166 research outputs found

    Διάγνωση καρκίνου σε αρχικό στάδιο και προληπτικές εξετάσεις

    Get PDF
    Ο καρκίνος είναι μία ομάδα νοσημάτων που οφείλεται στην υπερβολική και χωρίς προγραμματισμό ανάπτυξη των κυττάρων. Όταν η διάγνωση του καρκίνου γίνει σε αρχικό στάδιο, πριν ο όγκος μεγαλώσει υπερβολικά ή επεκταθεί, οι πιθανότητες θεραπείας αυξάνονται. O πιο συχνός τύπος καρκίνου στην Ελλάδα το 2012 ήταν αυτός του πνεύμονα. Ακολούθησαν ο καρκίνος του μαστού, του παχέος εντέρου, του προστάτη, ενώ συχνός ήταν ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας και του δέρματος. Σκοπός της εργασίας μας ήταν να διερευνήσουμε κατά πόσο άντρες και γυναίκες διαφόρων ηλικιών από το σχολικό και οικογενειακό μας περιβάλλον γνωρίζουν κάποιες προληπτικές εξετάσεις για την έγκαιρη διάγνωση των παραπάνω τύπων καρκίνου και κατά πόσο κάνουν αυτές τις εξετάσεις. Διαπιστώσαμε πως αν και η συντριπτική πλειοψηφία γνωρίζει τις περισσότερες από τις παραπάνω εξετάσεις σχεδόν οι μισοί άντρες άνω των 50 ετών υποβάλλονται σ’ αυτές και περίπου οι μισές νέες γυναίκες έχουν εμβολιαστεί έναντι του ιού HPV

    Κλινική αντιμετώπιση καρκίνου παχέος εντέρου και ορθού

    Get PDF
    Ο καρκίνος του παχέος εντέρου και του ορθού είναι η πιο κοινή κακοήθεια του γαστρεντερικού σωλήνα και ο δεύτερος πιο θανατηφόρος καρκίνος στον δυτικό κόσμο. Η κολονοσκόπηση αποτελεί σήμερα την αιχμή της πρόληψης του καρκίνου παχέος εντέρου και του ορθού. Συνδυάζει την ευρεία διαθεσιμότητα με την εξέταση ολόκληρου του παχέος εντέρου καθώς και την διάγνωση και θεραπεία σε μια συνεδρία. Η επιδημιολογία του κολοορθικού καρκίνου περιλαμβάνει το γήρας, κληρονομικούς, περιβαλλοντικούς και διατροφικούς παράγοντες κινδύνου καθώς επίσης και διάφορους άλλους παράγοντες κινδύνου όπως το κάπνισμα, φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, την ακρομεγαλία, προηγηθείσα ακτινοβολία στη περιοχή της πυέλου. Η συμπτωματολογία του καρκίνου του παχέος εντέρου και του ορθού δεν είναι ειδική και συνήθως εμφανίζεται όταν ο καρκίνος είναι τοπικά σε προχωρημένο στάδιο. Τα συνήθη κλινικά συμπτώματα είναι αλλαγή των εντερικών συνηθειών και αιματοχεσία – μέλαινες κενώσεις αλλά και κοιλιακό άλγος, αναιμία, απώλεια βάρους. Η σταδιοποίηση του καρκίνου του παχέος εντέρου και του ορθού βασίζεται στο βάθος διήθησης του όγκου και την ύπαρξη ή παρουσία λεμφαδένων ή περιφερικών μεταστάσεων. Το σύστημα σταδιοποίησης TNM χρησιμοποιείται ευρέως σήμερα και έχει αντικαταστήσει τα παλαιότερα συστήματα σταδιοποίησης Dukes και Mac (τροποποιημένη Astler-Coller). Η χειρουργική εκτομή αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στην αντιμετώπιση του καρκίνου του παχέος εντέρου και του ορθού. Το 90-92% των ασθενών αντιμετωπίζεται χειρουργικά. Η τυπική εκτομή του όγκου είναι η μόνη θεραπεία που απαιτείται για καρκίνο πρώιμου σταδίου. Όσο το στάδιο της νόσου αυξάνεται σε σχέση με το βάθος της διήθησης και τη παρουσία μεταστατικής συμμετοχής των περιοχικών λεμφαδένων και των απομακρυσμένων οργάνων, η πιθανότητα εξάλειψης της νόσου μόνο με τη χειρουργική θεραπεία ελαχιστοποιείται. Για τον εξαιρέσιμο καρκίνο του παχέος εντέρου χειρουργική επέμβαση εκλογής είναι η κολεκτομή με εξαίρεση των περιοχικών λεμφαδένων. Η έκταση της κολεκτομής καθορίζεται από την εντόπιση του όγκου και περιλαμβάνει την πάσχουσα περιοχή μαζί με το αντίστοιχο αγγειακό δίκτυο αυτής και τους λεμφαδένες που αυτό περιλαμβάνει. Ο ρόλος της επικουρικής χημειοθεραπείας στην αντιμετώπιση του καρκίνου παχέος εντέρου είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Για τους ασθενείς υψηλού κίνδυνου σταδίου ΙΙ και σταδίου ΙΙΙ μετά την αφαίρεση της πρωτοπαθούς εστίας, συνιστάται η χορήγηση επικουρικής χημειοθεραπείας για 6 μήνες. Η νεο-επικουρική χημειοθεραπεία είναι εξαιρετικά σημαντική στην αντιμετώπιση του καρκίνου του ορθού. Ασθενείς κλινικού σταδίου cT3N0Μ0 ή cΤ1-3Ν1-2Μ0 πρέπει να υποβάλλονται αρχικά σε νεο-επικουρική χημειο-ακτινοθεραπεία, εν συνεχεία να υποβάλλονται σε διακοιλιακές επεμβάσεις εκτομής και μετά να συνεχίζουν επικουρική χημειοθεραπεία.Colorectal carcinoma is the most common malignancy of the gastrointestinal tract and the second most lethal cancer in western world. Colonoscopy is now the pinnacle of prevention of colon and rectal cancer. It combines wide availability with the examination of the entire colon as well as diagnosis and treatment at a session. The epidemiology of colorectal cancer includes aging, hereditary environmental and dietary factors, as well as various other risk factors such as smoking, inflammatory bowel disease, acromegaly, pelvic irradiation. Symptoms of colon and rectal cancers are nonspecific and generally develop when the cancer is locally advanced. The classic first symptoms are a change in bowel habits and rectal bleeding. Abdominal pain, anemia and weight loss may also be present. Colorectal cancer staging is based on tumor depth and the presence or absence of nodal or distant metastases. The Tumor-Node-Metastasis (TNM) staging system is widely used today and has replaced older staging systems such as the Dukes Classification and its Astler-Coller modification. Surgical resection is the cornerstone in treatment cancer of the colon. 90-92% of patients are treated surgically. Typical tumor resection is the only treatment required for early stage cancer. As the stage of the disease increases with respect to the depth of infiltration and the presence of metastatic involvement of the regional lymph nodes and the distal organs, the likelihood of disease eradication only with surgical treatment is minimized. The objective in treatment of carcinoma of the colon is to remove the primary tumor along with its lymphovascular supply. The role of adjuvant chemotherapy in the treatment of colorectal cancer is particularly important. For high risk Stage II and Stage III patients after the resection of the primary tumor, adjuvant chemotherapy is recommended for 6 months. Neo-adjuvant chemotherapy is extremely important in the treatment of rectal cancer. Clinical stage cT3N0M0 or cT1-3N1-2M0 patients should be initially submitted to neo-adjuvant chemo-radiotherapy, then subjected to surgical procedures and then continue adjuvant chemotherapy

    Πρωτόκολλο ταχείας ανάρρωσης σε ασθενή με κολεκτομή

    Get PDF
    ΣΚΟΠΟΣ: Η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των πρωτοκόλλων ταχείας ανάρρωσης αλλά και της διαφοράς που μπορεί να έχουν σε σχέση με το νοσηλευτικό φόρτο εργασίας πριν και μετά την εφαρμογή τους σε ασθενείς οι οποίοι υποβάλλονται σε κολεκτομή για καρκίνο παχέος εντέρου και ορθού. ΥΛΙΚΟ-ΜΕΘΟΔΟΙ:106 ασθενείς με καρκίνο παχέος εντέρου και ορθού που υποβλήθηκαν σε κολεκτομή χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η ομάδα της συμβατικής περιεγχειρητικής φροντίδας με 56 ασθενείς και η ομάδα του πρωτοκόλλου ταχείας ανάρρωσης με 50 ασθενείς. Όλοι οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν για διάστημα 30 ημερών μετεγχειρητικά. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ:Η συνολική νοσηρότητα ήταν μικρότερη για την ομάδα του πρωτοκόλλου ταχείας ανάρρωσης. Από την άλλη, δεν εναγνωρίστηκε καμμία διαφορά στη θνητότητα και τα ποσοστά των επανεισαγωγών και των επανεγχειρήσεων. Οι ασθενείς της ταχείας ανάρρωσης χρειάστηκαν λιγότερες δόσεις οπιοειδών γα αναλγησία και παρέμειναν για λιγότερες ημέρες στο νοσοκομείο. Το νοσηλευτικό φόρτο εργασίας ήταν μεγαλύτερο ανά μέρα αλλά ήταν μικρότερο ανά ασθενή για το σύνολο της παραμονής του στην ομάδα της ταχείας ανάρρωσης. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:Η εφαρμογή ενός πρωτόκολλου ταχείας ανάρρωσης είναι επιτεύξιμη και ασφαλής σε ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου και ορθού. Παρόλο που το νοσηλευτικό φορτίο εργασίας πρακτικά αυξάνεται, αφοσιωμένοι και ειδικά εκπαιδευμένοι νοσηλευτές χρειάζονται για την εφαρμογή τέτοιων ευεργετικών προγραμμάτων για τους ασθενείς.AIM: The assessment of effectiveness of fast-track protocols and their impact on nursing workload before and after their implementation in patients undergoing colectomy or rectal resection for colorectal cancer. MATERIAL-METHODS: A hundred and six patients with colorectal cancer who underwent colectomy were divided in two groups. The group of traditional care with 56 patients and the fast-track group with 50. All patients were followed-up for 30 days postoperatively. RESULTS: Overall morbidity was less in the fast-track group. On the other hand, no statistical significance could be identified in mortality, readmission or reoperations rates between the two groups. Fast-track patients required significantly less intramuscular opioids for postoperative analgesia. Primary and total hospital stay were significantly shorter in the fast-track group. Nursing workload was higher per day but lower per patients for the total hospital stay in the fast-track patients. CONCLUSION: The implementation of a fast-track protocol is feasible and safe in colorectal cancer patients. Despite the fact that nursing workload increases inside such protocols, dedicated and specially trained nurses are necessary for their implementation for the well-being of patients

    Φαρμακογενετική ανάλυση ασθενών με ορθοκολικό καρκίνο και συσχέτιση με ανταπόκριση στους χημειοθεραπευτικούς συνδυασμούς με ιρινοτεκάνη

    Get PDF
    Στην πρώτη ομάδα της μελέτης έχει πραγματοποιήθεί συλλογή δειγμάτων αίματος από 58 ασθενείς με μεταστατικό ορθοκολικό καρκίνο που είχαν λάβει χημειοθεραπευτικούς συνδιασμούς φθοριοπυριμιδών με ιρινοτεκάνη με Bevasizumab. O γονότυπoς τους αναλύθηκε με επιτυχία για τους πολυμορφισμούς rs3130 και rs2286455 του γονιδίου CD133. Οι συχνότητες των αλληλομόρφων που παρατηρήθηκαν για τους δύο πολυμορφισμούς βρέθηκαν εντός των ορίων πιθανότητας της ισορροπίας Hardy-Weinberg (rs3130 p=0.055 και rs2286455 p=0.146). H ανάλυση ανισορροπίας σύνδεσης (LD) έδειξε μια ισχυρή ανισορροπία σύνδεσης μεταξύ των δύο πολυμορφισμών (D’=0.37, R2=-0,186, p=0.04). Δεν βρέθηκε στατιστική σημαντικότητα ανάμεσα σε κλινοπαθολογικές παραμέτρους και στους εξεταζόμενους πολυμορφισμούς. Έχει γίνει κατανομή των ασθενών σε δύο κατηγορίες ανάλογα με την ανταπόκρισή τους (36,21%) ή μη (63,79%) στα χημειοθεραυτικά σχήματα με ιρινοτεκάνη μετά από χρονικό διάστημα δώδεκα εβδομάδων σύμφωνα με τα κριτήρια ανταπόκρισης Response Evaluation Criteria In Solid Tumors (R.E.C.I.S.T.).Από τους συνολικά 58 ασθενείς, οι 12 ασθενείς είχαν αποβιώσει. Ο μέσος όρος της παρακολούθησης (follow-up) των ασθενών ήταν 38,5 μήνες (εύρος 12-96 μήνες). Αναφορικά με την ύπαρξη μετάλλαξης στο KRAS γονίδιο οι 33 από το σύνολο των εξετασθέντων ασθενών ήταν φορείς του μεταλλαγμένου αλληλόμορφου στο κωδικόνιο 12 και 5 ασθενείς ήταν φορείς του μεταλλαγμένου αλληλόμορφου στο κωδικόνιο 13. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά (P = 0.28) μεταξύ των φορέων μεταλλαγμένων αλληλόμορφων του ΚRAS ανάμεσα στους ασθενείς που είχαν στάσιμη νόσο (SD) και σε αυτούς που είχαν πρόοδο νόσου(PD) (p=0,76). Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται οι κατανομές των γονότυπων για τους πολυμορφισμούς rs3130, και rs2286455. Όμως όπως αποτυπώνεται στον Πίνακα 2, δεν βρέθηκε σημαντική διαφορά μεταξύ των ποσοστών ανταπόκρισης και των γονοτύπων των δύο πολυμορφισμών rs3130 και rs2286455. Επιπλέον, δεν παρατηρήθηκε σημαντική συσχέτιση μεταξύ των ποσοστών ανταπόκρισης και των rs3130/rs2286455 απλοτύπων (παγκόσμιος συσχετισμός απλοτύπων global haplotype association, p=0,37). Δεν βρέθηκε καμία σημαντική συσχέτιση με τα ποσοστά ανταπόκρισης όταν αναλύθηκαν ξεχωριστά οι συχνότητες των γονοτύπων/απλότυπων των 15 ασθενών που έλαβαν bevasizumab, ιρινοτεκάνη και 5-FU καθώς και των 43 ασθενών που έλαβαν bevasizumab, ιρινοτεκάνη και capecitabine. Όπως παρουσιάζεται στον Πίνακα 3 η παρουσία του KRAS δεν συσχετίζεται με τους γονότυπους των rs3130 και rs2286455 των ασθενών. Είναι σημαντικό να επισημανθούν οι πιο συχνές κύριες τοξικότητες που παρατηρήθηκσν και έχουν ως εξής: • ναυτία (22 ασθενείς) • ουδετεροπενία (14 ασθενείς) Αναλυτικότερα, στον συνδυασμό bevasizumab, ιρινοτεκάνης και capecitabine 15 ασθενείς παρουσίασαν ναυτία και 10 παρουσίασαν ουδετεροπενία, ενώ από τους ασθενείς που έλαβαν τον συνδυασμό bevasizumab, ιρινοτεκάνη και 5-FU 7 από τους ασθενείς παρουσίασαν ναυτία και 4 ουδετεροπενία. Δεν υπήρξαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στο προφίλ τοξικότητας και στους συνδυασμούς θεραπείας που χορηγήθηκαν (p=1.00, OR: 1.16, 95%CI: 0,27-5,06). Δεν σημειώθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ εμφανιζόμενης τοξικότητας των γοντύπων των πολυμορφισμών rs3130 και rs2286455. Όμως, παρατηρρήθηκε στατιστικά σημαντική (p = 0.0017) συσχέτιση με παρουσίας του CC γονότυπου του πολυμορφισμού rs3130 με ασθενείς που παρουσίασαν μειωμένη τοξικότητα στις θεραπείες συνδυασμού bevasizumab. Τέλος, δεν παρατηρήθηκε στατιστική σημαντικότητα μεταξύ της παρατηρούμενης ναυτίας και ουδετεροπενίας και των rs3130 και rs2286455 γονοτύπων/ απλοτύπων. Ο Πίνακας 4 απεικονίζει τη σχέση των γονοτύπων των δύο υπό μελέτη πολυμορφισμών με την τοξικότητα. Στον Πίνακα 5 παρουσιάζεται η συσχέτιση των γονότυπων του γονιδίου CD133 με την συνολική επιβίωση (OS). Η επιβίωση υπολογίσθηκε από την ημερομηνία της πρώτης χορήγησης της θεραπείας με συνδυασμούς bevasizumab μέχρι τον θάνατο από οποιαδήποτε αιτία. Για τον πολυμορφισμό rs3130 η μέση επιβίωση για τον κάθε γονότυπο ήταν : TT απροσδιόριστος χρόνος, TC 96 μήνες και CC 24 μήνες. Όσο αφορά τον πολυμορφισμό rs2286455 η μέση επιβίωση για τον κάθε γονότυπο ήταν : GG 96 μήνες, GA απροσδιόριστος χρόνος και AA 62 μήνες. Ο γονότυπος CC του πολυμορφισμού rs3130 βρέθηκε να σχετίζεται με σημαντικά χαμηλότερη συνολική επιβίωση στη μελέτη μας (p = 0,002), ενώ για τον πολυμορφισμό rs226455 δεν βρέθηκε καμία σημαντική συσχέτιση με την επιβίωση . Επίσης, δεν βρέθηκε καμία σημαντική συσχέτιση των ασθενών που έλαβαν χημειοθεραπευτικούς συνδυασμούς bevasizumab, ιρινοτεκάνη και 5-FU και bevasizumab, ιρινοτεκάνη και capecitabine με την επιβίωση.A total of 58 CRC patients participated in the study and successfully genotyped for rs3130 and rs2286455 polymorphisms of the CD133 gene. The allelic frequencies observed for both polymorphisms were within the probability limits of Hardy-Weinberg equilibrium (P > 0.05). Until December 31, 2014, 21 (36.21 %) patients were characterized with SD disease, whereas 37 (63.79 %) with PD. Of the 58 patients, 12 patients have died. Concerning KRAS mutation status, 33 of all patients tested were carriers of codon 12 mutated allele and 5 were carriers of the codon 13 mutated allele. There was not statistically significant differences between carriers of KRAS mutated alleles between SD and PD patients group (p = 0.76). Table 2 illustrates the distributions of genotypes for the rs3130, and rs2286455 polymorphisms. As indicated in Table 3, no significant difference was found between response rates and both rs3130 and rs2286455 genotypes. The most frequent major toxicities observed were nausea (22 patients) and neutropenia (14 patients). As illustrated in Table 4, no statistically significant difference was observed between toxicity and rs3130 and rs2286455 genotypes. However, the correlation between rs3130 CC genotype and reduced toxicity to therapy almost reached statistical significance (p=0.05). Table 5 shows the association of CD133 genotypes with overall survival. During the study period, there were 12 deaths among subjects who were included in the genotype study. The survival was calculated from the date of the first treatment with bevacizumab combinations until death from any cause. The rs3130 CC genotype was found to be related with a significantly lower overall survival in our study, whereas no significant association with survival was found for the rs226455 polymorphism. The Kaplan–Meier survival curves by genotypes…… are presented in Fig…………

    Διερεύνηση της προγνωστικής αξίας του επιπέδου έκφρασης της πρωτεϊνης MCT4 στο στρώμα που περιβάλλει τα καρκινικά κύτταρα αδενοκαρκινωμάτων παχέος εντέρου και ορθοκολικών ηπατικών μεταστάσεων

    Get PDF
    Περίληψη Σκοπός Σκοπός της εργασίας αυτής είναι ο καθορισμός της προγνωστικής αξίας της μεμβρανικής πρωτεΐνης μεταφοράς μονοκαρβοξυλασών (MCT4) σε ασθενείς με καρκίνο παχέος εντέρου και ηπατικές μεταστάσεις (CRLM). Διερευνήσαμε τη συσχέτιση μεταξύ της έκφρασης της MCT4 στους ασθενείς με CRLM και της συνολικής επιβίωσης (overall survival-OS) καθώς επίσης και του διαστήματος ελευθέρου νόσου (Disease Free Survival – DFS). Η μελέτη της έκφρασης της MCT4 έγινε τόσο στα κύτταρα του στρώματος που περιβάλλουν τις ηπατικές μεταστάσεις και ειδικότερα στους ινοβλάστες που σχετίζονται με τον καρκίνο (CAFs) όσο και στα ίδια τα καρκινικά κύτταρα. Ο πληθυσμός της μελέτης αφορούσε ασθενείς με καρκίνο στο παχύ έντερο οι οποίοι είχαν μεταστατική νόσο μόνο στο ήπαρ χωρίς οποιαδήποτε άλλη εξωηπατική εντόπιση. Μέθοδος Πρόκειται για μια αναδρομική έρευνα κατά την οποία χρησιμοποιήθηκαν τα κλινικά αρχεία και τα ιστολογικά παρασκευάσματα 107 ασθενών με καρκίνο παχέος εντέρου και ηπατικές μεταστάσεις. Η ανίχνευση και καθορισμός της έκφρασης της MCT4 πραγματοποιήθηκε με τη χρήση ανοσοϊστοχημείας η οποία αξιολογήθηκε με ημιποσοτική μέθοδο. Δημιουργήθηκαν τελικά δύο ομάδες ασθενών προς σύγκριση της συνολικής τους επιβίωσης (OS) και του διαστήματος ελευθέρου νόσου (DFS). Η πρώτη ομάδα περιλάμβανε τους ασθενείς τους οποίους τα ιστολογικά παρασκευάσματα είχαν ασθενή χρώση για την MCT4 (weak MCT4 expression) και η δεύτερη ομάδα περιλάμβανε αυτούς που παρουσίαζαν ισχυρή χρώση για την MCT4 (strong MCT4 expression). Η στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων για τη συνολική επιβίωση (OS) και το διάστημα ελεύθερο νόσου (DFS) περιλάμβανε τόσο τη μέθοδο Kaplan-Meier όσο και πολυπαραγοντικές μεθόδους ανάλυσης ( Cox-regression methods). Αποτελέσματα Τα ιστολογικά δείγματα από CLRΜ των 57 ασθενών (53,27%) παρουσίασαν ασθενή χρώση των κυττάρων του στρώματος ως προς την MCT4 σε αντίθεση με τα δείγματα 50 ασθενών (46,73%) τα οποία παρουσίασαν ισχυρή χρώση των κυττάρων του στρώματος για την MCT4. Από την στατιστική ανάλυση που ακολούθησε οι ασθενείς οι οποίοι εμφάνιζαν ισχυρή χρώση για την MCT4 είχαν μειωμένο διάστημα ελεύθερο νόσου - DFS (HR 1.79; 95%CI, 1.12-2.85; P=0,014) καθώς επίσης και μειωμένη συνολική πενταετή επιβίωση - OS (HR 3.81 95%CI, 1.88-7.72; P<0,001) στην μονοπαραγοντική ανάλυση διακύμανσης. Η συσχέτιση αυτή παρέμεινε στατιστικά σημαντική και κατά τη διενέργεια της πολυπαραγοντικής ανάλυσης για το διάστημα ελεύθερο νόσου – DFS και για τη συνολική πενταετή επιβίωση - OS (HR 1.95; 95% CI, 1.19-3.17; P=0.007, και HR 4.38; 95%CI, 2.15-8.92; P<0.001 αντίστοιχα). Το ποσοστό έκφρασης της MCT4 στα καρκινικά κύτταρα δεν συσχετίζεται με το διάστημα ελεύθερο νόσου – DFS και τη συνολική πενταετή επιβίωση - OS στους ασθενείς με CRLM. Το διάστημα ελεύθερο νόσου – DFS και η συνολική πενταετής επιβίωση - OS για τους ασθενείς με ασθενή χρώση στα κύτταρα του στρώματος για την MCT4 ήταν 43% και 78% ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τους ασθενείς που εμφανίζαν ισχυρή χρώση για την MCT4 ήταν 15% and 37% αντίστοιχα. Συμπέρασμα Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης συνδέουν την ισχυρή έκφραση της MCT4 στα κύτταρα του στρώματος (και ειδικότερα στους ινοβλάστες-CAFs) με χειρότερη συνολική επιβίωση και συχνότερες υποτροπές στους ασθενείς με καρκίνο παχέος εντέρου και ηπατικές μόνο μεταστάσεις. Τα αποτελέσματα αυτά πρέπει να επικυρωθούν και με άλλες μελέτες για να μπορέσει η MCT4 να καθιερωθεί ως προγνωστικός δείκτης στον CRLM και παράλληλα πρέπει να μελετηθεί η ανάπτυξη αναστολέων της MCT4 οι οποίοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν συνεργικά με τα υπάρχοντα χημειοθεραπευτικά σχήματα για μείωση του κυτταρικού πολλαπλασιασμού και του μεταστατικού δυναμικού των καρκινικών κυττάρων. Η στοχοποίηση με μικρά μόρια-αναστολείς του κυτταρικού μεταβολισμού μπορεί να επιφέρει θετικά ευεργετικά αποτελέσματα στους ασθενείς με κακοήθεια.Abstract OBJECTIVE: To validate the prognostic significance of the expression of Monocarboxylate Transporter 4 (MCT4) in patients with colorectal liver metastases (CRLM). In this study, we investigated the correlation between MCT4 expression in stromal and tumor cells of colorectal liver metastases (CRLM) with disease free (DFS) and overall survival (OS) in liver-only colorectal metastases treated with liver resection following neoadjuvant chemotherapy. METHODS: This is a retrospective study, of 107 patients with colorectal liver metastases. MCT4 expression in both stromal and tumor cells was studied by immunohistochemistry. The staining was scored semiquantitatively as weak, or strong. DFS and OS were calculated using both Kaplan-Meier and multivariate Cox-regression methods RESULTS: Specimens from 57 patients (53,27%) showed weak levels of stromal MCT4 staining, whereas 50 patients (46,73%) showed strong levels of MCT4 staining. From the statistical analysis strong stromal MCT4 expression was associated with decreased DFS (HR 1.79; 95%CI, 1.12-2.85; P=0,014) and OS (HR 3.81 95%CI, 1.88-7.72; P<0,001) in univariate analysis. This finding remained significant in multivariate analysis for both DFS and OS (HR 1.95; 95%CI, 1.19-3.17; P=0.007, and HR 4.38; 95%CI, 2.15-8.92; P<0.001 respectively). Tumour MCT4 expression was not associated with DFS and OS. Five-years DFS and OS rates were 43% and 78% respectively in patients with weak and 15% and 37% respectively in patients with strong stromal MCT4 expression. CONCLUSION: Our results indicated that strong expression of stromal MCT4 in CRLM was associated with poor prognosis in patients who undergo liver resection for liver-only colorectal metastases. This finding could be further more validated in independed studies and MCT4 could be used as a new biomarker in CRLM and creates the possibility of new studies in targeted therapies. Keywords MCT4, CRLM, colorectal cancer prognosi
    corecore