84 research outputs found

    The Social Structure of the Byzantine Countryside in the First Half of the Xth Century

    Get PDF
      Ν. ΟικονομίδηςH κοινωνική δομή της Βυζαντινής επαρχίας κατά το πρώτο ήμισυ του Ι΄αιώνα Από το De Administrando Imperio (κεφ. 51, στ. 199-204 και κεφ. 52) γνωρίζουμε ότι κατά την δεύτερη εικοσαετία του 10ου αιώνα οι Πελοποννήσιοι εξαγόρασαν την συμμετοχή τους σε μια εκστρατεία στην Ιταλία δίνοντας στο κράτος 7200 χρυσά νομίσματα (5 νομ. κάθε εύπορος στρατιώτης και 2,5 κάθε άπορος). Οι εκκλησιαστικοί και κοσμικοί «δυνατοί» (μητροπολίτες, επίσκοποι, μονές, πρωτοσπαθάριοι, σπαθαροκανδιδάτοι, σπαθάριοι, στράτωρες) έδωσαν χίλια άλογα. Το χωρίο αυτό μπορεί να συγκριθεί με το Περί Βασιλείου Τάξεως (Βόννη, 666-667) όπου αναφέρεται ότι οκτακόσιοι στρατιώτες του θέματος των Θρακησίων εξαγόρασαν το 949 τη συμμετοχή τους στην εκστρατεία της Κρήτης καταβάλλοντας 2984 νομίσματα (4 νομ. οι εύποροι, 2 νομ. οι άποροι).Στο Θρακήσιον οι άποροι στρατιώτες αποτελούσαν 13,5% της συνολικής δύναμης του θέματος. Συνεπώς, αν το ποσοστό των απόρων ήταν ανάλογο και στην Πελοπόννησο, τότε ο συνολικός στρατός του θέματος θα αριθμούσε περί τους 1500-1600 άνδρες. Αν λάβουμε υπόψη ότι κάθε εύπορος στρατιώτης έπρεπε να έχει ακίνητη περιουσία αξίας 288 περίπου χρυσών νομισμάτων και ότι για να αποδώσει αυτή η ποσότητα γης χρειαζόταν περίπου δύο οικογένειες καλλιεργητών με δικά τους ζευγάρια, τότε είναι δυνατό να συμπεράνουμε ότι ο στρατός της Πελοποννήσου υποστηριζόταν τότε από 2880 οικογένειες ζευγαράτων χωρικών.Οι Πελοποννήσιοι αριστοκράτες συνεισέφεραν 1000 άλογα. Τριάντα προέρχονταν από τους δύο μητροπολίτες και τους ένδεκα επισκόπους. Υποθέτουμε ότι θα υπήρχαν και 10-20 πρωτοσπαθάριοι, 20-40 σπαθαρο-κανδιδάτοι και 80-160 σπαθάριοι και στράτωρες, οι οποίοι θα προσέφεραν συνολικά 150-300 άλογα. Τα υπόλοιπα 380 περίπου προέρχονταν, πιθανότατα, από τα μοναστήρια. Μολονότι οι υπολογισμοί αυτοί είναι αυθαίρετοι, είναι βέβαιο ότι θα υπήρχαν περίπου 600 εκκλησιαστικοί και κοσμικοί αριστοκράτες στην Πελοπόννησο• ότι η περιουσία τους ήταν πολλαπλασίως μεγαλύτερη από την περιουσία όλων των στρατιωτών και ότι θα απασχολούσαν περισσότερους από 15.000 πάροικους ζευγαράτους, πιθανώς πολύ περισσότερους.Είναι προφανές ότι κατά τα μέσα του 10ου αιώνα οι στρατιώτες του θέματος Πελοποννήσου ήσαν λιγότεροι από τους μοναχούς, που κατοικούσαν σ'αυτό, και ότι οι πάροικοι που εργάζονταν για λογαριασμό των «δυνατών» του θέματος ήσαν πολλαπλασίως περισσότεροι από τους ελεύθερους χωρικούς που υπηρετούσαν στο στράτευμα.Ανάλογη εικόνα πρέπει να παρουσίαζε τότε και το Θρακήσιον, όπου ο αριθμός των γεωργών-στρατιωτών είχε μειωθεί ακόμη περισσότερο: στο θέμα αυτό, πολυανθρωπότερο και πλουσιότερο από την Πελοπόννησο, η εξέλιξη της κοινωνίας είχε επιτελεσθεί ταχύτερα προς όφελος της αριστοκρατίας και εις βάρος των μικρών ελεύθερων καλλιεργητών. Η δομή της κοινωνίας της υπαίθρου είχε αλλάξει ουσιαστικά πριν ακόμη αρχίσει η νομοθεσία   των   Μακεδόνων   αυτοκρατόρων,   που   επεδίωκαν   να προστατεύσουν τη μικρή ελεύθερη ιδιοκτησία.  Ν. ΟικονομίδηςH κοινωνική δομή της Βυζαντινής επαρχίας κατά το πρώτο ήμισυ του Ι΄αιώνα Από το De Administrando Imperio (κεφ. 51, στ. 199-204 και κεφ. 52) γνωρίζουμε ότι κατά την δεύτερη εικοσαετία του 10ου αιώνα οι Πελοποννήσιοι εξαγόρασαν την συμμετοχή τους σε μια εκστρατεία στην Ιταλία δίνοντας στο κράτος 7200 χρυσά νομίσματα (5 νομ. κάθε εύπορος στρατιώτης και 2,5 κάθε άπορος). Οι εκκλησιαστικοί και κοσμικοί «δυνατοί» (μητροπολίτες, επίσκοποι, μονές, πρωτοσπαθάριοι, σπαθαροκανδιδάτοι, σπαθάριοι, στράτωρες) έδωσαν χίλια άλογα. Το χωρίο αυτό μπορεί να συγκριθεί με το Περί Βασιλείου Τάξεως (Βόννη, 666-667) όπου αναφέρεται ότι οκτακόσιοι στρατιώτες του θέματος των Θρακησίων εξαγόρασαν το 949 τη συμμετοχή τους στην εκστρατεία της Κρήτης καταβάλλοντας 2984 νομίσματα (4 νομ. οι εύποροι, 2 νομ. οι άποροι).Στο Θρακήσιον οι άποροι στρατιώτες αποτελούσαν 13,5% της συνολικής δύναμης του θέματος. Συνεπώς, αν το ποσοστό των απόρων ήταν ανάλογο και στην Πελοπόννησο, τότε ο συνολικός στρατός του θέματος θα αριθμούσε περί τους 1500-1600 άνδρες. Αν λάβουμε υπόψη ότι κάθε εύπορος στρατιώτης έπρεπε να έχει ακίνητη περιουσία αξίας 288 περίπου χρυσών νομισμάτων και ότι για να αποδώσει αυτή η ποσότητα γης χρειαζόταν περίπου δύο οικογένειες καλλιεργητών με δικά τους ζευγάρια, τότε είναι δυνατό να συμπεράνουμε ότι ο στρατός της Πελοποννήσου υποστηριζόταν τότε από 2880 οικογένειες ζευγαράτων χωρικών.Οι Πελοποννήσιοι αριστοκράτες συνεισέφεραν 1000 άλογα. Τριάντα προέρχονταν από τους δύο μητροπολίτες και τους ένδεκα επισκόπους. Υποθέτο&up

    L᾽«unilinguisme» officiel de Constantinople byzantine (VIIe-XIIe s.)

    Get PDF
      Νίκος Οικονομίδης Η  επισήμως  «μονόγλωσση»  βυζαντινή  Κωνσταντινούπολη (7ος-12ος αι.)Η ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ξεκίνησε με το όνειρο ενός δίγλωσσου κράτους, όπου τα Ελληνικά και τα Λατινικά θα χρησιμοποιούνταν εξίσου. Στις ανατολικές επαρχίες, όμως, η χρήση των Λατινικών υποχώρησε γρήγορα. Ωστόσο, όπως τεκμαίρεται από τις σφραγίδες, τα έγγραφα και κείμενα, όπως τα Θαύματα του αγίου Δημητρίου, σε ορισμένες περιοχές των Βαλκανίων και, βέβαια, στην Ιταλία, η χρήση δυο γλωσσών διατηρήθηκε. Στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου τα Ελληνικά χρησιμοποιούνται ευρύτατα από τη διπλωματία ως ένα είδος lingua franca.Οι Βυζαντινοί δεν φαίνεται να προσπάθησαν να μάθουν ξένες γλώσσες. Οι μεταφραστές προέρχονται από την περιφέρεια, από περιοχές δίγλωσσες, όπου η δεύτερη γλώσσα μαθαινόταν στο δρόμο. Οι ελληνόγλωσσοι κάτοικοι του κέντρου θεωρούσαν ότι οι άλλοι όφειλαν να γνωρίζουν την επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας, δηλαδή τα Ελληνικά, εφόσον έρχονταν σ' αυτήν. Τούτο ίσχυε και για τους ξένους μισθοφόρους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν δικούς τους διερμηνείς, κυρίως μετά τη δημιουργία ταγμάτων που περιελάμβαναν στρατιώτες με κοινή εθνική προέλευση. Οι διερμηνείς της αυτοκρατορικής διοίκησης, που δρούσαν ενίοτε και ως κατάσκοποι, προέρχονταν συχνά από ξένες εθνότητες. Από τον 12ο αιώνα και εξής, οπότε η Κωνσταντινούπολη απέκτησε κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, οι ερμηνευταί της αυλής και της αυτοκρατορικής γραμματείας παίζουν όλο και σημαντικότερο ρόλο.Οι Βυζαντινοί λόγιοι, ζώντας σε ένα είδος μεγαλοπρεπούς απομόνωσης, ενδιαφέρονταν κυρίως για της μορφές της ελληνικής γλώσσας του παρελθόντος. Τα «αττικίζοντα» ελληνικά ήταν η γλώσσα των μορφωμένων και των υψηλόβαθμων αξιωματούχων και αυτά τους ξεχώριζαν από τους λοιπούς. Επειδή, όμως, η «γλώσσα» αυτή δεν ήταν απόλυτα κατανοητή, ο όρος ερμηνευτής κατέληξε να δηλώνει τον δάσκαλο.Χωρίς να εγκαταλείψει την ελληνική γλώσσα, ο μορφωμένος Βυζαντινός γινόταν «πολύγλωσσος» για να υπηρετήσει κοινωνικές; φιλοδοξίες και όχι πρακτικές ανάγκες.   Νίκος Οικονομίδης Η  επισήμως  «μονόγλωσση»  βυζαντινή  Κωνσταντινούπολη (7ος-12ος αι.)Η ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ξεκίνησε με το όνειρο ενός δίγλωσσου κράτους, όπου τα Ελληνικά και τα Λατινικά θα χρησιμοποιούνταν εξίσου. Στις ανατολικές επαρχίες, όμως, η χρήση των Λατινικών υποχώρησε γρήγορα. Ωστόσο, όπως τεκμαίρεται από τις σφραγίδες, τα έγγραφα και κείμενα, όπως τα Θαύματα του αγίου Δημητρίου, σε ορισμένες περιοχές των Βαλκανίων και, βέβαια, στην Ιταλία, η χρήση δυο γλωσσών διατηρήθηκε. Στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου τα Ελληνικά χρησιμοποιούνται ευρύτατα από τη διπλωματία ως ένα είδος lingua franca.Οι Βυζαντινοί δεν φαίνεται να προσπάθησαν να μάθουν ξένες γλώσσες. Οι μεταφραστές προέρχονται από την περιφέρεια, από περιοχές δίγλωσσες, όπου η δεύτερη γλώσσα μαθαινόταν στο δρόμο. Οι ελληνόγλωσσοι κάτοικοι του κέντρου θεωρούσαν ότι οι άλλοι όφειλαν να γνωρίζουν την επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας, δηλαδή τα Ελληνικά, εφόσον έρχονταν σ' αυτήν. Τούτο ίσχυε και για τους ξένους μισθοφόρους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν δικούς τους διερμηνείς, κυρίως μετά τη δημιουργία ταγμάτων που περιελάμβαναν στρατιώτες με κοινή εθνική προέλευση. Οι διερμηνείς της αυτοκρατορικής διοίκησης, που δρούσαν ενίοτε και ως κατάσκοποι, προέρχονταν συχνά από ξένες εθνότητες. Από τον 12ο αιώνα και εξής, οπότε η Κωνσταντινούπολη απέκτησε κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, οι ερμηνευταί της αυλής και της αυτοκρατορικής γραμματείας παίζουν όλο και σημαντικότερο ρόλο.Οι Βυζαντινοί λόγιοι, ζώντας σε ένα είδος μεγαλοπρεπούς απομόνωσης, ενδιαφέρονταν κυρίως για της μορφές της ελληνικής γλώσσας του παρελθόντος. Τα «αττικίζοντα» ελληνικά ήταν η γλώσσα των μορφωμένων και των υψηλόβαθμων αξιωματούχων και αυτά τους ξεχώριζαν από τους λοιπούς. Επειδή, όμως, η «γλώσσα» αυτή δεν ήταν απόλυτα κατανοητή, ο όρος ερμηνευτής κατέληξε να δηλώνει τον δάσκαλο.Χωρίς να εγκαταλείψει την ελληνική γλώσσα, ο μορφωμένος Βυζαντινός γινόταν «πολύγλωσσος» για να υπηρετήσει κοινωνικές; φιλοδοξίες και όχι πρακτικές ανάγκες.&nbsp

    The Social Structure of the Byzantine Countryside in the First Half of the Xth Century

    Get PDF
      Ν. ΟικονομίδηςH κοινωνική δομή της Βυζαντινής επαρχίας κατά το πρώτο ήμισυ του Ι΄αιώνα Από το De Administrando Imperio (κεφ. 51, στ. 199-204 και κεφ. 52) γνωρίζουμε ότι κατά την δεύτερη εικοσαετία του 10ου αιώνα οι Πελοποννήσιοι εξαγόρασαν την συμμετοχή τους σε μια εκστρατεία στην Ιταλία δίνοντας στο κράτος 7200 χρυσά νομίσματα (5 νομ. κάθε εύπορος στρατιώτης και 2,5 κάθε άπορος). Οι εκκλησιαστικοί και κοσμικοί «δυνατοί» (μητροπολίτες, επίσκοποι, μονές, πρωτοσπαθάριοι, σπαθαροκανδιδάτοι, σπαθάριοι, στράτωρες) έδωσαν χίλια άλογα. Το χωρίο αυτό μπορεί να συγκριθεί με το Περί Βασιλείου Τάξεως (Βόννη, 666-667) όπου αναφέρεται ότι οκτακόσιοι στρατιώτες του θέματος των Θρακησίων εξαγόρασαν το 949 τη συμμετοχή τους στην εκστρατεία της Κρήτης καταβάλλοντας 2984 νομίσματα (4 νομ. οι εύποροι, 2 νομ. οι άποροι).Στο Θρακήσιον οι άποροι στρατιώτες αποτελούσαν 13,5% της συνολικής δύναμης του θέματος. Συνεπώς, αν το ποσοστό των απόρων ήταν ανάλογο και στην Πελοπόννησο, τότε ο συνολικός στρατός του θέματος θα αριθμούσε περί τους 1500-1600 άνδρες. Αν λάβουμε υπόψη ότι κάθε εύπορος στρατιώτης έπρεπε να έχει ακίνητη περιουσία αξίας 288 περίπου χρυσών νομισμάτων και ότι για να αποδώσει αυτή η ποσότητα γης χρειαζόταν περίπου δύο οικογένειες καλλιεργητών με δικά τους ζευγάρια, τότε είναι δυνατό να συμπεράνουμε ότι ο στρατός της Πελοποννήσου υποστηριζόταν τότε από 2880 οικογένειες ζευγαράτων χωρικών.Οι Πελοποννήσιοι αριστοκράτες συνεισέφεραν 1000 άλογα. Τριάντα προέρχονταν από τους δύο μητροπολίτες και τους ένδεκα επισκόπους. Υποθέτουμε ότι θα υπήρχαν και 10-20 πρωτοσπαθάριοι, 20-40 σπαθαρο-κανδιδάτοι και 80-160 σπαθάριοι και στράτωρες, οι οποίοι θα προσέφεραν συνολικά 150-300 άλογα. Τα υπόλοιπα 380 περίπου προέρχονταν, πιθανότατα, από τα μοναστήρια. Μολονότι οι υπολογισμοί αυτοί είναι αυθαίρετοι, είναι βέβαιο ότι θα υπήρχαν περίπου 600 εκκλησιαστικοί και κοσμικοί αριστοκράτες στην Πελοπόννησο• ότι η περιουσία τους ήταν πολλαπλασίως μεγαλύτερη από την περιουσία όλων των στρατιωτών και ότι θα απασχολούσαν περισσότερους από 15.000 πάροικους ζευγαράτους, πιθανώς πολύ περισσότερους.Είναι προφανές ότι κατά τα μέσα του 10ου αιώνα οι στρατιώτες του θέματος Πελοποννήσου ήσαν λιγότεροι από τους μοναχούς, που κατοικούσαν σ'αυτό, και ότι οι πάροικοι που εργάζονταν για λογαριασμό των «δυνατών» του θέματος ήσαν πολλαπλασίως περισσότεροι από τους ελεύθερους χωρικούς που υπηρετούσαν στο στράτευμα.Ανάλογη εικόνα πρέπει να παρουσίαζε τότε και το Θρακήσιον, όπου ο αριθμός των γεωργών-στρατιωτών είχε μειωθεί ακόμη περισσότερο: στο θέμα αυτό, πολυανθρωπότερο και πλουσιότερο από την Πελοπόννησο, η εξέλιξη της κοινωνίας είχε επιτελεσθεί ταχύτερα προς όφελος της αριστοκρατίας και εις βάρος των μικρών ελεύθερων καλλιεργητών. Η δομή της κοινωνίας της υπαίθρου είχε αλλάξει ουσιαστικά πριν ακόμη αρχίσει η νομοθεσία   των   Μακεδόνων   αυτοκρατόρων,   που   επεδίωκαν   να προστατεύσουν τη μικρή ελεύθερη ιδιοκτησία.  Ν. ΟικονομίδηςH κοινωνική δομή της Βυζαντινής επαρχίας κατά το πρώτο ήμισυ του Ι΄αιώνα Από το De Administrando Imperio (κεφ. 51, στ. 199-204 και κεφ. 52) γνωρίζουμε ότι κατά την δεύτερη εικοσαετία του 10ου αιώνα οι Πελοποννήσιοι εξαγόρασαν την συμμετοχή τους σε μια εκστρατεία στην Ιταλία δίνοντας στο κράτος 7200 χρυσά νομίσματα (5 νομ. κάθε εύπορος στρατιώτης και 2,5 κάθε άπορος). Οι εκκλησιαστικοί και κοσμικοί «δυνατοί» (μητροπολίτες, επίσκοποι, μονές, πρωτοσπαθάριοι, σπαθαροκανδιδάτοι, σπαθάριοι, στράτωρες) έδωσαν χίλια άλογα. Το χωρίο αυτό μπορεί να συγκριθεί με το Περί Βασιλείου Τάξεως (Βόννη, 666-667) όπου αναφέρεται ότι οκτακόσιοι στρατιώτες του θέματος των Θρακησίων εξαγόρασαν το 949 τη συμμετοχή τους στην εκστρατεία της Κρήτης καταβάλλοντας 2984 νομίσματα (4 νομ. οι εύποροι, 2 νομ. οι άποροι).Στο Θρακήσιον οι άποροι στρατιώτες αποτελούσαν 13,5% της συνολικής δύναμης του θέματος. Συνεπώς, αν το ποσοστό των απόρων ήταν ανάλογο και στην Πελοπόννησο, τότε ο συνολικός στρατός του θέματος θα αριθμούσε περί τους 1500-1600 άνδρες. Αν λάβουμε υπόψη ότι κάθε εύπορος στρατιώτης έπρεπε να έχει ακίνητη περιουσία αξίας 288 περίπου χρυσών νομισμάτων και ότι για να αποδώσει αυτή η ποσότητα γης χρειαζόταν περίπου δύο οικογένειες καλλιεργητών με δικά τους ζευγάρια, τότε είναι δυνατό να συμπεράνουμε ότι ο στρατός της Πελοποννήσου υποστηριζόταν τότε από 2880 οικογένειες ζευγαράτων χωρικών.Οι Πελοποννήσιοι αριστοκράτες συνεισέφεραν 1000 άλογα. Τριάντα προέρχονταν από τους δύο μητροπολίτες και τους ένδεκα επισκόπους. Υποθέτουμε ότι θα υπήρχαν και 10-20 πρωτοσπαθάριοι, 20-40 σπαθαρο-κανδιδάτοι και 80-160 σπαθάριοι και στράτωρες, οι οποίοι θα προσέφεραν συνολικά 150-300 άλογα. Τα υπόλοιπα 380 περίπου προέρχονταν, πιθανότατα, από τα μοναστήρια. Μολονότι οι υπολογισμοί αυτοί είναι αυθαίρετοι, είναι βέβαιο ότι θα υπήρχαν περίπου 600 εκκλησιαστικοί και κοσμικοί αριστοκράτες στην Πελοπόννησο• ότι η περιουσία τους ήταν πολλαπλασίως μεγαλύτερη από την περιουσία όλων των στρατιωτών και ότι θα απασχολούσαν περισσότερους από 15.000 πάροικους ζευγαράτους, πιθανώς πολύ περισσότερους.Είναι προφανές ότι κατά τα μέσα του 10ου αιώνα οι στρατιώτες του θέματος Πελοποννήσου ήσαν λιγότεροι από τους μοναχούς, που κατοικούσαν σ'αυτό, και ότι οι πάροικοι που εργάζονταν για λογαριασμό των «δυνατών» του θέματος ήσαν πολλαπλασίως περισσότεροι από τους ελεύθερους χωρικούς που υπηρετούσαν στο στράτευμα.Ανάλογη εικόνα πρέπει να παρουσίαζε τότε και το Θρακήσιον, όπου ο αριθμός των γεωργών-στρατιωτών είχε μειωθεί ακόμη περισσότερο: στο θέμα αυτό, πολυανθρωπότερο και πλουσιότερο από την Πελοπόννησο, η εξέλιξη της κοινωνίας είχε επιτελεσθεί ταχύτερα προς όφελος της αριστοκρατίας και εις βάρος των μικρών ελεύθερων καλλιεργητών. Η δομή της κοινωνίας της υπαίθρου είχε αλλάξει ουσιαστικά πριν ακόμη αρχίσει η νομοθεσία   των   Μακεδόνων   αυτοκρατόρων,   που   επεδίωκαν   να προστατεύσουν τη μικρή ελεύθερη ιδιοκτησία

    Some Byzantine State Annuitants: Epi tes (Megales) Hetaireias and Epi ton Barbaron

    Get PDF
      Νίκος ΟικονομίδηςΒυζαντινοί αξιωματούχοι με κρατικό ετήσιο εισόδημα: ἐπὶ τῆς (μεγάλης) ἑταιρείας και ἐπὶ τῶν βαρβάρωνΣτη μελέτη εξετάζονται δύο σειρές μολυβδόβουλλων, οι ιδιοκτήτες των οποίων παράλληλα προς τα λοιπά τους αξιώματα φέρονται είτε να ανήκουν στην (μεγάλη) ἑταιρεία είτε ως ἐπὶ τῶν βαρβάρων. Η ανάλυση των τίτλων και η διασταύρωση με τις πληροφορίες από αφηγηματικές πηγές, όπως το Περί βασιλείου τάξεως και από το Περί των βασιλικών ταξιδιών αποδεικνύει ότι και στις δύο περιπτώσεις οι τίτλοι επί ἐπὶ τῆς (μεγάλης) ἑταιρείας και ἐπὶ τῶν βαρβάρων δεν δηλώνουν λειτούργημα, αλλά ψιλό αξίωμα. Επιπλέον, από τη διασταύρωση των μαρτυριών συμπεραίνεται ότι οι δύο τίτλοι ανήκουν σε διαφορετικές διαβαθμίσεις της ίδιας κατηγορίας αξιωμάτων. Η απόκτηση αυτών των αξιωμάτων, που συνοδευόταν από ετήσια ρόγα, προϋπέθετε την αρχική «αγορά» τους, την επένδυση δηλαδή ενός αρχικού κεφαλαίου, κλιμακούμενου ανάλογα με τον τίτλο. Η απόδοση, ωστόσο, των κεφαλαίων ήταν σχετικά χαμηλή, γεγονός που υποδεικνύει ότι η αγορά τίτλων απέβλεπε αφενός σε κοινωνική καταξίωση και αφετέρου στην δυνατότητα συμπληρωματικών εισοδημάτων από άλλες πηγές.   Νίκος ΟικονομίδηςΒυζαντινοί αξιωματούχοι με κρατικό ετήσιο εισόδημα: ἐπὶ τῆς (μεγάλης) ἑταιρείας και ἐπὶ τῶν βαρβάρωνΣτη μελέτη εξετάζονται δύο σειρές μολυβδόβουλλων, οι ιδιοκτήτες των οποίων παράλληλα προς τα λοιπά τους αξιώματα φέρονται είτε να ανήκουν στην (μεγάλη) ἑταιρεία είτε ως ἐπὶ τῶν βαρβάρων. Η ανάλυση των τίτλων και η διασταύρωση με τις πληροφορίες από αφηγηματικές πηγές, όπως το Περί βασιλείου τάξεως και από το Περί των βασιλικών ταξιδιών αποδεικνύει ότι και στις δύο περιπτώσεις οι τίτλοι επί ἐπὶ τῆς (μεγάλης) ἑταιρείας και ἐπὶ τῶν βαρβάρων δεν δηλώνουν λειτούργημα, αλλά ψιλό αξίωμα. Επιπλέον, από τη διασταύρωση των μαρτυριών συμπεραίνεται ότι οι δύο τίτλοι ανήκουν σε διαφορετικές διαβαθμίσεις της ίδιας κατηγορίας αξιωμάτων. Η απόκτηση αυτών των αξιωμάτων, που συνοδευόταν από ετήσια ρόγα, προϋπέθετε την αρχική «αγορά» τους, την επένδυση δηλαδή ενός αρχικού κεφαλαίου, κλιμακούμενου ανάλογα με τον τίτλο. Η απόδοση, ωστόσο, των κεφαλαίων ήταν σχετικά χαμηλή, γεγονός που υποδεικνύει ότι η αγορά τίτλων απέβλεπε αφενός σε κοινωνική καταξίωση και αφετέρου στην δυνατότητα συμπληρωματικών εισοδημάτων από άλλες πηγές.&nbsp

    Some Byzantine State Annuitants: Epi tes (Megales) Hetaireias and Epi ton Barbaron

    Get PDF
      Νίκος ΟικονομίδηςΒυζαντινοί αξιωματούχοι με κρατικό ετήσιο εισόδημα: ἐπὶ τῆς (μεγάλης) ἑταιρείας και ἐπὶ τῶν βαρβάρωνΣτη μελέτη εξετάζονται δύο σειρές μολυβδόβουλλων, οι ιδιοκτήτες των οποίων παράλληλα προς τα λοιπά τους αξιώματα φέρονται είτε να ανήκουν στην (μεγάλη) ἑταιρεία είτε ως ἐπὶ τῶν βαρβάρων. Η ανάλυση των τίτλων και η διασταύρωση με τις πληροφορίες από αφηγηματικές πηγές, όπως το Περί βασιλείου τάξεως και από το Περί των βασιλικών ταξιδιών αποδεικνύει ότι και στις δύο περιπτώσεις οι τίτλοι επί ἐπὶ τῆς (μεγάλης) ἑταιρείας και ἐπὶ τῶν βαρβάρων δεν δηλώνουν λειτούργημα, αλλά ψιλό αξίωμα. Επιπλέον, από τη διασταύρωση των μαρτυριών συμπεραίνεται ότι οι δύο τίτλοι ανήκουν σε διαφορετικές διαβαθμίσεις της ίδιας κατηγορίας αξιωμάτων. Η απόκτηση αυτών των αξιωμάτων, που συνοδευόταν από ετήσια ρόγα, προϋπέθετε την αρχική «αγορά» τους, την επένδυση δηλαδή ενός αρχικού κεφαλαίου, κλιμακούμενου ανάλογα με τον τίτλο. Η απόδοση, ωστόσο, των κεφαλαίων ήταν σχετικά χαμηλή, γεγονός που υποδεικνύει ότι η αγορά τίτλων απέβλεπε αφενός σε κοινωνική καταξίωση και αφετέρου στην δυνατότητα συμπληρωματικών εισοδημάτων από άλλες πηγές.   Νίκος ΟικονομίδηςΒυζαντινοί αξιωματούχοι με κρατικό ετήσιο εισόδημα: ἐπὶ τῆς (μεγάλης) ἑταιρείας και ἐπὶ τῶν βαρβάρωνΣτη μελέτη εξετάζονται δύο σειρές μολυβδόβουλλων, οι ιδιοκτήτες των οποίων παράλληλα προς τα λοιπά τους αξιώματα φέρονται είτε να ανήκουν στην (μεγάλη) ἑταιρεία είτε ως ἐπὶ τῶν βαρβάρων. Η ανάλυση των τίτλων και η διασταύρωση με τις πληροφορίες από αφηγηματικές πηγές, όπως το Περί βασιλείου τάξεως και από το Περί των βασιλικών ταξιδιών αποδεικνύει ότι και στις δύο περιπτώσεις οι τίτλοι επί ἐπὶ τῆς (μεγάλης) ἑταιρείας και ἐπὶ τῶν βαρβάρων δεν δηλώνουν λειτούργημα, αλλά ψιλό αξίωμα. Επιπλέον, από τη διασταύρωση των μαρτυριών συμπεραίνεται ότι οι δύο τίτλοι ανήκουν σε διαφορετικές διαβαθμίσεις της ίδιας κατηγορίας αξιωμάτων. Η απόκτηση αυτών των αξιωμάτων, που συνοδευόταν από ετήσια ρόγα, προϋπέθετε την αρχική «αγορά» τους, την επένδυση δηλαδή ενός αρχικού κεφαλαίου, κλιμακούμενου ανάλογα με τον τίτλο. Η απόδοση, ωστόσο, των κεφαλαίων ήταν σχετικά χαμηλή, γεγονός που υποδεικνύει ότι η αγορά τίτλων απέβλεπε αφενός σε κοινωνική καταξίωση και αφετέρου στην δυνατότητα συμπληρωματικών εισοδημάτων από άλλες πηγές.

    Theophylact Excubitus and his Crowned "Portrait": An Italian Rebel of the Late Xth Century?

    Get PDF
    Μη διαθέσιμη περίληψηno abstrac

    L᾽«unilinguisme» officiel de Constantinople byzantine (VIIe-XIIe s.)

    Get PDF
      Νίκος Οικονομίδης Η  επισήμως  «μονόγλωσση»  βυζαντινή  Κωνσταντινούπολη (7ος-12ος αι.)Η ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ξεκίνησε με το όνειρο ενός δίγλωσσου κράτους, όπου τα Ελληνικά και τα Λατινικά θα χρησιμοποιούνταν εξίσου. Στις ανατολικές επαρχίες, όμως, η χρήση των Λατινικών υποχώρησε γρήγορα. Ωστόσο, όπως τεκμαίρεται από τις σφραγίδες, τα έγγραφα και κείμενα, όπως τα Θαύματα του αγίου Δημητρίου, σε ορισμένες περιοχές των Βαλκανίων και, βέβαια, στην Ιταλία, η χρήση δυο γλωσσών διατηρήθηκε. Στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου τα Ελληνικά χρησιμοποιούνται ευρύτατα από τη διπλωματία ως ένα είδος lingua franca.Οι Βυζαντινοί δεν φαίνεται να προσπάθησαν να μάθουν ξένες γλώσσες. Οι μεταφραστές προέρχονται από την περιφέρεια, από περιοχές δίγλωσσες, όπου η δεύτερη γλώσσα μαθαινόταν στο δρόμο. Οι ελληνόγλωσσοι κάτοικοι του κέντρου θεωρούσαν ότι οι άλλοι όφειλαν να γνωρίζουν την επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας, δηλαδή τα Ελληνικά, εφόσον έρχονταν σ' αυτήν. Τούτο ίσχυε και για τους ξένους μισθοφόρους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν δικούς τους διερμηνείς, κυρίως μετά τη δημιουργία ταγμάτων που περιελάμβαναν στρατιώτες με κοινή εθνική προέλευση. Οι διερμηνείς της αυτοκρατορικής διοίκησης, που δρούσαν ενίοτε και ως κατάσκοποι, προέρχονταν συχνά από ξένες εθνότητες. Από τον 12ο αιώνα και εξής, οπότε η Κωνσταντινούπολη απέκτησε κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, οι ερμηνευταί της αυλής και της αυτοκρατορικής γραμματείας παίζουν όλο και σημαντικότερο ρόλο.Οι Βυζαντινοί λόγιοι, ζώντας σε ένα είδος μεγαλοπρεπούς απομόνωσης, ενδιαφέρονταν κυρίως για της μορφές της ελληνικής γλώσσας του παρελθόντος. Τα «αττικίζοντα» ελληνικά ήταν η γλώσσα των μορφωμένων και των υψηλόβαθμων αξιωματούχων και αυτά τους ξεχώριζαν από τους λοιπούς. Επειδή, όμως, η «γλώσσα» αυτή δεν ήταν απόλυτα κατανοητή, ο όρος ερμηνευτής κατέληξε να δηλώνει τον δάσκαλο.Χωρίς να εγκαταλείψει την ελληνική γλώσσα, ο μορφωμένος Βυζαντινός γινόταν «πολύγλωσσος» για να υπηρετήσει κοινωνικές; φιλοδοξίες και όχι πρακτικές ανάγκες.   Νίκος Οικονομίδης Η  επισήμως  «μονόγλωσση»  βυζαντινή  Κωνσταντινούπολη (7ος-12ος αι.)Η ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ξεκίνησε με το όνειρο ενός δίγλωσσου κράτους, όπου τα Ελληνικά και τα Λατινικά θα χρησιμοποιούνταν εξίσου. Στις ανατολικές επαρχίες, όμως, η χρήση των Λατινικών υποχώρησε γρήγορα. Ωστόσο, όπως τεκμαίρεται από τις σφραγίδες, τα έγγραφα και κείμενα, όπως τα Θαύματα του αγίου Δημητρίου, σε ορισμένες περιοχές των Βαλκανίων και, βέβαια, στην Ιταλία, η χρήση δυο γλωσσών διατηρήθηκε. Στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου τα Ελληνικά χρησιμοποιούνται ευρύτατα από τη διπλωματία ως ένα είδος lingua franca.Οι Βυζαντινοί δεν φαίνεται να προσπάθησαν να μάθουν ξένες γλώσσες. Οι μεταφραστές προέρχονται από την περιφέρεια, από περιοχές δίγλωσσες, όπου η δεύτερη γλώσσα μαθαινόταν στο δρόμο. Οι ελληνόγλωσσοι κάτοικοι του κέντρου θεωρούσαν ότι οι άλλοι όφειλαν να γνωρίζουν την επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας, δηλαδή τα Ελληνικά, εφόσον έρχονταν σ' αυτήν. Τούτο ίσχυε και για τους ξένους μισθοφόρους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν δικούς τους διερμηνείς, κυρίως μετά τη δημιουργία ταγμάτων που περιελάμβαναν στρατιώτες με κοινή εθνική προέλευση. Οι διερμηνείς της αυτοκρατορικής διοίκησης, που δρούσαν ενίοτε και ως κατάσκοποι, προέρχονταν συχνά από ξένες εθνότητες. Από τον 12ο αιώνα και εξής, οπότε η Κωνσταντινούπολη απέκτησε κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, οι ερμηνευταί της αυλής και της αυτοκρατορικής γραμματείας παίζουν όλο και σημαντικότερο ρόλο.Οι Βυζαντινοί λόγιοι, ζώντας σε ένα είδος μεγαλοπρεπούς απομόνωσης, ενδιαφέρονταν κυρίως για της μορφές της ελληνικής γλώσσας του παρελθόντος. Τα «αττικίζοντα» ελληνικά ήταν η γλώσσα των μορφωμένων και των υψηλόβαθμων αξιωματούχων και αυτά τους ξεχώριζαν από τους λοιπούς. Επειδή, όμως, η «γλώσσα» αυτή δεν ήταν απόλυτα κατανοητή, ο όρος ερμηνευτής κατέληξε να δηλώνει τον δάσκαλο.Χωρίς να εγκαταλείψει την ελληνική γλώσσα, ο μορφωμένος Βυζαντινός γινόταν «πολύγλωσσος» για να υπηρετήσει κοινωνικές; φιλοδοξίες και όχι πρακτικές ανάγκες.

    Life and Society in Eleventh Century Constantinople

    Get PDF

    Transient thermal stresses and fatigue in pressure vessel nozzles

    Get PDF
    Imperial Users onl
    corecore