70 research outputs found

    Πολυπλοκότητα, ακρίβεια και ευχέρεια στην παραγωγή γραπτού λόγου της Ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας: Μια ψυχογλωσσολογική προσέγγιση για τον ρόλο της εργαζόμενης μνήμης και του περιβάλλοντος εκμάθησης

    Get PDF
    Η παραγωγή γραπτού λόγου (ΠΓΛ) αποτελεί μία από τις βασικές δεξιότητες κατά την εκμάθηση και την κατάκτηση της δεύτερης/ξένης γλώσσας. Θεωρείται μαζί με την προφορική παραγωγή το βασικό εξαγόμενο του μαθητή στη γλώσσα-στόχο και αποτελεί κατ’ εξοχήν αντικείμενο ανάλυσης της έρευνας για την Κατάκτηση της Δεύτερης Γλώσσας (ΚΓ2). Έρευνες μελετούν την ΠΓΛ ανάλογα με το επίπεδο γλωσσομάθειας (Bardovi-Harling, 1992˙ Barrot & Agdeppa, 2021˙ X. Lu, 2011˙ Norris & Ortega, 2009˙ Ortega, 2003˙ Wolf-Quintero κ.ά., 1998), το περιβάλλον εκμάθησης (Barrot & Gabinete, 2019˙ Ortega, 2003) και την ανάπτυξή της σε βάθος χρόνου (μακροχρόνιες έρευνες) (Ishikawa, 1995˙ Kyle κ.ά., 2020˙ Ortega, 2003˙ Rosmawati, 2014˙ Spoelman & Verspoor, 2010˙ Vyatikina, 2012). Η επίδραση ενός ατομικού παράγοντα, όπως αυτού της εργαζόμενης μνήμης, αποτελεί εξίσου αντικείμενο μελέτης των ερευνών (Baoshu & Chunanbi, 2015˙ Bergsleithner, 2010˙ Kormos & Sáfár, 2008˙ Michel, κ.ά., 2019˙ Vasylets & Marín, 2021˙ Y. Lu, 2015˙ Zabihi, 2018˙ Zalbidea, 2017). Παρά το γεγονός ότι υπάρχει ένας αξιόλογος αριθμός ερευνών που μελετά ξεχωριστά όλες αυτές τις μεταβλητές, φαίνεται ότι εκλείπουν αντίστοιχες έρευνες που εξετάζουν ταυτόχρονα όλες τις παραπάνω μεταβλητές. Η παρούσα έρευνα έρχεται να καλύψει αυτό το ερευνητικό κενό και να προσθέσει στη βιβλιογραφία της ΚΓ2 δεδομένα που προκύπτουν κατά τη διερεύνηση ενός ευρέος φάσματος μεταβλητών που πιθανόν να επιδρούν στην ΠΓΛ. Το επίπεδο γλωσσομάθειας, το περιβάλλον εκμάθησης, ο χρόνος και η εργαζόμενη μνήμη αποτελούν κατεξοχήν μεταβλητές ανάλυσης της παρούσας διατριβής. Συγκεκριμένα, μέσω της χρήσης δύο διαφορετικών δραστηριοτήτων (Έκφραση προσωπικής γνώμης και Αφήγηση μέσω εικόνων) συλλέχθηκαν και αναλύθηκαν 1024 γραπτές παραγωγές 332 μαθητών που διδάσκονταν την Ελληνική είτε σε περιβάλλον δεύτερης είτε σε περιβάλλον ξένης γλώσσας. Η έρευνα σε περιβάλλον δεύτερης γλώσσας διεξήχθη στο Διδασκαλείο της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Ελλάδα), ενώ η έρευνα σε περιβάλλον ξένης γλώσσας πραγματοποιήθηκε στην Κρατική Σχολή Γλωσσών της Βαρκελώνης και στο Τμήμα Νέων Ελληνικών για Ενήλικες της Ελληνικής Κοινότητας Καταλονίας (Ισπανία). Ως αποτέλεσμα, δημιουργήθηκε ένα σώμα κειμένων που περιλαμβάνει δεδομένα από διαφορετικά περιβάλλοντα εκμάθησης της Ελληνικής ως Γ2 και μπορεί να αξιοποιηθεί από τη μελλοντική έρευνα. Οι γραπτές παραγωγές αναλύθηκαν βάσει του τρίπτυχου της Πολυπλοκότητας της Ακρίβειας και της Ευχέρειας (ΠΑΕ), που θεωρείται ως μία βασική μέθοδος ανάλυσης της γραπτής παραγωγής, αλλά και ταυτόχρονα ένα εργαλείο ένδειξης του γλωσσικού επιπέδου (Bulté & Housen, 2012). Η πολυπλοκότητα αναφέρεται στην ικανότητα του μαθητή να παράγει σύνθετες συντακτικές δομές (συντακτική πολυπλοκότητα) και πλούσιο και πολύπλοκο λεξιλόγιο (λεξική πολυπλοκότητα). Η ακρίβεια στην ικανότητα παραγωγής γραπτού κειμένου χωρίς γλωσσικά λάθη και η ευχέρεια στη δυνατότητα παραγωγής γραπτών κειμένων μεγάλης έκτασης (Bulté & Housen, 2012). Το συγκεκριμένο τρίπτυχο ανάλυσης εφαρμόζεται για πρώτη φορά στην Ελληνική ως Γ2 κάτι που αποτελεί άλλη μία καινοτομία της παρούσας διατριβής. Η συντακτική πολυπλοκότητα μετρήθηκε από το μέσο μήκος περιόδων, προτάσεων και Ελάχιστων Δυνατών Ενοτήτων (στο εξής: ΕΔΕ, από τον αγγλικό όρο T- Unit: Hunt, 1966) και τον βαθμό χρήσης παρατακτικής και υποτακτικής σύνδεσης (κύριες και δευτερεύουσες προτάσεις). Η λεξική πολυπλοκότητα μετρήθηκε από τον δείκτη Guiraud (Guiraud, 1959), που βασίζεται στη χρήση μοναδικών λεξικών τύπων. Για την ακρίβεια λήφθηκε υπόψη ο αριθμός λαθών (μορφοσυντακτικά, ορθογραφικά, γραφηματικά, λεξιλογικά). Η έκταση του κειμένου χρησιμοποιήθηκε για τη μέτρηση της γλωσσικής ευχέρειας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, αρχικά, παρατηρήθηκε μια γραμμική ανάπτυξη των περισσότερων μεταβλητών όσο το επίπεδο γλωσσομάθειας αυξανόταν (μέσο μήκους προτασιακής δομής, υποτακτική σύνδεση, ακρίβεια, ευχέρεια). Σε ένα δεύτερο επίπεδο αναλύθηκε η γραπτή παραγωγή ως προς το περιβάλλον εκμάθησης. Παρατηρήθηκαν ορισμένες διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο περιβαλλόντων εκμάθησης (Ελλάδα: καλύτερες επιδόσεις στη λεξική πολυπλοκότητα, παράταξη, μέσο μήκος πρότασης, ευχέρεια˙ Ισπανία: καλύτερες επιδόσεις στην υπόταξη, μέσο μήκος περιόδου και ΕΔΕ), χωρίς να εντοπίζεται ωστόσο ένα σημαντικό προβάδισμα κάποιου έναντι άλλου. Στη συνέχεια, εξετάστηκε η ανάπτυξη των μεταβλητών της ΠΑΕ σε βάθος χρόνου. Παρατηρήθηκε ότι η πλειοψηφία των μεταβλητών (λεξική πολυπλοκότητα, υπόταξη, ακρίβεια, ευχέρεια) παρουσιάζουν βελτίωση, αλλά αυτή η βελτίωση φαίνεται να μην εξαρτάται από το περιβάλλον εκμάθησης. Τέλος, αντικείμενο διερεύνησης αποτέλεσε μία πιθανή επίδραση ενός ατομικού παράγοντα, όπως αυτού της εργαζόμενης μνήμης, στη γραπτή παραγωγή. Παρατηρήθηκε ότι οι μαθητές με υψηλότερη εργαζόμενη μνήμη τείνουν να χρησιμοποιούν μικρότερο βαθμό παρατακτικής και υποτακτικής σύνδεσης, αλλά να παράγουν κείμενα με λιγότερα λάθη (ακρίβεια) και μεγαλύτερης έκτασης (γλωσσική ευχέρεια). Συμπληρωματικά, κατά την ανάλυση συσχέτισης των μεταβλητών παρατηρήθηκε ότι η γλωσσική ακρίβεια και η συντακτική πολυπλοκότητα δεν αναπτύσσονται ταυτόχρονα, στα πρότυπα της Υπόθεσης Υποχώρησης (Skehan, 1996). Τα αποτελέσματα της έρευνας αναλύθηκαν από την οπτική της ΚΓ2. Διατυπώθηκαν κάποιες παιδαγωγικές εφαρμογές και διάφορες ερευνητικές προεκτάσεις με στόχο την ενίσχυση της έρευνας και τη βελτίωση της διδασκαλίας της Ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας.Written production is one of the basic skills in second/foreign language learning. In combination with oral production, it is considered the main students’ output in the target language, and it has been the focus of Second Language Acquisition (SLA) research. Previous studies have explored written production in relation to second language (L2) proficiency (Bardovi-Harling, 1992; Barrot & Agdeppa, 2021; X. Lu, 2011; Norris & Ortega, 2009; Ortega, 2003; Wolf-Quintero et al., 1998), learning context (Barrot & Gabinete, 2019; Ortega, 2003) and L2 development (longitudinal studies) (Ishikawa, 1995; Kyle et al., 2020; Ortega, 2003; Rosmawati, 2014; Spoelman & Verspoor, 2010 ; Vyatikina, 2012). Similarly, recent studies have also examined the role of working memory as an individual factor that might affect L2 written production (Baoshu & Chunanbi, 2015; Bergsleithner, 2010; Kormos & Sáfár, 2008; Michel et al., 2019; Vasylets & Marín, 2021; Y. Lu, 2015; Zabihi, 2018; Zalbidea, 2017). Even though there is a considerable number of studies examining these variables separately, there is a lack of research exploring them in combination. The present doctoral dissertation aims to fill this gap in the literature by exploring the role of L2 proficiency, learning context, time (longitudinal study) and working memory. The present dissertation was carried out in the framework of the LETEGR2 (Learning, Teaching and Learning to Teach in Greek as Second/Foreign language: Evidence from different learning contexts) research project which investigated the acquisition and teaching of Greek in different learning settings. Data were collected by using two different written tasks, an opinion essay, and a picture narration task. The total corpus consisted of 1024 written productions. Participants were 332 (n=332) students, who learned Greek either as second language (in Greece) or as a foreign language (in Spain). Data collection in the second language context was carried out at the School of Modern Greek Language Teaching Centre of the National and Kapodistrian University of Athens (Greece), whereas the data collection in the foreign language context was carried out in the Department of Modern Greek for Adult learners of the Greek Community of Catalonia and at the state-run Language School of Barcelona-Drassanes (Escola Oficial d’Idiomes de Barcelona-Drassanes) in Barcelona, Spain. Written productions were analyzed in terms of Complexity, Accuracy and Fluency (CAF), which are considered not only as basic measures of written production analysis, but also as an indicator of L2 proficiency (Bulté & Housen, 2012). Complexity refers to student's ability to produce complex syntactic structures (syntactic complexity) and rich and complex vocabulary (lexical complexity); accuracy refers to the ability to produce a written text without linguistic errors; and fluency to the ability to produce long written texts (Bulté & Housen, 2012). These three measures are applied for the first time in the analysis of written production in L2 Greek, an innovative aspect which constitutes a contribution of the current dissertation. Syntactic complexity was measured by the mean length of periods, sentences, and T-Units (Hunt, 1966) and the degree of use of coordination and subordination (main and subordinate clauses). Lexical complexity was measured by using the Guiraud index (Guiraud, 1959), which is based on the use of unique lexical types. Accuracy was measured in terms of the number of identified errors (grammatical, spelling, graphic, lexical) . The length of the text was used in order to measure the text fluency. Results indicated that most CAF measures have a linear development across L2 proficiency (mean length of sentence, subordination, accuracy, fluency). It was also explored whether the learning context (second versus foreign) had an impact on participants’ written production. Differences were observed between the two learning settings (in Greece better performance was identified in lexical complexity, coordination, mean length of clause, fluency; in Spain better performance was observed in subordination, mean length of sentence and T-Unit). However, no superiority of one context over the other has been found. Moreover, CAF variables were examined longitudinally. It has been observed that most variables (lexical complexity, subordination, accuracy, fluency) showed improvement over time, but this improvement does not seem to be context dependent. Finally, regarding the role of working memory as an individual factor, it was observed that students with higher working memory tended to use less degree of coordination and subordination, but they produced texts with less error (accuracy) and greater length (fluency). Additionally, based on a correlation analysis of the variables, it was found that accuracy and syntactic complexity do not develop simultaneously, a finding which is in line with the Trade-off Hypothesis (Skehan, 1996). Results are discussed in light of previous SLA studies. Finally, some pedagogical implications for the acquisition and teaching of Greek as a Foreign Language are offered

    Έλεγχος ποιότητας αέρα σε περιοχή παρακείμενη μονάδας επεξεργασίας ελαιοπυρήνα

    Get PDF
    Η Πελοπόννησος είναι μια περιοχή η οποία διαθέτει την μεγαλύτερη παραγωγή ελαιόλαδου της Ελλάδος, με αποτέλεσμα να λειτουργούν στα όριά της αρκετές μονάδες επεξεργασίας ελαιόκαρπου όπως επίσης και μονάδες επεξεργασίας των αποβλήτων των ελαιοτριβείων. Συνολικά στην περιφέρεια της Πελοποννήσου λειτουργούν περίπου 800 ελαιοτριβεία, σύμφωνα με τα δηλωθέντα στοιχεία της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής για την περίοδο 2015-16. Τα 197 βρίσκονται στην περιοχή μελέτης μας, τον Νομό Μεσσηνίας, από αυτά τα 105 είναι τριφασικά και τα 92 διφασικά (υψηλά ποσοστά υγρασίας των στερεών αποβλήτων). Οι μονάδες επεξεργασίας ελαιοπυρήνα είναι πέντε στον νομό Μεσσηνίας. Όπως γίνετε αντιληπτό με την λειτουργία όλων αυτών των μονάδων, παρατηρείται σημαντική ρύπανση των υδάτων και της ατμόσφαιρας. Το κυριότερο πρόβλημα που προκύπτει από τη λειτουργία των πυρηνελαιουργείων είναι η επιβάρυνση της ατμόσφαιρας κατά τη διάρκεια της ελαιοκομικής περιόδου. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να αποτυπωθεί η επιβάρυνση του ατμοσφαιρικού αέρα των παρακείμενων περιοχών από την λειτουργία αυτού του είδους βιομηχανίας καθώς επίσης και να προσδιοριστεί η συνεισφορά της κάθε πηγής που προκαλεί ρύπανση. Εκτός από τις οσμές, οι οποίες την περίοδο λειτουργίας ήταν ευδιάκριτες, η ποιότητα του αέρα αποτυπώθηκε από τις ακόλουθες μετρήσεις: Αιωρούμενης Σωματιδιακής Ύλης (ΡΜ10), Διοξειδίου του Θείου (SO2), Μονοξειδίου του Άνθρακα (CO), Διοξειδίου του Αζώτου (ΝO2) και Πτητικών Οργανικών Ενώσεων (VOC’s). Στα δείγματα σωματιδιακής ύλης ΡΜ10 έγινε προσδιορισμός της χημικής τους σύστασης σε ιόντα (νιτρικά (NO- 3), θειικά (SO2-4), φωσφορικά (PO3-4), χλωρίου (Cl-), αμμωνίου (NH+4), καλίου (K+), μαγνησίου (Mg2+), ασβεστίου (Ca2+), νατρίου (Na+), οργανικού/στοιχειακού άνθρακα (OC/EC) και Πολυαρωματικών υδρογονανθράκων (PAHs). Στοχεύοντας στην πιο ολοκληρωμένη αποτύπωση των περιβαλλοντικών ρύπων καθώς και στην πιο ισχυρά τεκμηριωμένη επιστημονική άποψη, με το πέρας της λειτουργίας των πυρηνελαιουργείων και πέραν των συμβατικών υποχρεώσεων πραγματοποιήθηκε περαιτέρω δειγματοληψία προκειμένου να αποτυπωθεί το επίπεδο των συγκεντρώσεων του υποβάθρου.Peloponnese is the region with the largest olive oil production in Greece, as a result several oil mills and olive-oil waste treatment plants working within their limits. There are approximately 800 mills in the Peloponnese region, according to the data provided by the Directorate of Agricultural Economics and Veterinary Medicine for the period 2015-16, 197 in our study area, the Prefecture of Messinia, out of these 105 are three-phase and 92 two-phase (high moisture content of solid waste). The olive-processing plants in the prefecture of Messinia are five. As you can see with the operation of all these units, significant water and atmosphere pollution is observed. The main problem arising from the operation of olive-pomace mill is the burden of the atmosphere during the period of olives collection. The purpose of this paper is to capture the atmospheric burden of adjacent areas from the operation of this type of industry as well as to determine the contribution of each source to air pollution. In addition to the odors, which were distinct during the operating season, air quality captured by the following measurements: PM10, SO2, CO, NO2, and volatile organic compounds (VOC's). In the samples of particulate matter we determined their chemical composition in ions (nitrates (NO- 3), sulphates(SO2-4), phosphates (PO3-4), chlorine (Cl-), ammonium (NH+4), potassium (K+), magnesium (Mg2+), calcium(Ca2+), sodium (Na+), organic / elemental carbon (OC / EC) and polyaromatic hydrocarbons (PAHs). By aiming at a more comprehensive mapping of environmental pollutants as well as in the most scientifically documented way, with the conclusion of the operation of the olive-oil waste treatment plants and beyond the contractual obligations, further sampling was carried out in order to capture the level of the background concentrations

    Η εκμάθηση των παρελθοντικών τύπων στην Ελληνική ως δεύτερη/ξένη γλώσσα: η περίπτωση του συνοπτικού παρελθοντικού

    Get PDF
    Στην παρούσα εργασία αποπειράται η διερεύνηση των ομαλών και των ανώμαλων τύπων αορίστου στη διδασκαλία της Ελληνικής ως Γ2. Για την επίτευξη του στόχου, εξετάζεται, μέσω συγκεκριμένων ερευνητικών ασκήσεων, η γραπτή παραγωγή μαθητών αρχάριου επιπέδου, που διδάσκονταν την Ελληνική σε δύο διαφορετικά περιβάλλοντα εκμάθησης, στην Ελλάδα (Ελληνική ως δεύτερη γλώσσα) και στην Ισπανία (Ελληνική ως ξένη γλώσσα). Στη συνέχεια αξιολογείται ο τρόπος παρουσίασης του προς εξέταση γραμματικού φαινομένου σε συγκεκριμένα εγχειρίδια της Ελληνικής ως Γ2. Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας, συμπεραίνουμε ότι οι μαθητές τόσο σε περιβάλλον δεύτερης όσο και σε περιβάλλον ξένης τείνουν να έχουν καλύτερες επιδόσεις στους ανώμαλους τύπους έναντι των ομαλών, τόσο πριν τη διδασκαλία του φαινομένου όσο και μετά. Αυτή η διαφοροποίηση μας οδηγεί πιο κοντά στην ύπαρξη ενός διπλού συστήματος (dual system) επεξεργασίας, κατά το οποίο οι ανώμαλοι τύποι αποθηκεύονται στο λεξικό, ως λεξικά στοιχεία, και οι ομαλοί τύποι σχηματίζονται με βάση την εφαρμογή ενός αντίστοιχου κανόνα. Επιπλέον, τα αποτελέσματα από σχετική έρευνα στα εγχειρίδια της Γ2 έδειξαν ότι ο τρόπος παρουσίασης των ομαλών και των ανώμαλων ποικίλλει ανά εγχειρίδιο, κυρίως ως προς την κατηγοριοποίηση των ανώμαλων, τη χρήση του μέλλοντα ως βοηθητικού στοιχείου, σχηματισμού και τη διδασκαλία του τονισμού. Δεδομένου αυτών των στοιχείων και σε συνάρτηση με την απουσία κοινής, για όλα τα εγχειρίδια, θέσης διδασκαλίας του αορίστου, καταλήγουμε σε διδακτική πρόταση που προτείνει τόσο συγκεκριμένη σειρά διδασκαλίας του αορίστου όσο και συγκεκριμένο τρόπο κατηγοριοποίησης και διδασκαλίας των ρημάτων.In this study, it is attempted to investigate the regular and irregular active past perfective verbs in teaching Greek as second/foreign language (L2). For that purpose, the beginners’ written production is examined through specific research exercises. The participants have been taught Greek in two different learning environments, in Greece (Greek as a second language) and Spain (Greek as a foreign language). Thereafter, it is evaluated how this grammatical phenomenon is presented in the specific textbooks of Greek as L2. Based on the research results, we conclude that L2 learners (both in the second and the foreign environment) tend to have better performances in irregulars than regulars, either before teaching or after. This differentiation leads us closer to the Dual-Mechanism Model in which irregular words are stored in the lexicon, as lexical data, and the regular inflection is computed by a symbolic rule. Moreover, the research results by L2 textbooks showed that the order of Past Tense and the presentation of regulars and irregulars vary depending on L2 textbook, the categorization of irregulars, the use of Future Tense as auxiliary form and the stress teaching. Taken together, we suggest a teaching proposal that includes a specific teaching order of Past Tense and a way of categorizing and teaching verbs

    Ενδοοικογενειακή βία: Εγκληματολογικές διαστάσεις και η αντιμετώπιση του φαινομένου με τις διατάξεις Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου του ν. 3500/2006

    Get PDF
    Αποβλέποντας στην εννοιολογική οριοθέτηση της έννοιας της «ενδοοικογενειακής βίας» και στην αναζήτηση των θεωρητικών και επιστημολογικών της καταβολών, ως βασικό χαρακτηριστικό τού φαινομένου αναδεικνύεται η ύπαρξη μιας ιδιάζουσας συναισθηματικής σύνδεσης μεταξύ δράστη και θύματος, η οποία διαφοροποιεί αυτήν την μορφή βίας από κάθε άλλη μορφή βίας, ενώ, περαιτέρω, χαρακτηριστικό αυτής τής μορφής βίας είναι ότι στρέφεται κατά κύριο λόγο σε βάρος τών αδύναμων μελών τής οικογένειας (γυναικών, παιδιών, ηλικιωμένων). Η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας υπηρετεί τον στόχο τής απόκτησης και τής διατήρησης του ελέγχου πάνω στα αδύναμα και ευάλωτα θύματα και αποτελεί ένα από τα χρησιμοποιούμενα μέσα επίτευξής του, ενώ αποσκοπεί στην διατήρηση συγκεκριμένων ρόλων (ισχυρός versus αδύναμος) στους κόλπους τής οικογένειας. Η «ενδοοικογενειακή βία» αναδείχθηκε σε διακριτό κοινωνικό φαινόμενο και δημόσιο ζήτημα, ιδίως από τα μέσα τού 20ου αιώνα και ύστερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι νωρίτερα το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας ήταν ανύπαρκτο ή περιορισμένης εκτάσεως, αλλά ότι τότε άρχισε να αναδεικνύεται εμφατικώς στον δημόσιο λόγο ως διακριτό κοινωνικό ζήτημα, που χρήζει άμεσης θεσμικής παρέμβασης, ενώ για την αιτιολόγησή του έχουν διατυπωθεί ποικίλες διεπιστημονικές θεωρήσεις. Η ενδοοικογενειακή βία αναδεικνύεται σε σημαντικά διεθνή νομικά κείμενα και την νομολογία τού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων τού Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το οποίο έχει ασχοληθεί με το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας υπό το πρίσμα τής προστασίας τών θεμελιωδών δικαιωμάτων τής ΕΣΔΑ (ισονομία, δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή), ως φαινόμενο κατάφωρης παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο έχει προεκτάσεις και επιπτώσεις σε ατομικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, επηρεάζει και άλλα μέλη τής οικογένειας, πλην τού θύματος, επιφέρει αρνητικές συνέπειες στην υγεία τών θυμάτων (σωματική και ψυχική), προκαλεί τον κοινωνικό αποκλεισμό των και ευνοεί την αναπαραγωγή διαστρεβλωμένων κοινωνικών ρόλων. Επίσης, η συζήτηση για την ενδοοικογενειακή βία συνδέεται με τις νεώτερες εξελίξεις στην ποινική θεωρία για την αποστολή τού Ποινικού Δικαίου και τον σκοπό τής ποινής. Η διάχυση του φόβου και της ανασφάλειας στις κοινωνικές σχέσεις «προκάλεσαν» την άρθρωση ενός «διαφορετικού» λόγου στην θεωρία τού Ποινικού Δικαίου, ώστε το Ποινικό Δίκαιο να καλείται να αποστεί από την παραδοσιακή περιοριστική του λειτουργία και να επέμβει σωστικώς, προς άρση τής κοινωνικής αβεβαιότητας, εξουδετερώνοντας τους σχετικούς κινδύνους. Θέμα αιχμής τής απαίτησης για την παρέμβαση του Ποινικού Δικαίου αναδεικνύεται, μεταξύ άλλων, και η ενδοοικογενειακή βία. Χαρακτηριστικές εκφάνσεις τής νέας αυτής τάσης είναι η έννοια της τιμωρητικότητας, η οποία, κατά την άποψη των επικριτών της, διατρέχει το σύγχρονο Ποινικό Δίκαιο, αλλά και το ονομαζόμενο «Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού». Ο Έλληνας νομοθέτης επιχείρησε να αντιμετωπίσει το φαινόμενο με τις διατάξεις τού ν. 3500/2006, διευρύνοντας, όμως, την έννοια της «οικογένειας» σε τέτοιο βαθμό, για την πέραν τού πρώτου και δευτέρου βαθμού συγγένεια εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και την υιοθεσία, με την χρήση τού κριτηρίου της συνοίκησης, ώστε το Ποινικό Δίκαιο να καλείται να προστατεύσει δεσμούς που είναι λίαν αμφίβολο αν υφίστανται. Αντιθέτως, επαινετή κρίνεται η επιλογή του Έλληνα νομοθέτη να υπαγάγει στην έννοια της οικογένειας και τον «μόνιμο συντρόφου» τού άνδρα ή τής γυναίκας και τα τέκνα, κοινά ή ενός εξ αυτών, ή εξ υιοθεσίας, ως και τους τέως συζύγους, υπό την προϋπόθεση ότι τα παρακάτω πρόσωπα συνοικούν. Με τα άρθρα 6, 7 και 9 του ν. 3500/2006 θεσπίσθηκαν «ενδοοικογενειακά» εγκλήματα, βασικό χαρακτηριστικό τών οποίων είναι η επαύξηση των απειλουμένων πλαισίων ποινής σε σχέση με τα «κοινά» εγκλήματα των αντίστοιχων διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, ενώ η θέσπισή των θέτει ζητήματα από το Γενικό Μέρος τού Ποινικού Κώδικα (ζητήματα συμμετοχής στο έγκλημα, ζητήματα συρροής, ζητήματα πραγματικής και νομικής πλάνης, ζητήματα διαχρονικού δικαίου). Επίσης, με τις ρυθμίσεις τών άρθρων 2 και 4 τού ν. 3500/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 1532 ΑΚ, τίθεται το ζήτημα αν αυτές εισήγαγαν την απόλυτη απαγόρευση των σωματικών βλαβών κατά την άσκηση του σωφρονιστικού και παιδαγωγικού έργου τών γονέων, ώστε πλέον να μην αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των. Με την άνευ υποκειμενικού χρωματισμού τυποποίηση των εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας κατά την κατάστρωση των ποινικών υποστάσεων του ν. 3500/2006, δηλαδή από την επιλογή τού Έλληνα νομοθέτη να «αδιαφορήσει» για το στοιχείο τού σκοπού τών δραστών εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας να καθυποτάξουν τα θύματά των, με την επανειλημμένη τέλεση βίαιων πράξεων, μπορεί να προκύψουν κίνδυνοι τιμωρητικών επεκτάσεων. Μια ιστορικοβουλητική-τελολογική ερμηνεία τού Νόμου, τουλάχιστον στις περιπτώσεις τών άρθρων 6 παρ. 1 και 2, 7 παρ. 1 και 2 και 9 παρ. 1 και 2 τού ν. 3500/2006, κρίνεται επιβεβλημένη ώστε από το εύρος εφαρμογής των να εξαιρεθούν περιπτώσεις όπου οι πράξεις και τα πρόσωπα των δραστών δεν στοιχειοθετούν έκφανση του ιδιαίτερου χαρακτήρα τής ενδοοικογενειακής βίας, ως έμφυλης μορφής βίας με συστηματικότητα.Αποβλέποντας στην εννοιολογική οριοθέτηση της έννοιας της «ενδοοικογενειακής βίας» και στην αναζήτηση των θεωρητικών και επιστημολογικών της καταβολών, ως βασικό χαρακτηριστικό τού φαινομένου αναδεικνύεται η ύπαρξη μιας ιδιάζουσας συναισθηματικής σύνδεσης μεταξύ δράστη και θύματος, η οποία διαφοροποιεί αυτήν την μορφή βίας από κάθε άλλη μορφή βίας, ενώ, περαιτέρω, χαρακτηριστικό αυτής τής μορφής βίας είναι ότι στρέφεται κατά κύριο λόγο σε βάρος τών αδύναμων μελών τής οικογένειας (γυναικών, παιδιών, ηλικιωμένων). Η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας υπηρετεί τον στόχο τής απόκτησης και τής διατήρησης του ελέγχου πάνω στα αδύναμα και ευάλωτα θύματα και αποτελεί ένα από τα χρησιμοποιούμενα μέσα επίτευξής του, ενώ αποσκοπεί στην διατήρηση συγκεκριμένων ρόλων (ισχυρός versus αδύναμος) στους κόλπους τής οικογένειας. Η «ενδοοικογενειακή βία» αναδείχθηκε σε διακριτό κοινωνικό φαινόμενο και δημόσιο ζήτημα, ιδίως από τα μέσα τού 20ου αιώνα και ύστερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι νωρίτερα το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας ήταν ανύπαρκτο ή περιορισμένης εκτάσεως, αλλά ότι τότε άρχισε να αναδεικνύεται εμφατικώς στον δημόσιο λόγο ως διακριτό κοινωνικό ζήτημα, που χρήζει άμεσης θεσμικής παρέμβασης, ενώ για την αιτιολόγησή του έχουν διατυπωθεί ποικίλες διεπιστημονικές θεωρήσεις. Η ενδοοικογενειακή βία αναδεικνύεται σε σημαντικά διεθνή νομικά κείμενα και την νομολογία τού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων τού Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το οποίο έχει ασχοληθεί με το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας υπό το πρίσμα τής προστασίας τών θεμελιωδών δικαιωμάτων τής ΕΣΔΑ (ισονομία, δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή), ως φαινόμενο κατάφωρης παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο έχει προεκτάσεις και επιπτώσεις σε ατομικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, επηρεάζει και άλλα μέλη τής οικογένειας, πλην τού θύματος, επιφέρει αρνητικές συνέπειες στην υγεία τών θυμάτων (σωματική και ψυχική), προκαλεί τον κοινωνικό αποκλεισμό των και ευνοεί την αναπαραγωγή διαστρεβλωμένων κοινωνικών ρόλων. Επίσης, η συζήτηση για την ενδοοικογενειακή βία συνδέεται με τις νεώτερες εξελίξεις στην ποινική θεωρία για την αποστολή τού Ποινικού Δικαίου και τον σκοπό τής ποινής. Η διάχυση του φόβου και της ανασφάλειας στις κοινωνικές σχέσεις «προκάλεσαν» την άρθρωση ενός «διαφορετικού» λόγου στην θεωρία τού Ποινικού Δικαίου, ώστε το Ποινικό Δίκαιο να καλείται να αποστεί από την παραδοσιακή περιοριστική του λειτουργία και να επέμβει σωστικώς, προς άρση τής κοινωνικής αβεβαιότητας, εξουδετερώνοντας τους σχετικούς κινδύνους. Θέμα αιχμής τής απαίτησης για την παρέμβαση του Ποινικού Δικαίου αναδεικνύεται, μεταξύ άλλων, και η ενδοοικογενειακή βία. Χαρακτηριστικές εκφάνσεις τής νέας αυτής τάσης είναι η έννοια της τιμωρητικότητας, η οποία, κατά την άποψη των επικριτών της, διατρέχει το σύγχρονο Ποινικό Δίκαιο, αλλά και το ονομαζόμενο «Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού». Ο Έλληνας νομοθέτης επιχείρησε να αντιμετωπίσει το φαινόμενο με τις διατάξεις τού ν. 3500/2006, διευρύνοντας, όμως, την έννοια της «οικογένειας» σε τέτοιο βαθμό, για την πέραν τού πρώτου και δευτέρου βαθμού συγγένεια εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και την υιοθεσία, με την χρήση τού κριτηρίου της συνοίκησης, ώστε το Ποινικό Δίκαιο να καλείται να προστατεύσει δεσμούς που είναι λίαν αμφίβολο αν υφίστανται. Αντιθέτως, επαινετή κρίνεται η επιλογή του Έλληνα νομοθέτη να υπαγάγει στην έννοια της οικογένειας και τον «μόνιμο συντρόφου» τού άνδρα ή τής γυναίκας και τα τέκνα, κοινά ή ενός εξ αυτών, ή εξ υιοθεσίας, ως και τους τέως συζύγους, υπό την προϋπόθεση ότι τα παρακάτω πρόσωπα συνοικούν. Με τα άρθρα 6, 7 και 9 του ν. 3500/2006 θεσπίσθηκαν «ενδοοικογενειακά» εγκλήματα, βασικό χαρακτηριστικό τών οποίων είναι η επαύξηση των απειλουμένων πλαισίων ποινής σε σχέση με τα «κοινά» εγκλήματα των αντίστοιχων διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, ενώ η θέσπισή των θέτει ζητήματα από το Γενικό Μέρος τού Ποινικού Κώδικα (ζητήματα συμμετοχής στο έγκλημα, ζητήματα συρροής, ζητήματα πραγματικής και νομικής πλάνης, ζητήματα διαχρονικού δικαίου). Επίσης, με τις ρυθμίσεις τών άρθρων 2 και 4 τού ν. 3500/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 1532 ΑΚ, τίθεται το ζήτημα αν αυτές εισήγαγαν την απόλυτη απαγόρευση των σωματικών βλαβών κατά την άσκηση του σωφρονιστικού και παιδαγωγικού έργου τών γονέων, ώστε πλέον να μην αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των. Με την άνευ υποκειμενικού χρωματισμού τυποποίηση των εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας κατά την κατάστρωση των ποινικών υποστάσεων του ν. 3500/2006, δηλαδή από την επιλογή τού Έλληνα νομοθέτη να «αδιαφορήσει» για το στοιχείο τού σκοπού τών δραστών εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας να καθυποτάξουν τα θύματά των, με την επανειλημμένη τέλεση βίαιων πράξεων, μπορεί να προκύψουν κίνδυνοι τιμωρητικών επεκτάσεων. Μια ιστορικοβουλητική-τελολογική ερμηνεία τού Νόμου, τουλάχιστον στις περιπτώσεις τών άρθρων 6 παρ. 1 και 2, 7 παρ. 1 και 2 και 9 παρ. 1 και 2 τού ν. 3500/2006, κρίνεται επιβεβλημένη ώστε από το εύρος εφαρμογής των να εξαιρεθούν περιπτώσεις όπου οι πράξεις και τα πρόσωπα των δραστών δεν στοιχειοθετούν έκφανση του ιδιαίτερου χαρακτήρα τής ενδοοικογενειακής βίας, ως έμφυλης μορφής βίας με συστηματικότητα

    Prognostic factors of atrial fibrillation following elective coronary artery bypass grafting: the impact of quantified intraoperative myocardial ischemia

    Get PDF
    <p>Abstract</p> <p>Background</p> <p>Atrial fibrillation (AF) occurs in 28-33% of the patients undergoing coronary artery revascularization (CABG). This study focuses on both pre- and peri-operative factors that may affect the occurrence of AF. The aim is to identify those patients at higher risk to develop AF after CABG.</p> <p>Patients and methods</p> <p>Two patient cohorts undergoing CABG were retrospectively studied. The first group (group A) consisted of 157 patients presenting AF after elective CABG. The second group (group B) consisted of 191 patients without AF postoperatively.</p> <p>Results</p> <p>Preoperative factors presenting significant correlation with the incidence of post-operative AF included: 1) age > 65 years (p = 0.029), 2) history of AF (p = 0.022), 3) chronic obstructive pulmonary disease (p = 0.008), 4) left ventricular dysfunction with ejection fraction < 40% (p = 0.015) and 5) proximal lesion of the right coronary artery (p = 0.023). The intraoperative factors that appeared to have significant correlation with the occurrence of postoperative AF were: 1) CPB-time > 120 minutes (p = 0.011), 2) myocardial ischemia index < 0.27 ml.m<sup>2</sup>/Kg.min (p = 0.011), 3) total positive fluid-balance during ICU-stay (p < 0.001), 4) FiO<sub>2</sub>/PO<sub>2 </sub>> 0, 4 after extubation and during the ICU-stay (p = 0.021), 5) inotropic support with doses 15-30 μg/Kg/min (p = 0.016), 6) long ICU-stay recovery for any reason (p < 0.001) and perioperative myocardial infarction (p < 0.001).</p> <p>Conclusions</p> <p>Our results suggest that the incidence of post-CABG atrial fibrillation can be predicted by specific preoperative and intraoperative measures. The intraoperative myocardial ischemia can be sufficiently quantified by the myocardial ischemia index. For those patients at risk we would suggest an early postoperative precautionary anti-arrhythmic treatment.</p

    A many-analysts approach to the relation between religiosity and well-being

    Get PDF
    The relation between religiosity and well-being is one of the most researched topics in the psychology of religion, yet the directionality and robustness of the effect remains debated. Here, we adopted a many-analysts approach to assess the robustness of this relation based on a new cross-cultural dataset (N=10,535 participants from 24 countries). We recruited 120 analysis teams to investigate (1) whether religious people self-report higher well-being, and (2) whether the relation between religiosity and self-reported well-being depends on perceived cultural norms of religion (i.e., whether it is considered normal and desirable to be religious in a given country). In a two-stage procedure, the teams first created an analysis plan and then executed their planned analysis on the data. For the first research question, all but 3 teams reported positive effect sizes with credible/confidence intervals excluding zero (median reported β=0.120). For the second research question, this was the case for 65% of the teams (median reported β=0.039). While most teams applied (multilevel) linear regression models, there was considerable variability in the choice of items used to construct the independent variables, the dependent variable, and the included covariates

    Addressing climate change with behavioral science: a global intervention tournament in 63 countries

    Get PDF
    Effectively reducing climate change requires marked, global behavior change. However, it is unclear which strategies are most likely to motivate people to change their climate beliefs and behaviors. Here, we tested 11 expert-crowdsourced interventions on four climate mitigation outcomes: beliefs, policy support, information sharing intention, and an effortful tree-planting behavioral task. Across 59,440 participants from 63 countries, the interventions’ effectiveness was small, largely limited to nonclimate skeptics, and differed across outcomes: Beliefs were strengthened mostly by decreasing psychological distance (by 2.3%), policy support by writing a letter to a future-generation member (2.6%), information sharing by negative emotion induction (12.1%), and no intervention increased the more effortful behavior—several interventions even reduced tree planting. Last, the effects of each intervention differed depending on people’s initial climate beliefs. These findings suggest that the impact of behavioral climate interventions varies across audiences and target behaviors

    Addressing climate change with behavioral science:A global intervention tournament in 63 countries

    Get PDF

    A Many-analysts Approach to the Relation Between Religiosity and Well-being

    Get PDF
    The relation between religiosity and well-being is one of the most researched topics in the psychology of religion, yet the directionality and robustness of the effect remains debated. Here, we adopted a many-analysts approach to assess the robustness of this relation based on a new cross-cultural dataset (N = 10, 535 participants from 24 countries). We recruited 120 analysis teams to investigate (1) whether religious people self-report higher well-being, and (2) whether the relation between religiosity and self-reported well-being depends on perceived cultural norms of religion (i.e., whether it is considered normal and desirable to be religious in a given country). In a two-stage procedure, the teams first created an analysis plan and then executed their planned analysis on the data. For the first research question, all but 3 teams reported positive effect sizes with credible/confidence intervals excluding zero (median reported β = 0.120). For the second research question, this was the case for 65% of the teams (median reported β = 0.039). While most teams applied (multilevel) linear regression models, there was considerable variability in the choice of items used to construct the independent variables, the dependent variable, and the included covariates
    corecore