18 research outputs found

    Autofluorescence and high-definition optical coherence tomography of retinal artery occlusions

    Get PDF
    BACKGROUND: The purpose of this study is to illustrate the fundus autofluorescence and high-definition optical coherence tomography (HD-OCT) features of acute and long-standing retinal artery occlusions. DESIGN: Retrospective case series. PARTICIPANTS: Patients with acute and chronic retinal and cilioretinal artery occlusions are included in this series. METHODS: A detailed clinical examination, color fundus photographs, autofluorescence, and HD-OCT of the subjects were performed. RESULTS: HD-OCT demonstrates the localized and well-demarcated thickening of the inner retina in the acute phase of arterial occlusions that correlates with the areas of blocked autofluorescence caused by the cloudy swelling of the retina. The areas of blocked autofluorescence disappear with chronicity of the disease and this corresponds to the thinning of the inner retinal layers on HD-OCT. CONCLUSION: Heidelberg OCT and autofluorescence are useful tools to assess retinal arterial occlusions especially in subjects with unexplained visual field loss

    The role of anti-VEGF factors in diabetic macular edema

    No full text
    The most exciting paradigm shift that we have experienced in the treatment of diabetic retinopathy has been the advent of the anti-VEGF therapy ranibizumab (Lucentis, Genentech) for diabetic macular edema (DME) The most significant effect that the RISE and RIDE data have had is that patients with center-involving DME have a good chance of substantially improving their vision vs what was possible with laser photocoagulation. (Brown et al,2013) Based on this study anti-VEGF agent is considered the first-line treatment for center-involving DME for many clinicians. However, for patients who present with localized edema that meets the ETDRS criteria, clinicians should use focal laser (Photocoagulation for diabetic macular edema. Early Treatment Diabetic Retinopathy Study report number 1, Early Treatment Diabetic Retinopathy Study research group) .The visual acuity data, in the ETDRS study with laser showed that approximately 15% of patients gained 3 lines with laser, and in RISE and RIDE, approximately 40% of patients gained 3 lines with anti-VEGF. In our study we were able to show that combination treatment with laser and anti-VEGF was superior to laser monotherapy. We also showed that combination therapy reduced the number of injections during the second year of treatment and the need for laser with better outcomes in terms of BCVA and OCT thickness. Our suggestion is to start treatment with a loading dose of three monthly injections, and laser treatment on the third month. Then we suggest combination treatment with injections and laser on a prn basis. We found that there is still a role for thermal laser in DME. For noncentral DME, circinate exudates, extrafoveal disease, and other disease that meets the definition of classic clinically significant DME, laser is a reasonable first line treatment.Η πιο συναρπαστική αλλαγή στη θεραπεία της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας ήταν με την έλευση της αντι-VEGF θεραπείας με ranibizumab (Lucentis, Genentech) για το διαβητικό οίδημα της ωχράς κηλίδας (DME) (Brown et al, 2013). Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα που έδειξαν οι μελέτες RISE και RIDE είναι ότι οι ασθενείς με ΔOΩ που αφορά το κεντρικό βοθρίο έχουν μια πολύ καλή ευκαιρία να αυξήσουν σημαντικά την όρασή τους σε σχέση με ό,τι ήταν δυνατό να επιτύχουν με τη φωτοπηξία με λέιζερ. (Brown et al, 2013) O παράγοντας αντι-VEGF είναι η θεραπεία πρώτης γραμμής για το ΔOΩ με κεντρική συμμετοχή για πολλούς κλινικούς γιατρούς. Ωστόσο, για τους ασθενείς που παρουσιάζουν εντοπισμένο οίδημα που πληροί τα κριτήρια ETDRS, οι κλινικοί γιατροί θα πρέπει να χρησιμοποιούν το εστιακό laser (Photocoagulation for diabetic macular edema. Early Treatment Diabetic Retinopathy Study report number 1, Early Treatment Diabetic Retinopathy Study research group). Tα στοιχεία της οπτικής οξύτητας κατά τη μελέτη ETDRS έδειξαν ότι περίπου το 15% των ασθενών υπό θεραπεία με λέιζερ βελτιώθηκε κατά 3 γραμμές, ενώ στις μελέτες RIDE και RISE, περίπου σε 40% των ασθενών η οπτική οξύτητα βελτιώθηκε κατά 3 γραμμές με την αντι-VEGF θεραπεία. Στη μελέτη μας μπορέσαμε να δείξουμε ότι η συνδυαστική θεραπεία με λέιζερ και αντινεοαγγειακούς παράγοντες ήταν ανώτερη της μονοθεραπείας με λέιζερ. Ακόμα δείξαμε ότι η συνδυαστική θεραπεία ελάττωσε την ανάγκη για ένεσεις κατά τη διάρκεια του δεύτερου έτους θεραπείας και την ανάγκη για λέιζερ, με καλύτερα αποτελέσματα ως προς τη βέλτιστα διορθούμενη οπτική οξύτητα και το πάχος στην οπτική τομογραφία συνοχής. Προτείνουμε τηνέναρξη με τρεις μηνιαίες ενέσεις και λέιζερ κατά τον τρίτο μήνα. Στη συνέχεια προτείνουμε το συνδυασμό λέιζερ και αντι-VEGF όταν χρειάζεται. Βρήκαμε ότι υπάρχει ακόμα ένας ρόλος για το θερμικό λέιζερ στο ΔOΩ. Για το ΔOΩ που δεν αφορά το βοθρίο, και τα κυκλοτερή σκληρά εξιδρώματα η λέιζερ θεραπεία θεωρείται ακόμα η θεραπεία πρώτης γραμμής

    Τα επιχειρηματικά μοντέλα καινοτομίας (Business Model Innovation), ως στρατηγική δέσμευσης εργαζομένων

    Get PDF
    Σκοπός αυτής της εργασίας είναι η ανάλυση μοντέλων καινοτομίας και η διερεύνηση στρατηγικών δέσμευσης εργαζομένων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αυξημένη καινοτομία στους οργανισμούς. Ένα επιχειρηματικό μοντέλο είναι ένα έγγραφο που περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο μια επιχείρηση ή ένας οργανισμός παρέχει αξία είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό του περιβάλλον. Η καινοτομία του επιχειρηματικού μοντέλου, λοιπόν, είναι η τέχνη της ενίσχυσης του πλεονεκτήματος και της δημιουργίας αξίας στο περιβάλλον ενός οργανισμού, η οποία περιγράφει τη διαδικασία με την οποία ένας οργανισμός θα το εφαρμόσει. Η δέσμευση του εργατικού δυναμικού στην καινοτομία είναι μια κερδοφόρα πρόταση. Παρέχει μια βαθιά πηγή κινήτρων στους εργαζομένους, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι η εταιρεία εκμεταλλεύεται με συνέπεια τις ευκαιρίες της και δεν σκέφτεται, δημιουργεί και δεν υπερβαίνει τον ανταγωνισμό. Οι ηγέτες που δεν μπορούν να συνεργαστούν με υπαλλήλους ενδέχεται να μην είναι σε θέση να ενισχύσουν τη δημιουργικότητα, την παραγωγικότητα και τη δέσμευση για τη βελτίωση της επιχειρηματικής απόδοσης (Jaiswal & Dhar, 2015). Η αδυναμία της ηγεσίας να καινοτομήσει μπορεί να μειώσει τους αποτελεσματικούς τρόπους ανάπτυξης της δημιουργικότητας και να ενθαρρύνει τους εργαζόμενους να κάνουν προσωπική πρόοδο για να επιτύχουν καλύτερες επιδόσεις καινοτομίας (Κωστής, Κάφκα και Πετράκης, 2017). Το γενικό επιχειρηματικό πρόβλημα είναι ότι οι ηγέτες ανθρώπινου δυναμικού (HRL) που δεν ενθαρρύνουν τους υπαλλήλους να καινοτομούν ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μειωμένο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, παραγωγικότητα και κερδοφορία. Αυτό το συγκεκριμένο επιχειρηματικό πρόβλημα μπορεί να οφείλεται στην έλλειψη στρατηγικής δέσμευσης των εργαζομένων για την αύξηση της καινοτομίας.The purpose of this dissertation is to analyze innovation models and to explore employee engagement strategies that could lead to increased innovation in organizations. A business model is a document that describes how a business or organization provides value in either its internal or external environment. The innovation of the business model, then, is the art of enhancing the advantage and creating value to the environment of an organization, which describes the process by which an organization will implement it. Workforce commitment to innovation is a winning proposition. It provides a deep source of motivation to employees, while ensuring that the company consistently seizes its opportunities and does not think, create and outperform the competition. Leaders who cannot work with employees may not be able to boost creativity, productivity and commitment to improve business performance (Jaiswal & Dhar, 2015). The inability of leadership to innovate can reduce effective ways to develop creativity and encourage employees to make personal progress to achieve better innovation performance (Kostis, Kafka, & Petrakis, 2017). The general business problem is that human resource leaders (HRLs) who do not encourage employees to innovate may experience reduced competitive advantage, productivity, and profitability. This particular business problem may be due to a lack of strategic employee engagement to increase innovation

    “Make it or fake it?” The Imposter Syndrome in Kitchen Professionals

    No full text
    This conference paper explores the imposter phenomenon in the context of commercial kitchens and reports the findings of a global survey conducted in collaboration with the Burnt Chef Project

    Μελέτη της επίδρασης ενός προγράμματος ψυχοκινητικής αγωγής στην κινητική επιδεξιότητα και τις αυτοαντιλήψεις παιδιών προσχολικής ηλικίας

    No full text
    Η Ψυχοκινητική Αγωγή είναι μία παιδαγωγική μέθοδος που στόχο έχει την ολόπλευρη ανάπτυξη των συμμετεχόντων και για τον λόγο αυτό, θεωρείται ιδανική προσέγγιση για την αγωγή των παιδιών προσχολικής ηλικίας. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η μελέτη της επίδρασης προγράμματος Ψυχοκινητικής Αγωγής, διάρκειας οχτώ εβδομάδων, στην ανάπτυξη της κινητικής επιδεξιότητας και των αυτοαντιλήψεων παιδιών προσχολικής ηλικίας. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 30 παιδιά ηλικίας 3.5-5 χρόνων (ΜΟ= 48.66 μηνών, ΤΑ= 6.043), τα οποία φοιτούσαν στον Παιδικό Σταθμό Αγίου Νικολάου Παλλήνης, και χωρίστηκαν τυχαία σε πειραματική ομάδα (ΠΟ), η οποία παρακολούθησε το πρόγραμμα ΨΑ, και ομάδα ελέγχου (ΟΕ), η οποία συνέχισε το τυπικό πρόγραμμα του παιδικού σταθμού. Για την αξιολόγηση της κινητικής επιδεξιότητας χρησιμοποιήθηκε η σύντομη μορφή του Bruininks-Oseretsky Test of Motor Proficiency, Second Edition (BOT-2, Bruininks & Bruininks, 2005), ενώ για την αξιολόγηση των αυτοαντιλήψεων των παιδιών χρησιμοποιήθηκαν τρεις υποκλίμακες της ελληνικής έκδοσης του «Pictorial Scale of Perceived Competence and Social Acceptance for Young Children», οι οποίες αξιολογούν τους τομείς αθλητική ικανότητα, αποδοχή από συνομιλήκους και μητρική αποδοχή. Τα δύο παραπάνω εργαλεία χορηγήθηκαν στα παιδιά του δείγματος δύο φορές, μία πριν την εφαρμογή του προγράμματος και μία στο τέλος. Από τα αποτελέσματα της ανάλυσης διακύμανσης με επαναλαμβανόμενες μετρήσεις που εφαρμόστηκε φάνηκε πως, όσον αφορά την κινητική επιδεξιότητα, υπήρξε στατιστικά σημαντική αλληλεπίδραση των παραγόντων "μέτρηση" και "ομάδα" (F1,27= 4.732, p= .039, η2=.149). Συγκεκριμένα, η ΠΟ βελτίωσε στατιστικά σημαντικά την επίδοσή της μεταξύ των δύο μετρήσεων (ΔΜΟ= 5.5, p= .001), ενώ η ΟΕ όχι (ΔΜΟ= 1.2, p= .357). Επίσης, ενώ η ΠΟ στην πρώτη μέτρηση είχε χαμηλότερη επίδοση από την OE, χωρίς ωστόσο η διαφορά τους να είναι στατιστικά σημαντική (ΔΜΟ= 3.49, p= .327), κατά τη δεύτερη κατάφερε να ξεπεράσει την ΟΕ, αν και όχι στατιστικά σημαντικά (ΔΜΟ= .748, p= .845). Όσον αφορά την ανάπτυξη των αυτοαντιλήψεων, φάνηκε πως δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική επίδραση των παραγόντων "ομάδα" και "μέτρηση" ούτε σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Ωστόσο, τα παιδιά της ΠΟ παρουσίασαν τάση βελτίωσης τόσο στον παράγοντα "αθλητική ικανότητα" όσο και στον παράγοντα "αποδοχή από τους συνομηλίκους". Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι το πρόγραμμα ΨΑ μικρής διάρκειας που εφαρμόστηκε είχε σαν αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση της κινητικής επιδεξιότητας των παιδιών και εν μέρει τη βελτίωση των αυτοαντιλήψεών τους.The training of young children’s ability to move and interact in a proficient and intrinsically rewarding manner increases the likelihood of the development of a physically active and emotionally balanced personality. Thus, the integration of movement programs that both nurture the actual and self-perceived skills of children within preschool education is warranted. The aim of the present study was to examine the effect of an 8-week psychomotor program on the motor proficiency (MP) and self-perceptions of preschool children. Twenty-nine children from Pallini, Greece, who were 3.5 to 5 years of age (Mean age = 48.66 + 6.043 months) volunteered to participate in the research. Participants were randomly assigned to the experimental (nEG = 14; EG) and the control group (nCG = 15; CG). The EG attended the psychomotor program, whereas the CG participated only in activities determined by the Greek kindergarten curriculum. The children’s MP and self-perceptions were measured with the short form of the Bruininks-Oseretsky Test of Motor Proficiency – Second Edition (Bruininks & Bruininks, 2005); and the two subscales (physical competence; peer acceptance) of the Greek version (Makri-Botsari, 2001) of the Pictorial Scale of Perceived Competence and Social Acceptance for Young Children (Harter & Pike, 1984), respectively. Data were analysed using 2 (group) x 2 (measures) analyses of variance (ANOVAs) with repeated measures on the second factor, whereas the Bonferroni test was used for post hoc analyses. In contrast to the CG, the EG exhibited significantly improved MPs for the two measurements (p < .001). However, neither of the groups exhibited a significant improvement in their self- perceptions. It can be concluded that a period longer than eight weeks is required for a psychomotor program to affect not only children’s MPs but also their self-perceptions
    corecore