14 research outputs found
In vitro Inhibition of Biofilm Formation on Silicon Rubber Voice Prosthesis: Α Systematic Review and Meta-Analysis
Introduction: Biofilm formation on voice prostheses is the primary reason for their premature implant dysfunction. Multiple strategies have been proposed over the last decades to achieve inhibition of biofilm formation on these devices. The purpose of this study was to assess the results of the available in vitro biofilm inhibition modalities on silicone rubber voice prostheses. Methods: We conducted a systematic search in PubMed, Embase, and the Cochrane Central Register of Controlled Trials databases up to February 29, 2020. A total of 33 in vitro laboratory studies investigating the efficacy of different coating methods against Candida, Staphylococcus, Streptococcus, Lactobacilli, and Rothia biofilm growth on silicone rubber medical devices were included. Subgroup analysis linked to the type of prevention modality was carried out, and quality assessment was performed with the use of the modified CONSORT tool. Results: Data from 33 studies were included in qualitative analysis, of which 12 qualified for quantitative analysis. For yeast biofilm formation assessment, there was a statistically significant difference in favor of the intervention group (standardized mean difference [SMD] = −1.20; 95% confidence interval [CI] [−1.73, −0.66]; p < 0.0001). Subgroup analysis showed that combined methods (active and passive surface modification) are the most effective for biofilm inhibition in yeast (SMD = −2.53; 95% CI [−4.02, −1.03]; p = 0.00001). No statistically significant differences between intervention and control groups were shown for bacterial biofilm inhibition (SMD = −0.09; 95% CI [−0.68, 0.46]; p = 0.65), and the results from the subgroup analysis found no notable differences between the surface modification methods. After analyzing data on polymicrobial biofilms, a statistically significant difference in favor of prevention methods in comparison with the control group was detected (SMD = −2.59; 95% CI [−7.48, 2.31]; p = 0.30). Conclusions: The meta-analysis on biofilm inhibition demonstrated significant differences in favor of yeast biofilm inhibition compared to bacteria. A stronger inhibition with the application of passive or combined active and passive surface modification techniques was reported
Ανάπτυξη καινοτόμων βιομηχανικών προϊόντων εκβολής με προσθήκη πρεβιοτικών ινών- φυτικών και ζωικών τροφίμων. Μελέτη των ιδιοτήτων τους
115 σ.Ο σύγχρονος τρόπος ζωής έχει στρέψει όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον των καταναλωτών στην κατανάλωση «έτοιμων» προϊόντων- σνακ, τα οποία όμως ταυτόχρονα διατηρούν τα διατροφικά τους χαρακτηριστικά. Επίσης, τα τελευταία χρόνια μεγάλη έμφαση έχει δοθεί στη Μεσογειακή διατροφή, καθώς επίσης και στην κατανάλωση φυτικών συστατικών, τα οποία προάγουν την υγεία. Βασικό συστατικό της Μεσογειακής διατροφής αποτελούν τα φρούτα και τα λαχανικά, τα οποία είναι μια σπουδαία πηγή φυτικών ινών, βιταμινών, μετάλλων και άλλων θρεπτικών συστατικών. Συνεπώς εμφανίζεται η αγοραστική ανάγκη για «έτοιμα» προϊόντα που προσαρμόζονται στο εν λόγο σύγχρονο τρόπο ζωής και συνάμα συνδυάζουν τις υγιεινές διατροφικές αξίες με ευχάριστη γεύση και υφή. Η εκβολή είναι μια διεργασία τροφίμων, η οποία μπορεί να παράγει μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων- σνακ με τα παραπάνω χαρακτηριστικά από απλές πρώτες ύλες. Η αποδοχή των προϊόντων αυτών από μέρους των καταναλωτών βασίζεται στο σωστό σχεδιασμό των ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν την ποιότητά τους.
Ο πρώτος στόχος της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η μελέτη της επίδρασης των παραμέτρων της διεργασίας και των χαρακτηριστικών της πρώτης ύλης στις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά ποιότητας των τροφίμων εκβολής με πρόσθετο το πρεβιοτικό ινουλίνη. Για το σκοπό αυτό παρήχθησαν προϊόντα εκβολής κάτω από διάφορες συνθήκες εκβολής, συμπεριλαμβανομένων της θερμοκρασίας εκβολής, Τ (140, 160 και 180°C) και της ταχύτητας περιστροφής των κοχλιών του εκβολέα, R (150, 200 και 250rpm). Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιήθηκαν μίγματα ρυζάλευρου, νερού (υγρασία Χ 14, 17 και 20%) και σκόνης ινουλίνης σε συγκέντρωση αναλογίας στο μείγμα, C=5, 10 και 15%.
Ο δεύτερος στόχος της εν λόγο διπλωματικής εργασίας είναι η παραγωγή καινοτόμων προϊόντων εκβολής με βάση το ρυζάλευρο και προσθήκη φυτικών και ζωικών τροφίμων, όπως η φράουλα, η πιπεριά, το μήλο, μήλο συνδυασμένο με κανέλα, η πάπρικα, το μπέικον και ο παστουρμάς. Για το σκοπό αυτό παρήχθησαν προϊόντα εκβολής σε σταθερές συνθήκες εκβολής (θερμοκρασίας εκβολής, Τ=180°C, ταχύτητας περιστροφής των κοχλιών του εκβολέα, R=150 rpm, για προϊόντα με πρόσθετο το μπέικον και R=250rpm για όλα τα υπόλοιπα). Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιήθηκαν μίγματα ρυζάλευρου, νερού (υγρασία 14%) και αποξηραμένης, μέσω της διεργασίας της ξήρανσης υπό κατάψυξη, σκόνης των παραπάνω φυτικών και ζωικών τροφίμων σε διάφορες συγκεντρώσεις αναλογίας, από 2- 15%.
Για τα προϊόντα εκβολής με πρόσθετο την ινουλίνη μελετήθηκαν οι δομικές ιδιότητες (φαινόμενη πυκνότητα, πραγματική πυκνότητα, συντελεστής διόγκωσης, πορώδες), οι ιδιότητες υφής (μέγιστη τάση , μέγιστη παραμόρφωση, μέτρο ελαστικότητας, αριθμός θραύσεων), οι λειτουργικές ιδιότητες (ικανότητα απορρόφησης νερού και ελαίου και ικανότητα διαλυτότητας σε νερό), οι οπτικές ιδιότητες (μεταβολή χρώματος), οι θερμικές ιδιότητες (θερμοκρασία υαλώδους μετάπτωσης με χρήση DSC), οι φυσικοχημικές ιδιότητες (ισόθερμες ρόφησης με μαθηματική προτυποποίηση GAB) και τέλος τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά (εμφάνιση, γεύση, υφή, ολική αποδοχή).
Για τα καινοτόμα προϊόντα εκβολής μελετήθηκαν οι δομικές ιδιότητες (φαινόμενη πυκνότητα, πραγματική πυκνότητα, συντελεστής διόγκωσης, πορώδες), οι ιδιότητες υφής (μέγιστη τάση , μέγιστη παραμόρφωση, μέτρο ελαστικότητας, αριθμός θραύσεων) και τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά (εμφάνιση, γεύση, υφή, ολική αποδοχή).
Από τις μελέτες αυτές παρατηρήθηκε ότι η μεταβολή των παραμέτρων της διεργασίας (θερμοκρασία εκβολής και ταχύτητα περιστροφής κοχλιών) και των χαρακτηριστικών των πρώτων υλών (αναλογία υλικών τροφοδοσίας και περιεχόμενη υγρασία) είναι καθοριστικής σημασίας για τα χαρακτηριστικά και την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων.The growing consumer demand for healthy snacks has turned the interest of industry and research in the development of new ready-to-eat products, enriched with dietary fibers. Inulin is a soluble fiber with a neutral taste that promotes the good function of the intestine.
Rice flour extrudates were produced under various extrusion temperatures, screw speeds, feed moisture concentrations and inulin replacement levels. The objective of this study was to investigate the effect of the material characteristics and the extrusion conditions on the structural, textural, functional, optical and sensorial properties of the extrudates.
Simple mathematical models were used for properties’ correlation with process conditions and through regression analysis it was revealed that there is a significant effect of extrusion temperature, screw speed, feed moisture content and inulin concentration on the final properties.Κωνσταντίνος Τσόκολαρ Τσικόπουλο
Incidental finding of unilateral complete duplication of ureter in a patient with large ureteric calculus obstructing both left limbs
Duplication of the ureter is a common congenital malformation, which unfortunately may be accompanied by unpleasant and challenging pathologies. Hereby, a rare case of a patient with obstructive urolithiasis secondary to undiagnosed complete ureteral duplication is presented. A single large calculus in the vesicoureteral junction was obstructing both duplicated ureters. The aim of this article was to discuss both the challenges arising from this clinical entity and the diagnostic approaches. In such complicated cases combined with suspected pyelonephritis or severe hydronephrosis, the option of an urgent lithotripsy should be considered. The obstructed orifices are often inflammatory, hindering their stenting. Asymptomatic and undiagnosed patients with completely duplicated ureters are prone to severe complications. Thus, early screening of these patients is an imperative need for the clinician
Cytoreductive nephrectomy for synchronous metastatic renal cell carcinoma. Is there enough evidence?
Objective: To assess the role of Cytoreductive Nephrectomy for synchronous metastatic Renal Cell Carcinoma patients in the Systemic Therapy era and beyond regarding the Overall Survival, the optimal sequence between Systemic Therapy and Cytoreductive Nephrectomy and prognostic factors.
Methods: The systematic review was conducted in accordance with the PRISMA guidelines. Bibliographic search was performed in Medline (PubMed), ClinicalTrials.gov, and Cochrane Library-Cochrane Central Register of Controlled Trials (CENTRAL). Studies included were those indexed from 2005 in an attempt to limit those conducted in the cytokine era. Risk of bias assessment was performed by two authors (K.S and T.L) using the Cochrane Collaborative Risk of Bias tool for randomized trials, the Cochrane Risk Of Bias In Non-randomized Studies of Interventions (ROBINS-I) tool for nonrandomized studies.
Results: Cytoreductive nephrectomy was associated with improved overall survival in all but one of the observational studies. While in all of these studies the unvariable analysis showed improved overall survival in favor of the cytoreductive nephrectomy group in some studies the subgroup analysis showed no benefit. Regarding the optimal sequence, deferred cytoreductive nephrectomy demonstrated better results in more studies than upfront cytoreductive nephrectomy but a advantage was not clearly certain. In the analysis of possible prognostic factors for overall survival with cytoreductive nephrectomy, most common prognostic factors found were age (in 8 studies), tumor histology (in 7 studies), number of metastasis (in 6 studies), and T stage.
Conclusions: Cytoreductive nephrectomy can still play an important role in wisely selected patients, although the role of cytoreductive nephrectomy in the new immunotherapy era needs to be defined
Radial Extracorporeal Shock Wave Therapy against Cutibacterium acnes Implant-Associated Infections: An in Vitro Trial
Background: Antibiotic management of low-virulent implant-associated infections induced by Cutibacterium acnes may be compromised by multi-drug resistance development, side effects, and increased cost. Therefore, we sought to assess the effects of shock wave therapy against the above pathogen using an in vitro model of infection. Methods: We used a total of 120 roughened titanium alloy disks, simulating orthopedic biomaterials, to assess the results of radial extracorporeal shock wave therapy (rESWT) against C. acnes (ATCC 11827) biofilms relative to untreated control. In particular, we considered 1.6 to 2.5 Bar with a frequency ranging from 8–11 Hz and 95 to 143 impulses per disk to investigate the antibacterial effect of rESWT against C. acnes planktonic (free-floating) and biofilm forms. Results: Planktonic bacteria load diminished by 54% compared to untreated control after a 1.8-bar setting with a frequency of 8 Hz and 95 impulses was applied (median absorbance (MA) for intervention vs. control groups was 0.9245 (IQR= 0.888 to 0.104) vs. 0.7705 (IQR = 0.712 to 0.864), respectively, p = 0.001). Likewise, a statistically significant reduction in the amount of biofilm relative to untreated control was documented when the above setting was considered (MA for treatment vs biofilm control groups was 0.244 (IQR= 0.215–0.282) and 0.298 (IQR = 0.247–0.307), respectively, p = 0.033). Conclusion: A 50% biofilm eradication was documented following application of low-pressure and low-frequency radial shock waves, so rESWT could be investigated as an adjuvant treatment to antibiotics, but it cannot be recommended as a standalone treatment against device-associated infections induced by C. ances
Comment on Oldrini et al. PHILOS Synthesis for Proximal Humerus Fractures Has High Complications and Reintervention Rates: A Systematic Review and Meta-Analysis. Life 2022, 12, 311
We read the paper published by Oldrini, L.M. et al. (2022) [...
The impact of tyrosol and shock wave treatment on C. acnes biofilms on titanium disks simulating orthopaedic implants: in vitro study
Previous studies have shown that Cutibacterium acnes is the most frequently isolated pathogen after shoulder arthroplasty. To address the burden of periprosthetic joint infections associated with this pathogen, new methods are necessary for the prevention and treatment of infections. The aim of this study was to investigate the impact of tyrosol against Cutibacterium acnes growth on titanium disks and the results of radial shock wave therapy against established C. acnes biofilms. Additionally, we compared the diagnostic accuracy between dithiothreitol (DTT) and sonication in patients undergoing revision joint surgery with a meta-analysis, because, although effective periprosthetic joint infection diagnostic techniques have been developed, the optimal modality has yet to be determined. MIC and MBC values were calculated for tyrosol. The effect of tyrosol-loaded DAC hydrogel and that of soluble tyrosol against the C. acnes biofilms was assessed by means of the XTT assay. Combined efficacy of tyrosol and rifampicin was evaluated with checkerboard testing. The results of radial extracorporeal shock wave therapy at a pressure 1.6 - 2.5 bar with a frequency ranging from 8 - 11Hz and 95 - 143 impulses per implant on C. acnes growth were assessed. Concerning the meta-analysis, the databases of PubMed, Scopus, and CENTRAL were searched until November 9th 2021 to identify articles assessing the diagnostic potential of sonication and DTT in adult patients undergoing revision joint replacement. The quality of included papers was evaluated utilizing QUADAS-2 and QUADAS-C tools. Tyrosol MIC and MBC values were 63 mM (9 mg/mL) and 250 mM (35 mg/mL), respectively. In addition, hydrogel loaded with tyrosol 1Μ (597 mg/mL) was no more effective than control in reducing C. acnes biofilm formation (median absorbance [MAs] for tyrosol versus control were 0.12 [IQR, 0.11–0.13] versus 0.14 [IQR, 0.12-0.16], respectively; p = 0.076). In contrast, soluble tyrosol 1Μ (597 mg/mL) inhibited biofilm formation compared with control (MAs for tyrosol and control groups were 0.11 [IQR, 0.09–0.13] versus 0.13 [IQR, 0.12–0.14], p = 0.007). In addition, synergy between tyrosol and rifampicin was documented with FICI = 0.56. It should be noted that a statistically significant reduction in the amount of biofilm relative to untreated control was documented when a 1.8 bar pressure setting with a frequency of 8Hz and 95 impulses was applied (median absorbance [MA] for intervention vs control groups was 0.9245 [IQR= 0.888 to 0.104] vs 0.7705 [IQR= 0.712 to 0.864], respectively, p=0.001). Regarding meta-analysis, pooled data from five studies showed a diagnostic accuracy of 86.7% (95%CI 82.7% to 90.1%) for DTT, and 83.9% (95% CI 79.7% to 87.5%) for sonication. Although implant coating with tyrosol-loaded hydrogel did not diminish C. acnes biofilm development in vitro, soluble tyrosol 1Μ (597 mg/mL) exceeded the meaningful biofilm inhibition threshold of 80%. For the management of established biofilms, combinations of shock waves and antibiotics could result in higher eradication rates. It should be noted that meta-analysis revealed no clinically meaningful difference between the diagnostic potential of sonication and the chemical-based biofilm dislodgment methods.Tο κορυνοβακτηρίδιο της ακμής αποτελεί το συχνότερο μικρόβιο που ενοχοποιείται για περιπροθετικές λοιμώξεις μετά από αρθροπλαστική ώμου. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το κοινωνικοικονομικό πρόβλημα που απορρέει από τις επιπλοκές των περιπροθετικών λοιμώξεων, κρίνεται επιτακτική η ανάγκη για ανακάλυψη νέων, μη αντιβιοτικών μεθόδων πρόληψης και αντιμετώπισης. Σκοπός της διατριβής ήταν: 1) να αξιολογηθεί η δράση της υδατοδιαλυτής μορφής της τυροσόλης και της εμπλουτισμένης με τυροσόλη υδρογέλης έναντι του κορυνοβακτηριδίου της ακμής, καθώς και η συνέργεια της τυροσόλης με την ριφαμπικίνη, 2) να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των ακτινωτών κρουστικών υπερήχων έναντι του κορυνοβακτηριδίου της ακμής, και 3) να συγκριθεί η διαγνωστική ακρίβεια του υπερηχητικού λουτρού και της διθειοθρεϊτόλης σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε αναθεώρηση αρθροπλαστικής. Υπολογίστηκαν οι τιμές MIC και MBC για την τυροσόλη. Η αποτελεσματικότητα της εμπλουτισμένης με τυροσόλη υδρογέλης DAC και της υδατοδιαλυτής τυροσόλης παρουσία δίσκων τιτανίου μετρήθηκε με την ακολουθία XTT. Κατόπιν, αξιολογήθηκαν τα αποτελέσματα των ακτινωτών κρουστικών υπερήχων στο κορυνοβακτηρίδιο της ακμής, σε πίεση 1,6 - 2,5 bar, συχνότητα 8 - 11Hz και με 95 - 143 ώσεις ανά δίσκο. Επιπρόσθετα, μετά από αναζήτηση στο PubMed, στο Scopus και στο CENTRAL έως τις 9 Νοεμβρίου 2021, πραγματοποιήθηκε μια μετα-ανάλυση για την σύγκριση της διαγνωστικής ακρίβειας του υπερηχητικού λουτρού και της διθειοθρεϊτόλης σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε αναθεώρηση αρθροπλαστικής. Η ποιότητα των άρθρων αξιολογήθηκε με τα εργαλεία QUADAS-2 και QUADAS-C. Οι τιμές MIC και MBC για την τυροσόλη βρέθηκαν 63 mM (9 mg/mL) και 250 mM (35 mg/mL), αντίστοιχα. Η εμπλουτισμένη με τυροσόλη υδρογέλη 1M (597 mg/mL) δεν ήταν αποτελεσματική στην πρόληψη ανάπτυξης βιοϋμενίων [μέση οπτική απορρόφηση (ΜΟΑ) = 0,12 (ενδοτεταρτημοριακό εύρος = 0,11 έως 0,13) έναντι 0,14 για την ομάδα ελέγχου (ενδοτεταρτημοριακό εύρος = 0,12 έως 0,16), p = 0,076]. Η υδατοδιαλυτή μορφή της τυροσόλης 1M (597 mg/mL) ανέστειλε την ανάπτυξη βιοϋμενίων έναντι της ομάδας ελέγχου [ΜΟΑ = 0,11 (ενδοτεταρτημοριακό εύρος = 0,09 έως 0,13) έναντι 0,13 (ενδοτεταρτημοριακό εύρος = 0,12 έως 0,14), p = 0,007]. Επιπλέον, διαπιστώθηκε αθροιστική δράση μεταξύ της τυροσόλης και της ριφαμπικίνης με δείκτη αναστολής 0,56. Εξάλλου, παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική μείωση στο ποσοστό των βιοϋμενίων όταν εφαρμόστηκε συχνότητα 8Hz με 95 παλμούς και πίεση 1,8 bar [η MA για την ομάδα παρέμβασης έναντι της ομάδας ελέγχου ήταν 0,244 (ενδοτεταρτημοριακό εύρος = 0,215 έως 0,282) και 0,298 (ενδοτεταρτημοριακό εύρος = 0,247 έως 0,307), αντίστοιχα, p = 0,033]. Στην μετα-ανάλυση συμπεριλήφθηκαν 5 συγκριτικές μελέτες και η διθειοθρεϊτόλη είχε διαγνωστική ακρίβεια 86,7% (95%CI 82,7% έως 90,1%) έναντι 83,9% (95% CI 79,7% έως 87.5%) για το υπερηχητικό λουτρό. Παρόλο που η επικάλυψη με υδρογέλη με προσθήκη τυροσόλης δεν μείωσε σημαντικά την δημιουργία βιοϋμενίων σε συνθήκες in vitro, εντούτοις η υδατοδιαλυτή μορφή σε συγκέντρωση 596 mg/mL προκάλεσε μείωση μεγαλύτερη του 80% συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου. Παρατηρήθηκε μείωση της τάξης του 50% περίπου σε ήδη σχηματισθέντα βιοϋμένια μετά την εφαρμογή κρουστικών υπερήχων in vitro. Συνεπώς, η μέθοδος με τους ακτινωτούς κρουστικούς υπερήχους θα μπορούσε να συνδυαστεί με αντιβιοτική αγωγή στην κλινική πράξη. Αναφορικά με τα ευρήματα της μετα-ανάλυσης, δεν παρατηρήθηκε κλινικά σημαντική διαφορά μεταξύ του υπερηχητικού λουτρού και της διθειοθρεϊτόλης
A Journey into Animal Models of Human Osteomyelitis: A Review
Osteomyelitis is an infection of the bone characterized by progressive inflammatory destruction and apposition of new bone that can spread via the hematogenous route (hematogenous osteomyelitis (HO)), contiguous spread (contiguous osteomyelitis (CO)), and direct inoculation (osteomyelitis associated with peripheral vascular insufficiency (PVI)). Given the significant financial burden posed by osteomyelitis patient management, the development of new preventive and treatment methods is warranted. To achieve this objective, implementing animal models (AMs) of infection such as rats, mice, rabbits, avians, dogs, sheep, goats, and pigs might be of the essence. This review provides a literature analysis of the AMs developed and used to study osteomyelitis. Historical relevance and clinical applicability were taken into account to choose the best AMs, and some study methods are briefly described. Furthermore, the most significant strengths and limitations of each species as AM are discussed, as no single model incorporates all features of osteomyelitis. HO’s clinical manifestation results in extreme variability between patients due to multiple variables (e.g., age, sex, route of infection, anatomical location, and concomitant diseases) that could alter clinical studies. However, these variables can be controlled and tested through different animal models
Epithelioid hemangioma of the scapula treated with chemoembolization and microwave ablation: Α case report
Bone epithelioid hemangiomas are classified within benign vascular tumours but are commonly misdiagnosed as low-grade angiosarcomas or epithelioid hemangioendotheliomas. Current therapeutic interventions include various treatment options but local recurrence or distal lymph node involvement has been reported. We report a rare case of scapular epithelioid hemangioma that was initially treated using a combination of chemoembolization and microwave ablation. This combination has not been previously reported in the literature regarding the management of this tumour. A year after the first course of treatment, the tumour size has been reduced more than 70% and the patient has remarkable clinical improvement. Results reported in this case study demonstrated that combination of chemoembolization and microwave ablation is a feasible, safe and effective technique in the treatment of bone epithelioid hemangiomas. Even if the tumour is still present afterwards, a substantially smaller surgical excision will be needed. Keywords: Epithelioid hemangioma, Chemoembolization, Microwave ablation, Scapul
Antibacterial Potential of Essential Oils and Silver Nanoparticles against Multidrug-Resistant <i>Staphylococcus pseudintermedius</i> Isolates
Staphylococcus pseudintermedius is an emergent zoonotic agent associated with multidrug resistance (MDR). This work aimed to describe the antibacterial activity of four essential oils (EOs) and silver nanoparticles (AgNPs) against 15 S. pseudintermedius strains isolated from pyoderma. The four EOs, namely Rosmarinus officinalis (RO), Juniperus communis (GI), Citrus sinensis (AR), and Abies alba (AB), and AgNPs were used alone and in combination to determine the Minimum Inhibitory Concentration (MIC) and Minimum Bactericidal Concentration (MBC). All strains were MDR and methicillin-resistant. Among the antibiotic cohort, only rifampicin, doxycycline, and amikacin were effective. EOs’ chemical analysis revealed 124 compounds belonging to various chemical classes. Of them, 35 were found in AR, 75 in AB, 77 in GI, and 57 in RO. The monoterpenic fraction prevailed over the sesquiterpenic in all EOs. When EOs were tested alone, AB showed the lowest MIC followed by GI, AR, and RO (with values ranging from 1:128 to 1:2048). MBC increased in the following order: AB, AR, GI, and RO (with values ranging from 1:512 to 1:2048). MIC and MBC values for AgNPs were 10.74 mg/L ± 4.23 and 261.05 mg/L ± 172.74. In conclusion, EOs and AgNPs could limit the use of antibiotics or improve the efficacy of conventional therapies