13 research outputs found
ACADEMIC SELF-HANDICAPPING IN ADOLESCENCE: THE ROLE OF PERSONAL AND PERCEIVED CONTEXTUAL FACTORS
The present study aimed to investigate academic self-handicapping in secondary school students. A number of personal factors (achievement goal orientations, self-efficacy, self-esteem, strategy use and prior achievement) as well as students’ perceptions of contextual factors (perceived classroom and parent goals, teacher-student relationship) were tested as potential predictors of academic self-handicapping. A total of 392 7th and 9th graders were asked to complete a set of self-report questionnaires measuring all the above variables adjusted for mathematics. Path analysis indicated that (a) self-efficacy beliefs for mathematics was a negative predictor of academic-self-handicapping, (b) mastery goals negatively predicted self-handicapping via self-efficacy beliefs and (c) perceived teacher-student relationship and parent mastery goals were protective factors for academic self-handicapping via student mastery goals and self-efficacy beliefs. Findings are discussed in light of current theory and evidence, whereas educational implications and limitations are pointed out
Achievement goals for teaching and teacher efficacy: Their association with instructional practices
Στόχος της έρευνας ήταν η μελέτη των κινήτρων των Ελλήνων δασκάλων και η συμβολή τους στην υιοθέτηση λειτουργικών διδακτικών πρακτικών μέσα στην τάξη. Η έρευνα βασίστηκε στη Θεωρία των Στόχων Επίτευξης, όπως διαμορφώθηκε για τους εκπαιδευτικούς (Butler, 2007. 2012). Ειδικότερα, η μελέτη επικεντρώθηκε (α) στους προσανατολισμούς στόχων των εκπαιδευτικών για τη διδασκαλία (μάθησης, διδακτικής ικανότητας, αποφυγής εργασίας), (β) στις πεποιθήσεις της αποτελεσματικότητάς τους για το εκπαιδευτικό τους έργο, και (γ) στη συμβολή των δύο αυτών παραγόντων κινήτρου στις διδακτικές πρακτικές που εφαρμόζουν μέσα στην τάξη (προς τη μάθηση ή προς την επίδοση), όπως αυτές καταγράφονται μέσω των αυτο-αναφορών των εκπαιδευτικών. Στην έρευνα συμμετείχαν 151 εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στους οποίους χορηγήθηκαν ερωτηματολόγια αυτο-αναφοράς. Οι αναλύσεις έδειξαν ότι οι προσανατολισμοί στόχων των ίδιων των εκπαιδευτικών προβλέπουν τις αυτο-αναφερόμενες διδακτικές τους πρακτικές προς τη μάθηση ή προς την επίδοση. Επιπλέον, ο προσανατολισμός προς το στόχο της μάθησης προβλέπει τις αντίστοιχες διδακτικές πρακτικές τόσο άμεσα όσο και διαμέσου των πεποιθήσεων αποτελεσματικότητας για το εκπαιδευτικό τους έργο. Σημαντικές διαφορές στις υπό εξέταση μεταβλητές βρέθηκαν ως προς το φύλο με τις γυναίκες εκπαιδευτικούς να αναφέρουν ότι υιοθετούν διδακτικές πρακτικές προς τη μάθηση περισσότερο από ό,τι οι άνδρες συνάδελφοί τους. Τα ευρήματα συζητώνται υπό το φως της τρέχουσας βιβλιογραφίας σχετικά με τα κίνητρα των δασκάλων και τη συμβολή τους στα ακαδημαϊκά αποτελέσματα των μαθητών.The aim of the study was to investigate Greek primary school teachers’ motivation for teaching and their contribution to adaptive instructional practices. Achievement Goal Orientation Theory, as developed for teachers, was the framework of the study (Butler, 2007). In particular, the study focused on (a) teachers’ goal orientations for teaching (mastery, performance, work-avoidance), (b) their efficacy beliefs and (c) the contribution of the two above factors on self-reported instructional practices (mastery or performance oriented). A sample of 151 primary school teachers participated in the study. They were administered a set of self-report questionnaires measuring the study variables. Data analyses indicated that teachers’ goal orientations predict their self-reported instructional practices towards mastery or performance. Moreover, teachers’ mastery goal orientation predicted their instructional strategies towards mastery directly, as well as indirectly via efficacy beliefs. Gender differences were found with women reporting higher mastery instructional strategies. The findings are discussed in light of the current literature about teachers’ motivation and its contribution to student educational outcomes
Functional cognitive assessment scale (FUCAS): A new scale to assess executive cognitive function in daily life activities in patients with dementia and mild cognitive impairment
Background Several tests have been developed to examine performance of demented patients in daily life activities. However, most of them are based either on the subjective evaluation of performance by the patient him/herself, or on the reports of relatives. Functional Cognitive Assessment Scale (FUCAS) is a new reliable (a > 0.89 À 0.92) cognitivebehavioral scale that assesses executive function in daily life activities directly in patients with dementia. Aims This study aimed at testing FUCAS' internal consistency of items, criterion-related validity, interrater reliability, discriminative ability, and effect of age, sex, and education on FUCAS scores. Results Criterion-related validity was supported by significant correlations between FUCAS, CAMCOG, MMSE, and FRSSD. The interrater reliability of FUCAS' total score for two raters was r 0.997 and we found no significant effect of age, sex, or education on FUCAS' total performance. Discriminant analysis has identified that FUCAS was able to sufficiently discriminate the patients with MCI from those with moderate-severe dementia. Conclusion FUCAS is a useful and reliable diagnostic tool for MCI. Cognitive-behavioral assessment such as that provided by FUCAS can provide objective information that can serve to enhance the quality of clinical decision-making
Emotional understanding and awareness in school age: The contribution of children’s cognitive performance and their perceptions of parental warmth/coldness
Στόχος της παρούσας έρευνας ήταν η μελέτη της ανάπτυξης της κατανόησης συναισθημάτων και της συναισθηματικής επίγνωσης κατά τη σχολική ηλικία, καθώς και των σχέσεων των δύο παραπάνω μεταβλητών με τις γνωστικές επιδόσεις των παιδιών και την αντιλαμβανόμενη από αυτά γονεϊκή ζεστασιά / ψυχρότητα. Στην έρευνα συμμετείχαν 399 μαθητές και μαθήτριες δημοτικού σχολείου, ηλικίας 9 έως 12 ετών. Τους ζητήθηκε να απαντήσουν σε δέκα συναισθηματικά σενάρια, τα οποία διερευνούσαν την κατανόηση των συναισθημάτων της λύπης, της χαράς, της έκπληξης και της υπερηφάνειας, να συμπληρώσουν δύο ερωτηματολόγια αυτο-αναφοράς, τα οποία διερευνούσαν τη συναισθηματική επίγνωση και την αντιλαμβανόμενη μητρική και πατρική ζεστασιά / ψυχρότητα και να λύσουν μια συστοιχία έργων μαθηματικών και προτασιακού συλλογισμού, τα οποία μετρούσαν το γνωστικό τους επίπεδο. Στα δεδομένα εφαρμόστηκαν αναλύσεις διακύμανσης, συσχετίσεις και ανάλυση διαδρομών. Βρέθηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ των διαφορετικών ομάδων ηλικίας μόνον ως προς την κατανόηση της υπερηφάνειας, ενώ στατιστικώς σημαντικές διαφορές μεταξύ αγοριών και κοριτσιών σημειώθηκαν ως προς επιμέρους μεταβλητές της συναισθηματικής επίγνωσης προς όφελος των κοριτσιών. Συναισθηματικές μεταβλητές, γνωστικές επιδόσεις και αντιλαμβανόμενη γονεϊκή ζεστασιά / ψυχρότητα συσχετίστηκαν σε στατιστικώς σημαντικό βαθμό μεταξύ τους. Η αντιλαμβανόμενη μητρική ζεστασιά και πατρική ψυχρότητα προέβλεψαν τη συναισθηματική επίγνωση των παιδιών, ενώ η αντιλαμβανόμενη μητρική ψυχρότητα βρέθηκε στατιστικώς σημαντικός προγνωστικός παράγοντας της συναισθηματικής κατανόησης. Επιπλέον, οι γνωστικές επιδόσεις των παιδιών αποτέλεσαν σημαντικό διαμεσολαβητικό παράγοντα της σχέσης μεταξύ της αντιλαμβανόμενης μητρικής ψυχρότητας και της κατανόησης των συναισθημάτων.The aim of the present study was to examine the development of emotional understanding and emotional awareness during elementary school age and the relationships of the aforementioned variables with children’s cognitive performance and perceived parental warmth and coldness. A total of 399 elementary school students, 9 to 12 years old, participated in the study. They were asked to respond to ten emotional scenarios measuring understanding of emotions, fill in two self-report questionnaires measuring emotional awareness and perceived maternal and paternal warmth/coldness, as well us to solve a battery of mathematical thinking and deductive reasoning tasks tapping their cognitive level. Data were analyzed using ANOVAS, correlations and path analysis. Significant age effects were found, only in regard to pride, whereas significant gender effects were found in regard to some dimensions of emotional awareness in favor of girls. Emotional understanding and awareness, cognitive performance and perceived parental warmth/coldness were significantly correlated. Perceived maternal warmth and paternal coldness were direct significant predictors of children’s emotional awareness. Further, perceived maternal coldness predicted children’s emotional understanding, whereas children’s cognitive performance significantly mediated the relationship between perceived maternal coldness and emotional understanding
Adaption and Psychometric Evaluation of a Resilinece Measure in Greek Elementary School Students
This study aimed to adapt the Resilience Youth Development Module (RYDM) and assess its psychometric properties in terms of internal consistency and convergent validity in Greek elementary students. Participants (N = 346) completed a battery of self-report questionnaires, including the RYDM, School Connectedness Scale, and Strengths and Difficulties Questionnaire. Cronbach's alpha coefficients indicated that the reliability of the RYDM is satisfactory. The confirmatory factor analysis results demonstrated that the proposed structure, which derived from the explorative principal component analyses of the RYDM's internal and external assets, adequately fit the current data. Moreover, the canonical functions derived from the canonical correlation analysis provided evidence for the convergent validity of the RYDM. In conclusion, the RYDM is a psychometrically sound measure, and it can be applied to assess internal and external resilience assets in Greek school-aged children.Greek National FundEuropean Social Fun