13 research outputs found

    Anxiety and Depression in Patients with Permanent Atrial Fibrillation: Prevalence and Associated Factors

    Get PDF
    Atrial fibrillation (AF) is an important public health problem that is increasing at an alarming rate, worldwide. The most common type is permanent AF followed by the paroxysmal and persistent AF. Purpose. This study was aimed at exploring anxiety and depression and the associated factors in patients with permanent AF. Materials and Methods. The sample of the study included 170 AF patients. Data collection was performed by the method of interview using the “Hospital Anxiety and Depression Scale” (HADS) to assess anxiety and depression and a questionnaire including patients’ characteristics. Results. 70% of the participants were men, and 32.4% were above 70 years old. Furthermore, 34.9% of the patients had high levels of anxiety, and 20.2% had high levels of depression. Anxiety levels were statistically significantly associated with gender p=0.022, age p=0.022, educational level p=0.025, years having the disease p=0.005, and relations with nursing staff p=0.040. Depression levels were statistically significantly associated with age p=0.037, degree of information of the state of health p<0.001, years having the disease p<0.001, and relations with medical staff p=0.041. Conclusions. Patients’ characteristics are associated with anxiety and depression and need to be evaluated when treating this frequently encountered arrhythmia

    Factors Affecting Health Related Quality of Life in Hospitalized Patients with Heart Failure

    Get PDF
    This study identified factors affecting health related quality of life (HRQOL) in 300 hospitalized patients with heart failure (HF). Data were collected by the completion of a questionnaire which included patients’ characteristics and the Minnesota Living with Heart Failure Questionnaire (MLHFQ). Analysis of data showed that the median of the total score of MLHFQ was 46 and the median of the physical and mental state was 22 and 6, respectively. Also, participants who were householders or had “other” professions had lower score of 17 points and therefore better quality of life compared to patients who were civil/private employees (p<0.001 and p<0.001, resp.). Patients not receiving anxiolytics and antidepressants had lower quality of life scores of 6 and 15.5 points, respectively, compared to patients who received (p=0.003 and p<0.001, resp.). Patients with no prior hospitalization had lower score of 7 points compared to those with prior hospitalization (p=0.002), whereas patients not retired due to the disease had higher score of 7 points (p=0.034). Similar results were observed for the physical and mental state. Improvement of HF patients’ quality of life should come to the forefront of clinical practice

    PERSPECTIVE FOR PERIOPERATIVE NURSING

    No full text
    Στην Ελλάδα, τα προβλήματα των νοσοκομείων, που συνεχίζουν ακόμα και σήμερα, να ταλανίζουν την χώρα προέκυψαν από την οικονομική κρίση, τα μνημόνια και συνίστανται κυρίως στην μειωμένη στελέχωσή τους σε νοσηλευτικό προσωπικό, τόσο λόγω του μεγάλου αριθμού συνταξιοδοτήσεων όσο και λόγω των μειωμένων προσλήψεων. Παράλληλα ένα άλλο θέμα εθνικού προβληματισμού αποτελεί η δημογραφική γήρανση του πληθυσμού αφού αναμένεται το 2020 να υπερβεί το 22% και να καλπάσει περίπου στο διπλάσιο το 2050. 1,2 Το 30% και άνω των νοσηλευτών στην Ελλάδα, που υπηρετούν στον υγειονομικό σύστημα υφίστανται αυτού του είδους “επαγγελματική γήρανση”, αφού ηλικιακά είναι πάνω από 50 ετών, με πολλά χρόνια προϋπηρεσίας, γεγονός που τους κάνει να νιώθουν επαγγελματικά εξουθενωμένοι, ενώ μέρα με τη μέρα η στελέχωση σε προσωπικό στα νοσοκομεία μειώνεται και η ανεργία των νοσηλευτών της χώρας εκτιμάται ότι αγγίζει περίπου το 25%.3-5 Αυτό έχει σαν απόρροια το νοσηλευτικό προσωπικό να δυσανασχετεί λόγω του φόρτου εργασίας. Μια πρόσφατη μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε 9 Ευρωπαϊκές χώρες κατέγραψε ότι όταν υπάρχουν περικοπές στο νοσηλευτικό προσωπικού για να εξοικονομηθούν χρήματα αυτό επηρεάζει αρνητικά την έκβαση των ασθενών, ενώ όταν υπάρχει επαρκής στελέχωση και εκπαίδευση των νοσηλευτών βοηθάει στην μείωση και πρόληψη της νοσοκομειακής θνησιμότητας.6 Σε άλλη ερευνητική μελέτη σε 12 Ευρωπαϊκές χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας φάνηκε ότι ένας στους πέντε νοσηλευτές ήταν δυσαρεστημένοι με τη δουλειά τους και η δυσαρέσκεια ήταν έντονη σε σχέση με τους χαμηλούς μισθούς, τις περιορισμένες εκπαιδευτικές ευκαιρίες και τις δυνατότητες για την επαγγελματική τους πρόοδο. Σε ποσοστά 19 έως 49% οι νοσηλευτών ήθελαν να εγκαταλείψουν τις δουλειές τους, να αλλάξουν εργασία, αν και το ποσοστό αυτό διαφοροποιούνταν σημαντικά από χώρα σε χώρα (16-77%).7 Αντίστοιχα σε μελέτη που αφορούσε την ασφάλεια των ασθενών, την ικανοποίηση και την ποιότητα εργασίας σε Ευρωπαίους και Αμερικανούς νοσηλευτές φάνηκε ότι ειδικά στους ερωτηθέντες Έλληνες νοσηλευτές η επαγγελματική εξουθένωση έφτανε έως ποσοστό 78% και η επαγγελματική τους δυσαρέσκεια άγγιξε το ποσοστό 56%, με πρόθεση το 49% να επιθυμούν να την εγκαταλείψουν.8 Σύμφωνα με καταγραφή του 2011 η Ελλάδα έχει ποσοστό αναλογίας Νοσηλευτών κατά κεφαλή 3,3 ανά 1000 κατοίκους, καταδεικνύοντας ότι ως χώρα υστερούμε αριθμητικά, σε σχέση με τον μέσο όρο των χώρων-μέλων του ΟΟΣΑ, όπου η αναλογία τους είναι 8,8 νοσηλευτές ανά 1000 κατοίκους.3 Όλα αυτά έχουν σαν αντίκτυπο και η Περιεγχειρητική Νοσηλευτική, διεθνώς να αντιμετωπίζει προβλήματα. Σύμφωνα με καταγραφή του 2014 από τον Association of PeriOperative Registered Nurses του AORN, αναφέρεται ότι περίπου το 13% των ερωτηθέντων περιεγχειρητικών νοσηλευτών ήταν τουλάχιστον 60 ετών, το 38% ήταν σε ηλικία 50 ετών, το 27% βρίσκονταν στη δεκαετία των 40 ετών και μόνο το 23% ήταν κάτω των 40 ετών.9 Από άλλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε διαπιστώθηκε ότι το 64% των περιεγχειρητικών νοσηλευτών σχεδιάζουν να συνταξιοδοτηθούν γύρω στο έτος 2022.10 Από τα παραπάνω στοιχεία γίνεται αντιληπτό ότι χρειάζεται να πραγματοποιηθεί συντονισμένη προσπάθεια εκπαίδευσης για την ομαλή διαδοχή, τόσο των στελεχών όσο και του υπόλοιπου προσωπικού που στελεχώνει τον ευρύτερο χώρο της περιεγχειρητικής νοσηλευτικής. Είναι σημαντικό για τις γενιές των περιεγχειρητικών νοσηλευτών να υπάρχει η κατάλληλη μετάβαση. Η Περιεγχειρητική Νοσηλευτική ως ειδικός κλάδος της Νοσηλευτικής χρήζει ειδικών στρατηγικών παρεμβάσεων και είναι αναγκαίο να αναπτύξει μια μελλοντική προοπτική, αφού το εξειδικευμένο γνωστικό της αντικείμενο απαιτεί προηγμένες γνώσεις και δεξιότητες που να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες τεχνολογικές απαιτήσεις των εποχών.11 Συγκεκριμένα είναι αναγκαίο να καθιερωθεί σε όλα τα ανώτατα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα η εκπαίδευση στην περιεγχειρητική νοσηλευτική, ώστε από το προπτυχιακό επίπεδο των νοσηλευτικών τους σπουδών οι φοιτητές να έχουν τον αντίστοιχο προσανατολισμό. Άλλωστε, αυτή την αναγκαιότητα έχει επισημάνει και ο AORN από το 1973, ο οποίος δημιούργησε ένα σύνολο κατευθυντήριων γραμμών με αντίστοιχο πρόγραμμα εκπαίδευσης και ειδίκευσης που βασίζεται σε καινοτόμες διεπαγγελματικές τεχνικές μάθησης.12-16 Παράλληλα για την Ελλάδα είναι σημαντικό να καθιερωθεί επίσημα η ειδικότητα της Περιεγχειρητικής Νοσηλευτικής. Ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση έχουν πραγματοποιηθεί από τον Σύλλογο Νοσηλευτών Χειρουργείου (ΣΥ.Δ.ΝΟ.Χ), ο οποίος κατάθεσε ολοκληρωμένο πρόγραμμα εκπαίδευσης για την Περιεγχειρητική Νοσηλευτική από το 2000 στο Υπουργείο Υγείας, χωρίς ποτέ όμως ως σήμερα, να έχει γίνει κάποια θετική κίνηση από την Πολιτεία για την υλοποίησή του. Χρειάζεται επίσης να δημιουργηθούν περαιτέρω στελέχη στο Περιεγχειρητικό περιβάλλον, με εξειδικευμένα στοχευμένα εκπαιδευτικά προγράμματα17 ή με εξειδικευμένες μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές. Είναι σημαντικό να εφαρμοστούν οι βέλτιστες πρακτικές που βασίζονται σε τεκμήρια ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα της παρεχόμενης περιεγχειρητικής νοσηλευτικής φροντίδας τόσο στην αποτελεσματικότητα όσο και στην αποδοτικότητα των υπηρεσιών υγείας και να αναβαθμιστεί ο ρόλος των Περιεγχειρητικών Νοσηλευτών.18 Επίσης είναι αναγκαία στον Ελληνικό χώρο να αναπτυχθεί η εφαρμοσμένη έρευνα και να διερευνηθούν περαιτέρω περισσότερα πεδία επιστημονικού ενδιαφέροντος που αφορούν την Περιεγχειρητική Νοσηλευτική.19 Διεθνώς, υπάρχουν προβληματισμοί για την εφαρμογή τεσσάρων στρατηγικών που προτείνονται για την επίλυση προβλημάτων στελέχωσης και εκπαίδευσης στην Περιεγχειρητική Νοσηλευτική τις οποίες καλό είναι να τις αφουγκραστούμε ως χώρα και να τις υιοθετήσουμε σύμφωνα με τις ανάγκες και τις δυνατότητες μας, οι οποίες εστιάζονται όπως τονίζονται στα εξής: 1. Βλέμμα στραμμένο στο Μέλλον: Προετοιμασία Κενών Θέσεων Τώρα 2. Δημιουργία Σχεδίου Προσλήψεων και Ανάπτυξης ειδικά για τους Νοσηλευτές Χειρουργείων 3. Εξεύρεση των Κατάλληλων Ανθρώπων ως Εκπαιδευτών (Πρότυπα Εκπαιδευτές) 4. Σχεδιασμός Δημιουργικών Πρωτοβουλιών Ενσωμάτωσης Κατάρτισης και Εκπαίδευσης (Οργανωσιακή Κοινωνικοποίηση).20 Τέλος, αισιόδοξο είναι ότι σε Ελληνική μελέτη όπου πραγματοποιήθηκε σε περιεγχειρητικό περιβάλλον φάνηκαν από τα αποτελέσματα ότι οι περιεγχειρητικοί νοσηλευτές μπορούσαν να συνεχίσουν να παρέχουν ποιοτική φροντίδα παρά τις μειώσεις σε προσωπικό και τις πιέσεις που δεχόταν από τον αυξημένο και τον παρατεταμένο φόρτο εργασίας τους.2

    ΑΠΟΣΠΑΣΗ ΠΡΟΣΟΧΗΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ (DISTRACTIONS IN PERIOPERATIVE ENVIROMENT)

    No full text
    Σε παγκόσμια κλίμακα, πάνω από 300 εκατομμύρια ασθενείς υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση ετησίως1 και παρουσιάζουν σοβαρές επιπλοκές με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η ποιότητα ζωής των χειρουργημένων ασθενών, καθώς και την επιβίωσή τους.2,3 Ως απάντηση αυτού χρειάζεται να διερευνηθούν πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν την περιεγχειρητική περίοδο. Για να ενισχυθεί η ασφάλεια στη χειρουργική επέμβαση, είναι απαραίτητο να αναπτυχθεί μια ποικιλία εργαλείων για τη μέτρηση και την αξιολόγηση του συστήματος εργασίας. Ένα σημαντικό θέμα για την ασφάλεια σε κάθε εργασία υψηλού κινδύνου είναι η συχνότητα και το αποτέλεσμα της αποσπάσεως της προσοχής και της διακοπής εργασίας στο χώρο του χειρουργείου.4 Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που ευθύνονται για την απόσπαση της προσοχής στο χώρο του χειρουργείου. Ορισμένοι μπορούν να αποδοθούν στην εισαγωγή νέας τεχνολογίας, όπως η τεχνολογία π.χ smartphone και κινητής τηλεφωνίας, ενώ μερικοί είναι συνάρτηση των επιπέδων θορύβου, της άσκοπης συζήτησης των μελών της χειρουργικής ομάδας και άλλων μεταβλητών που επηρεάζουν την περιεγχειρητική φροντίδα.5,6 Ο θόρυβος συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών πηγών και της πολυπλοκότητα από την εφαρμογή της σύγχρονης τεχνολογίας στην περιεγχειρητική πρακτική, δημιουργεί απόσπαση της προσοχής με αποτέλεσμα να επηρεάζει τη φροντίδα του ασθενούς και ενδεχομένως να αυξάνει τον κίνδυνο σφάλματος, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην μη αποτελεσματική επικοινωνία της χειρουργικής ομάδας.7,8 Οι συσκευές συναγερμού ή κλινικοί συναγερμοί, η χρήση προσωπικών ηλεκτρονικών συσκευών (π.χ. κινητά τηλέφωνα, φορητοί υπολογιστές, συστήματα τηλεειδοποίησης, ενδοσυνεννόηση, συστήματα εναέριας τηλεειδοποίησης), οι μουσικές συσκευές (π.χ. ραδιόφωνα, ψηφιακοί ήχοι, συσκευές αναπαραγωγής CD), η χρήση κοινωνικών μέσων δικτύωσης (π.χ, Facebook®, Twitter®, LinkedIn®), το διαδίκτυο, και η χρήση παιχνιδιών, ο ιατρικός εξοπλισμό και οι συσκευές (π.χ. εξοπλισμός ακτινολογίας, διαχείριση αποβλήτων, εκκένωση χειρουργικού καπνού, τρυπάνια), η κίνηση του προσωπικού μέσα και έξω από το χειρουργείο, τα συστήματα θέρμανσης, εξαερισμού και κλιματισμού, ο μεταλλικός εξοπλισμός (π.χ. όργανα, λεκάνες, άκαμπτα δοχεία), τα μηχανοκίνητα χειρουργικά εργαλεία, συμβάλλουν στην απόσπαση προσοχής της περιεγχειρητικής ομάδας και δύναται να επηρεάζουν τη φροντίδα του ασθενούς. 9-11 Αν και οι περισσότερες μελέτες μέχρι σήμερα που έχουν πραγματοποιηθεί σχετικά με την απόσπαση προσοχής στο χειρουργείο δείχνουν χαμηλή εμφάνιση των συνεπειών τους σε χειρουργούς, αναισθησιολόγους και νοσηλευτές.4,12-15 Παρόλα αυτά προκαλούνται ανησυχίες, δεδομένου ότι υπάρχουν ενδείξεις που υποδηλώνουν ότι η αυξημένη απόσπαση προσοχής μπορεί να οδηγήσει σε υψηλό ποσοστό σφάλματος στο χειρουργείο.16 Άλλωστε ο Agency for Healthcare Research and Quality έχει επιβάλει ως "προτεραιότητα υψηλού επιπέδου" τη μείωση της απόσπασης προσοχής στο χειρουργείο, προκειμένου να βελτιωθεί η ασφάλεια των ασθενών.17 Από την μελέτη των Wheelock et al., διαπιστώθηκε ότι η απόσπαση προσοχής συμβαίνει σε τακτική βάση 1 σε κάθε 10 λεπτά της διαδικασίας του χειρουργείου, σε επαγγελματίες υγείας που εμπλέκονται στην περιεγχειρητική φάση.18 Σε μια ηλεκτρονική έρευνα που διεξήχθηκε στο χειρουργείο τα μέλη του προσωπικού απάντησαν ότι οι προσωπικές ηλεκτρονικές συσκευές, τους αποσπούσαν την προσοχή σε ποσοστό 86%, ενώ πίστευαν ότι η χρήση ηλεκτρονικής συσκευής μέσα στο χειρουργείο μπορεί να έχει σχέση με ένα ανεπιθύμητο συμβάν κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης.19 Να τονιστεί ότι οι συσκευές κινητών τηλεφώνων περιλαμβάνονται στους δέκα υψηλότερους κίνδυνους στην τεχνολογία της υγείας για το έτος 2013.20 Άλλη μελέτη προτρέπει να αποφευχθεί η προσθήκη πρόσθετων περισπασμών, όπως η χρήση φορητών υπολογιστών ή smartphones κατά τη διάρκεια άσκηση έργου στο χειρουργείο, ειδικά σε επαγγελματίες υγείας που βρίσκονται σε αρχική φάση κλινικής άσκησης και έχουν ελάχιστη επαγγελματική εμπειρία.21 Συμπερασματικά η χειρουργική ομάδα έχει ως προτεραιότητα να ελαχιστοποιήσει την εμφάνιση απόσπασης προσοχής, ώστε να βελτιωθεί η αξιοπιστία της περίθαλψης και να διασφαλιστούν οι χειρουργημένοι ασθενείς.22,23 Η πιθανή απόσπαση προσοχής στο χειρουργείο μπορεί να διευθετηθεί αρχικά με την κατάλληλη προεγχειρητική ενημέρωση σε όλη την χειρουργική ομάδα, 24 με την εφαρμογή της λίστας ελέγχου ασφαλούς χειρουργικής επέμβασης που έχει καθιερώσει ο WHO,25,26 με την τήρηση του κανονισμού λειτουργίας χειρουργείου που θα πρέπει να διαθέτει κάθε νοσοκομείο.27 Επίσης η επιτυχής βελτίωση της απόσπασης προσοχής επιτυγχάνεται με την εφαρμογή ισχυρής νοσηλευτικής ηγεσίας, που καθορίζεται από τον προϊστάμενο χειρουργείου και από την συνεργασία με τα υπόλοιπα μέλη της χειρουργικής ομάδας, τα οποία ενστερνίζονται τις αρχές που βασίζονται σε ενδείξεις. Άλλωστε η πρόληψη των ανεπιθύμητων συμβατών αποτελεί έναν επιπλέον δείκτη «αριστείας» στη διοίκηση υπηρεσιών υγείας.28 Τέλος είναι απαίτηση της εποχής μας, λόγω της ανάπτυξης της βιοτεχνολογίας να δίδεται μεγαλύτερη έμφαση στην αποτελεσματική επικοινωνία τόσο των χειρουργικών ασθενών, όσο και μεταξύ της χειρουργικής ομάδας, καθώς η αποτελεσματική επικοινωνία αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την επιτυχία της ομαδικής εργασίας και της θετικής προοπτικής στην παροχή ποιοτικής περιεγχειρητικής νοσηλευτικής φροντίδας.29-3

    Perceived expectations and depression score of thalassaemic children/adolescents and young adults [in Greece]

    No full text
    Introduction/Aim. Since chelation was introduced into Greece (1974), thalassaemics survive into maturity. From February 2014-January 2015, I investigated for the first time expectations, perceptions, fulfilment (disconfirmation, confirmation) and depression score in Greek thalassaemic children/adolescents (TCAs) and young adults (TYAs). Material and Methods. A new valid [KMO=0.84; communalities=0.43-0.81; λ=0.51-0.88; variance=64.3-65.8%] and reliable [α=0.85-0.86; ICC=0.82-0.88] 15-item multidimensional expectation/perceptions questionnaire for TYAs (ME/PQ-TYA) was developed revealing four factors: ‘supportive social network’; ‘raising one’s own family’; ‘ability of daily activities’; ‘career advancement’. A novel, valid [KMO=0.79; communalities=0.48-0.95; λ=0.65-0.97; variance=63.3%] and reliable [α=0.81; ICC=0.74-0.87] 14-item version for TCAs (MEQ-TCA) was developed revealing three factors ‘family and daily life aspirations’; ‘raising one’s family’; ‘ability of daily activities’. 303 TYAs and 74 TCAs self-completed the questionnaires; mean scores; paired t-test; squared semi-partial correlation (sr2) were calculated. BDI [α=0.86] and CDI [α=0.82] were self-completed reliably. Results. TYAs seemed to fulfil overall expectations [mean(Ful)=3.05; mean(Exp)=3.02; p=0.16], achieving more in their career [mean(Ful)=2.87; mean(Exp)=2.78; p=0.03]. Higher education level and seamless blood provision helped them overcome obstacles [sr2(Ful)=0.03; sr2(Ful)=0.02] to pursue career advancement [sr2(Exp)=0.03; sr2(Exp)=0.03]. TYAs fell short of marital expectations [mean(Ful)=2.88; mean(Exp)=3.08; p<0.001]; fearing thalassaemia complications prevent them from planning their own family [sr2(Exp)=0.06] unless thalassaemia challenges awareness was increased [sr2(Ful)=0.01]. Transfusion reactions affected TYA daily life functioning [sr2(Exp)=0.03; sr2(Ful)=0.02]. Finding themselves blood was correlated with perceived expectations on maintaining social ties [sr2(Exp)=0.02; sr2(Ful)=0.02]. Possible depression were positively associated with bureaucracy and altered body image [sr2(Dep)=0.91; sr2(Dep)=0.90]; and inversely related to regular work presence [sr2(Dep)=0.90]. Most TYAs (72%) had low depression scores positively influencing their overall perceived expectations [sr2(Exp)=0.12; sr2(Ful)=0.16], making them anticipate a supportive social network [sr2(Exp)=0.15], as they had already had [sr2(Ful)=0,19], coping with everyday activities [sr2(Ful)=0.13], as they wished to do [sr2(Exp)=0.07], and longing for raising their own family [sr2(Exp)=0.07]. TCAs had high overall expectations [mean(Exp)=3.07] perceiving future as present. Gaining insight knowledge on modern therapies helped them having expectations [sr2(Exp)=0.12] and projecting their own family and daily life into the future [sr2(Exp)=0.15]. Good relation with nursing staff helped them to define their career path [sr2(Exp)=0.10]. Most TCAs (88%) had low depression scores. Schooling absenteeism was related to depression [sr2(Dep)=0.12]. Risk of depression was reduced if TCAs had close relationship with treating physician [sr2(Dep)=0.07] and working mothers brought workload down to size [sr2(Dep)=0.07]. In TCAs, pursuing friendship [mean(Exp)=3.22] was related to low depression [sr2(Exp)=0.10] and less stressful chelation [sr2(Exp)=0.07]. Conclusion. Greek TYAs/TCAs enjoyed life as a precious commodity to the fullest. TYAs accomplished tasks normative for their age; though living in a country with organised blood supply, they were still haunted by the spectre of blood supply shortage making them count on their social network. Knowledge on modern therapies enhanced TCA expectations; their friendship networking, depression and less stressful chelation taking were interrelated.Από το 1974 που εισήχθη η αποσιδήρωση, οι Έλληνες με μεσογειακή αναιμία (ΜΑ) επιβιώνουν σε μεγάλη ηλικία. Μεταξύ Φεβρουαρίου 2014-Ιανουαρίου 2015, ερεύνησα για πρώτη φορά τις προσδοκίες, τις αντιλήψεις, την εκπλήρωση ή τη διάψευσή τους και τον βαθμό κατάθλιψης σε θαλασσαιμικούς παιδιά/εφήβους (ΘΠΕ) και νεαρούς ενήλικες (ΘΝΕ) στην Ελλάδα. Αναπτύχθηκε ένα νέο, έγκυρο [KMO=0,84, κοινή διασπορά=0,43-0,81, λ=0,51-0,88, διακύμανση=64,3-65,8%] και αξιόπιστο [α=0,85, ICC=0,82-0,88]. πολυδιάστατο ερωτηματολόγιο 15 ερωτήσεων για προσδοκίες/εκπληρώσεις των ΘΝΕ που αποκάλυψε τέσσερις παράγοντες: «κοινωνική στήριξη», «οικογενειακή αποκατάσταση», «καθημερινότητα», «επαγγελματική ανέλιξη». Αναπτύχθηκε μια καινοτόμος, έγκυρη [KMO=0,84, κοινή διασπορά=0.48-0,95, λ=0.65-0,97, διακύμανση=63,3%] και αξιόπιστη [α=0.81, ICC=0,74-0,87] έκδοση 14 ερωτήσεων για ΘΠΕ που αποκάλυψε τρεις παράγοντες: «Οικογενειακή προοπτική και καθημερινότητα», «Δίκτυο φίλων», «Επαγγελματική προοπτική» Τα ερωτηματολόγια αυτό-συμπληρώθηκαν από 303 ΘΝΕ και 74 ΘΠΕ. Χρησιμοποιήθηκαν ο βαθμολογικός μέσος όρος, οι ζευγωτές δοκιμασίες t-test και το τετράγωνο ημι-μερικής συσχέτισης (sr2).Οι ΘΝΕ και οι ΘΠΕ αυτό-συμπλήρωσαν το BDI και το CDI αξιόπιστα [α=0.86, α=0.82], αντίστοιχα. Φάνηκε ότι οι 303 ΘΝΕ εκπλήρωναν το σύνολο των προσδοκιών τους [Μ.Ο.(Εκπλ)=3,05, Μ.Ο.(Προσ)=3,02 p=0,16]. Πετύχαιναν περισσότερα από ό,τι περίμεναν στον επαγγελματικό τομέα [Μ.Ο.(Εκπλ)=2,87 Μ.Ο.(Προσ)=2,78, p=0,03]. Το υψηλό μορφωτικό επίπεδο και η απρόσκοπτη προμήθεια αίματος τους βοηθούσαν να ξεπερνούν τα εμπόδια [sr2(Εκπλ)=0,03, sr2(Εκπλ)=0,02] και να κυνηγούν την επαγγελματική τους ανέλιξη [sr2(Προσ)=0,03 και sr2(Προσ)=0,03, αντίστοιχα]. Υπολείπονταν σε ό, τι προσδοκούσαν αναφορικά με την οικογενειακή τους αποκατάσταση [Μ.Ο.(Εκπλ)=2,88 Μ.Ο.(Προσ=3,08, p<0,001]. Ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο προβλημάτων και επιπλοκών και φάνηκε ότι απέφευγαν να σχεδιάζουν να κάνουν οικογένεια [sr2(Προσ)=0,06], ωστόσο όσο πιο ενδελεχή πληροφόρηση είχαν για την κατάσταση της υγείας τόσο ενδυναμώνονταν και αντιμετώπιζαν τις προκλήσεις της πάθησής τους [sr2(Εκπλ)=0,01]. Η λειτουργικότητα στην καθημερινή ζωή επηρεαζόταν από τυχόν προβλήματα στη μετάγγιση [sr2(Προσ)=0,03 και sr2(Εκπλ)=0,02]. Το να βρίσκουν το αίμα που χρειάζονταν επέτρεπε να έχουν την κοινωνική ζωή και τους δεσμούς που προσδοκούσαν [sr2(Προσ)=0,02, sr2(Εκπλ)=0,02]. Η γραφειοκρατία [sr2(Κατα)=0,91] και η αλλαγή στην εικόνα σώματος [sr2(Κατα)=0,90] σχετίζονταν θετικά, ενώ Η συστηματική παρουσία στην εργασία [sr2(Κατα)=0,90] αρνητικά με την πιθανότητα να εκδηλώσουν κατάθλιψη. Στην πλειοψηφία (72%) δεν είχαν κατάθλιψη με συνέπεια να επηρεάζεται θετικά συνολικά η εκπλήρωση [sr2(Εκπλ)=0,16] των προσδοκιών τους [sr2(Προσ)=0,12], να εξακολουθούν να αναμένουν στήριξη από τους κοινωνικό δίκτυο [sr2(Προσ)=0,15], όπως την είχαν [sr2(Εκπλ)=0,19], να ανταπεξέρχονται στις καθημερινές δραστηριότητες [sr2(Εκπλ)=0,13], όπως επιθυμούσαν [sr2(Προσ)=0,07], και να επιθυμούν να αποκατασταθούν οικογενειακά [sr2(Προσ)=0,07]. Οι ΘΠΕ είχαν μεγάλες προσδοκίες [Μ.Ο.(Προσ)=3,07]. Αντιμετώπιζαν το μέλλον ως παρόν. Η καλύτερη γνώση για νέες θεραπείες βοηθούσε να έχουν προσδοκίες [sr2(Προσ)=0,12] και να προβάλλουν στο μέλλον το πώς θα επιθυμούσαν να είναι στην οικογενειακή και καθημερινή ζωή [sr2(Προσ)=0,15]. Η στενή σχέση με τους νοσηλευτές βοηθούσε να βρουν το τι θα ήθελαν να κάνουν στη ζωή τους στο μέλλον [sr2(Προσ)=0,10]. Στην πλειοψηφία (88%) δεν είχαν κατάθλιψη. Ο σχολικός απουσιασμός σχετιζόταν με την εμφάνιση καταθλιπτικών συμπτωμάτων [sr2(Κατα)=0,12]. Ο κίνδυνος κατάθλιψης αποσοβείτο όταν ανάπτυσσαν άριστες σχέσεις με τον θεράποντα ιατρό [sr2(Κατα)=0,07] και όταν οι εργαζόμενες μητέρες είχαν περισσότερο διαθέσιμο χρόνο [sr2(Κατα)=0,07]. Την επιθυμία να έχουν φιλικές συναναστροφές [Μ.Ο.(Προσ)=3,22] επηρέαζαν η καλή ψυχική διάθεση [sr2(Προσ)=0,10] και η λιγότερη καταπόνησή στην αποσιδήρωση [sr2(Προσ)=0,07]. Οι Έλληνες ΘΝΕ και ΘΠΕ απολάμβαναν τη ζωή τους ως πολύτιμο αγαθό. Οι ΘΝΕ είχαν πετύχει να αναλάβουν τις ευθύνες που αναλογούσαν στους ενήλικες. Παρότι ζούσαν σε μια χώρα με καλά οργανωμένες μονάδες μεσογειακής αναιμίας, εξακολουθούσαν να κατατρύχονται από το ενδεχόμενο έλλειψης αίματος και να αναζητούν στήριξη από τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο. Η γνώση για τη μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων και τις νέες θεραπείες έκανε τους ΘΠΕ να έχουν αυξημένες προσδοκίες. Οι φιλικές τους συναναστροφές επηρεάζονταν από την καλή συναισθηματική διάθεση και τη μικρότερη καταπόνησή στην αποσιδήρωσ

    Body Image, Social Physique Anxiety Levels and Self-Esteem among Adults Participating in Physical Activity Programs

    No full text
    (1) Background: individuals may benefit from being involved in physical and athletic activities in order to improve their body appearance and promote their physical and mental health. This study aimed to investigate body image, body mass index (BMI) characteristics, social physique anxiety, self-esteem and possible correlations between the above factors. (2) Methods: 245 adults engaged in training programs in gyms, as well as in track and field, football and basketball athletic activities completed (a) a sociodemographic questionnaire which recorded their BMI values and utilized the (b) Body-Esteem Scale for Adolescents and Adults, (c) the Social Physique Anxiety Scale and (d) the Rosenberg Self-Esteem Scale. (3) Results: Females and individuals with higher BMI reported statistically significant lower body-esteem and greater social physique anxiety levels compared to males and individuals with lower BMI, respectively (p p p = 0.001); BMI value (p p = 0.008). Additionally, individuals with lower body-esteem and greater social physique anxiety levels presented lower global self-esteem (p < 0.001). (4) Conclusions: individuals’ engagement in physical activity promotes physical as well as mental well-being, contributing to an improved quality of life, which may be the most important issue for health care professionals

    Anxiety, Stress and the Resilience of University Students during the First Wave of the COVID-19 Pandemic

    No full text
    The COVID-19 pandemic had an impact on everyone&rsquo;s daily lives with short-term or long-term consequences. Among the affected population, university students were studied by researchers specifically due to the total change to their educational way of learning and the courses they attended. The present study aimed to assess the psychological difficulties experienced by the university students of Greece during the first wave of the outbreak. Methods: 288 university nursing students completed an electronic questionnaire after consent. The sample included students from all years of study. The questionnaire included demographic data and questions about mental health status, resilience level, coping strategies, positive and negative emotions and an optimism assessment. Results: Depression (44.8%), anxiety (36.8%) and stress (40.3%) were experienced by the students. Females had significantly greater anxiety and stress signs compared to males (p &lt; 0.001). The resilience score was significantly greater in males, as it was for the Positive Affect Score. Students in the fourth year of study used significantly more active/positive coping strategies than students in the first (p = 0.016) or second year of study (p = 0.005). Conclusion: Several students experienced serious mental disorders during the first period of the COVID-19 outbreak. Variables such as gender, year of study, age, positive and negative affect score, life orientation test score and coping strategies were identified as factors contributing to this situation. Special attention must be paid to female students as they mentioned negative emotions more frequently than males. Further research on the academic population could be beneficial to university administrators

    Anxiety, Stress and the Resilience of University Students during the First Wave of the COVID-19 Pandemic

    No full text
    The COVID-19 pandemic had an impact on everyone’s daily lives with short-term or long-term consequences. Among the affected population, university students were studied by researchers specifically due to the total change to their educational way of learning and the courses they attended. The present study aimed to assess the psychological difficulties experienced by the university students of Greece during the first wave of the outbreak. Methods: 288 university nursing students completed an electronic questionnaire after consent. The sample included students from all years of study. The questionnaire included demographic data and questions about mental health status, resilience level, coping strategies, positive and negative emotions and an optimism assessment. Results: Depression (44.8%), anxiety (36.8%) and stress (40.3%) were experienced by the students. Females had significantly greater anxiety and stress signs compared to males (p p = 0.016) or second year of study (p = 0.005). Conclusion: Several students experienced serious mental disorders during the first period of the COVID-19 outbreak. Variables such as gender, year of study, age, positive and negative affect score, life orientation test score and coping strategies were identified as factors contributing to this situation. Special attention must be paid to female students as they mentioned negative emotions more frequently than males. Further research on the academic population could be beneficial to university administrators
    corecore