1,874 research outputs found

    Shy temperament in childhood: investigating the role of maternal mind-mindedness

    Get PDF
    Η έρευνα εξέτασε τη σχέση ανάμεσα στην ντροπαλότητα – ως χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας – των παιδιών και στην τάση των μητέρων τους να τα αντιμετωπίζουν ως πρόσωπα με νου (νοο-προσήλωση). Συγκεκριμένα, εξετάστηκε εάν οι μητέρες παιδιών ηλικίας 5-8 ετών με ντροπαλή ιδιοσυγκρασία (n = 60) και οι μητέρες μιας ομάδας ελέγχου με παιδιά χωρίς ντροπαλότητα (n = 60) διαφέρουν ως προς τη συχνότητα και το είδος των αναφορών που κάνουν στις νοητικές καταστάσεις των παιδιών τους. Ζητήθηκε αρχικά από τις μητέρες να περιγράψουν τα παιδιά τους (Meins & Fernyhough, 2010, 2015). Ακολούθως, εντοπίστηκαν στις περιγραφές των μητέρων οι αναφορές τους σε τρεις τύπους νοητικών καταστάσεων: επιστημικο-γνωστικές (π.χ. «σκέφτεται», «πιστεύει»), βουλησιακές (π.χ. «θέλει», «προσπαθεί») και συναισθηματικές (π.χ. «χαίρεται», «λυπάται»). Η ντροπαλή ιδιοσυγκρασία των παιδιών αξιολογήθηκε με εργαλεία που συμπλήρωσαν οι μητέρες και οι εκπαιδευτικοί των παιδιών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η νοο-προσήλωση διέφερε σημαντικά στις δύο ομάδες μητέρων. Οι μητέρες των παιδιών με ντροπαλή ιδιοσυγκρασία έκαναν πιο συχνές αναφορές στις νοητικές καταστάσεις των παιδιών τους και επικεντρώνονταν περισσότερο στα συναισθήματά τους από ό,τι οι μητέρες της ομάδας ελέγχου. Στη συζήτηση θίγεται η ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στα ατομικά χαρακτηριστικά των παιδιών και στη νοο-προσήλωση των μητέρων τουςRelations between children’s temperamental shyness and mothers’ propensity to think and describe their children as individuals with minds (mind-mindedness) were examined. A between groups design was used to assess whether mothers of a group of 5- to 8-year-old shy children (n = 60) and mothers of a comparison group with non-shy children (n = 60) differed in the frequency and types of references they made to their children’s mental states. Mothers were asked to provide written descriptions of their children (Meins & Fernyhough, 2010, 2015). Descriptions were coded for references to three types of mental states: volitional (e.g. “want”, “need”, “try”), cognitive (e.g. “think”, “believe”) and emotional (e.g. “happy”, “sad”, “shy”). Shyness was assessed through separate parent and teacher reports of children’s temperament. As predicted, differences were found in the overall number of references to mental states, but also in the types of mental states to which mothers of shy and non-shy children referred. Temperamental shyness was associated with more frequent maternal references to children’s mental states and specifically to emotions. Findings are discussed in relation to the need to extend our understanding on the potential associations between child characteristics, such as temperament, and maternal mind-mindedness

    Γνώση και προσήλωση στην αντιπηκτική αγωγή ασθενών με κολπική μαρμαρυγή

    Get PDF
    Εισαγωγή: Η κολπική μαρμαρυγή (ΚΜ) είναι η συχνότερη καρδιακή αρρυθμία και σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο θρομβοεμβολικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Η λήψη αντιπηκτικής αγωγής μπορεί να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο θρομβοεμβολικού επεισοδίου και η αποτελεσματικότητα της αγωγής εξαρτάται από το βαθμό προσήλωσης των ασθενών σε αυτή. Σκοπός: Η εκτίμηση της γνώσης ασθενών με ΚΜ για την αντιπηκτική αγωγή και του βαθμού προσήλωσής τους σε αυτή. Υλικό και Μέθοδος: Πρόκειται για συγχρονική περιγραφική μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 97 ασθενείς με ΚΜ, που νοσηλεύονταν σε καρδιολογική κλινική γενικού νοσοκομείου της Αθήνας από το Δεκέμβριο του 2017 έως τον Απρίλιο του 2018. Για την συλλογή των δεδομένων έγινε χρήση των ακόλουθων εργαλείων: «Anticoagulant Knowledge Tool» (ΑΚΤ), «A14-scale» και «Adherence Barrier Questionnaire» (ABQ). Για τη διαχείριση και στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκε το πακέτο IBM SPSS 22.0. Το επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας ορίστηκε στο 0,05. Αποτελέσματα: Η μέση ηλικία των ασθενών της μελέτης ήταν 71,88 έτη (SD=10,7 έτη) και η πλειοψηφία ήταν γυναικείου φύλου (52,6%). Οι περισσότεροι ασθενείς (57,7%) έπασχαν από παροξυσμική ΚΜ. Το επίπεδο γνώσης των ασθενών για την από του στόματος αντιπηκτική αγωγή ήταν ικανοποιητικό, αλλά όχι υψηλό, όπως φάνηκε από τη μέση τιμή στο ΑΚΤ (24,48). Η εμμένουσα ΚΜ και η λήψη νεότερων αντικητικών σχετίζονται με έλλειμμα γνώσης (p=0,031 και p<0,001, αντίστοιχα). Η πλειοψηφία των ασθενών της μελέτης (56,6%) δεν ήταν προσηλωμένοι στην αντιπηκτική αγωγή, ενώ οι ασθενείς της μελέτης ανέφεραν την ύπαρξη εμποδίων στην προσπάθειά τους για προσήλωση στην αντιπηκτική αγωγή. Οι ηλικιωμένοι και οι ασθενείς με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο εμφάνισαν ελλιπή προσήλωση στην αντιπηκτική αγωγή (p<0,001 και p=0,034, αντίστοιχα), ενώ η ύπαρξη εμποδίων σχετίστηκε με τη μεγαλύτερη ηλικία, την αυξημένη διάρκεια νοσηλείας και το μεγάλο αριθμό επισκέψεων στο ΤΕΠ για την ΚΜ (p<0,001, p=0,003 και p=0,026, αντίστοιχα). Συμπεράσματα: Οι περισσότεροι ασθενείς της μελέτης δεν είναι προσηλωμένοι στην αντιπηκτική αγωγή, ενώ το επίπεδο γνώσης τους για την αντιπηκτική αγωγή είναι ικανοποιητικό, αλλά όχι υψηλό, Παράλληλα, η πλειοψηφία των ασθενών ανέφεραν σημαντική επιρροή των εμποδίων που επηρεάζουν την προσήλωσή τους στην αγωγή. Προφανώς, οι επαγγελματίες υγείας, με προεξέχοντες τους νοσηλευτές, οφείλουν να εστιάσουν στο πρόβλημα της ελλιπούς προσήλωσης των ασθενών με ΚΜ στην αντιπηκτική αγωγή και να ασχοληθούν συστηματικά με την εκπαίδευση αυτών των ασθενώνIntroduction: Atrial fibrillation (AF) is the most common cardiac arrhythmia and is associated with an increased risk of thromboembolic stroke. Taking anticoagulant treatment may significantly reduce the risk of thromboembolic stroke and the effectiveness of treatment depending on the degree of adherence of patients to it. Aim: To assess the knowledge of patients with AF for anticoagulant treatment and the level of adherence to this treatment. Material and Methods: This is a cross-sectional study involving 97 patients with AF who were hospitalized at a cardiology clinic in General Hospital of Athens, Greece, from December 2017 to April 2018. For the data collection, the following tools were used: «Anticoagulant Knowledge Tool» (AKT), «A14-scale» and «Adherence Barrier Questionnaire» (ABQ). For the management and statistical analysis of the results, the IBM SPSS 22.0 package was used. The level of statistical significance was set at 0.05. Results: The mean age of participants in the study was 71.88 years (SD=10.7 years) and the majority of them were females (52.6%). Most patients (57.7%) suffered from paroxysmal AF. The level of knowledge of patients for oral anticoagulation was satisfactory, but not high, as shown by the mean score at AKT (24.48). The type of AF, and in particular the persistent AF, as well as the reception of newer anticoagulants were associated with lack of knowledge (p=0.031 and p<0.001, respectively). The majority of patients (56.6%) were not adherent to anticoagulant treatment and they reported the existence of barriers in their efforts to adhere to treatment. Elderly and low-educated patients showed poor adherence to anticoagulant therapy (p <0.001 and p = 0.034, correspondingly), while the presence of obstacles was related to older age, increased duration of hospitalization, and high number of visits to the emergency department for AF (p <0.001, p = 0.003 and p = 0.026, respectively). Conclusions: Most patients in the study are not adherent to anticoagulant therapy, and their level of knowledge about anticoagulation is satisfactory but not high. At the same time, the majority of patients reported a significant influence of barriers that affecting their adherence to treatment. Obviously, health care professionals, and nurses among them, should focus on the problem of poor adherence to anticoagulation and systematically engage in the education of those patients

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Get PDF

    Το εργασιακό στρες και η ψυχική ανθεκτικότητα των εκπαιδευτικών Ειδικής Αγωγής

    Get PDF
    Τις τελευταίες δεκαετίες ολοένα και αυξανόμενο ερευνητικό ενδιαφέρον αποκτά το εργασιακό στρες των εκπαιδευτικών Ειδικής Αγωγής. Οι απαιτήσεις του επαγγέλματος, ο αυξημένος εργασιακός φόρτος, η έλλειψη υποστήριξης, η ακατάλληλη συμπεριφορά των μαθητών καθώς και η αποστέρηση επαγγελματικής αναγνώρισης αποτελούν πρωταρχικούς παράγοντες που δρουν ενθαρρυντικά στην εμφάνιση αυξημένων επιπέδων στρες στους ειδικούς παιδαγωγούς. Το εργασιακό στρες των εκπαιδευτικών έχει αποδειχθεί πως συνδέεται άρρηκτα με την αίσθηση αυτοαποτελεσματικότητας και τα επίπεδα ψυχικής ανθεκτικότητας που διαθέτουν. Ο όρος αυτοαποτελεσματικότητα αναφέρεται στις αντιλήψεις του ατόμου σχετικά με τις ικανότητές του να ανταπεξέλθει σε δύσκολες και προκλητικές καταστάσεις, ενώ η ψυχική ανθεκτικότητα στην ικανότητά του να ανακάμψει από αυτές και να επανέλθει το συντομότερο δυνατόν. Πρωταρχικό σκοπό της παρούσας εργασίας αποτελεί η διερεύνηση της συσχέτισης μεταξύ του εργασιακού στρες των εκπαιδευτικών Ειδικής Αγωγής και των επιπέδων αυτοαποτελεσματικότητας και ψυχικής ανθεκτικότητας που διαθέτουν. Για τις ανάγκες της έρευνας συμμετείχαν 304 εκπαιδευτικοί όλων των ειδικοτήτων, Α’βάθμιας και Β’βάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίο εργάζονται στον τομέα της Ειδικής Αγωγής στην περιφέρεια της Αττικής καθώς και στην επαρχεία. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε ένα ερωτηματολόγιο που αποτελείται από την Κλίμακα του Εργασιακού Στρες των Εκπαιδευτικών (Αντωνίου, 2006), τη Γενική Κλίμακα Αυτοαποτελεσματικότητας (Jerusalem & Schwarzer, 1981), την Κλίμακα Ανθεκτικότητας των 14 Σημείων (Wagnild & Young, 2009) και ερωτήσεις δημογραφικών και εργασιακών στοιχείων. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι το εργασιακό στρες των εκπαιδευτικών επηρεάζεται κυρίως από την ακατάλληλη συμπεριφορά των μαθητών, την έλλειψη αναγνώρισης από την πολιτεία και τις εργασιακές συνθήκες. Όσον αφορά στην αυτοαποτελεσματικότητα τους μεγαλύτερη επίδραση σε αυτήν ασκούν η αυτοεικόνα και η προσήλωση των εκπαιδευτικών στον στόχο τους, ενώ στην ψυχική ανθεκτικότητα η αισιοδοξία και η επιμονή. Τέλος, αποδείχθηκε ότι υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ της αυτοαποτελεσματικότητας και της ψυχικής ανθεκτικότητας και αρνητική μεταξύ αυτών και του εργασιακού στρες.In recent decades, increasing research interest has been gaining the occupational stress of teachers working in the field of Special Education. The demands of the profession, the increased workload, the lack of support, the inappropriate behavior of the pupils and the lack of professional recognition are primary factors that encourage increased levels of occupational stress among special pedagogues. Teachers' occupational stress has been shown to be inextricably linked with the sense of self-efficacy and the levels of resilience they have. The term self-efficacy refers to an individual's perceptions of his ability to cope with difficult and challenging situations, while the term resilience refers to his ability to recover from them and to return as soon as possible. The primary aim of this investigation is to examine the correlation between the occupational stress of special education teachers and their levels of self-efficacy and resilience. For the needs of the research, 304 teachers of all specialties, from primary and secondary education, who work in the field of Special Education in the region of Attica as well as in the province, participated in the research. A questionnaire was used in order to collect data, which included the Teachers’ Occupational Stress Scale (Antoniou, 2006), the General Self-Efficacy Scale (Jerusalem & Schwarzer, 1981), the 14-Item Resilience Scale (Wagnild & Young 2009), demographic and work items. The results of the survey have shown that teachers' occupational stress is mainly influenced by the students' inappropriate behavior, lack of recognition by the state and working conditions. In terms of self-efficacy, the self-image and the teachers' commitment to their goal are more influential, while optimism and perseverance are a matter of resilience. Finally, there was a positive correlation between self-efficacy and resilience and negative among them and occupational stress

    Στάσεις των γονέων σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων πρόληψης ατυχημάτων σε παιδιά ηλικίας 0-6 ετών

    Get PDF
    Εισαγωγή: Τα ατυχήματα κατά την παιδική ηλικία αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα υγείας παγκοσμίως, καθώς συχνά απειλούν τη σωματική ακεραιότητα του παιδιού και προκαλούν ζωτικής σημασίας τραυματισμούς, αναπηρίες ή ακόμα και τον θάνατο. Σκοπός: Η παρούσα μελέτη έχει ως αντικείμενο την αξιολόγηση των στάσεων των γονέων σχετικά με την υιοθέτηση των μέτρων πρόληψης ατυχημάτων σε παιδιά ηλικίας 0-6 ετών. Υλικό και μέθοδος: Το δείγμα της αποτέλεσαν 314 γονείς με παιδιά ηλικίας 0 έως 6 ετών. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε ένα ανώνυμο ερωτηματολόγιο, που διαρθρώθηκε με βάση την ανασκόπηση της πρόσφατης βιβλιογραφίας για της ανάγκες της μελέτης. Αποτελέσματα: Η εφαρμογή των μέτρων πρόληψης κατά των πνιγμών και εισροφήσεων συσχετίζεται με τις ώρες εργασίας της μητέρας εκτός σπιτιού (p=0,014). Επίσης, η πρόληψη των εγκαυμάτων συσχετίζεται με τον τόπο κατοικίας (p=0,045), την οικογενειακή ευμάρεια (p=0,048), αλλά και το επάγγελμα του πατέρα (p=0,033). Όσον αφορά τα τροχαία ατυχήματα, ανευρέθηκε ότι το ιστορικό προηγούμενου τροχαίου ατυχήματος (p=0,022), η ηλικία του παιδιού (p=0,031) και η εθνικότητα του πατέρα (p=0,034) συσχετίζονται με την εφαρμογή των μέτρων πρόληψης κατά των τροχαίων ατυχημάτων συνολικά. Ειδικότερα, το ιστορικό προηγούμενου ατυχήματος (p=0,007) και ο αριθμός των παιδιών της οικογένειας (p=0,034) συσχετίζονται με την προσήλωση των γονέων στα μέτρα κατά τη μεταφορά του παιδιού ως συνεπιβάτη. Ακόμα, σημαντική συσχέτιση ανευρέθηκε μεταξύ της ηλικίας του παιδιού (p=0,027), της ηλικίας μητέρας (p=0,046), του αριθμού των παιδιών της οικογένειας (p=0,024) και της εθνικότητας του πατέρα (p=0,028) με την εφαρμογή των μέτρων πρόληψης κατά την ποδηλασία. Τέλος, όσον αφορά την προφύλαξη κατά την κολύμβηση ανευρέθηκε ότι συσχετίζεται με το επάγγελμα της μητέρας (p=0,040), τον τόπο κατοικίας (p=0,019) και το επίπεδο της οικογενειακής ευμάρειας (p=0,048). Συμπέρασμα: Η πρόληψη των ατυχημάτων στην παιδική ηλικία είναι πολυπαραγοντική και για το λόγο αυτό καθιστάται δύσκολο να επιτευχθεί. Οι ρυθμίσεις στους χώρους που κινούνται τα παιδιά και η προσήλωση των γονέων είναι πρωταρχικής σημασίας για τη μείωση της συχνότητας των ατυχημάτων. Η υιοθέτηση αυστηρότερων μέτρων για την αποτροπή των καταστροφικών συνεπειών των ατυχημάτων στα παιδιά είναι υψίστης σημασίας. Η αυστηρή εκπαίδευση των γονέων πρέπει να καταστεί προτεραιότητα όλων των επαγγελματιών στον χώρο της υγείας.Introduction: Accidents in childhood is one of the major health problems worldwide, because they often threat the physical integrity of the child and cause critical injuries, disabilities or even death. Purpose: The present study was designed to assess both the attitude of parents regarding the adoption of measures for the prevention of accidents in children aged 0-6 years. Material and Methods: The sample is consisted of 314 parents, who have children aged 0 to 6 years. To collect the data an anonymous questionnaire was used, which was structured based on the review of recent bibliography in reference with the needs of the study. Results: It was found that the application of preventive measures against drowning and aspiration associated with the working hours of the mother (p=0,014). Also, prevention of burns associated with the residence (p=0,045), the socio-economic level of the family (p=0,048) and the professional occupation of father (p=0,033). As regards road accidents was found that the previous accident history (p=0,022), the age of the child (p=0,031) and the nationality of the father (p=0,034) are associating with the implementation of preventive measures against road accidents. In particular,the previous accident history (p=0,007) and the number of children in the family (p=0,034) correlate with the commitment of parents to the measures when transporting the child as a passenger. Furthermore, a significant correlation was found between the age of the child (p=0,027), the age of the mother (p=0,046), the number of children in the family (p=0,024) and the nationality of the father (p=0,028) with the application of preventive measures during bicycling. Finally, regarding the protection during swimming, it was found that this is correlated with the professional occupation of the mother (p=0,040), the place of residence (p=0,019) and the socio-economic level of the family (p=0,048). Conclusion: Accident prevention in childhood is multifactorial and therefore it becomes difficult to achieve. The settings in the places that children are growing up and the commitment of parents is essential for reducing the frequency of accidents. The adoption of stricter measures to prevent the catastrophic consequences of accidents in children is paramount. Strict parents' education must be a priority for all professionals in the health sector
    corecore