172 research outputs found

    Η επίδραση του περιορισμού της μυϊκής αιματικής ροής, της θεραπείας της έξω τενοντοπάθειας του αγκώνα

    Get PDF
    Η έξω τενοντοπάθεια του αγκώνα ή αλλιώς επικονδυλίτιδα, είναι μία πάθηση που προκαλεί έντονο πόνο στην εξωτερική πλευρά του αγκώνα, και απώλεια λειτουργικότητας. Πρόκειται για την πιο συχνή επώδυνη παθολογική κατάσταση της άρθρωσης του αγκώνα που συναντάται στον γενικό πληθυσμό. Ένα μεγάλο κομμάτι της αποκατάστασης της έξω τενοντοπάθειας του αγκώνα, περιλαμβάνει την ενεργητική συμμετοχή του ασθενούς μέσα από ένα ειδικά σχεδιασμένο πρόγραμμα θεραπευτικής άσκησης. Τις τελευταίες δεκαετίες η θεραπευτική άσκηση με την μέθοδο του περιορισμού της μυϊκής αιματικής ροής (BFR) έχει κεντρήσει την προσοχή της επιστημονικής κοινότητας. Η άσκηση χαμηλής έντασης που εκτελείται ταυτόχρονα με την μέθοδο BFR φαίνεται πως συμβάλλει θετικά στην αύξηση της δύναμης, στη βελτιωμένη απόδοση, σε βραχύτερη ανάκαμψη μετά την άσκηση, ενώ πιθανώς συμβάλλει ακόμα και στην γρηγορότερη αποκατάσταση του ασθενούς. Η μείωση του χρόνου αποκατάστασης συνάδει με λιγότερες συνεδρίες φυσικοθεραπείας, και επομένως με μικρότερο κόστος περίθαλψης. Στην πτυχιακή εργασία χρησιμοποιείται η θεραπευτική παρέμβαση του BFR για έναν μήνα σε άτομα 18-60 ετών με διαγνωσμένη επικονδυλίτιδα, μέσω τριών συνεδριών φυσικοθεραπείας την εβδομάδα για ένα μήνα. Ο σκοπός αυτής της εργασίας είναι να ελεγχθεί η αποτελεσματικότητα αυτής της παρέμβασης, όσον αφορά τη μείωση των επιπέδων του πόνου και την αύξηση της λειτουργικότητας των ασθενών. Ο συνολικός αριθμός των ασθενών θα ξεπεράσει τα 10 άτομα. Το δείγμα χωρίζεται σε 2 ομάδες. Η μία ομάδα εκτελεί μόνο θεραπευτική άσκηση, ενώ η δεύτερη εκτελεί θεραπευτική άσκηση με την μέθοδο BFR. Στο τέλος της θεραπευτικής παρέμβασης συγκρίνονται τα δεδομένα και οι μετρήσεις των δύο ομάδων. Σύμφωνα με την στατιστική ανάλυση, αποδείχθηκε πως η ομάδα παρέμβασης εμφάνισε χαμηλότερα επίπεδα πόνου, και υψηλότερο σκορ στο ερωτηματολόγιο λειτουργικότητας άνω άκρου. Επιπροσθέτως, στην ομάδα παρέμβασης στην οποία εφαρμόστηκε η μέθοδος BFR, μετρήθηκε αυξημένη δύναμη σύλληψης άκρας χείρας μέσω της χειροδυναμομέτρησης, και αυξημένη δύναμη κάμψης-έκτασης αγκώνα, και πρηνισμού υπτιασμού του αντιβραχίου, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου στην οποία δεν εφαρμόστηκε η μέθοδος BFR. Η μέθοδος BFR μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα της παρεχόμενης αποκατάστασης ελαχιστοποιώντας τον πόνο και βελτιώνοντας της λειτουργικότητα των ασθενώνExternal tendonitis of the elbow, or epicondylitis, is a condition that causes severe pain on the outside of the elbow, and loss of function. This is the most common painful pathological condition of the elbow joint found in the general population. A large part of the rehabilitation of external tendon disease of the elbow, involves the active participation of the patient through a specially designed therapeutic exercise program. In recent decades, therapeutic exercise with the method of restricting muscle blood flow (BFR) has attracted the attention of the scientific community. Low-intensity exercise performed simultaneously with the BFR method seems to contribute positively to increased strength, improved performance, shorter recovery after exercise, and possibly even contributes to faster recovery of the patient. Reducing recovery time is consistent with fewer physiotherapy sessions, and therefore lower treatment costs. The dissertation uses BFR therapy for one month in people aged 18-60 with diagnosed epicondylitis, through three physiotherapy sessions per week for one month. The purpose of this study is to test the effectiveness of this intervention in reducing pain levels and increasing patient functionality. The total number of patients will exceed 10 people. The sample is divided into 2 groups. One group performs only therapeutic exercise, while the second performs therapeutic exercise with the BFR method. At the end of the treatment intervention, the data and measurements of the two groups are compared. According to the statistical analysis, it turned out that the intervention group showed lower levels of pain, and a higher score on the upper extremity functionality questionnaire. In addition, in the intervention group to which the BFR method was applied, increased end-grip grip strength was measured by hand dynamometer, and increased elbow flexion-extension force, and forearm supination, compared to the control group in which the BF method was not applied. The BFR method can improve the quality of the rehabilitation provided by minimizing pain and improving patient functionality

    Η διαδικασία της σιωπηρής αναθεώρησης των ορίων περιορισμού στις διεθνείς ναυτιλιακές συμβάσεις (The tacit amendment procedure)

    Get PDF
    Ο θεσμός του περιορισμού της ευθύνης, ως εξαίρεση στον κανόνα της πλήρους αποζημίωσης, έχει κατά καιρούς προκαλέσει διάφορες αντιρρήσεις και έχει βρει αντίστοιχα διάφορες δικαιολογητικές βάσεις. Ωστόσο, συχνά, το κύριο αίτιο των αντιρρήσεων στον θεσμό του περιορισμού είναι τα χαμηλά όρια στα οποία μπορούν οι δικαιούχοι να περιορίσουν την ευθύνη τους, και όχι τόσο ο θεσμός του περιορισμού αυτός καθ’ αυτός. Η αργή «παραδοσιακή» διαδικασία αναθεώρησης των Διεθνών Συνθηκών (Δ.Σ.) συχνά απαιτεί πολλά έτη για να ολοκληρωθεί, ενώ ενίοτε, κάποιες Δ.Σ. δεν υιοθετούνται από πολλά κράτη ή ακόμη δεν τίθενται καν σε ισχύ. Έτσι, συχνά, τα εκάστοτε ισχύοντα όρια περιορισμού της ευθύνης δεν είναι κοινωνικώς ανεχτά, ενώ ταυτόχρονα, δεν επιτυγχάνεται διεθνής ομοιομορφία με επιπλέον συνέπεια να παρατηρείται και το φαινόμενο του “forum shopping”. Η λύση, σύμφωνα με τον Δ.Ν.Ο, ήταν μια νέα, ταχύτερη διαδικασία αναθεώρησης των ορίων περιορισμού η οποία θα ξεκινά με απόφαση της Νομικής Επιτροπής του Δ.Ν.Ο. (όσον αφορά, τουλάχιστον, τις εδώ εξεταζόμενες Δ.Σ.). Τα νέα όρια θα τίθενται σε εφαρμογή μόλις περάσει μια προκαθορισμένη χρονική περίοδος για την υιοθέτηση και θέση τους σε ισχύ, εφόσον βέβαια τα προταθέντα όρια λάβουν την απαιτούμενη πλειοψηφία από τα Συμβαλλόμενα, στο εκάστοτε διεθνές νομοθετικό κείμενο, κράτη. Η διαδικασία αυτή είναι η «σιωπηρή διαδικασία αναθεώρησης των ορίων περιορισμού της ευθύνης» (“tacit amendment procedure”) η οποία «πέρασε», κυρίως μέσω τροποποιητικών Πρωτοκόλλων, σε διάφορα διεθνή κείμενα, όπως η «Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου για τον περιορισμό της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις» (LLMC), η «Διεθνής Σύμβαση των Αθηνών σχετικά με την θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους», η «Διεθνής Σύμβαση περί αστικής ευθύνης για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο», του 1992 (CLC), καθώς και άλλες σημαντικές στην πράξη Δ.Σ., οι οποίες αναλύονται στο παρόν. Το βασικό ζήτημα που εγείρεται με την συγκεκριμένη διαδικασία είναι το εξής: Από την στιγμή που τίθενται σε ισχύ διεθνώς τα νέα τροποποιημένα ποσοτικά όρια ευθύνης, θεωρείται ότι έχουν τεθεί ταυτόχρονα και σε ισχύ για όλες τις έννομες τάξεις των συμβαλλόμενων στην οικεία Δ.Σ. κρατών; Ή μήπως απαιτείται να προηγηθούν ορισμένες διαδικασίες εσωτερικού δικαίου, για κάθε συμβαλλόμενο κράτος, πριν αρχίσουν τα νέα όρια να εφαρμόζονται σε κάθε ξεχωριστή έννομο τάξη; Στην θεωρία σήμερα η άποψη της «ταυτόχρονης» εφαρμογής υποστηρίζεται όλο και περισσότερο, ενώ παράλληλα, οι περισσότερες έννομες τάξεις δεν ακολουθούν μια ενιαία πρακτική με τις περισσότερες, ωστόσο, να ακολουθούν (με τον έναν ή τον άλλον τρόπο) την παραδοσιακή διαδικασία της «ξεχωριστής» εισαγωγής των νέων ορίων στην εθνική έννομη τάξη. Η αξιοποίηση της νεότερης θέσης έχει, πάντως, υπέρ της δυο βασικά επιχειρήματα: Επιτρέπει την ταχεία και ταυτόχρονη αναπροσαρμογή των ορίων περιορισμού για κάθε συμβαλλόμενο κράτος. Ταχεία γιατί έτσι λειτουργεί η “rapid procedure” και ταυτόχρονη γιατί, εφόσον γίνει δεχτό ότι ο χρόνος θέσης σε ισχύ διεθνώς και εθνικώς είναι ενιαίος, τότε τα νέα όρια θα ισχύουν σε κάθε έννομη τάξη από το ίδιο χρονικό σημείο. Αυτό, σε κάθε περίπτωση, δημιουργεί ασφάλεια δικαίου, όχι μόνο για τα κράτη και τους ιδιώτες, αλλά και για τους ασφαλιστές που έτσι κοστολογούν τον κίνδυνο με μεγαλύτερη ακρίβεια, ενώ, αποφεύγεται και το φαινόμενο του “forum shopping”. Λέξεις κλειδιά: Ναυτικό Δίκαιο, περιορισμός της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις, διαδικασία σιωπηρής αναθεώρησης των ορίων περιορισμού, χρόνος έναρξης ισχύος των νέων ορίων περιορισμού στις εθνικές έννομες τάξεις.The institution of limitation of liability, as an exception to the rule of full compensation, has at times given rise to various objections and has accordingly found various justifications. However, often the main cause of objections to the institution of limitation is the low limits to which beneficiaries can limit their liability, and not so much the institution of limitation as such. The slow 'traditional' process of revising international conventions (I.Cs) often takes many years to complete, and sometimes some I.Cs are not adopted by many states or do not even enter into force. As a result, the applicable limits of limitation of liability are often not socially acceptable, while at the same time, international uniformity is not achieved, with the additional consequence of ‘forum shopping’. The solution, according to the I.M.O., was a new, faster procedure for reviewing the limitation limits which would be initiated by a decision of the I.M.O. Legal Committee (at least as far as the Boards under consideration here are concerned). The new limits would come into force once a predetermined period of time for their adoption and entry into force had passed, provided of course that the proposed limits received the required majority of the States Parties to the international instrument in question. This procedure is the 'tacit amendment procedure' which has been 'passed', mainly through amending Protocols, in various international instruments such as the 'London Convention on Limitation of Liability for Maritime Claims' (LLMC), the "Athens International Convention relating to the Carriage of Passengers and their Luggage by Sea", the "International Convention on Civil Liability for Oil Pollution Damage", 1992 (CLC), as well as other important in practice I.Cs, which are discussed herein. The key issue raised by this procedure is the following: Once the new modified quantitative limits of liability enter into force internationally, are they deemed to have entered into force simultaneously for all jurisdictions of the States Parties to the relevant I.C.? Or are certain domestic law procedures, for each contracting state, required to be preceded before the new limits can begin to apply to each separate domestic jurisdiction? In theory today, the view of 'simultaneous' implementation is increasingly supported, while at the same time, most jurisdictions do not follow a uniform practice, with most of them, however, following (in one way or another) the traditional procedure of 'separate' introduction of the new limits into the domestic jurisdiction. The use of the newer position has, however, two main arguments in its favour: It allows for a rapid and simultaneous adjustment of the limitation limits for each Contracting State. Rapid because this is how the 'rapid procedure' works, and simultaneous because, if it is accepted that the time of entry into force internationally and nationally is uniform, then the new limits will apply in each jurisdiction from the same point in time. This, in any case, creates legal certainty, not only for states and individuals, but also for insurers, who can thus cost the risk more accurately and avoid the phenomenon of ‘forum shopping’

    How to Damage an Already Fragile Economy

    Get PDF
    After years of high growth driven by debt-fueled consumption1, Greece suffered a catastrophic loss of investor confidence beginning in late 2009. This led the Greek government to lose market access in the spring of 2010 and to apply for a bailout from its partners in the Eurozone and the International Monetary Fund. The initial bailout program, based on overly optimistic projections about the public sector’s capacity to reform and the resilience of the economy in the face of a major contraction of domestic demand, collapsed within months. The second program, which included a deep restructuring of the country’s debt, also failed to resolve the issue of debt sustainability and structural weakness, and involved fiscal targets that – though not as demanding as those of its predecessor – were widely disparaged as inconsistent with a robust recovery

    Σκακιστικές Μηχανές: Επισκόπηση Μεθοδολογιών και Υλοποίηση Προσέγγισης PVS/NNUE

    Get PDF
    Σε αυτή την πτυχιακή εργασία μελετώνται οι κύριες δομές μια σκακιστικής μηχανής καθώς και οι νεότερες τεχνικές εύρεσης βέλτιστης κίνησης με χρήση νευρωνικών δικτύων. Θα μελετηθούν οι κύριοι τρόποι αναπαράστασης της δομής του ταμπλό με ιδιαίτερη έμφαση σε αυτή των bitboards. Στην συνέχεια θα γίνει μια αναφορά στην μεθοδολογία παραγωγής κινήσεων με χρήση προ-υπολογισμένων πινάκων και τεχνικών τέλειου κατακερματισμού. Θα συζητηθούν οι διάφορες παραλλαγές των αλγορίθμων MCTS και PVS και οι τρόποι με τους οποίους μπορούν να παραλληλοποιηθούν για γρηγορότερη εκτέλεση. Τέλος θα παρουσιαστεί η νεότερη αρχιτεκτονική δικτύων NNUE για την στατική αξιολόγηση θέσεων και οι διαφορές της με πιο σύνθετα μοντέλα όπως αυτό του Alpha zero. Στα πλαίσια αυτής της εργασίας υλοποιήθηκε και μια σκακιστική μηχανή με χρήση του μοντέλου NNUE, του αλγορίθμου PVS με τις αντίστοιχες βελτιστοποιήσεις κλαδέματος και της αναπαράστασης bitboards. Οι λεπτομέρειες υλοποίησης παρέχονται στην τελευταία ενότητα.In this dissertation we study the primary components of chess engines, as well as the latest techniques for finding optimal moves using neural networks. The various board representation will be analysed, with special emphasis on that of bitboards. We will refer to the main methods for producing moves using pre-calculated lookup tables with perfect hashing. The various variants of MCTS and PVS algorithms and the ways in which they can be parallelised for faster execution will be discussed. Finally, the latest NNUE network architecture for static position evaluation and its differences with more complex models such as Alpha zero will be presented. As part of this work, a chess engine was developed using the NNUE model, the PVS algorithm with the corresponding pruning optimizations and the representation of bitboards. Implementation details are provided in the last section

    AEGIS App: Wildfire Information Management for Windows Phone Devices

    Get PDF
    AbstractNovel technological advances in mobile devices and applications can be exploited in wildfire confrontation, enabling end-users to easily conduct several everyday tasks, such as access to data and information, sharing of intelligence and coordination of personnel and vehicles. This work describes an innovative mobile application for wildfire information management that operates on Windows Phone devices and acts as a complementary tool to the web-based version of the AEGIS platform for wildfire prevention and management. Several tasks can be accomplished from the AEGIS App, such as routing, spatial search for closest facilities and firefighting support infrastructures, access to weather data and visualization of fire management data (water sources, gas refill stations, evacuation sites etc.). An innovative feature of AEGIS App is the support of these tasks by a digital assistant for artificial intelligence named Cortana (developed by Microsoft for Windows Phone devices), that allows information utilization through voice commands. The application is to be used by firefighting personnel in Greece and is potentially expected to contribute towards a more sophisticated transferring of information and knowledge between wildfire confrontation operation centers and firefighting units in the field

    Archetypes of Community Wildfire Exposure from National Forests of the Western US

    Get PDF
    Risk management typologies and their resulting archetypes can structure the many social and biophysical drivers of community wildfire risk into a set number of strategies to build community resilience. Existing typologies omit key factors that determine the scale and mechanism by which exposure from large wildfires occur. These factors are particularly important for land managing agencies like the US Forest Service, which must weigh community wildfire exposure against other management priorities. We analyze community wildfire exposure from national forests by associating conditions that affect exposure in the areas where wildfires ignite to conditions where exposure likely occurs. Linking source and exposure areas defines the scale at which crossboundary exposure from large wildfires occurs and the scale at which mitigation actions need to be planned. We find that the vast majority of wildfire exposure from national forests is concentrated among a fraction of communities that are geographically clustered in discrete pockets. Among these communities, exposure varies primarily based on development patterns and vegetation gradients and secondarily based on social and ecological management constraints. We describe five community exposure archetypes along with their associated risk mitigation strategies. Only some archetypes have conditions that support hazardous fuels programs. Others have conditions where managing community exposure through vegetation management is unlikely to suffice. These archetypes reflect the diversity of development patterns, vegetation types, associated fuels, and management constraints that exist in the western US and provide a framework to guide public investments that improve management of wildfire risk within threatened communities and on the public lands that transmit fires to them

    Social Vulnerability to Large Wildfires in the Western USA

    Get PDF
    Federal land managers in the US can be informed with quantitative assessments of the social conditions of the populations affected by wildfires originating on their administered lands in order to incorporate and adapt their management strategy to achieve a more targeted prioritization of community wildfire protection investments. In addition, these assessments are valuable to socially vulnerable communities for quantifying their exposure to wildfires originating on adjacent land tenures. We assessed fire transmission patterns using fire behavior simulations to understand spatial variations across three diverse study areas (North-central Washington; Central California; and Northern New Mexico) to understand how different land tenures affect highly socially vulnerable populated places. Transboundary wildfire structure exposure was related to populations with limited adaptive capacity to absorb, recover and modify exposure to wildfires, estimated with the Social Vulnerability Index using US Census unit data (block groups). We found geographic heterogeneity in terms of land tenure composition and estimated fire exposure. Although high social vulnerability block groups covered small areas, they had high population and structure density and were disproportionately exposed per area burned by fire. Structure exposure originated primarily from three key land tenures (wildland-urban interface, private lands and national forests). Federal lands proportionately exposed, on an area basis, populated places with high social vulnerability, with fires ignited on Forest Service administered lands mostly affecting north-central Washington and northern New Mexico communities

    Ενδοοικογενειακή βία: Εγκληματολογικές διαστάσεις και η αντιμετώπιση του φαινομένου με τις διατάξεις Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου του ν. 3500/2006

    Get PDF
    Αποβλέποντας στην εννοιολογική οριοθέτηση της έννοιας της «ενδοοικογενειακής βίας» και στην αναζήτηση των θεωρητικών και επιστημολογικών της καταβολών, ως βασικό χαρακτηριστικό τού φαινομένου αναδεικνύεται η ύπαρξη μιας ιδιάζουσας συναισθηματικής σύνδεσης μεταξύ δράστη και θύματος, η οποία διαφοροποιεί αυτήν την μορφή βίας από κάθε άλλη μορφή βίας, ενώ, περαιτέρω, χαρακτηριστικό αυτής τής μορφής βίας είναι ότι στρέφεται κατά κύριο λόγο σε βάρος τών αδύναμων μελών τής οικογένειας (γυναικών, παιδιών, ηλικιωμένων). Η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας υπηρετεί τον στόχο τής απόκτησης και τής διατήρησης του ελέγχου πάνω στα αδύναμα και ευάλωτα θύματα και αποτελεί ένα από τα χρησιμοποιούμενα μέσα επίτευξής του, ενώ αποσκοπεί στην διατήρηση συγκεκριμένων ρόλων (ισχυρός versus αδύναμος) στους κόλπους τής οικογένειας. Η «ενδοοικογενειακή βία» αναδείχθηκε σε διακριτό κοινωνικό φαινόμενο και δημόσιο ζήτημα, ιδίως από τα μέσα τού 20ου αιώνα και ύστερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι νωρίτερα το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας ήταν ανύπαρκτο ή περιορισμένης εκτάσεως, αλλά ότι τότε άρχισε να αναδεικνύεται εμφατικώς στον δημόσιο λόγο ως διακριτό κοινωνικό ζήτημα, που χρήζει άμεσης θεσμικής παρέμβασης, ενώ για την αιτιολόγησή του έχουν διατυπωθεί ποικίλες διεπιστημονικές θεωρήσεις. Η ενδοοικογενειακή βία αναδεικνύεται σε σημαντικά διεθνή νομικά κείμενα και την νομολογία τού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων τού Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το οποίο έχει ασχοληθεί με το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας υπό το πρίσμα τής προστασίας τών θεμελιωδών δικαιωμάτων τής ΕΣΔΑ (ισονομία, δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή), ως φαινόμενο κατάφωρης παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο έχει προεκτάσεις και επιπτώσεις σε ατομικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, επηρεάζει και άλλα μέλη τής οικογένειας, πλην τού θύματος, επιφέρει αρνητικές συνέπειες στην υγεία τών θυμάτων (σωματική και ψυχική), προκαλεί τον κοινωνικό αποκλεισμό των και ευνοεί την αναπαραγωγή διαστρεβλωμένων κοινωνικών ρόλων. Επίσης, η συζήτηση για την ενδοοικογενειακή βία συνδέεται με τις νεώτερες εξελίξεις στην ποινική θεωρία για την αποστολή τού Ποινικού Δικαίου και τον σκοπό τής ποινής. Η διάχυση του φόβου και της ανασφάλειας στις κοινωνικές σχέσεις «προκάλεσαν» την άρθρωση ενός «διαφορετικού» λόγου στην θεωρία τού Ποινικού Δικαίου, ώστε το Ποινικό Δίκαιο να καλείται να αποστεί από την παραδοσιακή περιοριστική του λειτουργία και να επέμβει σωστικώς, προς άρση τής κοινωνικής αβεβαιότητας, εξουδετερώνοντας τους σχετικούς κινδύνους. Θέμα αιχμής τής απαίτησης για την παρέμβαση του Ποινικού Δικαίου αναδεικνύεται, μεταξύ άλλων, και η ενδοοικογενειακή βία. Χαρακτηριστικές εκφάνσεις τής νέας αυτής τάσης είναι η έννοια της τιμωρητικότητας, η οποία, κατά την άποψη των επικριτών της, διατρέχει το σύγχρονο Ποινικό Δίκαιο, αλλά και το ονομαζόμενο «Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού». Ο Έλληνας νομοθέτης επιχείρησε να αντιμετωπίσει το φαινόμενο με τις διατάξεις τού ν. 3500/2006, διευρύνοντας, όμως, την έννοια της «οικογένειας» σε τέτοιο βαθμό, για την πέραν τού πρώτου και δευτέρου βαθμού συγγένεια εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και την υιοθεσία, με την χρήση τού κριτηρίου της συνοίκησης, ώστε το Ποινικό Δίκαιο να καλείται να προστατεύσει δεσμούς που είναι λίαν αμφίβολο αν υφίστανται. Αντιθέτως, επαινετή κρίνεται η επιλογή του Έλληνα νομοθέτη να υπαγάγει στην έννοια της οικογένειας και τον «μόνιμο συντρόφου» τού άνδρα ή τής γυναίκας και τα τέκνα, κοινά ή ενός εξ αυτών, ή εξ υιοθεσίας, ως και τους τέως συζύγους, υπό την προϋπόθεση ότι τα παρακάτω πρόσωπα συνοικούν. Με τα άρθρα 6, 7 και 9 του ν. 3500/2006 θεσπίσθηκαν «ενδοοικογενειακά» εγκλήματα, βασικό χαρακτηριστικό τών οποίων είναι η επαύξηση των απειλουμένων πλαισίων ποινής σε σχέση με τα «κοινά» εγκλήματα των αντίστοιχων διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, ενώ η θέσπισή των θέτει ζητήματα από το Γενικό Μέρος τού Ποινικού Κώδικα (ζητήματα συμμετοχής στο έγκλημα, ζητήματα συρροής, ζητήματα πραγματικής και νομικής πλάνης, ζητήματα διαχρονικού δικαίου). Επίσης, με τις ρυθμίσεις τών άρθρων 2 και 4 τού ν. 3500/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 1532 ΑΚ, τίθεται το ζήτημα αν αυτές εισήγαγαν την απόλυτη απαγόρευση των σωματικών βλαβών κατά την άσκηση του σωφρονιστικού και παιδαγωγικού έργου τών γονέων, ώστε πλέον να μην αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των. Με την άνευ υποκειμενικού χρωματισμού τυποποίηση των εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας κατά την κατάστρωση των ποινικών υποστάσεων του ν. 3500/2006, δηλαδή από την επιλογή τού Έλληνα νομοθέτη να «αδιαφορήσει» για το στοιχείο τού σκοπού τών δραστών εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας να καθυποτάξουν τα θύματά των, με την επανειλημμένη τέλεση βίαιων πράξεων, μπορεί να προκύψουν κίνδυνοι τιμωρητικών επεκτάσεων. Μια ιστορικοβουλητική-τελολογική ερμηνεία τού Νόμου, τουλάχιστον στις περιπτώσεις τών άρθρων 6 παρ. 1 και 2, 7 παρ. 1 και 2 και 9 παρ. 1 και 2 τού ν. 3500/2006, κρίνεται επιβεβλημένη ώστε από το εύρος εφαρμογής των να εξαιρεθούν περιπτώσεις όπου οι πράξεις και τα πρόσωπα των δραστών δεν στοιχειοθετούν έκφανση του ιδιαίτερου χαρακτήρα τής ενδοοικογενειακής βίας, ως έμφυλης μορφής βίας με συστηματικότητα.Αποβλέποντας στην εννοιολογική οριοθέτηση της έννοιας της «ενδοοικογενειακής βίας» και στην αναζήτηση των θεωρητικών και επιστημολογικών της καταβολών, ως βασικό χαρακτηριστικό τού φαινομένου αναδεικνύεται η ύπαρξη μιας ιδιάζουσας συναισθηματικής σύνδεσης μεταξύ δράστη και θύματος, η οποία διαφοροποιεί αυτήν την μορφή βίας από κάθε άλλη μορφή βίας, ενώ, περαιτέρω, χαρακτηριστικό αυτής τής μορφής βίας είναι ότι στρέφεται κατά κύριο λόγο σε βάρος τών αδύναμων μελών τής οικογένειας (γυναικών, παιδιών, ηλικιωμένων). Η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας υπηρετεί τον στόχο τής απόκτησης και τής διατήρησης του ελέγχου πάνω στα αδύναμα και ευάλωτα θύματα και αποτελεί ένα από τα χρησιμοποιούμενα μέσα επίτευξής του, ενώ αποσκοπεί στην διατήρηση συγκεκριμένων ρόλων (ισχυρός versus αδύναμος) στους κόλπους τής οικογένειας. Η «ενδοοικογενειακή βία» αναδείχθηκε σε διακριτό κοινωνικό φαινόμενο και δημόσιο ζήτημα, ιδίως από τα μέσα τού 20ου αιώνα και ύστερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι νωρίτερα το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας ήταν ανύπαρκτο ή περιορισμένης εκτάσεως, αλλά ότι τότε άρχισε να αναδεικνύεται εμφατικώς στον δημόσιο λόγο ως διακριτό κοινωνικό ζήτημα, που χρήζει άμεσης θεσμικής παρέμβασης, ενώ για την αιτιολόγησή του έχουν διατυπωθεί ποικίλες διεπιστημονικές θεωρήσεις. Η ενδοοικογενειακή βία αναδεικνύεται σε σημαντικά διεθνή νομικά κείμενα και την νομολογία τού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων τού Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το οποίο έχει ασχοληθεί με το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας υπό το πρίσμα τής προστασίας τών θεμελιωδών δικαιωμάτων τής ΕΣΔΑ (ισονομία, δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή), ως φαινόμενο κατάφωρης παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο έχει προεκτάσεις και επιπτώσεις σε ατομικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, επηρεάζει και άλλα μέλη τής οικογένειας, πλην τού θύματος, επιφέρει αρνητικές συνέπειες στην υγεία τών θυμάτων (σωματική και ψυχική), προκαλεί τον κοινωνικό αποκλεισμό των και ευνοεί την αναπαραγωγή διαστρεβλωμένων κοινωνικών ρόλων. Επίσης, η συζήτηση για την ενδοοικογενειακή βία συνδέεται με τις νεώτερες εξελίξεις στην ποινική θεωρία για την αποστολή τού Ποινικού Δικαίου και τον σκοπό τής ποινής. Η διάχυση του φόβου και της ανασφάλειας στις κοινωνικές σχέσεις «προκάλεσαν» την άρθρωση ενός «διαφορετικού» λόγου στην θεωρία τού Ποινικού Δικαίου, ώστε το Ποινικό Δίκαιο να καλείται να αποστεί από την παραδοσιακή περιοριστική του λειτουργία και να επέμβει σωστικώς, προς άρση τής κοινωνικής αβεβαιότητας, εξουδετερώνοντας τους σχετικούς κινδύνους. Θέμα αιχμής τής απαίτησης για την παρέμβαση του Ποινικού Δικαίου αναδεικνύεται, μεταξύ άλλων, και η ενδοοικογενειακή βία. Χαρακτηριστικές εκφάνσεις τής νέας αυτής τάσης είναι η έννοια της τιμωρητικότητας, η οποία, κατά την άποψη των επικριτών της, διατρέχει το σύγχρονο Ποινικό Δίκαιο, αλλά και το ονομαζόμενο «Ποινικό Δίκαιο του Εχθρού». Ο Έλληνας νομοθέτης επιχείρησε να αντιμετωπίσει το φαινόμενο με τις διατάξεις τού ν. 3500/2006, διευρύνοντας, όμως, την έννοια της «οικογένειας» σε τέτοιο βαθμό, για την πέραν τού πρώτου και δευτέρου βαθμού συγγένεια εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και την υιοθεσία, με την χρήση τού κριτηρίου της συνοίκησης, ώστε το Ποινικό Δίκαιο να καλείται να προστατεύσει δεσμούς που είναι λίαν αμφίβολο αν υφίστανται. Αντιθέτως, επαινετή κρίνεται η επιλογή του Έλληνα νομοθέτη να υπαγάγει στην έννοια της οικογένειας και τον «μόνιμο συντρόφου» τού άνδρα ή τής γυναίκας και τα τέκνα, κοινά ή ενός εξ αυτών, ή εξ υιοθεσίας, ως και τους τέως συζύγους, υπό την προϋπόθεση ότι τα παρακάτω πρόσωπα συνοικούν. Με τα άρθρα 6, 7 και 9 του ν. 3500/2006 θεσπίσθηκαν «ενδοοικογενειακά» εγκλήματα, βασικό χαρακτηριστικό τών οποίων είναι η επαύξηση των απειλουμένων πλαισίων ποινής σε σχέση με τα «κοινά» εγκλήματα των αντίστοιχων διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, ενώ η θέσπισή των θέτει ζητήματα από το Γενικό Μέρος τού Ποινικού Κώδικα (ζητήματα συμμετοχής στο έγκλημα, ζητήματα συρροής, ζητήματα πραγματικής και νομικής πλάνης, ζητήματα διαχρονικού δικαίου). Επίσης, με τις ρυθμίσεις τών άρθρων 2 και 4 τού ν. 3500/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 1532 ΑΚ, τίθεται το ζήτημα αν αυτές εισήγαγαν την απόλυτη απαγόρευση των σωματικών βλαβών κατά την άσκηση του σωφρονιστικού και παιδαγωγικού έργου τών γονέων, ώστε πλέον να μην αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των. Με την άνευ υποκειμενικού χρωματισμού τυποποίηση των εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας κατά την κατάστρωση των ποινικών υποστάσεων του ν. 3500/2006, δηλαδή από την επιλογή τού Έλληνα νομοθέτη να «αδιαφορήσει» για το στοιχείο τού σκοπού τών δραστών εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας να καθυποτάξουν τα θύματά των, με την επανειλημμένη τέλεση βίαιων πράξεων, μπορεί να προκύψουν κίνδυνοι τιμωρητικών επεκτάσεων. Μια ιστορικοβουλητική-τελολογική ερμηνεία τού Νόμου, τουλάχιστον στις περιπτώσεις τών άρθρων 6 παρ. 1 και 2, 7 παρ. 1 και 2 και 9 παρ. 1 και 2 τού ν. 3500/2006, κρίνεται επιβεβλημένη ώστε από το εύρος εφαρμογής των να εξαιρεθούν περιπτώσεις όπου οι πράξεις και τα πρόσωπα των δραστών δεν στοιχειοθετούν έκφανση του ιδιαίτερου χαρακτήρα τής ενδοοικογενειακής βίας, ως έμφυλης μορφής βίας με συστηματικότητα
    corecore