45 research outputs found

    An experimental and CFD theoretical study of enhancing mass flux in flat plate direct contact membrane distillation

    No full text
    EThOS - Electronic Theses Online ServiceGBUnited Kingdo

    Εγκληματολογικές Όψεις του Βιασμού: Μια εμπειρική διερευνηση των μύθων του βιασμού

    No full text
    Το έγκλημα του βιασμού αποτελεί μία ακραία πράξη παραβίασης, μία κτηνώδης συμπεριφορά κατά της προσωπικότητας και της ελεύθερης βούλησης ενός ατόμου. Ο βιασμός αποτελεί ένα ευαίσθητο κοινωνικό ζήτημα. Βιασμό αποτελεί ο εξαναγκασμός κάποιου ατόμου από άλλο άτομο σε γενετήσια επαφή, η οποία επιτυγχάνεται με τη χρήση βίας ή την απειλή αυτής. Θύματα βιασμού δύναται να είναι και τα δύο φύλα, παραδοσιακά όμως το έγκλημα του βιασμού επικεντρώνεται στο γυναικείο φύλο. Ο βιασμός συγκαταλέγεται στα πιο ειδεχθή εγκλήματα ενώ από μελέτες έχει προκύψει το πόρισμα ότι δεν υπάρχουν κοινωνίες όπου ο βιασμός δεν τιμωρείται. Αρχικά ο βιασμός αποτέλεσε έγκλημα «έμφυλο», με αποκλειστικά θύματα γυναίκες και μόνο εκτός γάμου. Ο Ν.1419/1984, τροποποίησε το άρθρο 336 ΠΚ, καθιστώντας το βιασμό ως ένα «άφυλο» έγκλημα. Εν συνεχεία, με τη τροποποίηση του Ν.3500/2006, το έγκλημα του βιασμού άρχισε να υφίστατο ανεξαρτήτου ή όχι συζυγικής σχέσεως. Παρά τα ανωτέρω, το έγκλημα του βιασμού συνεχίζει να αποτελεί ένα «έμφυλο» έγκλημα, καθότι ως επί το πλείστον τελείται από άνδρες και στρέφεται κατά γυναικών. Εμπειρικές έρευνες έδειξαν πως υπάρχουν πλατιά διαδεδομένα στερεότυπα και μυθολογίες σχετικά με το έγκλημα του βιασμού, το δράστη και το θύμα του. Τα παραπάνω στερεότυπα είναι βαθιά ριζωμένα, τόσο στη συνείδηση των κοινωνών, όσο και στη συνείδηση των επίσημων φορέων του ποινικού συστήματος (εισαγγελείς, δικαστές, αστυνομικούς).Οι θυματοκεντρικές έρευνες έδειξαν πως οι μύθοι αυτοί δεν ανταποκρίνονται στη πραγματικότητα, αλλά αναπαράγουν μια πλασματική κοινωνική πραγματικότητα. Η παραπάνω μυθοπλαστική παραφιλολογία καθιστά αναγκαία την περαιτέρω επιστημονική διερεύνηση του εγκλήματος του βιασμού. Στόχο της εργασίας αποτελεί η ανάλυση των εγκληματολογικών όψεων του βιασμού και η αναπαράσταση των μύθων του βιασμού στη δικαστική κρίση, μέσα από εμπειρική έρευνα σε δικαστικές αποφάσεις και βουλεύματα. Στο πρώτο μέρος της εργασίας θα γίνει μία ανάλυση στην εγκληματολογική προσέγγιση της έμφυλης εγκληματικότητας και του βιασμού. Στη συνέχεια θα γίνει μία εννοιολογική οριοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού μία λεπτομερής αναφορά στις αιτιολογικές θεωρίες του βιασμού (φεμινιστικές, κοινωνιολογικές, ψυχολογικές και ανθρωπολογικές). Στο δεύτερο μέρος της παρούσας εργασίας θα πραγματοποιηθεί μία εκτενέστερη ανάλυση στη θυματολογία του βιασμού, στην ιδιαιτερότητα του θύματος, στην αντιμετώπιση του από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και στη δευτερογενή θυματοποίηση αυτού καθώς και στους μύθους που επικρατούν σχετικά με το έγκλημα του βιασμού. Στο τρίτο μέρος της παρούσας θα γίνει μία αναφορά στις ποινικές όψεις του εγκλήματος του βιασμού κατά τον νέο Ποινικό Κώδικα με έναυσμα και τις πρόσφατες αλλαγές του άρθρου 336 ΠΚ, στο προστατευόμενο έννομο αγαθό του εγκλήματος του βιασμού, στη διαδικασία και τα στάδια λήψεως αποφάσεως του θύματος για αναφορά του εγκλήματος στην αστυνομία καθώς και στην επιλογή του θύματος για δήλωση προς παύση της ποινικής δίωξης λόγω ενδεχόμενου σοβαρού ψυχικού τραυματισμού του από τη διεξαγωγή της δίκης. Τέλος, στο τέταρτο μέρος θα γίνει μία αναφορά σε προηγούμενες έρευνες που έχουν διεξαχθεί σχετικά με το έγκλημα του βιασμού και εν συνεχεία θα επιχειρηθεί μία έρευνα της γράφουσας σε δικαστικές αποφάσεις και κάποια βουλεύματα των τελευταίων δέκα ετών σχετικά με το έγκλημα του βιασμού. Βάσει του προαναφερθέντος υλικού θα γίνει μία απόπειρα επαλήθευσης ή μη των διαδεδομένων «μύθων» και στερεοτύπων σχετικά με το υπό εξέταση έγκλημα. Τελικός στόχος, βέβαια, είναι η συναγωγή, αν αυτό, φυσικά, είναι δυνατόν, κάποιων συμπερασμάτων σχετικά με τη στάση των λειτουργών της δικαιοσύνης απέναντι στα θύματα του βιασμού.Το έγκλημα του βιασμού αποτελεί μία ακραία πράξη παραβίασης, μία κτηνώδης συμπεριφορά κατά της προσωπικότητας και της ελεύθερης βούλησης ενός ατόμου. Ο βιασμός αποτελεί ένα ευαίσθητο κοινωνικό ζήτημα

    Epidemiological investigation of resistance in gram negative anaerobic infections and investigation of resistance mechanisms by means of phenotypic and molecular methodology

    No full text
    The purpose of the study was the investigation of the epidemiology and the resistance percentage and mechanisms of Gram negative anaerobic clinical isolates from patients of several tertiary hospitals in Athens. Material: A total of 330 Gram negative anaerobic bacteria were isolated from hospitals of Athens, during the period January 2003 - June 2006, and epidemiological and clinical information were collected for 206 of those: gender, age, ward type, duration of hospitalization, underlying disease, clinical manifestation, outcome, prior antimicrobial therapy, infection treatment, and microbiological data (clinical specimen, species identification, other pathogens from the same specimen). Methods: The isolation and identification of the isolates was performed according to routine protocols of each microbiology laboratory. Susceptibility testing to penicillin, cefoxitin, ticarcillin+clavulanic acid, piperacillin+tazobactam, clindamycin, imipenem, metronidazole, tetracycline and ertapenem was performed with E-test technique. Tigecycline and moxifloxacin MIC determination was performed with agar dilution. Presence of cfiA and nim genes, which are involved to the resistance mechanisms of carbapenems and metronidazole, respectively, was detected by a PCR method. Analysis of the clinical and epidemiological data was performed with the STATA 6.0 program. Results: From the 330 isolates, 196 were identified as Bacteroides fragilis group, 36 as non-fragilis Bacteroides spp., 62 as Prevotella spp., 19 as Fusobacterium spp., 7 as Porphyromonas spp. and 8 as Veillonella spp. The total resistance rates to penicillin, ticarcillin+clavulanic acid, piperacillin+tazobactam, cefoxitin, imipenem, clindamycin, metronidazole and tetracycline were are 79%, 1%, 1%, 9%, 0%, 23%, 3% and 55%, respectively. Bacteroides fragilis group rates were 96%, 3%, 2%, 14%, 1%, 22%, 0% and 63%, respectively. Bacteroides spp. non fragilis resistance rates were 86%, 0%, 0%, 2%, 0%, 27%, 0% and 70%, respectively. Prevotella spp. resistance rates were 62%, 0%, 0%, 0%, 0%, 22%, 12% και 39%, respectively. The overall resistance rates to ertapenem was 3.8%, whereas among Bacteroides fragilis group, Bacteroides spp. non fragilis and Prevotella spp. were 5,1%, 6,3% and 0%, respectively. The overall resistance rates to tigecycline was 3%, while among Bacteroides fragilis group, Bacteroides spp. non fragilis and Prevotella spp. were 3%, 11% and 0%, respectively. As far as moxifloxacin is concerned, MIC90 of all different groups (total, B. fragilis group, Bacteroides spp. non fragilis and Prevotella spp.) were >32mg/L. Nim genes were detected in both metronidazole resistant and susceptible isolates, as well as in all genus of Gram negative anaerobic bacteria. CfiA genes were found in 6 of 7 carbapenem resistant isolates and are considered the most common resistance mechanism concerning carbapenems, in this study. Among polymicrobial infections an association was detected between Staphylococcus and Prevotella spp., and between Enterobacteriaeae and Bacteroides spp. Indepedently associated risk factors for mortality from Gram negative anaerobic infections were haematological malignancy, solid organ neoplasm and bacteremia. Conclusions: Carbapenems, b-lactam+inhibitor and metronidazole are considered excellent therapeutic choices for the treatment of Gram negative anaerobic infections. Epidemiological and clinical differences were detected among cases of infections due to different Gram negative anaerobic species, differences that provide useful information for the optimization of the respective empirical treatment guidelines. At the same time, nim and cfiA genes which confer resistance to metronidazole and carbapenems, respectively were detectedΗ διερεύνηση της αντοχής Gram αρνητικών αναερόβιων μικροβίων απομονούμενων από ασθενείς νοσοκομείων που συμμετείχαν στην ‘Ομάδα μελέτης αναερόβιων λοιμώξεων από Gram αρνητικά βακτήρια’ σε συνήθεις αντιμικροβιακές ουσίες με αντι-αναερόβιο δράση, αλλά και σε νεότερα αντιμικροβιακά φάρμακα. Επίσης, η μελέτη των μηχανισμών αντοχής με μοριακές μεθόδους στα συχνότερα χρησιμοποιούμενα αντιμικροβιακά φάρμακα και η επιδημιολογική διερεύνηση της αντοχής, της λοίμωξης και της θνητότητας από τα σημαντικότερα γένη Gram αρνητικών αναερόβιων μικροβίων. Υλικό: Συνολικά 330 Gram αρνητικά αναερόβια βακτηρίδια απομονώθηκαν κατά την χρονική περίοδο Ιανουάριος 2003 - Ιούνιος 2006 από νοσοκομεία της Αττικής, εκ των οποίων συγκεντρώθηκαν κλινικές και επιδημιολογικές πληροφορίες για 206 Gram-αρνητικά μικρόβια: ονοματεπώνυμο του ασθενούς, η ηλικία και το φύλο, η κλινική και ο θάλαμος νοσηλείας, η διάρκεια νοσηλείας, η αιτία εισόδου, κλινικά στοιχεία της λοίμωξης (πχ. αν πρόκειται για βακτηριαιμία, πνευμονικό απόστημα, απόστημα ΚΝΣ, ενδοκοιλιακό απόστημα, απόστημα μαλακών μορίων, αν υπήρξαν επιπλοκές όπως χειρουργική επέμβαση, νοσηλεία στην ΜΕΘ, αν έλαβε θεραπεία για την αναερόβιο λοίμωξη και ποιά ήταν η έκβαση της λοίμωξης), οι προδιαθεσικοί παράγοντες της λοίμωξης (σακχαρώδης διαβήτης, ηπατική ανεπάρκεια, καρδιακή ανεπάρκεια, αιματολογική κακοήθεια, νεοπλασία συμπαγών οργάνων, αγγειοπάθεια, ανοσοκαταστολή, κάκωση/τραύμα και προηγούμενη αντιβιοθεραπεία) και στοιχεία του στελέχους (είδος κλινικού υλικού, συνυπάρχοντα παθογόνα μικρόβια, είδος μικροβίου και σύστημα ταυτοποίησης του). Μέθοδοι: Η απομόνωση των Gram αρνητικών αναερόβιων μικροβίων και η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των καλλιεργειών έγινε με βάση τα πρωτόκολλα της καθημερινής ρουτίνας του μικροβιολογικού εργαστηρίου, όπως αυτά εφάρμοζαν ή τροποποιούσαν δημοσιευμένες στην βιβλιογραφία μέθοδοι (146;114). Η δοκιμασία ευαισθησίας στα αντιβιοτικά πενικιλλίνη, κεφοξιτίνη, τικαρκιλλίνη+κλαβουλανικό οξύ, πιπερακιλλίνη+ταζομπακτάμη, κλινταμυκίνη, ιμιπενέμη, μετρονιδαζόλη, τετρακυκλίνη και ερταπενέμη έγινε με την μέθοδο E-test (AB Biodisk Solna, Sweden). Ο προσδιορισμός της ΕΑΠ στην τιγεκυκλίνη και μοξιφλοξασίνη έγινε με την μέθοδο αραιώσεων του αντιβιοτικού σε άγαρ (agar dilution). Έγινε ανίχνευση της αντοχής στις καρβαπενέμες, όπου στελέχη Bacteroides spp. με ΕΑΠ ?1 mg/L ελέγχθησαν για την παρουσία του γονιδίου cfiA με την μέθοδο της PCR. Επίσης, έγινε ανίχνευση της αντοχής στην μετρονιδαζόλη, όπου στελέχη με ΕΑΠ ?2 mg/L ελέγχθησαν για την παρουσία της ομάδας γονιδίων nim με PCR, καθώς και των αλληλουχιών εισόδου (IS στοιχεία) που προκαλούν ενεργοποίηση του nim γονιδίου. Τα κλινικά και επιδημιολογικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, αναλύθηκαν με το στατιστικό πρόγραμμα STATA 6.0. Τα δεδομένα περιγράφονται με την απόλυτη και τη σχετική συχνότητα, εκτός από την ηλικία που περιγράφεται με τη μέση τιμή και την τυπική απόκλιση. Για τον έλεγχο της σχέσης ποιοτικών μεταβλητών χρησιμοποιήθηκαν οι έλεγχοι χ2 και Fishers’ exact test. Για τη σύγκριση των μέσων τιμών της ηλικίας χρησιμοποιήθηκε ο έλεγχος Students’ t-test. Τα δεδομένα μοντελοποιήθηκαν με λογαριθμιστική ανάλυση παλινδρόμησης όπου παρουσιάζονται οι σχετικοί λόγοι συμπληρωματικών πιθανοτήτων με τα 95% διαστήματα εμπιστοσύνης τους (95% ΔΕ). Για τη σύγκριση αναλογιών μεταξύ των υποομάδων ποιοτικών μεταβλητών χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος Fishers’ exact test με τη διόρθωση κατά Bonferroni για πολλαπλές συγκρίσεις, σύμφωνα με την οποία το επίπεδο για την απόρριψη της μηδενικής υπόθεσης είναι 0,05/κ (κ=αριθμός συγκρίσεων). Τα επίπεδα σημαντικότητας είναι αμφίπλευρα και η στατιστική σημαντικότητα τέθηκε στο 0,05. Αποτελέσματα: Από τα 330 στελέχη, 196 στελέχη ανήκαν στην ομάδα Bacteroides fragilis, 36 ταυτοποιήθηκαν ως non-fragilis Bacteroides spp., 62 Prevotella spp., 19 Fusobacterium spp., 7 Porphyromonas spp. και 8 Veillonella spp. Τα ποσοστά αντοχής στο σύνολο των στελεχών στα αντιμικροβιακά πενικιλλίνη, τικαρκιλλίνη+κλαβουλανικό οξύ, πιπερακιλλίνη+ταζομπακτάμη, κεφοξιτίνη, ιμιπενέμη, κλινταμυκίνη, μετρονιδαζόλη και τετρακυκλίνη είναι 79%, 1%, 1%, 9%, 0%, 23%, 3% και 55%, αντιστοίχως. Τα ποσοστά αντοχής της ομάδας Bacteroides fragilis στα αντιμικροβιακά πενικιλλίνη, τικαρκιλλίνη+κλαβουλανικό οξύ, πιπερακιλλίνη+ταζομπακτάμη, κεφοξιτίνη, ιμιπενέμη, κλινταμυκίνη, μετρονιδαζόλη και τετρακυκλίνη ήταν 96%, 3%, 2%, 14%, 1%, 22%, 0% και 63% αντιστοίχως. Τα αντίστοιχα ποσοστά στα στελέχη Bacteroides spp. non fragilis ήταν 86%, 0%, 0%, 2%, 0%, 27%, 0% και 70%, ενώ στα στελέχη Prevotella spp. ήταν 62%, 0%, 0%, 0%, 0%, 22%, 12% και 39% αντιστοίχως. Η συνολική αντοχή στην ερταπενέμη βρέθηκε 3,8%, στην ομάδα Bacteroides fragilis 5,1%, στα στελέχη Bacteroides spp. non fragilis 6,3%, ενώ στο γένος Prevotella spp. 0%. Όσο αφορά την τιγεκυκλίνη, η αντοχή στο σύνολο των στελεχών που μελετήθηκαν ήταν 3%, ενώ τα στελέχη με ενδιάμεση ευαισθησία ανέρχονται σε 4%. Τα επιμέρους ποσοστά αντοχής στην ομάδα Bacteroides fragilis, στα στελέχη Bacteroides spp. non fragilis και στο γένος Prevotella spp. είναι 3%, 11% και 0% αντιστοίχως. Όσο αφορά την μοξιφλοξασίνη, η ΕΑΠ90 στο σύνολο των Gram αρνητικών μικροβίων, στην ομάδα Bacteroides fragilis, και στα στελέχη non-fragilis Bacteroides spp. και στο γένος Prevotella spp βρέθηκε >32mg/L

    Epidemiological characteristics of infections caused by Bacteroides, Prevotella and Fusobacterium species: A prospective observational study

    No full text
    In order to investigate differences among infections due to Gram-negative anaerobic bacteria (Bacteroides, Prevotella and Fusobacterium spp.), clinical, epidemiological, and microbiological data were collected and evaluated from 206 anaerobic infections. The most frequently isolated species was Bacteroides fragilis. The majority of the cases were intra-abdominal infections (49%) followed by skin and soft tissue infections (24.7%). Logistic regression analysis showed that Bacteroides spp. strains were more often isolated from intra-abdominal infections (p = 0.002), whereas Prevotella spp. were isolated more frequently from cases with shorter duration of hospitalization (p = 0.026), and less frequently from bloodstream infections (p = 0.049). In addition, Bacteroides spp. were associated with coinfection due to Enterobacteriaceae species (p = 0.007), whereas Prevotella spp. were associated with coinfection due to Staphylococcus spp. (p = 0.002). Patients with an infection due to B. fragilis, were more frequently admitted in a general surgical ward (p = 0.017), or have been treated with a 2nd generation cephalosporin before anaerobic infection onset (p = 0.05). Total mortality was 10.9% and was associated with bacteremia (p = 0.026), and hematological (p = 0.028), or solid organ malignancy (p = 0.007). Metronidazole resistance was detected only among Prevotella spp. (16.2%) and B. fragilis group (0.8%) isolates. In conclusion, this study indicated differences between infections due to the most frequently isolated Gram-negative anaerobic species, differences that may affect the design and implementation of empirical antimicrobial chemotherapy guidelines. © 2011 Elsevier Ltd

    Risk factors for coexistence of fluoroquinolone resistance and ESBL production among Enterobacteriaceae in a Greek University Hospital

    No full text
    The purpose of this study was to identify risk factors for fluoroquinolone resistance (QR) among ESBL-producing Enterobacteriaceae causing nosocomial infections. The study was conducted in Laikon General Hospital in Athens, Greece, during the period January 2004 - January 2005. Epidemiological and clinical data were collected from the medical charts of the patients diagnosed with nosocomial infections due to an ESBL-producing Enterobacteriaceae. QR was 60% among the 84 ESBL-producing Enterobacteriaceae isolates. Infection from QR-ESBL bacteria was associated with increased hospital stay (p=0.028); QR-ESBL bacteria were isolated later during hospitalization than fluoroquinolone susceptible (QS)-ESBL (p=0.089); factors associated with QR were immune-deficiency (p=0.047), previous use of carbapenems (p=0.08) and fluoroquinolones (p=0.067), and admission to the Transplantation Unit (p=0.047). In addition, QR-ESBL bacteria were more likely to be resistant to co-trimoxazole (p<0.001), gentamicin (p=0.054) and tobramycin (p=0.004). Logistic regression analysis indicated that admission to the transplantation unit was an independent risk factor for infection due to a QR-ESBL isolate. Results of this study question ciprofloxacin's usefulness as a valid alternative to carbapenems in our hospital for the treatment of infections due to ESBL-producing bacteria. In addition strategies for addressing the QR-ESBL situation should focus on limiting fluoroquinolone and carbapenem consumption and emphasize on barrier precautions in patients with longer hospitalization, immunosuppression, or admission to the transplantation unit. © E.S.I.F.T. srl - Firenze

    Moxifloxacin resistance is prevalent among Bacteroides and Prevotella species in Greece

    No full text
    Objectives: Moxifloxacin is recommended in the empirical treatment of infections involving Gram-negative anaerobes. However, current European data regarding its activity against anaerobic pathogens are limited. In order to evaluate its potency, we comparatively studied the activity of moxifloxacin against recently isolated Gram-negative anaerobes. Methods: Four hundred and ninety-five Gram-negative anaerobic clinical isolates (296 Bacteroides fragilis group, 58 non- fragilis Bacteroides spp. and 141 Prevotella spp.) were prospectively recovered in six Greek hospitals. Moxifloxacin MICs were determined in comparison with those of penicillin, piperacillin/tazobactam, cefoxitin, imipenem, metronidazole and clindamycin. Results: Overall moxifloxacin MIC50 and MIC90 were 2 and 32 mg/L, respectively. Based on the current CLSI breakpoints (susceptible, ≤2 mg/L; resistant, ≥8 mg/L), almost half of the total isolates (49%) were non-susceptible to moxifloxacin (32% resistant; 17% intermediate). This was more evident among the non- fragilis Bacteroides species, where 47% of the isolates were resistant and 14% intermediate to moxifloxacin. Species variation was noticed, with the highest non-susceptible rates detected among Prevotella oralis (90%), Prevotella bivia (80%), Bacteroides thetaiotaomicron (75%), Bacteroides uniformis (70%) and Bacteroides capillosus (67%) species. Among the 19 (4%) isolates that were metronidazole non-susceptible (MIC ≥ 16 mg/L), only 4 (21%) were additionally non-susceptible to moxifloxacin. Conclusions: High resistance rates to moxifloxacin among Bacteroides and Prevotella spp. were recorded, exceeding those previously reported in Europe and contraindicating its use as monotherapy for infections involving Gram-negative anaerobes without prior microbiological confirmation. For empirical usage, moxifloxacin should be combined with metronidazole in order to cover for these pathogens. © The Author 2008. Published by Oxford University Press on behalf of the British Society for Antimicrobial Chemotherapy. All rights reserved

    Two cases of infections due to multidrug-resistant Bacteroides fragilis group strains

    No full text
    Bacteroides fragilis group strains are still considered susceptible to most antimicrobial agents used for the treatment of infections caused by anaerobic organisms. We describe two cases of infections due to isolates simultaneously resistant to clindamycin, tetracycline, cefoxitin, piperacillin-tazobactam, and imipenem and, in one of the two cases, to metronidazole. Such infections, although still rare, do exist and tend to complicate treatment. Copyright © 2006, American Society for Microbiology. All Rights Reserved
    corecore