13 research outputs found
Απολύμανση εξοπλισμού επεξεργασίας τροφίμων με χρήση ψυχρού ατμοσφαιρικού πλάσματος
Microbial contamination of foods from contaminated processing surfaces and equipment inside food processing facilities is a major challenge, which threatens the health of consumers and hinders global food production. For this reason, the food industry directs considerable effort and resources to sanitise processing surfaces and equipment, typically relying on thermal techniques and/or chemicals. Unfortunately, these processes often fail to remove persistent microorganisms, while their application typically require frequent downtime in production, resulting in additional financial loses. Given these challenges, food manufacturers constantly seek novel antimicrobial methods that offer advantages over the established practices.Among the emerging antimicrobial methods, Cold Atmospheric Plasma (CAP) generated in atmospheric air stands out as a formidable non-thermal antimicrobial technique. Previous studies during the last decade have shown that the various reactive chemical species (e.g. hydroxyl radical, atomic oxygen, singlet oxygen, hydrogen peroxide, ozone, nitric oxide, atomic nitrogen, peroxynitrite etc.) and UV photons generated from CAP possess antimicrobial properties and act in synergy to eradicate microorganisms. From an industrial perspective, CAP offers effective microbial inactivation at short treatment times against various foodborne pathogens, it can be applied to a wide range of surfaces, it is simple, flexible and low-cost, with low energy demands and does not produce waste or chemical residues.Despite its great potential, there are numerous challenges associated with CAP decontamination technology; most notably the complexity of the reactive chemistry produced which is difficult to control, meaning antimicrobial efficiency varies greatly with small changes in operating parameters. As a result, the uptake of the technology from the food industry has been minimal, with very limited applications on common industrial food processing equipment, or none at all.This project aimed to investigate the feasibility of using CAP as an antimicrobial process for common processing equipment (e.g. conveyor belts) under realistic conditions of food processing facilities; develop a prototype system that will run in parallel with the production line and negate the need for production downtimes; and examine potential effects of the CAP treatment on both the exposed microorganisms and underlying surfaces.Two CAP systems (Indirect and Direct) were evaluated for their antimicrobial effects against two common foodborne pathogens (S.Typhimurium and L.monocytogenes), on stainless steel surfaces, under realistic conditions found within food processing facilities. The Indirect CAP system was investigated due to its simplicity and scalability. The system could achieve considerable levels of microbial inactivation when it was located within 10 mm of the target surface (up to ~2.0 and >3.5 logCFU reduction of S.Typhimurium and L.monocytogenes respectively at 5 mm within ~3 min); suggesting that intermediate-lived chemical species (e.g. hydroxyl radical and nitric oxide) hold a key role in inactivation. However, other factors were found to affect inactivation (e.g. the population density of the microorganisms). Moreover, the effects of CAP treatment on the microorganisms were examined and it was found that CAP caused severe deformations of the exposed cells. Critically though, the required treatment times were found too long for implementation in a continuous in-line system.As such, focus was turned to the Direct CAP system, which in contrast was found to produce encouraging inactivation results within very short treatments down to some seconds (up to ~1.2 and 2.0 logCFU reductions for S.Typhimurium and L.monocytogenes respectively within 10 sec). To that end, this system was chosen for integrating in a prototype Conveyor CAP system and examined as a continuous in-line decontamination process. The sample surfaces were dragged by the belt of the system and treated multiple times. The system produced significant inactivation results as well (up to ~2.8 and 3.0 logCFU reductions for S.Typhimurium and L.monocytogenes respectively on stainless steel for a 10 sec total treatment). Additionally, it was found that the produced inactivation was not affected by the movement of the belt; however, other parameters were found to affect the level of inactivation. The system was further examined on polymeric surfaces, typically implemented in food processing equipment, and it was found to produce similar inactivation results. Finally, the impact of CAP treatment on the exposed surfaces was examined using a variety of surface analysis tools and it was found that CAP exposure caused slight oxidation on both polymeric and metallic surfaces, impacting both their composition and morphology.In summary, this project has demonstrated that CAP can be an effective means of contamination control inside a food processing facility; it can be readily applied to food processing surfaces and equipment as a continuous in-line decontamination process, meeting the requirements of the food industry both in terms of disinfection level, treatment duration and potentially cost.Η μικροβιακή επιμόλυνση των τροφίμων μέσω ήδη μολυσμένων επιφανειών επεξεργασίας και εξοπλισμού που χρησιμοποιείται στις εγκαταστάσεις βιομηχανιών επεξεργασίας τροφίμων αποτελεί ένα τεράστιο πρόβλημα, το οποίο επιβαρύνει την υγεία των καταναλωτών και περιορίζει/ζημιώνει την παγκόσμια παραγωγή τροφίμων. Για τον λόγο αυτό, οι βιομηχανίες τροφίμων αφιερώνουν σημαντικούς πόρους και εργατοώρες σε διεργασίες για την απολύμανση των επιφανειών επεξεργασίας και του εξοπλισμού, οι οποίες βασίζονται συνήθως σε θερμικές μεθόδους ή/και σε χημικά. Δυστυχώς όμως, αυτές οι διεργασίες συχνά δεν μπορούν να απομακρύνουν ανθεκτικούς μικροοργανισμούς, ενώ η εφαρμογή τους συνήθως απαιτεί συχνές διακοπές της παραγωγής, οδηγώντας σε επιπλέον οικονομικές απώλειες. Για την αντιμετώπιση των παραπάνω, οι παραγωγοί τροφίμων αναζητούν διαρκώς νέες αντιμικροβιακές διεργασίες που προσφέρουν πλεονεκτήματα, σε σχέση με τις ήδη υπάρχουσες πρακτικές.Μεταξύ των νέων αντιμικροβιακών διεργασιών, το Ψυχρό Ατμοσφαιρικό Πλάσμα (ΨΑΠ), προερχόμενο από τον ατμοσφαιρικό αέρα, προδιαγράφεται ως μία πολλά υποσχόμενη αντιμικροβιακή τεχνολογία. Μελέτες της τελευταίας δεκαετίας απέδειξαν ότι η πληθώρα των δραστικών χημικών συστατικών (π.χ. ρίζες υδροξυλίου, διοξυγόνου και νιτρικού οξειδίου, ατομικό οξυγόνο, ατομικό άζωτο, υπεροξείδιο του υδρογόνου, όζον, υπεροξυνιτρικά κ.λ.π.) σε συνδυασμό με τα υπεριώδη φωτόνια που παράγονται από το ΨΑΠ του αέρα διαθέτουν αντιμικροβιακές ιδιότητες λόγω της συνεργιστικής τους δράσης για την εξάλειψη των μικροοργανισμών. Από βιομηχανικής απόψεως, το ΨΑΠ προσφέρει αποτελεσματική αντιμικροβιακή δράση εντός μικρών χρόνων εφαρμογής ενάντια σε αρκετούς παθογόνους μικροοργανισμούς που σχετίζονται με τα τρόφιμα, μπορεί να εφαρμοστεί σε ποικίλες επιφάνειες επεξεργασίας, είναι απλή, προσαρμόσιμη και χαμηλού κόστους διεργασία, με ελάχιστες ενεργειακές απαιτήσεις και χωρίς την παραγωγή αποβλήτων ή χημικών υπολειμμάτων.Παρά τα σημαντικά του πλεονεκτήματα, υπάρχουν ακόμα αρκετά προβλήματα που σχετίζονται με αυτή την αντιμικροβιακή τεχνολογία, με βασικότερο την περίπλοκη παραγωγή των απαιτουμένων δραστικών χημικών συστατικών, η οποία καθιστά δύσκολο τον έλεγχο της διεργασίας, με συνέπεια η παραγόμενη αντιμικροβιακή δράση να μεταβάλλεται σημαντικά ακόμη και με μικρές αλλαγές στις λειτουργικές παραμέτρους. Κατά συνέπεια, η υιοθέτηση της τεχνολογίας αυτής στη βιομηχανία τροφίμων για την απολύμανση του εξοπλισμού επεξεργασίας είναι μέχρι σήμερα περιορισμένη έως μηδενική.Η διατριβή αυτή είχε σκοπό να διερευνήσει τη δυνατότητα εφαρμογής του ΨΑΠ ως αντιμικροβιακής τεχνολογίας σε συνήθη εξοπλισμό επεξεργασίας (π.χ. ιμάντες μεταφοράς) υπό ρεαλιστικές συνθήκες που συναντώνται σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις επεξεργασίας τροφίμων, να αναπτύξει ένα πρότυπο σύστημα που θα λειτουργεί παράλληλα με τη γραμμή παραγωγής, ώστε να μη χρειάζονται διακοπές στην παραγωγή, και να εξετάσει τις επιδράσεις του ΨΑΠ στους μικροοργανισμούς και στις προς απολύμανση επιφάνειες.Εξετάστηκαν δύο συστήματα παραγωγής ΨΑΠ (έμμεσο, άμεσο) για τις αντιμικροβιακές δράσεις τους ενάντια σε δύο συνήθεις παθογόνους μικροοργανισμούς (S.Typhimurium και L.monocytogenes), σε επιφάνειες ανοξείδωτου ατσαλιού, κάτω από ρεαλιστικές συνθήκες που υφίστανται σε εγκαταστάσεις επεξεργασίας τροφίμων.Το έμμεσο σύστημα ΨΑΠ εξετάστηκε λόγω της απλότητάς του και της δυνατότητας εύκολης ανάπτυξής του σε βιομηχανικό επίπεδο. Το σύστημα παρήγαγε σημαντικά αντιμικροβιακά αποτελέσματα όταν ήταν τοποθετημένο σε απόσταση 3.5 logCFU σε L.monocytogenes αντίστοιχα εντός ~3min), αποδεικνύοντας ότι τα χημικά συστατικά ενδιάμεσης διαβίωσης (π.χ. ρίζες υδροξυλίου και νιτρικού οξειδίου) αποτελούν κλειδί για την αντιμικροβιακή δράση. Παρά ταύτα, βρέθηκε ότι και άλλοι παράγοντες επηρεάζουν το αντιμικροβιακό αποτέλεσμα (π.χ. η πυκνότητα του πληθυσμού των μικροοργανισμών). Επιπροσθέτως, εξετάστηκε η επίδραση του ΨΑΠ στους μικροοργανισμούς και βρέθηκε ότι προκλήθηκαν ισχυρές παραμορφώσεις στα επεξεργασμένα κύτταρα. Παρά τα σημαντικά αποτελέσματα όμως, οι χρόνοι εφαρμογής που απαιτήθηκαν ήταν πολύ μεγάλοι για την ενσωμάτωση σε ένα συνεχές σύστημα απολύμανσης, με λειτουργία παράλληλα με τη γραμμή παραγωγής.Για τον παραπάνω λόγο, η έρευνα στράφηκε στο άμεσο σύστημα ΨΑΠ, το οποίο αποδείχθηκε ότι παράγει σημαντικά αποτελέσματα σε πολύ μικρότερους χρόνους εφαρμογής, ακόμη και μερικών δευτερολέπτων (π.χ. επετεύχθη μείωση έως ~1.2 logCFUσε S.Typhimurium και 2.0 logCFU σε L.monocytogenes αντίστοιχα εντός 10 sec). Έτσι, το άμεσο σύστημα επιλέχθηκε για ενσωμάτωση σε έναν πρότυπο ιμάντα μεταφοράς και εξετάστηκε ως συνεχές σύστημα απολύμανσης, με λειτουργία παράλληλα με τη γραμμή παραγωγής. Οι επιφάνειες προς απολύμανση μεταφερόντουσαν από τον ιμάντα του συστήματος και επεξεργαζόντουσαν διαδοχικά πολλαπλώς. Όπως και προηγουμένως, το σύστημα παρήγαγε σημαντικά αντιμικροβιακά αποτελέσματα (π.χ. επετεύχθη μείωση έως ~2.8 logCFU σε S.Typhimurium και 3.0 logCFU σε L.monocytogenes αντίστοιχα για ανοξείδωτο ατσάλι εντός 10 sec συνολικού χρόνου εφαρμογής). Επιπροσθέτως, βρέθηκε ότι το αποτέλεσμα της αντιμικροβιακής δράσης δεν επηρεάστηκε από την κίνηση του ιμάντα. Αντίθετα, άλλες παράμετροι (π.χ. η πυκνότητα του πληθυσμού των μικροοργανισμών) βρέθηκαν να επηρεάζουν τα αντιμικροβιακά αποτελέσματα.Το παραπάνω σύστημα εξετάστηκε και σε πολυμερείς επιφάνειες που συνήθως συναντώνται στον εξοπλισμό επεξεργασίας τροφίμων, με παρόμοια αντιμικροβιακά αποτελέσματα. Τέλος, εξετάστηκε η επίδραση της επεξεργασίας με ΨΑΠ στις προς απολύμανση επιφάνειες με διάφορες μεθόδους και βρέθηκε ότι η έκθεσή τους σε ΨΑΠ προκάλεσε ελαφρά οξείδωση τόσο στις μεταλλικές όσο και στις πολυμερείς επιφάνειες, επηρεάζοντας τη σύνθεση και τη μορφολογία τους, κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μελλοντικής έρευνας.Εν κατακλείδι, η διατριβή αυτή έδειξε ότι το ΨΑΠ μπορεί να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό μέσο για τον περιορισμό των επιμολύνσεων εντός των βιομηχανικών εγκαταστάσεων επεξεργασίας τροφίμων και μπορεί να εφαρμοστεί σε επιφάνειες και εξοπλισμό επεξεργασίας τροφίμων σαν μία συνεχής διεργασία, παράλληλα με τη γραμμή παραγωγής, ικανοποιώντας τις απαιτήσεις της βιομηχανίας τροφίμων όσον αφορά στα αντιμικροβιακά αποτελέσματα, το χρόνο εφαρμογής και το κόστος
Adsorption of pharmaceuticals and endocrine disrupting compounds in granular activated carbon at columns
357 σ.Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο--Μεταπτυχιακή Εργασία. Διεπιστημονικό-Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών (Δ.Π.Μ.Σ.) “Επιστήμη και Τεχνολογία Υδατικών Πόρων”Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί ένας καινούργιος τομέας περιβαλλοντικών μελετών που αφορά ουσίες γνωστές ως «αναδυόμενοι ρύποι προτεραιότητας». Πρόκειται για χημικές ουσίες που δεν περιλαμβάνονται στους υπάρχοντες κανονισμούς της ποιότητας των υδάτων και φαίνεται να έχουν δυνητικές αρνητικές επιδράσεις στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία. Στις ουσίες αυτές περιλαμβάνονται αρκετές υποκατηγορίες ουσιών, μεταξύ των οποίων οι «ενδοκρινικοί διαταράκτες» και τα «φάρμακα και προϊόντα προσωπικής φροντίδας».
Μία από τις εισόδους των ουσιών αυτών στο περιβάλλον είναι και μέσω των αστικών αποβλήτων. Πολλές φορές οι συνήθεις βιολογικές επεξεργασίες δεν μπορούν να απομακρύνουν τις ουσίες αυτές από το νερό και τα λύματα, με αποτέλεσμα να απαιτούνται πρόσθετες διεργασίες για την απομάκρυνσή τους. Μία από αυτές είναι και η διαδικασία της ρόφησης σε κάποιο ροφητικό μέσο, π.χ. σε ενεργό άνθρακα.
Στα συστήματα κοκκώδους ενεργού άνθρακα (GAC) σε στήλες η συγκέντρωση στην έξοδο του συστήματος του μεταβάλλεται με το χρόνο σχηματίζοντας καμπύλη σιγμοειδούς μορφής. Όταν η συγκέντρωση εξόδου φθάσει σε κάποιο καθορισμένο ανώτατο επιτρεπτό όριο (όριο διαφυγής ή όριο Breakthrough) ο άνθρακας πρέπει να αλλαχθεί ή να αναγεννηθεί. Η μαθηματική σχέση που χρησιμοποιείται στα συστήματα αυτά είναι το μοντέλο Bohart-Adams.
Στην εργασία εξετάζεται η αποδοτικότητα των στηλών κοκκώδους ενεργού άνθρακα (GAC) για την απομάκρυνση διαφόρων «ενδοκρινικών διαταρακτών» (Bisphenol-A, Triclosan) και «φαρμάκων και προϊόντων προσωπικής φροντίδας» (Ibuprofen, Naproxen, Ketoprofen, Diclofenac) από το νερό σε συγκεντρώσεις που απαντώνται στο υδάτινο περιβάλλον (μg/L). Για το σκοπό αυτό πραγματοποιήθηκαν τέσσερις κύκλοι πειραμάτων σε πιλοτικό σύστημα τεσσάρων στηλών κοκκώδους ενεργού άνθρακα (GAC). Τα πειράματα πραγματοποιήθηκαν στο Εργαστήριο Υγειονομικής Τεχνολογίας της σχολής των Πολιτικών Μηχανικών του Ε.Μ.Π. κατά το χρονικό διάστημα από το Δεκέμβριο του 2011 μέχρι και το Μάιο του 2012.
Συγκεκριμένα, κατασκευάζονταν υδατικό διάλυμα των παραπάνω ουσιών σε συγκεντρώσεις που απαντώνται στο περιβάλλον (1 ή 2 μg/L) και αποθηκεύονταν σε πλαστικό δοχείο των 200 L από HDPE. Από το δοχείο το διάλυμα εισερχόταν στο σύστημα των στηλών του ενεργού άνθρακα μέσω μίας περισταλτικής αντλίας.
Από το πλαστικό δοχείο και την εκροή κάθε στήλης λαμβάνονταν δείγματα ανά τακτά χρονικά διαστήματα (3 ή 4 φορές την εβδομάδα). Η αναλυτική μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε περιελάμβανε τα στάδια της προεπεξεργασίας (οξύνιση με HCl σε pH 2,5 - 3,0), της εκχύλισης σε στερεά φάση (χρησιμοποιήθηκαν στηλάκια Isollute C18), της παραγωγοποίησης (χρησιμοποιήθηκε πυριδίνη και ειδικό διάλυμα των ουσιών BSTFA και TMCS) και της ανάλυσης σε GC/MS.
Αρχικά πραγματοποιήθηκε ένας πειραματικός κύκλος με παράλληλη τροφοδοσία του συστήματος σε διάφορα ύψη ενεργού άνθρακα, ώστε να εντοπιστούν οι κατάλληλες παράμετροι για να είναι δυνατή η εκτέλεση των πειραμάτων σε σύντομο χρονικό διάστημα με δεδομένα και από τις τέσσερις στήλες.
Έπειτα πραγματοποιήθηκαν τρείς ακόμα πειραματικοί κύκλοι, με σύνδεση των στηλών σε σειρά. Από τα αποτελέσματα τέθηκαν αρχικά τα όρια διαφυγής για κάθε ουσία (10% για το Bisphenol-A, 7,5% για το Triclosan και 20% για τα PPCPs). Στη συνέχεια εφαρμόστηκε το μοντέλο Bohart-Adams και προσδιορίστηκαν οι σταθερές της προσροφητικής ικανότητας του ενεργού άνθρακα (N0) και του ρυθμού προσρόφησης (K), καθώς και το ελάχιστο απαιτούμενο ύψος ενεργού άνθρακα (Lcritical) στις υδραυλικές φορτίσεις που εφαρμόστηκαν σε κάθε πειραματικό κύκλο.
Ήδη από τον Α’ πειραματικό κύκλο φάνηκε ότι ο ενεργός άνθρακας προσροφά σε σημαντικό βαθμό όλες τις ουσίες που εξετάζονται. Στον Β’ πειραματικό κύκλο ουσιαστικά καθορίστηκαν τα όρια διαφυγής σε κάθε ουσία. Οι πειραματικοί κύκλοι Γ’ και Δ’ έδωσαν πιο ξεκάθαρα αποτελέσματα όσον αφορά τη διαφυγή των ουσιών, όμως οι σταθερές N0 και K δεν μεταβάλλονταν όπως συνήθως με την υδραυλική φόρτιση, πιθανότατα λόγω της ανάπτυξης μικροβιολογικής δραστηριότητας στους κόκκους του ενεργού άνθρακα. Έτσι οι τιμές των σταθερών εξήχθησαν από όλους τους πειραματικούς κύκλους για μία υδραυλική φόρτιση.
Όσον αφορά τις ουσίες που εξετάστηκαν, φαίνεται ότι σε όλους τους κύκλους τα δύο EDCs (Bisphenol-A και ιδιαίτερα το Triclosan) απομακρύνονται σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με τα PPCPs. Τα PPCPs μεταξύ τους δεν εμφάνισαν σημαντικές διαφορές όσον αφορά την απομάκρυνσή τους από τον ενεργό άνθρακα.
Σε κάθε περίπτωση για τον σωστό σχεδιασμό μιας μονάδας επεξεργασίας με στήλες GAC απαιτείται η γνώση της μεταβολής των σταθερών N0 και K συναρτήσει της υδραυλικής φόρτισης. Για αυτόν το λόγο απαιτείται η εκτέλεση περεταίρω πειραματικών κύκλων σε διαφορετικές υδραυλικές φορτίσεις, ώστε να εξαχθεί το διαγράμματα σχεδιασμού Bohart-Adams για κάθε ουσία.During the last decades a new category of environmental pollutants has been emerged, also known as “Emerging Contaminants” (ECs). This term refers to several chemical substances, which are not included in the legislation about water quality and seem to have many negative effects to the aquatic environment and the human health. ECs have many subcategories, including “Endocrine Disrupting Compounds” (EDCs) and “Pharmaceuticals and Personal Care Products” (PPCPs).
It has been shown that the main entrance route of EDCs and PPCPs in the aquatic environment is through the effluents of wastewater treatment plants, as the traditional activated sludge plants cannot effectively remove those substances from wastewater. For the effective removal of those substances additional processes are required, such as nanomembranes, reverse osmosis, activated carbon etc.. One of those processes is the sorption of the substances in a sorbent material.
Sorption is the retention of a substance, either only on the surface of a sorbent material (adsorption) or also inside the material itself(absorption). Another distinguish is between the physical sorption (quick, non-selective and reversible, due to Vander Waals forces) and the chemical sorption (selective and irreversible, due to chemical bounds).Among the adsorbent materials Activated Carbon (AC) is the most frequently used one, due to its ability to adsorb a large number of chemical substances.
Furthermore, the ability to regenerate it (particularly the Granular Activated Carbon) has made the process of adsorption on activated carbon one of the most effective and economically feasible processes for water and wastewater treatment.In a GAC column system the concentration of the effluent varies with time, resulting in a sigma-shaped curve (Breakthrough curve). When the concentration of the effluent exceeds a certain level (Breakthrough limit) the carbon must be replaced or regenerated. The performance of GAC column systems is expressed with the Bohart-Adams model.
The scope of this MSc thesis was to investigate the fate of several ECs during the process of sorption in Granular Activated Carbon (GAC) at columns. Overall four batch experiments were conducted from December 2011 to May 2012 in a pilot-scale system with four columns, located at the Sanitary Engineering Laboratory of the School of Civil Engineering, at the National Technical University of Athens (NTUA).
Initially two solutions of the ECs were made in methanol as solvent to achieve concentrations at environmental levels (μg/L). The pilot-scale system used four columns made from Plexiglas, which were working down-flow under pressure. In the bottom of each column special valves were installed for sampling.The solution of the ECs was kept in a 200 L plastic bottle from HDPE added to the system through a peristaltic pump. From the bottom of each column and the 200 L bottle samples were taken at a regular basis (3 or 4 times per week) at 100 mL volumetric flasks for further analysis.
The analytical method used included four stages : acidisation with HCl to pH 2,5-3, solid phase extraction (Isollute C18 columns were used from Biotage, installed in a proper aparatus – see Figure 2), derivatization (Pyridine and a solution of BSTFA and TMCS were used) and analysis on GC/MS (bought from Agilent Technologies).
The first batch experiment was conducted with the system working in parallel at several GAC bed depths and the other three batch experiments were conducted with the system working in series.
The pilot-scale GAC column system was found to effectively remove all of the ECs examined already from the first batch experiment.
The other three batch experiments gave clear results about the breakthrough of each EC (especially the third batch experiment). However, probably because of the microbiological activity observed (especially in the fourth batch experiment) the values of the constants N0 and K do not change as usual versus the linear flow rate.
As for the ECs examined, in every batch experiment it seems that the EDCs examined (and particularly Triclosan) were more effectively removed from the water compared to the PPCPs (that’s why in the EDCs lower breakthrough limits were established). Among the PPCPs no significant differences were observed in their removal from the water.
In conclusion, for a proper design of a GAC column unit in a water treatment plant a design diagram with the values of N0 and K versus the linear flow rate is required. Therefore it is necessary additional batch experiments to be conducted in different linear flow rates, so that this design diagram for each EC to be completed. Furthermore, due to the fact that microbiological activity was observed in every batch experiment it would be better during the design of the GAC column unit to include that microbiological activity, as it seems to help in the removal of those substances. Finally, due to the fact that one of the main entrance route of EDCs and PPCPs in the aquatic environment is through the effluents of wastewater treatment plants it is necessary to also investigate the potential of the removal of those substances from the effluents of wastewater treatment plants. In case of the effluents a much smaller GAC column service time and a much faster breakthrough limit reach is expected, compared to those found in the water samples of this thesis, because of the presence of Natural Organic Matter (NOM) in the effluents.Ανδρέας Σ. Κατσιγιάννη
Jumping translocations in hematological malignancies: a cytogenetic study of five cases
Jumping translocations (JT) are rare cytogenetic aberrations in
hematological malignancies that include unbalanced translocations
involving a donor chromosome arm or chromosome segment that has fused to
two or more different recipient chromosomes in different cell lines. We
report five cases associated with different hematologic disorders and JT
to contribute to the investigation of the origin, pathogenesis, and
clinical significance of JT These cases involve JT of 1q in a ease of
acute myeloblastic leukemia (AML)-M1, a case of Burkitt lymphoma, and a
case of BCR/ABL-positive acute lymphoblastic leukemia, as well as a JT
of 13q in a case of AML-M5, and a JT of 11q segment in a case of
undifferentiated leukemia. TO Our knowledge, with regard to hematologic
malignancies, this study presents the first case of JT associated with
AML-M1, the first case of JT involving 13q as a donor chromosome, and
the first report of JT involving a segment of 11q containing two copies
of the MLL gene, jumping on to two recipient chromosomes in each cell
line and resulting in six copies of the MLL gene. Our investigation
suggests that JT may not contribute to the pathogenesis but rather to
the progression of the disease, and it demonstrates that chromosome band
1q10 as a breakpoint of the donor chromosome 1q is also implicated in
AML, not. only in multiple myeloma as it has been known until now. (C)
2008 Elsevier Inc. All rights reserved