975 research outputs found

    Επιδράσεις της μουσικοθεραπείας σε άτομα με ψυχικά νοσήματα

    Get PDF
    Οι συναισθηματικές αντιδράσεις προς τη μουσική, είναι καταγεγραμμένες στην ερευνητική βιβλιογραφία, και αποτελούν μία κοινή ανθρώπινη εμπειρία αίσθησης. Οι αντιδράσεις αυτές δεν αλλοιώνονται ή εξαφανίζονται στα άτομα με ψυχικά νοσήματα. Σκοπός της έρευνας αυτής ήταν να μελετηθεί η επίδραση της μουσικής σε άτομο με διεγνωσμένη σχιζοφρένεια. Η εφαρμογή του μουσικοθεραπευτικού αυτού προγράμματος είχε σαν στόχο την ανάπτυξη των φυσικών τάσεων και ψυχοσωματικών λειτουργιών του συμμετέχοντος, ώστε να μπορέσει να ξεπεράσει προβληματικές καταστάσεις ή συμπεριφορές και να οδηγηθεί σε θεραπευτική ανταπόκριση. Μεθοδολογία: Στην περιπτωσιολογική-ποιοτική αυτή μελέτη ο συμμετέχων ήταν άτομο με διεγνοσμένη σχιζοφρένεια παρανοϊκού τύπου. Ακολουθήθηκε ατομικό παθητικό πρόγραμμα μουσικοθεραπείας με τρεις μουσικές ενότητες στην κάθε συνεδρία. Οι μουσικές ενότητες περιελάμβαναν ζωντανή μουσική και χρησιμοποιήθηκαν τα εξής μουσικά όργανα: κιθάρα, μπαγλαμάς, κλαρινέτο, φλογέρα και φυσαρμόνικα. Στο τέλος κάθε συνεδρίας πραγματοποιούνταν καταγραφή των συναισθημάτων και εντυπώσεων του συμμετέχοντα. Στα Αποτελέσματα έχουμε επιβεβαίωση της ευεργετικής επίδρασης της μουσικοθεραπείας, αφού επιτεύχθηκε με το άτομο αυτό διάνοιξη καναλιών επικοινωνίας και κατάφερε να εξωτερικεύσει αρνητικές εικόνες-κομμάτια από μέσα του, γεγονός το οποίο τον έφερε σε κατάσταση εκτόνωσης, κάθαρσης και χαλάρωσης. Επίσης σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του νοσηλευτικού προσωπικού του ιδρύματος, ο συμμετέχων ύστερα από κάθε συνεδρία πραγματοποιούσε με περισσότερη όρεξη τις προγραμματισμένες δραστηριότητες και ένιωθε έντονα το αίσθημα της ανακούφισης και της καλής ψυχικής διάθεσης. Συμπερασματικά, η μουσικοθεραπεία επιδρά θετικά στον συμμετέχοντα του ενισχύει την αυτοπεποίθηση, την ψυχική διάθεση και του προσφέρει ευεξία, εκτόνωση, κάθαρση και χαλάρωση

    Assessment of visuo-spatial memory in patients with schizophrenia using the Location Learning Test

    Get PDF
    Recent studies give good evidence that memory impairment is one of the most profound cognitive deficits in schizophrenia. Multiple meta-analytic studies have demonstrated impairments especially in working and episodic memory including both its verbal and visual aspects. The scope of the present study was to examine the short and long term visuo-spatial memory in free immediate and delay recall conditions in patients with schizophrenia. We used Learning Location Test (LLT), a brief test designed initially to measure visuo-spatial recall and learning in older adults with possible dementia, as a new approach to the assessment of visuo-spatial memory and learning impairment in schizophrenia. We studied 30 pa­tients with schizophrenia in comparison with 30 normal subjects matched with socio-demographic parameters. Patients with schizophrenia performed significantly lower in all tasks of LLT compared to the healthy subjects. The comparison between the two diagnostic groups of patients (paranoid and non paranoid patients) did not show any statistically significant difference regarding the three main index of LLT. Furthermore, the results indicate that patients have a tendency to form two separate groups: one achieving “good scores” and one achieving “very bad scores”. In order to enhance the validity of the test and to reveal the characteristics of the two subgroups, further study in this population is needed

    Διερεύνηση του μοντέλου νευροσπλαχνικής απαρτίωσης στη σχιζοφρένεια και την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή: η επίδραση του αυτόνομου νευρικού συστήματος στις οφθαλμικές κινήσεις

    Get PDF
    Στο πλαίσιο του Μοντέλου Νευροσπλαχνικής Απαρτίωσης (MNA) διερευνήθηκε αρχικά η σύνδεση μεταξύ δύο ελλειμμάτων που εμφανίζονται σταθερά στη σχιζοφρένεια: το έλλειμμα στην παρασυμπαθητική ρύθμιση και το έλλειμμα στο νοητικό ανασταλτικό έλεγχο. Στη συνέχεια εξετάστηκε η σχέση αυτών των λειτουργιών και στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (ΙΔΨ) όπου τα ευρήματα ως προς το αν εμφανίζεται έλλειμμα στους ασθενείς είναι αντικρουόμενα. Τριάντα υγιείς μάρτυρες, 30 ασθενείς με σχιζοφρένεια και 28 ασθενείς με ΙΔΨ πραγματοποίησαν το διεθνώς τυποποιημένο αντισακκαδικό πρωτόκολλο ενώ παράλληλα καταγράφηκαν τα ηλεκτροκαρδιογραφικά τους δεδομένα. Ελέγχθηκε η αλληλεπίδραση μεταξύ της ομάδας, της νοητικής αναστολής δράσης όπως μετρήθηκε με το ποσοστό σφάλματος (ER) στην αντισακκαδική εργασία και η παρασυμπαθητική δραστηριότητα όπως μετρήθηκε με την υψηλή συχνότητα της Μεταβλητότητας Καρδιακού Ρυθμού (HF-HRV). Τα ευρήματα επιβεβαίωσαν ότι η μειωμένη HF-HRV σχετίζεται ειδικά με το αυξημένο ER μόνο στους ασθενείς με σχιζοφρένεια. Οι ασθενείς με ΙΔΨ εμφάνισαν μεν έλλειμμα στη παρασυμπαθητική δραστηριότητα αλλά όχι στην αναστολή δράσης. Η επίδοση των δύο ομάδων ασθενών σε άλλα μέτρα οφθαλμοκινητικής λειτουργίας, όπως ο χρόνος αντίδρασης και η μεταβλητότητα του χρόνου αντίδρασης που σχετίζονται με τον έλεγχο της βουλητικής κίνησης και τη νοητική σταθερότητα αντίστοιχα, δεν συνδέθηκαν με το έλλειμμα στην παρατηρείται έλλειμμα στη νοητική αναστολή δράσης αναμένεται και έλλειμμα στη παρασυμπαθητική ενεργοποίηση, αλλά όχι το αντίστροφο. Τα ευρήματα αναδεικνύουν τον κυρίαρχο ρόλο των περιοχών του προμετωπιαίου φλοιού στο κύκλωμα που προτείνει το ΜΝΑ.Neurovisceral Integration Model (NIM) proposes the existence of a brain-heart link with a network connecting prefrontal cortical areas to various subcortical regions from basal ganglia and thalamus to vagus nerve and the heart. This study examined the connection between two prominent deficits in schizophrenia: the deficit in parasympathetic regulation and the deficit in cognitive inhibitory control, within the framework of NIM. Then the relationship of these functions was also examined in obsessive-compulsive disorder (OCD) where findings as to whether a deficit occurs in patients are contradicting. Thirty healthy controls, 30 patients with schizophrenia and 28 patients with OCD performed the internationally standardized antisaccade protocol while their electrocardiographic data were recorded. The interaction between group, cognitive inhibitory control, measured by error rate (ER) in the antisaccade task, and parasympathetic activity, measured by high frequency component of Heart Rate Variability (HF-HRV) was tested. Our findings confirmed that reduced HF-HRV is specifically related with increased ER only in patients with schizophrenia. Patients with OCD showed a deficit in parasympathetic activity but not in cognitive inhibitory control. The performance of the two groups of patients on other measures of oculomotor function, such as reaction time and reaction time variability related to volitional movement control and mental stability respectively, was not associated with the deficit in parasympathetic activity. The study validates the theory behind NIM and suggests that when a deficit in cognitive inhibitory control appears, then a deficit in parasympathetic activation is expected, but not vice versa. Our findings highlight the critical role of prefrontal cortical areas in the optimal functioning of the circuit suggested by NIM

    Έρευνα στάσεων και αντιλήψεων των δημοσιογράφων για τους ψυχικά πάσχοντες από κατάθλιψη σε σύγκριση με την αντίληψή τους για τους πάσχοντες από σχιζοφρένεια

    Get PDF
    Εισαγωγή: Το κοινωνικό στίγμα ως ένας έντονα μειωτικός και δυσφημιστικός χαρακτηρισμός επηρεάζει ακόμη και σήμερα την ψυχική διαταραχή και τον ψυχικά ασθενή. Το κοινό επιλέγει ως κύρια πηγή πληροφόρησης, ενημέρωσης και ψυχαγωγίας τον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, ενώ σε πλείστες των περιπτώσεων επικρατεί η στερεοτυπική αποτύπωση του ψυχικά ασθενή. Η διερεύνηση της επιρροής των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (Μ.Μ.Ε.) στη διαμόρφωση, διάδοση ή τροφοδότηση του κοινωνικού στίγματος θα προσφέρει επιπλέον επιστημονική γνώση και τεκμηρίωση για τις στρατηγικές εξάλειψης των στιγματιστικών στερεοτύπων. Σκοπός: Η παρούσα έρευνα εξετάζει την στάση και την αντίληψη των δημοσιογράφων ως εκπροσώπων των Μ.Μ.Ε. για την ψυχική διαταραχή, την κατάθλιψη και την σχιζοφρένεια και τη σύνδεση των προσωπικών τους στάσεων με την καταγραφή και την αποτύπωση των στιγματιστικών αντιλήψεων στα Μ.Μ.Ε. σε βάρος των ψυχικά ασθενών. Μεθοδολογία: Το δείγμα αποτελούταν από 163 δημοσιογράφους όλων των κατηγοριών. Χρησιμοποιήθηκαν και διανεμήθηκαν η κλίμακα «Στάσεις για σοβαρές ψυχικές διαταραχές» ή «Attitudes in Severe Mental Illness (ASMI)» για την μελέτη των στάσεων απέναντι στην ψυχική νόσο, ενώ κατασκευάστηκαν και ελέγχθηκαν με παραγοντική ανάλυση για τις ανάγκες της παρούσας έρευνας τα ερωτηματολόγια «Αντιλήψεις και Στάσεις για την Κατάθλιψη» και «Αντιλήψεις και Στάσεις για την Σχιζοφρένεια». Αποτελέσματα: Το δείγμα δεν παρουσιάζει στιγματιστικές αντιλήψεις και στάσεις απέναντι στην ψυχική νόσο. Λιγότερο στιγματιστικές αντιληψεις και στάσεις βρέθηκε να παρουσιάζουν για την κατάθλιψη, ενώ αποτυπώνονται υψηλότερες για την σχιζοφρένεια με το 94.6 % να θεωρεί την σχιζοφρένεια πιο σοβαρή νόσο και το 90,4 % τους σχιζοφρενείς πιο επικίνδυνους από τους καταθλιπτικούς. Το υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο συνδέεται με θετικότερη στάση απέναντι στην σχιζοφρένεια, ενώ φαίνεται πως η οικογενειακή κατάσταση και ο τόπος διαμονής επηρεάζουν το προσωπικό ενδιαφέρον για την κατάθλιψη. Οι στάσεις για την κατάθλιψη και την σχιζοφρένεια επηρεάζονται από τον βαθμό στιγματιστικών αντιλήψεων και στάσεων για την ψυχική διαταραχή γενικότερα και το αντίστροφο. Περιορισμοί: Το δείγμα ευκολίας δεν επιτρέπει τη γενικευσιμότητα των αποτελεσμάτων και δεν χρησιμοποιήθηκαν κλινικές βινιέτες.Introduction: Social stigma is a derogatory and defamatory characterization that affects mental disorders and the mentally ill, even nowadays. The audience prefers the print and electronic media as the main information and entertainment source, however in most of the cases, the stereotypical mapping of the mentally ill prevails in media. Investigation of mass media influences, in shaping, dissemination or feeding of social stigma, will provide additional scientific knowledge and documentation about eradication strategies of negative stereotyping and stigma. Aim: This research examines the attitudes and perceptions of journalists, who are the mass media handlers, towards mental disorder, depression and schizophrenia. The main purpose is to investigate, if their personal attitudes towards mental disorders, affects and links by recording and capturing stigmatizing perceptions in media. Method: The sample consisted of 163 journalists of all categories. There, it was used the “Attitudes In Severe Mental Illness (ASMI)” scale and the “Perceptions and Attitudes about “Depression” and “Perceptions and Attitudes about Schizophrenia” questionnaires. These two questionnaires, were constructed and tested with factor analysis and then, they were distributed at this research. Results: There were not found stigmatizing perceptions and attitudes towards mental disorder. Less stigmatizing perceptions and attitudes were found towards depression, while they were higher towards schizophrenia. About 94.6% considered schizophrenia more severe disease and 90.4% considered patients with schizophrenia more dangerous than those with depression. The higher educational level is associated with more positive attitude towards schizophrenia, and it seems that marital status and place of residence affect personal interest in depression. Attitudes towards depression and schizophrenia are affected by the degree of stigmatizing perceptions and attitudes in general, towards mental disorder and vice versa. Limitations: The convenience sample lacks clear generalizability, and no clinical vignettes were used

    Σύγκριση παραβατικής συμπεριφοράς μεταξύ ασθενών που νοσηλεύθηκαν σε Ψυχιατρική Κλινική Γενικού Νοσοκομείου με διάγνωση "ψυχωσική συνδρομή" και εκείνων που νοσηλεύτηκαν με την ίδια διάγνωση και παράλληλη χρήση ινδικής κάνναβης, κατά το έτος 2016

    Get PDF
    Είναι ευρέως γνωστό ότι η χρήση ινδικής κάνναβης συνδέεται με βαθμό παραβατικότητας που είναι ωστόσο χαμηλότερος από τους χρήστες ηρωΐνης, κοκαΐνης και αλκοόλ. Από την άλλη πλευρά οι ψυχωσικοί ασθενείς χωρίς παράλληλη χρήση ινδικής κάνναβης εμφανίζουν παραβατική συμπεριφορά. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η σύγκριση της παραβατικότητας των ασθενών που νοσηλεύθηκαν στην Ψυχιατρική Κλινική του Γ.Ν. «Κωνσταντοπούλειο» Νέας Ιωνίας το 2016 και διαγνώσθηκαν με ψυχωσική συνδρομή, με εκείνους που νοσηλεύθηκαν με την ίδια διάγνωση και παράλληλη χρήση ινδικής κάνναβης. Τα είδη της παραβατικότητας για τα οποία είχαν συλληφθεί οι νοσηλευόμενοι του δείγματος ήταν: κλοπή, ξυλοδαρμός, επικίνδυνη οδήγηση, κατοχή και εμπορία ινδικής κάνναβης, και φόνος, είτε εξ αμελείας είτε εκ προθέσεως. Η εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς έχει επιπτώσεις στη δημόσια υγεία και εμφανίζεται στα πλαίσια αρκετών ψυχικών διαταραχών (Brandtland, 2002). Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία τα ποσοστά εκδήλωσης βίαιης και εγκληματικής συμπεριφοράς είναι υψηλότερα σε ανθρώπους που εχουν διαγνωσθεί με κάποια σοβαρή και παγιωμένη ψυχική νόσο σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό (Swanson et al., 2002). Παρ’όλο που η χρήση κάνναβης αναφέρεται συχνά σε περιπτώσεις σύλληψης, εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς, ακούσιου τραυματισμού και εισαγωγή για νοσηλεία, εντούτοις η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της χρήσης κάνναβης και εκδήλωσης βίαιης συμπεριφοράς έχει καταλήξει σε αντιφατικά συμπεράσματα. Με βάση την παρούσα έρευνα βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων ως προς τη σύλληψή τους για ξυλοδαρμό, και πιο συγκεκριμένα, το 60% του δείγματος που διαγνώσθηκε με ψυχωσική συνδρομή έχει συλληφθεί για ξυλοδαρμό, ενώ στο αντίστοιχο δείγμα με την ίδια διάγνωση και παράλληλη χρήση ινδικής κάνναβης, το 33,3% έχει συλληφθεί για την ίδια αιτία. Κρίνεται ωστόσο σκόπιμο σε μελλοντικές προσπάθειες διερεύνησης της σύγκρισης παραβατικότητας μεταξύ των δύο προαναφερόμενων ομάδων ασθενών να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως π.χ. ποσότητα κάνναβης, ποιότητα κάνναβης, χρονικό διάστημα χρήσης, πιθανή εμφάνιση συμπτωμάτων στέρησης καθώς και εξωτερικοί παράγοντες που οδήγησαν στη σύλληψη και στη νοσηλεία.It is widely known that the use of cannabis is linked to a degree of delinquency which is, however, lower than heroin, cocaine and alcohol users. On the other hand, psychotic patients without parallel use of cannabis have a delinquent behavior. The purpose of the present study was to compare the delinquency of the patients hospitalized at the Psychiatric Clinic of “Konstantopouleio” General Hospital of Nea Ionia in 2016, diagnosed with psychotic disorder, with those hospitalized with the same diagnosis and parallel use of cannabis. The types of delinquency for which the hospitalized sample patients were arrested were: theft, beating, dangerous driving, possession and trafficking of cannabis, and murder, whether premeditated or by negligence. The manifestation of violent behavior has an impact on public health and occurs in the context of several mental disorders (Brandtland, 2002). According to the literature, rates of violent and criminal behavior are higher in people who have been diagnosed with a serious and established mental illness compared to the general population (Swanson et al., 2002). Although cannabis use is often referred in cases of arrest, violent behavior, involuntary injury, and admission for hospitalization, the investigation of the relationship between cannabis use and violent behavior has led to contradictory conclusions. Based on the present study, there was a statistically significant difference between the two groups in terms of their arrest for beating, and more specifically, 60% of the sample diagnosed with psychotic disorder was arrested for beating, while in the corresponding sample with the same diagnosis and parallel use of cannabis, 33.3% have been arrested for the same cause. However, in future attempts to investigate the comparison between the two above-mentioned patient groups, it is advisable to take into consideration other factors, such as, quantity and quality of cannabis, duration of use, possible withdrawal symptoms, as well as external factors that led to the arrest and hospitalization
    corecore