-α 376 variant in Greek women with RPL. However, no association emerged between each polymorphism studied and the occurrence of recurrent pregnancy loss. Accordingly, TNF-α -308G {\textgreater} A, -238G {\textgreater} A and -376G {\textgreater} A variants are not considered genetic markers for identifying women at increased risk of recurrent pregnancy loss in the Greek population

    Pregnancy and COVID-19

    No full text
    Evidence indicates that SARS-CoV-2 infection increases the likelihood of adverse pregnancy outcomes. Modifications in the circulatory, pulmonary, hormonal, and immunological pathways induced by pregnancy render pregnant women as a high-risk group. A growing body of research shows that SARS-CoV-2 infection during pregnancy is connected to a number of maternal complications, including pneumonia and intensive care unit (ICU) hospitalization. Miscarriages, stillbirth, preterm labor, as well as pre-eclampsia and intrauterine growth restriction are also among the most often documented fetal implications, particularly among expecting women who have significant COVID-19 symptoms, often affecting the timing and route of delivery. Thus, prevention of infection and pharmacological treatment options should aim to minimize the aforementioned risks and ameliorate maternal, obstetric and fetal/neonatal outcomes

    Advantages and Limitations of Ultrasound as a Screening Test for Ovarian Cancer

    No full text
    Ovarian cancer (OC) is the seventh most common malignancy diagnosed among women, the eighth leading cause of cancer mortality globally, and the most common cause of death among all gynecological cancers. Even though recent advances in technology have allowed for more accurate radiological and laboratory diagnostic tests, approximately 60% of OC cases are diagnosed at an advanced stage. Given the high mortality rate of advanced stages of OC, early diagnosis remains the main prognostic factor. Our aim is to focus on the sonographic challenges in ovarian cancer screening and to highlight the importance of sonographic evaluation, the crucial role of the operator΄s experience, possible limitations in visibility, emphasizing the importance and the necessity of quality assurance protocols that health workers have to follow and finally increasing the positive predictive value. We also analyzed how ultrasound can be combined with biomarkers (ex. CA-125) so as to increase the sensitivity of early-stage OC detection or, in addition to the gold standard examination, the CT (Computed tomography) scan in OC follow–up. Improvements in the performance and consistency of ultrasound screening could reduce the need for repeated examinations and, mainly, ensure diagnostic accuracy. Finally, we refer to new very promising techniques such as liquid biopsies. Future attempts in order to improve screening should focus on the identification of features that are unique to OC and that are present in early-stage tumors
    corecore