12 research outputs found
The role of collaborative, multistakeholder partnerships in reshaping the health management of patients with noncommunicable diseases during and after the COVID-19 pandemic
Background: Policies to combat the COVID-19 pandemic have disrupted the screening, diagnosis, treatment, and monitoring of noncommunicable (NCD) patients while affecting NCD prevention and risk factor control. Aims: To discuss how the first wave of the COVID-19 pandemic affected the health management of NCD patients, identify which aspects should be carried forward into future NCD management, and propose collaborative efforts among public–private institutions to effectively shape NCD care models. Methods: The NCD Partnership, a collaboration between Upjohn and the European Innovation Partnership on Active and Healthy Ageing, held a virtual Advisory Board in July 2020 with multiple stakeholders; healthcare professionals (HCPs), policymakers, researchers, patient and informal carer advocacy groups, patient empowerment organizations, and industry experts. Results: The Advisory Board identified barriers to NCD care during the COVID-19 pandemic in four areas: lack of NCD management guidelines; disruption to integrated care and shift from hospital-based NCD care to more community and primary level care; infodemics and a lack of reliable health information for patients and HCPs on how to manage NCDs; lack of availability, training, standardization, and regulation of digital health tools. Conclusions: Multistakeholder partnerships can promote swift changes to NCD prevention and patient care. Intra- and inter-communication between all stakeholders should be facilitated involving all players in the development of clinical guidelines and digital health tools, health and social care restructuring, and patient support in the short-, medium- and long-term future. A comprehensive response to NCDs should be delivered to improve patient outcomes by providing strategic, scientific, and economic support
Motivation and learning strategies of greek (L2) learners
The aim of the dissertation is to investigate the motivation and the learning strategies when learning Greek as a second language. The research questions try to identify the motives for students who learn Greek in Greece and the language learning strategies they choose. In addition this dissertation explores the relationship between motivation and language learning strategies as well as their correlation to factors such as the type of the language learning program, the level of language proficiency and the length of stay in Greece.In order for the motives to be studied, the L2 Motivational Self-System was adopted (L2MSS, Dörnyei 2005). The motivation is approached through the concept of the self. The L2 Motivational Self-System consists of the following three components: ideal self, ought-to ideal self and learning experience. Moreover, the concept of instrumentality promotion and instrumentality prevention were adopted as later additions to L2MSS. The motivation scheme in this dissertation is completed with the attitudes toward L2 community in accordance to the third component of the model, the L2 learning experience.Attitudes toward L2 community were identified as an important motivation factor due to the particular characteristics of this research, related to its subject. The subject of the dissertation is learning a language as a second rather than learning a language in terms of foreign one, for which the L2MSS was proposed and applied. Therefore it was necessary to assess the attitudes towards the L2 community as motivation for language learning. The Oxford (1990) taxonomy of language learning strategies was chosen. Oxford divides language learning strategies into two main classes, direct and indirect, which are further subdivided into 6 categories (memory, cognitive, compensation, metacognitive, affective and social strategies).For the research purposes of this thesis quantitative research was designed and conducted. Data were collected by completing separate questionnaires on motivation and learning strategies. 280 adult foreign students who participated in different Greek language learning programs constituted the study group. They differed in several features such as age and length of stay in Greece.The statistical analysis of the data revealed that students of Greek as a second language have motivation, with the most important one the attitude toward language learning and its community. In addition the ideal self and instrumentality promotion were proved strong motives. Regarding the strategies we showed that students more frequently choose social strategies followed by metacognitive, cognitive and compensation strategies. As to the relationship between motivation and strategies, it was demonstrated that motivation was significantly associated with every type of strategies while the strongest correlation was observed between the strategies and the ideal self, all the attitudes and the instrumentality promotion. Finally, it turned out that while the type of language-learning program affects the choice of language learning strategies, the language level, gender and the length of stay in Greece do not.Στόχος της διατριβής είναι η διερεύνηση των κινήτρων και των στρατηγικών γλωσσικής εκμάθησης κατά την εκμάθηση της Ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας. Τα ερευνητικά ερωτήματα αφορούν τον προσδιορισμό των κινήτρων των μαθητών που μαθαίνουν Ελληνικά στην Ελλάδα και των στρατηγικών που αυτοί επιλέγουν κατά την γλωσσική εκμάθηση. Εκτός από την εξέταση των κινήτρων και των στρατηγικών, αντικείμενο της διατριβής αποτελεί η διερεύνηση της μεταξύ τους σχέσης αλλά και την σχέσης κινήτρων και στρατηγικών με παράγοντες, όπως το είδος του προγράμματος γλωσσκής εκμάθησης, το γλωσσικό επίπεδο ή το χρονικό διάστημα παραμονής στην Ελλάδα.Για την μελέτη των κινήτρων υιοθετήθηκε το πρότυπο L2 Motivational Self System (L2MSS, Dörnyei 2005) μέσα στο οποίο τα κίνητρα προσεγγίζονται μέσω της έννοιας του Εαυτού. Στο L2MSS διακρίνoνται τρία συστατικά των κινήτρων: ο Ιδανικός Εαυτός, ο Υποχρεωτικός Εαυτός και η εμπειρία από την γλωσσική εκμάθηση. Σε συνδυασμό με τα παραπάνω βασικά συστατικά του προτύπου υιοθετούνται, επίσης, οι έννοιες Προαγωγική και Αποτρεπτική Λειτουργικότητα που αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες στο L2MSS. Το σχήμα για τα κίνητρα στην παρούσα διδακτορική διατριβή συμπληρώνεται με τις Στάσεις απέναντι στην κοινότητα της Γ2 κατ’αναλογία με το τρίτο συστατικό των κινήτρων, την εμπειρία από την γλωσσική εκμάθηση. Οι στάσεις απέναντι στην κοινότητα της Γ2 αξιολογήθηκαν ως σημαντικός παράγοντας κινήτρου εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της παρούσας έρευνας που συνδέονται με το αντικείμενό της. Αντικείμενο της έρευνας είναι η εκμάθηση μιας γλώσσας ως δεύτερης και όχι η εκμάθηση μιας γλώσσας με όρους ξένης, περίπτωση για την οποία έχει σχεδιαστεί και εφαρμοστεί το L2MSS. Κρίθηκε, λοιπόν, απαραίτητη η αξιολόγηση των Στάσεων απέναντι στην κοινότητα της Γ2 ως κινήτρων για την γλωσσική εκμάθηση. Ως θεωρητικό πλαίσιο για τις στρατηγικές γλωσσικής εκμάθησης επιλέχθηκε η ταξινόμηση της Oxford (1990) σύμφωνα με την οποία διακρίνονται δύο γενικές κατηγορίες στρατηγικών (άμεσες, έμμεσες) και έξι είδη στρατηγικών (μνημονικές, γνωστικές, αντισταθμιστικές, μεταγνωστικές, συναισθηματικές, κοινωνικές). Για τους ερευνητικούς σκοπούς της διδακορικής διατριβής σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε ποσοτική έρευνα. Η συλλογή των ερευνητικών δεδομένων προέκυψε μέσω της συμπλήρωσης ξεχωριστών ερωτηματολογίων για τα κίνητρα και τις στρατηγικές. Το δείγμα αποτέλεσαν 280 ενήλικοι αλλόγλωσσοι μαθητές που συμμετείχαν σε διαφορετικά προγράμματα γλωσσικής εκμάθησης της Ελληνικής και διέφεραν ως προς ένα συνολο χαρακτηριστικών (π.χ. Γ1, ηλικία, χρονικό διάστημα παραμονής στην Ελλάδα).Από την στατιστική επεξεργασία των δεδομένων προέκυψε ότι οι μαθητές της Ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας διαθέτουν κίνητρα με σημαντικότερο τις στάσεις απέναντι στην γλωσσική εκμάθηση και την γλωσσική κοινότητα. Ο ιδανικός εαυτός και η προαγωγική λειτουργικότητα αποδείχθηκαν επίσης ισχυρά κίνητρα. Ως προς τις στρατηγικές αποδείχθηκε ότι οι μαθητές στο δείγμα επιλέγουν συχνότερα κοινωνικές στρατηγικές με τις μεταγνωστικές, γνωστικές και αντισταθμιστικές στρατηγικές να αποτελούν τις επόμενες επιλογές τους. Ως προς την σχέση κινήτρων και στρατηγικών βρέθηκε ότι τα κίνητρα συνδέονται σημαντικά με κάθε είδος στρατηγικών ενώ η ισχυρότερη συσχέτιση παρατηρείται ανάμεσα στις στρατηγικές και τον ιδανικό εαυτό, το σύνολο των στάσεων και την προαγωγική πλευρά της λειτουργικότητας. Τέλος, αποδείχθηκε ότι το είδος του προγράμματος γλωσσικής εκμάθησης συνδέεται σημαντικά με την επιλογή στρατηγικών γλωσσικής εκμάθησης ενώ αντίθετα το γλωσσικό επίπεδο, το φύλο και η διάρκεια παραμονής στην Ελλάδα δεν φαίνεται να επηρεάζουν την επιλογή στρατηγικών γλωσσικής εκμάθησης
Κίνητρα και στρατηγικές εκμάθησης των μαθητών της Ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας
Στόχος της διατριβής είναι η διερεύνηση των κινήτρων και των στρατηγικών γλωσσικής εκμάθησης κατά την εκμάθηση της Ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας. Τα ερευνητικά ερωτήματα αφορούν τον προσδιορισμό των κινήτρων των μαθητών που μαθαίνουν Ελληνικά στην Ελλάδα και των στρατηγικών που αυτοί επιλέγουν κατά την γλωσσική εκμάθηση. Εκτός από την εξέταση των κινήτρων και των στρατηγικών, αντικείμενο της διατριβής αποτελεί η διερεύνηση της μεταξύ τους σχέσης αλλά και την σχέση κινήτρων και στρατηγικών με παράγοντες, όπως το είδος του προγράμματος γλωσσκής εκμάθησης, το γλωσσικό επίπεδο ή το χρονικό διάστημα παραμονής στην Ελλάδα.
Για την μελέτη των κινήτρων υιοθετήθηκε το πρότυπο L2 Motivational Self System (L2MSS, Dörnyei 2005) μέσα στο οποίο τα κίνητρα προσεγγίζονται μέσω της έννοιας του εαυτού. Στο L2MSS διακρίνoνται τρία συστατικά των κινήτρων: ο ιδανικός εαυτός, ο υποχρεωτικός εαυτός και η εμπειρία από την γλωσσική εκμάθηση. Σε συνδυασμό με τα παραπάνω βασικά συστατικά του προτύπου υιοθετούνται, επίσης, οι έννοιες προαγωγική και αποτρεπτική λειτουργικότητα που αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες στο L2MSS. Το σχήμα για τα κίνητρα στην παρούσα διδακτορική διατριβή συμπληρώνεται με τις στάσεις απέναντι στην κοινότητα της Γ2 κατ’αναλογία με το τρίτο συστατικό των κινήτρων, την εμπειρία από την γλωσσική εκμάθηση. Οι στάσεις απέναντι στην κοινότητα της Γ2 αξιολογήθηκαν ως σημαντικός παράγοντας κινήτρου εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της παρούσας έρευνας που συνδέονται με το αντικείμενό της. Αντικείμενο της έρευνας είναι η εκμάθηση μιας γλώσσας ως δεύτερης και όχι η εκμάθηση μιας γλώσσας με όρους ξένης, περίπτωση για την οποία έχει σχεδιαστεί και εφαρμοστεί το L2MSS. Κρίθηκε, λοιπόν, απαραίτητη η αξιολόγηση των στάσεων απέναντι στην κοινότητα της Γ2 ως κινήτρων για την γλωσσική εκμάθηση. Ως θεωρητικό πλαίσιο για τις στρατηγικές γλωσσικής εκμάθησης επιλέχθηκε η ταξινόμηση της Oxford (1990) σύμφωνα με την οποία διακρίνονται δύο γενικές κατηγορίες στρατηγικών (άμεσες, έμμεσες) και έξι είδη στρατηγικών (μνημονικές, γνωστικές, αντισταθμιστικές, μεταγνωστικές, συναισθηματικές, κοινωνικές).
Για τους ερευνητικούς σκοπούς της διδακορικής διατριβής σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε ποσοτική έρευνα. Η συλλογή των ερευνητικών δεδομένων προέκυψε μέσω της συμπλήρωσης ξεχωριστών ερωτηματολογίων για τα κίνητρα και τις στρατηγικές. Το δείγμα αποτέλεσαν 280 ενήλικοι αλλόγλωσσοι μαθητές που συμμετείχαν σε διαφορετικά προγράμματα γλωσσικής εκμάθησης της Ελληνικής και διέφεραν ως προς ένα συνολο χαρακτηριστικών (π.χ. Γ1, ηλικία, χρονικό διάστημα παραμονής στην Ελλάδα).
Από την στατιστική επεξεργασία των δεδομένων προέκυψε ότι οι μαθητές της Ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας διαθέτουν κίνητρα με σημαντικότερο τις στάσεις απέναντι στην γλωσσική εκμάθηση και την γλωσσική κοινότητα. Ο ιδανικός εαυτός και η προαγωγική λειτουργικότητα αποδείχθηκαν επίσης ισχυρά κίνητρα. Ως προς τις στρατηγικές αποδείχθηκε ότι οι μαθητές στο δείγμα επιλέγουν συχνότερα κοινωνικές στρατηγικές με τις μεταγνωστικές, γνωστικές και αντισταθμιστικές στρατηγικές να αποτελούν τις επόμενες επιλογές τους. Ως προς την σχέση κινήτρων και στρατηγικών βρέθηκε ότι τα κίνητρα συνδέονται σημαντικά με κάθε είδος στρατηγικών ενώ η ισχυρότερη συσχέτιση παρατηρείται ανάμεσα στις στρατηγικές και τον ιδανικό εαυτό, το σύνολο των στάσεων και την προαγωγική πλευρά της λειτουργικότητας. Τέλος, αποδείχθηκε ότι το είδος του προγράμματος γλωσσικής εκμάθησης συνδέεται σημαντικά με την επιλογή στρατηγικών γλωσσικής εκμάθησης ενώ αντίθετα το γλωσσικό επίπεδο, το φύλο και η διάρκεια παραμονής στην Ελλάδα δεν φαίνεται να επηρεάζουν την επιλογή στρατηγικών γλωσσικής εκμάθησης.The aim of the dissertation is to investigate the motivation and the learning strategies when learning Greek as a second language. The research questions try to identify the motives for students who learn Greek in Greece and the language learning strategies they choose. In addition this dissertation explores the relationship between motivation and language learning strategies as well as their correlation to factors such as the type of the language learning program, the level of language proficiency and the length of stay in Greece.
In order for the motives to be studied, the L2 Motivational Self-System was adopted (L2MSS, Dörnyei 2005). The motivation is approached through the concept of the self. The L2 Motivational Self-System consists of the following three components: ideal self, ought-to ideal self and learning experience. Moreover, the concept of instrumentality promotion and instrumentality prevention were adopted as later additions to L2MSS. The motivation scheme in this dissertation is completed with the attitudes toward L2 community in accordance to the third component of the model, the L2 learning experience.
Attitudes toward L2 community were identified as an important motivation factor due to the particular characteristics of this research, related to its subject. The subject of the dissertation is learning a language as a second rather than learning a language in terms of foreign one, for which the L2MSS was proposed and applied. Therefore it was necessary to assess the attitudes towards the L2 community as motivation for language learning. The Oxford (1990) taxonomy of language learning strategies was chosen. Oxford divides language learning strategies into two main classes, direct and indirect, which are further subdivided into 6 categories (memory, cognitive, compensation, metacognitive, affective and social strategies).
For the research purposes of this thesis quantitative research was designed and conducted. Data were collected by completing separate questionnaires on motivation and learning strategies. 280 adult foreign students who participated in different Greek language learning programs constituted the study group. They differed in several features such as age and length of stay in Greece.
The statistical analysis of the data revealed that students of Greek as a second language have motivation, with the most important one the attitude toward language learning and its community. In addition the ideal self and instrumentality promotion were proved strong motives. Regarding the strategies we showed that students more frequently choose social strategies followed by metacognitive, cognitive and compensation strategies. As to the relationship between motivation and strategies, it was demonstrated that motivation was significantly associated with every type of strategies while the strongest correlation was observed between the strategies and the ideal self, all the attitudes and the instrumentality promotion. Finally, it turned out that while the type of language-learning program affects the choice of language learning strategies, the language level, gender and the length of stay in Greece do not
Cost-Effectiveness of Varenicline Versus Bupropion, Nicotine-Replacement Therapy, and Unaided Cessation in Greece
Background: Varenicline was designed to relieve symptoms of nicotine
withdrawal, including cigarette craving, and to block the reinforcing
effects of continued nicotine use. The cost-effectiveness of varenicline
in some countries has not been studied.
Objective: The aim of this study was to compare the cost-effectiveness
of varenicline to that of bupropion, nicotine-replacement therapy (NRT),
and unaided cessation in the Greek health care setting. The analysis
takes into account a societal security (third-party payer) perspective.
Methods: To perform the analyses of the benefits of smoking cessation in
terms of smoking-related morbidity, mortality, and associated medical
costs, a Markov model was used that simulated the progress of a
hypothetical cohort of current smokers making a single attempt to quit
smoking at the beginning of the timeframe of the analysis. The
robustness of the results was assessed using a series of 1-way
sensitivity analyses.
Results: Varenicline was associated with the potential prevention of
14.1, 14.2, and 35.1 additional cases of the 4 smoking-related diseases
incorporated into the model, per 1000 smokers willing to quit, versus
bupropion, NRT, and unaided cessation, respectively. Potentially avoided
smoking-related deaths with varenicline were estimated at 3.24, 3.26,
and 7.5 per 1000 quitters versus the 3 comparators. Varenicline led to a
potential gain of 33.78, 33.91, and 83.97 QALYs per 1000 persons willing
to make a quit attempt versus the 3 comparators. Varenicline was
associated with cost-savings against both active comparators for the
lifetime horizon. Overall, the cost per additional quitter with
varenicline, considering only the costs of the smoking-cessation
strategy, was (sic)2659 ((sic)1015) for a lifetime horizon compared with
bupropion (NRT); however, when all direct costs were incorporated into
the analysis, varenicline was cost-saving.
Conclusion: The findings from the present study suggest that, compared
with the widely used treatment options bupropion and NRT, as well as
unaided cessation, varenicline may enhance smoking-cessation treatment
outcomes while substantially reducing the overall costs of smoking to
the health care system. (Clin Ther. 2012;34:1803-1814) (C) 2012 Elsevier
HS Journals, Inc. All rights reserved
Real-world Evidence for Adherence and Persistence with Atorvastatin Therapy
Atorvastatin, which has been approved by regulatory agencies for
primary- and secondary-prevention patients with dyslipidemia, has
historically been the most commonly prescribed statin and is now widely
available in generic formulations. Despite widespread statin usage, many
patients fail to attain recommended (LDL-C) targets. While several
factors impact the successful treatment of dyslipidemia, suboptimal
patient adherence is a major limiting factor to medication
effectiveness. In this narrative review we sought to investigate patient
adherence and persistence with atorvastatin in a real-world setting and
to identify barriers to LDL-C goal attainment and therapy outcomes
beyond the realm of clinical trials. Moreover, in light of growing
generic usage, we carried out targeted literature searches to
investigate the impact of generic atorvastatin availability on patient
adherence/persistence, and on lipid and efficacy outcomes, compared with
branded formulations. Unsurprisingly, real-world data suggest that
patient adherence/persistence to atorvastatin is suboptimal, but few
studies have attempted to address factors impacting adherence. Data from
studies comparing adherence/persistence in patients prescribed branded
or generic atorvastatin are limited and show no clear evidence that
initiation of a specific preparation of atorvastatin impacts
adherence/persistence. Furthermore, results from studies comparing
adherence/persistence of patients who switched from the branded to the
generic drug are conflicting, although they do suggest that switching
may negatively impact adherence over the long term. Additional
real-world studies are clearly required to understand potential
differences in adherence and persistence between patients initiating
treatment with branded versus generic atorvastatin and, moreover, the
factors that influence adherence. Targeted education initiatives and
additional research are needed to understand and improve patient
adherence in a real-world setting
The potential long-term impact of the COVID-19 outbreak on patients with non-communicable diseases in Europe: consequences for healthy ageing
The early stages of the COVID-19 pandemic have focused on containing SARS-CoV-2 infection and identifying treatment strategies. While controlling this communicable disease is of utmost importance, the long-term effect on individuals with non-communicable diseases (NCD) is significant. Although certain NCDs appear to increase the severity of COVID-19 and mortality risk, SARS-CoV-2 infection in survivors with NCDs may also affect the progression of their pre-existing clinical conditions. Infection containment measures will have substantial short- and long-term consequences; social distancing and quarantine restrictions will reduce physical activity and increase other unhealthy lifestyles, thus increasing NCD risk factors and worsening clinical symptoms. Vitamin D levels might decrease and there might be a rise in mental health disorders. Many countries have made changes to routine management of NCD patients, e.g., cancelling non-urgent outpatient visits, which will have important implications for NCD management, diagnosis of new-onset NCDs, medication adherence, and NCD progression. We may have opportunities to learn from this unprecedented crisis on how to leverage healthcare technologies and improve procedures to optimize healthcare service provision. This article discusses how the COVID-19 outbreak and related infection control measures could hit the most frail individuals, worsening the condition of NCD patients, while further jeopardizing the sustainability of the healthcare systems. We suggest ways to define an integrated strategy that could involve both public institutional entities and the private sector to safeguard frail individuals and mitigate the impact of the outbreak