38 research outputs found

    Βιοδείκτες σήψης σε πολυτραυματίες

    Get PDF
    Εισαγωγή. H σήψη είναι αρκετά συχνή στους ασθενείς που νοσηλεύονται στη μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) και παρά την πρόοδο της επιστήμης στην κατανόηση των παθοφυσιολογικών μηχανισμών, η θνησιμότητα λόγω σήψης παραμένει σε υψηλά ποσοστά. Σκοπός. Εκτίμηση της προγνωστικής αξίας των επιπέδων γαλακτικού οξέος και της Ε και P σελεκτίνης κατά την εισαγωγή ασθενών στη ΜΕΘ και διερεύνηση των επιπέδων της 25-υδροξυβιταμίνης D σε σχέση με την έκβαση. Υλικό-Μέθοδος. Στην παρούσα μελέτη συμμετείχαν 227 βαρέως πάσχοντες ασθενείς αρχικά μη σηπτικοί οι οποίοι εισήχθησαν στη ΜΕΘ από τους οποίους οι 145 εκδήλωσαν σήψη κατά τη διάρκεια νοσηλείας. Για τον υπολογισμό της προγνωστικής ακρίβειας των βιοδεικτών στην σήψη (γαλακτικό οξύ, Ε και P σελεκτίνη) εφαρμόστηκαν καμπύλες ROC. Μια ομάδα 192 υγιών ατόμων χρησιμοποιήθηκε για την σύγκριση των επιπέδων της βιταμίνης D με εκείνα των βαρέως πασχόντων ασθενών. Αποτελέσματα. Τα επίπεδα γαλακτικού οξέος σε συνδυασμό με τις E- και P σελεκτίνες έδειξαν καλύτερη προγνωστική ακρίβεια με ευαισθησία και ειδικότητα 76% και 84% αντίστοιχα, και με μια περιοχή κάτω από την καμπύλη (AUC) στα 0,854 (95% διάστημα εμπιστοσύνης (CI) = 0,775-0,932. p<0,001). Όσον αφορά τα επίπεδα εισαγωγής της 25-υδροξυβιταμίνης D ήταν πολύ χαμηλότερα στους βαρέως πάσχοντες ασθενείς από εκείνα των υγιών ατόμων (p<0,0001). Μεταξύ των ασθενών που εκδήλωσαν σήψη (Ν=145) παρατηρήθηκε αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης αναπνευστικών λοιμώξεων στους ασθενείς με επίπεδα βιταμίνης D <7ng/ml (p=0,007). Συμπεράσματα. Στον μελετώμενο πληθυσμό ο συνδυασμός γαλακτικού οξέος με τις E και P σελεκτίνες προσφέρει καλύτερη προγνωστική αξία στην εκδήλωση σήψης κατά τη διάρκεια νοσηλείας στη ΜΕΘ. Τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D (<7 ng / ml) δεν προέβλεψαν την εκδήλωση σήψης, τον αυξημένο κίνδυνο ενδονοσοκομειακής θνησιμότητας ή την παρατεταμένη διάρκεια παραμονής στη ΜΕΘ. Παρ΄όλα αυτά οι ασθενείς με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D (<7 ng /ml) που εκδήλωσαν σήψη κατά την παραμονή τους στη ΜΕΘ έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης αναπνευστικών λοιμώξεων.Introduction. Sepsis is common in ΙCU patients and despite significant progress in the investigation of sepsis mechanisms, mortality due to sepsis remains high. Aim. Evaluation of prognostic accuracy of lactate, E and P selectins levels in patients at ICU admission and examination of baseline 25-hydroxyvitamin D levels in association with outcome. Material and Methods. In this study, 227 initially non-septic critically ill patients were enrolled in the ICU, of whom 145 developed sepsis during ICU stay. To calculate the prognostic accuracy of biomarkers in development of sepsis (lactate, E and P selectin), ROC curves were applied. A group of 192 healthy subjects was used to compare vitamin D levels with those of the critically ill patients. Results. Lactate levels combined with sE- and sPselectin levels have the best prognostic accuracy showing a sensitivity and specificity of 76% and 84%, respectively, and an area under the curve (AUC) at 0.854 (95% confidence interval (CI)=0.775-0.932; p<0.001). ICU admission 25-hydroxyvitamin D levels of critically-ill patients were much lower than those of healthy subjects (p< 0.0001). The median time to sepsis for the two patient groups did not differ, nor did the length of ICU stay. Both groups showed similar hospital mortality rates. Among patients who eventually became septic (N=145) there was an increased risk of respiratory infections in patients with vitamin D levels <7 ng / ml (p = 0.007). Conclusion In our patient cohort, combining sE- and sP-selectin with serum lactate offers better prognostic value for sepsis development during ICU hospitalization. Low vitamin D levels (<7 ng/ml) at ICU admission do not predict sepsis development, increased risk of in-hospital mortality or longer stay in the ICU. However, patients with low admission vitamin D levels who will eventually develop sepsis are associated with development of respiratory tract infections

    Παρακολούθηση της μικροκυκλοφορίας σε βαρέως πάσχοντεςασθενείς στη μονάδα εντατικής θεραπείας

    No full text
    Στη σήψη η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία οδηγεί σε διαταραχή της μικροκυκλοφορίας που συνεπάγεται με διακοπή της ομαλής ροής του αίματος και του οξυγόνου προς τα κύτταρα με τελικό αποτέλεσμα τον κυτταρικό θάνατο και την ανεπάρκεια οργάνων. Πρόκειται για μελέτη παρατήρησης η οποία περιλάμβανε 122 βαρέως πάσχοντες ασθενείς που νοσηλεύτηκαν στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) του Γενικού νοσοκομείου «ο Ευαγγελισμός». Η συλλογή των δεδομένων (εκτός από τα δημογραφικά χαρακτηριστικά) περιλάμβανε παραμέτρους της μεθόδου NIRS με την τεχνική του αγγειακού αποκλεισμού. Η μέτρηση με τη μέθοδο ΝΙRS έγινε κατά την εισαγωγή των ασθενών στη ΜΕΘ την ημέρα της σήψης , την 2η και την 3η ημέρας σήψης . Ο έλεγχος των μεταβλητών έγινε με paired t-test και Wilcoxon signed - rank test .Για την ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο SPSS v20.Το επίπεδο σημαντικότητας ορίστηκε στο p < 0,05. Από τους 122 βαρέως πάσχοντες ασθενείς οι οποίοι νοσηλεύτηκαν στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) , οι 71 παρουσίασαν σήψη κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους. Το ιστικό οξυγόνο (Τissue oxygen saturation, StO2%) δεν διέφερε σημαντικά μεταξύ της μέτρησης εισαγωγής και της ημέρας σήψης (74,5% και 77% αντίστοιχα). Από την ανάλυση των στοιχείων βρέθηκε στατιστική σημαντική διαφορά μεταξύ ημέρας εισαγωγής και ημέρας σήψης στις μεταβλητές occlusion slope(ρυθμός κατανάλωσης οξυγόνου) (- 8,95 και -10,27/minute αντίστοιχα, p = 0,003), hyperemia recovery time (170 και 138 sec αντίστοιχα, p<0,001), και hyperemia recovery area ( 19,3 και 12,4/minute αντίστοιχα ,p<0,001).Σημαντικές διαφορές στις μεταβλητές του NIRS διαπιστώνονται και κατά τη δεύτερη και τρίτη ημέρα σήψης σε σύγκριση με την ημέρα εισαγωγής στη ΜΕΘ. Από τα παραπάνω φαίνεται , ότι η κατανάλωση του οξυγόνου καθώς και η αντιδραστικότητα του ενδοθηλίου διαταράσσονται τις πρώτες μέρες εμφάνισης του σηπτικού συνδρόμου .Παρ όλα αυτά, η εφαρμογή της μεθόδου NIRS χρήζει περαιτέρω μελέτης

    Προγνωστικοί βιοδείκτες οξείας νεφρικής βλάβης σε ασθενείς στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας

    No full text
    Εισαγωγή: Η οξεία νεφρική βλάβη (ΟΝΒ) είναι από τα συχνότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι βαρέως πάσχοντες ασθενείς. Αυξάνει τόσο τη νοσηρότητα όσο και τη θνησιμότητα των συγκεκριμένων ασθενών. Τα τελευταία έτη μελέτες έχουν επικεντρωθεί στην ανεύρεση νέων βιοδεικτών με σκοπό την πρώιμη διάγνωση και πρόγνωση της ΟΝΒ. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση προγνωστικών βιοδεικτών (NGAL και κρεατινίνη) οξείας νεφρικής βλάβης σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας Υλικό-Μέθοδος: Στην παρούσα μελέτη εντάχθηκαν 266 βαρέως πάσχοντες ασθενείς οι οποίοι εισήχθησαν στη ΜΕΘ, από τους οποίους οι 98 εκδήλωσαν ONB κατά τη διάρκεια νοσηλείας. Για τον υπολογισμό της προγνωστικής ακρίβειας των βιοδεικτών εφαρμόστηκαν καμπύλες ROC καθώς επίσης έγινε μονοπαραγοντική και πολυπαροντική ανάλυση. Αποτελέσματα: Την πλειοψηφία του πληθυσμού αποτέλεσαν άνδρες σε ποσοστό 75%. Όσον αφορά την μέση ηλικία του πληθυσμού αυτή ήταν 46.5 έτη. Οι ασθενείς ταξινομήθηκαν σε δυο ομάδες με βάση την εκδήλωση (N=98) ή όχι οξείας νεφρικής βλάβης (N=168), κατά την διάρκεια παραμονής τους στη ΜΕΘ. Τα επίπεδα NGAL κατά την εισαγωγή στη ΜΕΘ διέφεραν σημαντικά μεταξύ εκείνων που εκδήλωσαν ONB και εκείνων που δεν εκδήλωσαν (192.9±155.2 και 107.9± 80.27, p=<0.0001) αντίστοιχα. Για τον προσδιορισμό της προγνωστικής ακρίβειας της ΝGAL και της κρεατινίνης δημιουργήθηκε καμπύλη ROC. H ΝGAL μόνη της έδειξε μεγαλύτερη ακρίβεια στην πρόγνωση της οξείας νεφρικής βλάβης σε σύγκριση με την κρεατινίνη ή τον συνδυασμό αυτής. Η μονοπαραγοντική ανάλυση έδειξε ότι τα επίπεδα της NGAL σχετίζονται με αυξημένη πιθανότητα εκδήλωσης οξείας νεφρικής βλάβης. Ο σχετικός λόγος των συμπληρωματικών πιθανοτήτων έκβασης (odds ratio, OR) και τα διαστήματα εμπιστοσύνης ήταν 1,006 (1,004-1,009), p<0,0001.Συμπεράσματα : Η παρούσα μελέτη ανέδειξε ότι τα αυξημένα επίπεδα NGAL την ημέρα εισαγωγής είναι προγνωστικά της εκδήλωσης ΟΝΒ κατά την διάρκεια νοσηλείας των ασθενών στη ΜΕΘ. Περαιτέρω μελέτες είναι απαραίτητες για να σταθμιστεί η ΝGAL ως προγνωστικός δείκτης οξείας νεφρικής βλάβης.Introduction: Acute kidney Injury (AKI) is one of the most common problems in critically ill patients. It increases both morbidity and mortality in these patients. In recent years, studies have focused on finding new biomarkers for the early diagnosis and prognosis of AKI. Objective: The aim of this study was to investigate prognostic biomarkers(NGAL and creatinine) of acute renal failure in critically ill patients in the Intensive Care Unit. Material and Methods: The present study included 266 critically ill patients who admitted to the ICU. 98 of them developed AKI during ICU stay. ROC curves were applied to calculate the predictive accuracy of the biomarkers, as well as univariate and multivariate analysis. Results: 75% of study population were men. The mean age of the population was 46.5 years old. Patients were divided in two groups based on the presence (N = 98) or not of acute renal injury (N = 168), during their stay in the ICU. NGAL levels upon admission to the ICU were significantly higher between those who showed AKI and those who did not (192.9±155.2 and 107.9±80.27, p<0.0001) respectively. ROC analysis was performed to determine the prognostic accuracy of NGAL and creatinine. NGAL alone has been shown to be more accurate in predicting acute renal injury than creatinine or a combination of these. Univariate analysis showed that NGAL levels were associated with an increased risk of acute renal injury. The odds ratio (OR) and confidence interval were 1.006 (1.004-1.009), p <0.0001. Conclusion: The present study showed that elevated NGAL levels on admission day are predictive for AKI during ICU hospitalization. Further studies are needed to indicate NGAL as a prognostic marker of acute renal injury

    Sepsis biomarkers in polytrauma patients

    No full text
    Introduction. Sepsis is common in ΙCU patients and despite significant progress in the investigation of sepsis mechanisms, mortality due to sepsis remains high.Aim. Evaluation of prognostic accuracy of lactate, E and P selectins levels in patients at ICU admission and examination of baseline 25-hydroxyvitamin D levels in association with outcome.Material and Methods. In this study, 227 initially non-septic critically ill patients were enrolled in the ICU, of whom 145 developed sepsis during ICU stay. To calculate the prognostic accuracy of biomarkers in development of sepsis (lactate, E and P selectin), ROC curves were applied. A group of 192 healthy subjects was used to compare vitamin D levels with those of the critically ill patients.Results. Lactate levels combined with sE- and sPselectin levels have the best prognostic accuracy showing a sensitivity and specificity of 76% and 84%, respectively, and an area under the curve (AUC) at 0.854 (95% confidence interval (CI)=0.775-0.932; p<0.001). ICU admission 25-hydroxyvitamin D levels of critically-ill patients were much lower than those of healthy subjects (p< 0.0001). The median time to sepsis for the two patient groups did not differ, nor did the length of ICU stay. Both groups showed similar hospital mortality rates. Among patients who eventually became septic (N=145) there was an increased risk of respiratory infections in patients with vitamin D levels <7 ng / ml (p = 0.007).Conclusion In our patient cohort, combining sE- and sP-selectin with serum lactate offers better prognostic value for sepsis development during ICU hospitalization. Low vitamin D levels (<7 ng/ml) at ICU admission do not predict sepsis development, increased risk of in-hospital mortality or longer stay in the ICU. However, patients with low admission vitamin D levels who will eventually develop sepsis are associated with development of respiratory tract infections.Εισαγωγή. H σήψη είναι αρκετά συχνή στους ασθενείς που νοσηλεύονται στη μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) και παρά την πρόοδο της επιστήμης στην κατανόηση των παθοφυσιολογικών μηχανισμών, η θνησιμότητα λόγω σήψης παραμένει σε υψηλά ποσοστά.Σκοπός. Εκτίμηση της προγνωστικής αξίας των επιπέδων γαλακτικού οξέος και της Ε και P σελεκτίνης κατά την εισαγωγή ασθενών στη ΜΕΘ και διερεύνηση των επιπέδων της 25-υδροξυβιταμίνης D σε σχέση με την έκβαση.Υλικό-Μέθοδος. Στην παρούσα μελέτη συμμετείχαν 227 βαρέως πάσχοντες ασθενείς αρχικά μη σηπτικοί οι οποίοι εισήχθησαν στη ΜΕΘ από τους οποίους οι 145 εκδήλωσαν σήψη κατά τη διάρκεια νοσηλείας. Για τον υπολογισμό της προγνωστικής ακρίβειας των βιοδεικτών στην σήψη (γαλακτικό οξύ, Ε και P σελεκτίνη) εφαρμόστηκαν καμπύλες ROC. Μια ομάδα 192 υγιών ατόμων χρησιμοποιήθηκε για την σύγκριση των επιπέδων της βιταμίνης D με εκείνα των βαρέως πασχόντων ασθενών.Αποτελέσματα. Τα επίπεδα γαλακτικού οξέος σε συνδυασμό με τις E- και P σελεκτίνες έδειξαν καλύτερη προγνωστική ακρίβεια με ευαισθησία και ειδικότητα 76% και 84% αντίστοιχα, και με μια περιοχή κάτω από την καμπύλη (AUC) στα 0,854 (95% διάστημα εμπιστοσύνης (CI) = 0,775-0,932. p<0,001). Όσον αφορά τα επίπεδα εισαγωγής της 25-υδροξυβιταμίνης D ήταν πολύ χαμηλότερα στους βαρέως πάσχοντες ασθενείς από εκείνα των υγιών ατόμων (p<0,0001). Μεταξύ των ασθενών που εκδήλωσαν σήψη (Ν=145) παρατηρήθηκε αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης αναπνευστικών λοιμώξεων στους ασθενείς με επίπεδα βιταμίνης D <7ng/ml (p=0,007).Συμπεράσματα. Στον μελετώμενο πληθυσμό ο συνδυασμός γαλακτικού οξέος με τις E και P σελεκτίνες προσφέρει καλύτερη προγνωστική αξία στην εκδήλωση σήψης κατά τη διάρκεια νοσηλείας στη ΜΕΘ. Τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D (<7 ng / ml) δεν προέβλεψαν την εκδήλωση σήψης, τον αυξημένο κίνδυνο ενδονοσοκομειακής θνησιμότητας ή την παρατεταμένη διάρκεια παραμονής στη ΜΕΘ. Παρ΄όλα αυτά οι ασθενείς με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D (<7 ng /ml) που εκδήλωσαν σήψη κατάτην παραμονή τους στη ΜΕΘ έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης αναπνευστικών λοιμώξεων

    Vitamin D in infectious complications in critically ill patients with or without COVID-19.

    No full text
    25-hydroxyvitamin D [25(OH)D] is an important immunomodulator, whose deficiency may aggravate the incidence and outcome of infectious complications in patients admitted to the intensive care unit. The most recognized extra-skeletal action of vitamin D is the regulation of immune function. Host defense against intracellular pathogens depends upon both innate and adaptive immunity. It has been suggested that vitamin D regulates the pro-inflammatory endothelial response to lipopolysaccharide, rendering it a role in the sepsis cascade. Recent studies have indicated that vitamin D deficiency may be associated with worse outcomes in patients with coronavirus disease 2019 (COVID-19), such as more severe disease and higher mortality rates. To this end, clinical trials with vitamin D supplementation are being carried out in an effort to improve COVID-19 outcomes. In this review, we will discuss the role of vitamin D in the immune response, and more specifically its effect on immune cells. Subsequently, we will provide an overview of the studies that have investigated the predictive value of vitamin D in critical illness outcomes, and its therapeutic value as a supplement in critically ill patients. Finally, the emerging role of vitamin D deficiency in COVID-19 infection risk, and worse outcomes will be discussed
    corecore