301 research outputs found

    Feline leishmaniosis due to Leishmania infantum (syn. L. chagasi)

    Get PDF
    Από τις αρχές του 20ου αιώνα έχουν καταγραφεί, σε διάφορες περιοχές, περιστατικά φυσικής μόλυνσης τηςγάτας από οκτώ τουλάχιστον είδη του γένους Leishmania. Για τις μεσογειακές χώρες, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η μόλυνσηαπό την L. infantum, που είναι το αίτιο της λεϊσμανίωσης του σκύλου και της σπλαγχνικής ή δερματικής λεϊσμανίασης τουανθρώπου και για τις οποίες η γάτα θα μπορούσε να αποτελεί «δευτερογενή δεξαμενή» του παρασίτου. Αν και το ποσοστότων μολυσμένων γατών μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να ξεπερνά ακόμη και το 60%, τα συμπτωματικά ζώα είναι σπάνια,επειδή η γάτα είναι ανθεκτικότερη στη λεϊσμανίωση σε σύγκριση με το σκύλο. Οι μολυσμένες, όμως, γάτες ενδέχεται ναεμφανίσουν δερματικές και οφθαλμικές αλλοιώσεις ή/και συμπτώματα από διάφορα εσωτερικά όργανα. Τα έλκη και τα οζίδιαπου εντοπίζονται κατά κύριο λόγο στα βλεννογονοδερματικά όρια, το επιρρίνιο, το πρόσωπο και τα πτερύγια των αυτιώνείναι οι δερματικές εκείνες αλλοιώσεις που εμφανίζονται συχνότερα στην πράξη. Λιγότερο συχνές είναι η αποφολιδωτικήδερματίτιδα και η ποδοδερματίτιδα, ενώ άγνωστο παραμένει εάν για τις βλατίδες, τις εφελκίδες και την αλωπεκία, που έχουνπαρατηρηθεί σε ορισμένα μολυσμένα ζώα, θα μπορούσε πράγματι να ενοχοποιηθεί η λεϊσμανίωση. Στις οφθαλμικές αλλοιώσειςπεριλαμβάνονται η επιπεφυκίτιδα, η (ελκώδης) κερατίτιδα, η πρόσθια και οπίσθια ραγοειδίτιδα, η χοριοαμφιβληστροειδίτιδακαι η πανοφθαλμίτιδα. Από τα συμπτώματα και τις παθολογικές καταστάσεις από τα εσωτερικά όργανα, τα μόνα που θαμπορούσαν να αποδοθούν στη λεϊσμανίωση της γάτας είναι η περιφερική λεμφαδενομεγαλία, η σπληνομεγαλία, η ηπατομεγαλίακαι η νεφρίτιδα που ενδέχεται να οδηγήσει σε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια. Από τα εργαστηριακά ευρήματα, το πλέον χαρακτηριστικόείναι η υπερσφαιριναιμία που συνήθως είναι πολυκλωνική και σπανιότερα μονοκλωνική. Η λεϊσμανίωση της γάταςσυχνά συνυπάρχει με πολλά άλλα νοσήματα και παθήσεις, που θα μπορούσαν να μεταβάλουν την κλινική εικόνα και ενδεχομένωςνα καταστείλουν το ανοσοποιητικό σύστημα των μολυσμένων ζώων. Όπως και στο σκύλο, η διάγνωση της λεϊσμανίωσης στηγάτα στηρίζεται στην αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (PCR), την κυτταρολογική, ιστοπαθολογική και ανοσοϊστοχημικήεξέταση, την καλλιέργεια σε ειδικά υποστρώματα και τις ορολογικές εξετάσεις. Όλες οι παραπάνω διαγνωστικές μέθοδοιπαρουσιάζουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, ενώ η ευαισθησία τους ποικίλλει ανάλογα με το διαθέσιμο βιολογικό υλικόκαι την τεχνική που εφαρμόζεται κάθε φορά. Η κυτταρολογική, ιστοπαθολογική ή/και ανοσοϊστοχημική εξέταση από το μυελότων οστών, τα λεμφογάγγλια, τη σπλήνα, τις δερματικές και τις οφθαλμικές αλλοιώσεις στοχεύει στην ανίχνευση των αμαστιγοφόρων μορφών, που όταν βρεθούν, η μόλυνση αποδεικνύεται πέρα από κάθε αμφιβολία. Οι ορολογικές εξετάσεις, ανάλογαμε τη μεθοδολογία και το όριο διαχωρισμού, υποεκτιμούν ή υπερεκτιμούν την πραγματική συχνότητα της μόλυνσης σε γάτεςπου ζουν σε περιοχές στις οποίες η νόσος ενδημεί. Με την PCR, που ανιχνεύει το DNA του παρασίτου στο μυελό των οστών,τα λεμφογάγγλια, τη σπλήνα, το δέρμα και ενδεχομένως το περιφερικό αίμα, φαίνεται ότι εξυπηρετούνται καλύτερα οι επιζωοτιολογικες μελέτες. Μέχρι σήμερα η θεραπευτική αντιμετώπιση της λεϊσμανίωσης της γάτας στηρίζεται κυρίως στημακροχρόνια χορήγηση της αλλοπουρινόλης, σε συνδυασμό με τη θεραπεία των νοσημάτων και των παθήσεων που ενδεχομένωςσυνυπάρχουν.From the beginning of the 20th century, feline infections by at least eight different Leishmania species have been sporadically reported, worldwide. In the Mediterranean countries, feline infection imposed by L. infantum, the aetiological agent of canine leishmaniosis and human visceral and cutaneous leishmaniasis, is of particular importance, because cats may represent a "secondary reservoir" of the parasite in the nature. Although the prevalence of the infection may be as high as 60%, most infected cats are resistant and remain asymptomatic, while only occasionally, they may present cutaneous and/or ocular lesions, and perhaps systemic clinical signs. In feline leishmaniosis, ulcers and nodules, usually localized at mucocutaneous junctions, planum nasale, face and ear pinnae, constitute the mainstream of cutaneous lesions. In a small number of cases, exfoliative dermatitis and pododermatitis have been noted, whereas a cause-and-effect relationship, between feline leishmaniosis and the presence of papules, crusts and generalized alopecia remains speculative. Ocular lesions, such as those associated with conjunctivitis, (ulcerative) keratitis, posterior or anterior uveitis, chorioretinitis and panopthalmitis are relatively common. The only systemic signs that have been constantly associated with feline leishmaniosis are peripheral lymphadenomegaly, splenomegaly, hepatomegaly and chronic nephritis that may lead to chronic renal failure. The most consistent laboratory abnormality is hyperglobulinaemia that is usually polyclonal. Feline leishmaniosis can co-exist with various other infectious and non-infectious diseases that may alter its clinical picture and/or influence the immunological response of the infected cat. Diagnosis is usually based on the results of cytology,histopathology, immunohistochemistry, culture, serology and polymerase chain reaction (PCR). Apart from the advantages and limitations inherent to each of these methods, their diagnostic value depends on many factors, such as the biological sample being used, the reagents and the particular technique employed. Leishmania amastigotes can be detected by applying bone marrow, lymph node, spleen, cutaneous and ocular cytology, histopathology, and/or immunohistochemistry, which are 100% specific. Serology may underestimate or even overestimate the frequency of the infection in the endemic areas, depending on the methodology and the cut-off value, whereas PCR, that can be performed on the tissues mentioned before, plus the peripheral blood may be a better option for epidemiological studies. Although a uniformly effective treatment for symptomatic cats has not been established yet, long-term allopurinol administration, along with the management of any concurrent diseases, is the only treatment to suggest at moment
    corecore