18 research outputs found
The clash of the Titans: financial and housing wealth effects on consumption
Διπλωματική εργασία--Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, 2017.In this paper, we examine and compare the effects of the financial and housing wealth on consumption. By using quarterly data from the United States economy, we investigate the impact of financial and housing wealth on consumption. Based on the seminal paper of Case, Quigley and Shiller (2013) and expanding the sample size by including the periods from the first quarter of 2012 to the first quarter of 2016, we found that stock market wealth has a greater impact on consumption than housing wealth. Specifically, in our basic model that was utilized in the present study, the elasticity was 0.064 for stock wealth and 0.045 for housing respectively. These results are not in agreement with the ones obtained by Case, Quigley and Shiller. In a next stage, we divided our data into two groups, based on the calculated United States average income: a) in the first group were included the 26 States with the highest average income, from 1975 to 2016, according to the Federal Reserve Economic Data, and b) in the second group, the 25 States with income below the United States average. Finally, all the above process was repeated only for the period 1986-2016. The results showed that for the top 26 States stock wealth effects were greater than housing effects, whereas the effects for the U.S. states with a lower income were the opposite. The results proved to be more robust for the sample period between 1986 and 2016
Δοκίμια για την κατανάλωση, τον πλούτο και την αβεβαιότητα
Inspiring by macroeconomics trends in investigating household behavior, we examine the household consumption, wealth and uncertainty in US. Our main objective in this study is to investigate the consumption behavior and the role of the two types of wealth (housing and financial wealth) through the years. Further, our second objective is to measure uncertainty that affects households. We construct two types of uncertainty. The first uncertainty measure is constructed by the volatility of a multivariate GARCH model and the second uncertainty measure is constructed by a FAVAR model under the Bayesian method. Our third objective is to investigate consumption through seasonal fluctuations. This is another aspect that many economists follow. We investigate fluctuations of consumption under the functional data analysis to explore how innovations and uncertainty shift the consumption pattern. The world has experience different types of innovations (the development of stock market worldwide and the dependence of households’ wealth on them, the rise of well-equipped firms by Information Technology, and the internet expansion). Innovations definitely involve much risk and uncertainty, while the New Economy, the crisis of 2008 and the pandemic of COVID-19 made households live under uncertainty and cope with economic shocks. Hence, we couldn’t investigate consumption without considering housing wealth, financial wealth and uncertainty as important determinants of households behavior. This dissertation consists of six chapters. The second chapter deals with wealth effects by adding the ten-year treasury constant maturity rate in the Keynesian function, by using cointegration methods. This option raises a number of key questions. Is the long-term interest rate a determinant of spending in unconventional monetary policy? Does this tool of monetary policy affect consumption behavior? The third chapter measures the long run uncertainty of consumption, housing wealth and financial wealth, by estimating a GARCH-DCC model. The fourth chapter measures the macroeconomic uncertainty by adding household data to provide an index that represents household uncertainty, adopting the Bayesian method of FAVAR. Further we provide evidence for impulse responses of consumption, personal income, housing wealth and financial wealth to a 20% rise in uncertainty in the 50 US states and DC. In the fifth chapter we focus on the consumption index and provide evidence that seasonality might be an important factor in explaining household consumption. Here we use the functional analysis approach. In the sixth chapter we conclude. For the empirical analysis of the second and third chapter we use the software of STATA and for the fourth and fifth chapter, the programming and numeric computing platform of MATLAB.Εμπνευσμένοι από τις μακροοικονομικές τάσεις στη διερεύνηση της συμπεριφοράς των νοικοκυριών, εξετάζουμε την κατανάλωση, τον πλούτο και την αβεβαιότητα των νοικοκυριών στις ΗΠΑ. Ο κύριος στόχος μας σε αυτή τη μελέτη είναι να διερευνήσουμε την καταναλωτική συμπεριφορά και τον ρόλο των δύο τύπων πλούτου (κατοικίας και χρηματοοικονομικού πλούτου) μέσα στα χρόνια. Επιπλέον, ο δεύτερος στόχος μας είναι να μετρήσουμε την αβεβαιότητα που επηρεάζει τα νοικοκυριά. Κατασκευάζουμε δύο τύπους αβεβαιότητας. Το πρώτο μέτρο αβεβαιότητας κατασκευάζεται από τη μεταβλητότητα ενός πολυμεταβλητού μοντέλου GARCH και το δεύτερο μέτρο αβεβαιότητας κατασκευάζεται από ένα μοντέλο FAVAR με τη μέθοδο Bayes. Ο τρίτος μας στόχος είναι να διερευνήσουμε την κατανάλωση μέσω εποχιακών διακυμάνσεων. Αυτή είναι μια άλλη πτυχή που ακολουθούν πολλοί οικονομολόγοι. Διερευνούμε τις διακυμάνσεις της κατανάλωσης στο πλαίσιο της ανάλυσης λειτουργικών δεδομένων για να διερευνήσουμε πώς οι καινοτομίες και η αβεβαιότητα μετατοπίζουν το πρότυπο κατανάλωσης. Ο κόσμος έχει εμπειρία διαφορετικών τύπων καινοτομιών (η ανάπτυξη του χρηματιστηρίου παγκοσμίως και η εξάρτηση του πλούτου των νοικοκυριών από αυτά, η άνοδος καλά εξοπλισμένων εταιρειών από την Πληροφορική και η επέκταση του Διαδικτύου). Οι καινοτομίες εμπεριέχουν σίγουρα μεγάλο ρίσκο και αβεβαιότητα, ενώ η Νέα Οικονομία, η κρίση του 2008 και η πανδημία του COVID-19 έκαναν τα νοικοκυριά να ζουν σε συνθήκες αβεβαιότητας και να αντιμετωπίζουν οικονομικούς κλυδωνισμούς. Ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσαμε να διερευνήσουμε την κατανάλωση χωρίς να λάβουμε υπόψη τον πλούτο των κατοικιών, τον οικονομικό πλούτο και την αβεβαιότητα ως σημαντικούς καθοριστικούς παράγοντες της συμπεριφοράς των νοικοκυριών.Η παρούσα διπλωματική εργασία αποτελείται από έξι κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο κάνει μια μικρή εισαγωγή στα περιεχόμενα της διατριβής, το δεύτερο κεφάλαιο ασχολείται με τις επιδράσεις του πλούτου προσθέτοντας το σταθερό επιτόκιο ληκτότητας δεκαετούς δημοσίου στην κεϋνσιανή συνάρτηση, χρησιμοποιώντας μεθόδους συνολοκλήρωσης. Αυτή η επιλογή εγείρει μια σειρά από βασικά ερωτήματα. Είναι το μακροπρόθεσμο επιτόκιο καθοριστικός παράγοντας των δαπανών στη μη συμβατική νομισματική πολιτική; Αυτό το εργαλείο της νομισματικής πολιτικής επηρεάζει την καταναλωτική συμπεριφορά; Το τρίτο κεφάλαιο μετρά τη μακροπρόθεσμη αβεβαιότητα της κατανάλωσης, του στεγαστικού πλούτου και του χρηματοοικονομικού πλούτου, εκτιμώντας ένα μοντέλο GARCH-DCC. Το τέταρτο κεφάλαιο μετράει τη μακροοικονομική αβεβαιότητα προσθέτοντας δεδομένα για τα νοικοκυριά για να παράσχει έναν δείκτη που αντιπροσωπεύει την αβεβαιότητα των νοικοκυριών, υιοθετώντας τη μέθοδο Bayes του FAVAR.Επιπλέον, παρέχουμε στοιχεία για παρορμητικές αντιδράσεις της κατανάλωσης, του προσωπικού εισοδήματος, του πλούτου των κατοικιών και του χρηματοοικονομικού πλούτου σε μια αύξηση 20% στην αβεβαιότητα στις 50 πολιτείες των ΗΠΑ και στο DC. Στο πέμπτο κεφάλαιο εστιάζουμε στον δείκτη κατανάλωσης και παρέχουμε στοιχεία ότι η εποχικότητα μπορεί να είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την εξήγηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών. Εδώ χρησιμοποιούμε την προσέγγιση της λειτουργικής ανάλυσης. Στο έκτο κεφάλαιο καταλήγουμε σε ορισμένα συμπεράσματα. Για την εμπειρική ανάλυση του δεύτερου και του τρίτου κεφαλαίου χρησιμοποιούμε το λογισμικό του STATA και για το τέταρτο και πέμπτο κεφάλαιο, την πλατφόρμα προγραμματισμού και αριθμητικών υπολογιστών του MATLAB
Determination of bioassays and biomarkers for the evaluation of reclaimed effluents running from municipal wastewater treatment plants
The main aim of this thesis was the assessment of bioassays and biomarkers that do not reflect toxicity, but are able to estimate wastewater treatment effectiveness (different methods of disinfection and tertiary treatment) through total effluent’s activity in in vitro and in vivo systems. The determination of physicochemical and microbiological characteristics of the effluents revealed ozonation, combined with tertiary treatment or not, as the most effective process to improve the quality of the effluent. It is also proved that wet sterilization by autoclave leads to a significant reduction of the chemical as well as the microbial load of all the effluents. Furthermore, high levels of endotoxin were detected in the secondary treated samples while their removal depended on the treatment method applied. In vitro experiments revealed the mitogenic response of primary mouse spleenocytes as well as the cytokines produced (IL-1, IL-10 and TNFα), as a sensitive bioassay and biomarker respectively, able to detect in the effluents the presence and the activity of endotoxin, even in very low levels. Furthermore, MTT viability assay applied in HepG2 cells was successfully used to determine the effectiveness of effluent disinfection and tertiary treatment. HepG2 cells, cultured in media prepared with effluents, were activated and their metabolic activity increased. In vivo experimentation showed that water administration (depending on the treatment performed), induced pathoanatomical corruptions, leading to gut barrier perturbation, as well as, increased the number of enterocytes producing or expressing homeostatic parameters associated with the gastrointestinal mucosa. The effect of reclaimed water, observed in gut mucosa, could be transferred in blood cells. Our experiments showed that reclaimed water containing pollutants is able to activate intracellular homeostatic mechanisms in the mononuclear blood cells. This activation results in the induction of stress proteins, such as a1-acid glycoprotein (AGP) and metallothionein (MT), as well as post-translational modifications, such as AGP glycosylation and MT polymerism. On the other hand, the administration of reclaimed water doesn’t seem to induce a systemic acute phase response, since the levels of the acute phase proteins (AGP, CRP, a1-antitrypsin, albumin) are not affected. The above data indicate the sensitivity of the gut mucosa and the post-transcriptional modifications in the evaluation of the reclaimed water. The successive application of the above in vitro and in vivo systems is proposed in order to estimate the total effect of the reclaimed water. Furthermore, the results of this thesis show that the bioassays and biomarkers should be used in combination in order to assess liquid environmental samples since different components of the samples affect different systems.Στόχος της διατριβής ήταν ο προσδιορισμός ευαίσθητων βιοδεικτών και βιοδοκιμών, που δεν σχετίζονται με τοξικότητα, αλλά είναι ικανοί να εκτιμήσουν την αποτελεσματικότητα της επεξεργασίας των εκροών, που προέκυψαν έπειτα από την εφαρμογή μεθόδων απολύμανσης και τριτοβάθμιας επεξεργασίας, μέσω της συνολικής τους δράσης σε in vitro και in vivo συστήματα. Ο προσδιορισμός των φυσικοχημικών και μικροβιολογικών χαρακτηριστικών των εκροών έδειξε ότι ο οζονισμός με ή χωρίς τριτοβάθμια επεξεργασία αποτελεί την αποτελεσματικότερη μέθοδο, από αυτές που δοκιμάστηκαν και βρίσκονται σε εφαρμογή σήμερα, για τη βελτίωση της ποιότητας των εκροών. Στη διατριβή αυτή παρουσιάζονται αποτελέσματα που δείχνουν ότι η υγρή αποστείρωση των επεξεργασμένων δειγμάτων σε αυτόκαυστο αποτελεί μία μέθοδο που μειώνει σημαντικά τόσο το χημικό όσο και το μικροβιολογικό φορτίο των εκροών. Παρουσιάζονται επίσης αποτελέσματα που δείχνουν την παρουσία υψηλών επιπέδων ενδοτοξίνης στις δευτερογενώς επεξεργασμένες εκροές, η απομάκρυνση της οποίας εξαρτάται από τη μέθοδο επεξεργασίας που εφαρμόζεται. Ο in vitro πειραματισμός ανέδειξε τη μιτογονική απόκριση των πρωτογενών σπληνοκυττάρων ποντικού και τις κυτοκίνες (IL-1, IL-10 και TNFα) που παράγονται ως κατάλληλη και ευαίσθητη βιοδοκιμή ή βιοδείκτη αντίστοιχα, ικανών να προσδιορίζουν την παρουσία και δράση της ενδοτοξίνης στις εκροές ακόμη και μετά από μεγάλη αραίωσή τους εκεί που άλλες μέθοδοι προσδιορισμού τοξικότητας αδυνατούν. Επιπλέον, in vitro πειράματα προσδιορισμού της βιωσιμότητας των κυττάρων ηπατικής προέλευσης, της σειράς HepG2, μέσω του μεταβολισμού του ΜΤΤ, ανέδειξαν αυτή τη μέθοδο επίσης ως μία ευαίσθητη βιοδοκιμή για της εκτίμηση της ποιότητας των επεξεργασμένων εκροών. Η καλλιέργεια των HepG2 σε θρεπτικό υλικό που παρασκευάστηκε με ανακτημένο νερό εκροών οδήγησε σε διέγερση των κυττάρων και αύξηση της μεταβολικής τους δραστηριότητας. Ο in vivo πειραματισμός έδειξε ότι η χορήγηση των παραπάνω αποστειρωμένων δειγμάτων σε επίμυες προκαλεί αύξηση του αριθμού των κυττάρων που παράγουν ή εκφράζουν παραμέτρους που σχετίζονται με την ομοιόσταση του γαστρεντερικού βλεννογόνου. Η επίπτωση στον εντερικό βλεννογόνο είναι δυνατό να μεταφερθεί στο αίμα και τα πειράματά μας έδειξαν ότι το ανακτημένο νερό εκροής που φέρει φορτίο μπορεί να ενεργοποιήσει τόσο την αύξηση ενδοκυτταρικών πρωτεϊνών καταπόνησης όπως της α1-όξινης γλυκοπρωτεΐνης (AGP) και της μεταλλοθειονίνης (MT) όσο και σε μετα-μεταφραστικές αλλαγές τους όπως του βαθμού γλυκοσυλίωσης της AGP ή του πολυμερισμού της μεταλλοθειονίνης MT. Από την άλλη, δεν έδειξε να διεγείρει το ήπαρ και να επάγει μία γενικευμένη απόκριση οξείας φάσης, εφόσον τα επίπεδα των πρωτεϊνών οξείας φάσης. που προσδιορίστηκαν (AGP, AT, CRP, αλβουμίνη) δε μεταβάλλονται. Το γεγονός αυτό ενισχύει την ευαισθησία χρησιμοποίησης του εντερικού βλεννογόνου αλλά και της μετα-μεταφραστικής αλλαγής σε πρωτεΐνες καταπόνησης για την αξιολόγηση της ποιότητας του ανακτημένου νερού εκροής. Προτείνεται η διαδοχική εφαρμογή των παραπάνω in vitro και in vivo δοκιμών και παρέχεται έτσι η δυνατότητα της συνολικής εκτίμησης της επίπτωσης του ανακτημένου νερού, ανεξάρτητα από τα επιμέρους συστατικά του, δίνοντας μία σαφέστερη εικόνα όσον αφορά την ποιότητα και την καταλληλότητά του. Ακόμη, δεδομένου ότι κάθε ένα από τα συστήματα που εφαρμόστηκε εμφανίζει διαφορετική ευαισθησία σε διαφορετικά συστατικά του κάθε δείγματος, για την απόκτηση μιας ολοκληρωμένης εικόνας θα πρέπει οι παραπάνω βιοδείκτες και βιοδοκιμές να εφαρμόζονται σε συνδυασμό και όχι μεμονωμένα
Immunization with recombinant prion protein leads to partial protection in a murine model of TSEs through a novel mechanism.
Transmissible spongiform encephalopathies are neurodegenerative diseases, which despite fervent research remain incurable. Immunization approaches have shown great potential at providing protection, however tolerance effects hamper active immunization protocols. In this study we evaluated the antigenic potential of various forms of recombinant murine prion protein and estimated their protective efficacy in a mouse model of prion diseases. One of the forms tested provided a significant elongation of survival interval. The elongation was mediated via an acute depletion of mature follicular dendritic cells, which are associated with propagation of the prion infectious agent in the periphery and in part to the development of humoral immunity against prion protein. This unprecedented result could offer new strategies for protection against transmissible encephalopathies as well as other diseases associated with follicular dendritic cells
Recognition of PrP on the cell surface.
<p>Transgenic DT40 cells expressing PrP on their surface were stained with sera from 4 mice immunized with agPrP+FA (red, green, purple and cyan histograms) (A) or from 6 mice immunized with sPrP+DnaK+FA (red, green, purple, cyan, orange and brown histograms) (B), to evaluate recognition of PrP on the cell surface. Indigo; 6H4 staining, red negative control (secondary antibody only). Differences in the modes of the histograms between agPrP+FA and sPrP+DnaK+FA mice are statistically significant (T-test, P = 0.330).</p
Sera from sPrP+DnaK mice recognize total PrPSc and sPrP in western blots.
<p>A. 2.5 mg brain equivalent from terminally ill mice were blotted with 6H4 (lanes 1, 2), serum from a mouse immunized with sPrP+DnaK (lanes 3, 4) or with the secondary antibody alone (lanes 5, 6), prior (lanes 1, 3, 5) or ensuing (lanes 2, 4, 6) PrP<sup>Sc</sup> enrichment. B. sPrP (1 µg) was blotted with serum from a mouse immunized with sPrP+DnaK (lane 7) or the secondary antibody alone (lane 8).</p
sPrP is recognized with the immune sera in ELISAs.
<p>Sera from mice immunized with sPrP+FA, sPrP+DnaK+FA, PrP-DnaK+FA. agPrP+FA or FA alone were tested for their ability to recognize sPrP in ELISA in a 1∶100 (<i>v/v</i>) dilution. Each point corresponds to one individual. Line: average value; dotted line OD<sub>405</sub>. of the positive control antibody (6H4, 0.2 µg/ml).</p