4 research outputs found

    Νεότερες λιποκυτταροκίνες στην περιγεννητική περίοδο

    No full text
    Η διατριβή αποτελείται από το ΓΕΝΙΚΟ και το ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ Το Γενικό μέρος αποτελείται από τα εξής κεφάλαια: I. Αύξηση του εμβρύου Γίνεται σύντομη περιγραφή των τριών φάσεων της εμβρυϊκής αύξησης. Ακολουθεί περιγραφή του προσδιορισμού της ηλικίας κύησης και των καμπύλων εμβρυϊκής αύξησης. II. Διαταραχές της ενδομήτριας αύξησης Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο αναλύονται ξεχωριστά, αρχικά για τα νεογνά με ενδομήτρια υπολειπόμενη αύξηση (ΕΥΑ) και εν συνεχεία για τα μεγάλου βάρους γέννησης για την ηλικία κύησης (ΜΒΓ) νεογνά, τα ακόλουθα: Δίδονται ο ορισμός της ΕΥΑ [τονίζεται η διάκριση αυτής από το μικρό για την ηλικία κύησης νεογνό (small for gestational age - SGA) και η περιγραφή των δύο διακριτών τύπων ΕΥΑ (συμμετρικά και ασύμμετρου τύπου νεογνά)] και ο ορισμός των ΜΒΓ νεογνών και παρατίθενται επιδημιολογικά στοιχεία. Στη συνέχεια, αναλύεται εκτενώς η αιτιολογία των εν λόγω διαταραχών, καθώς και η διαγνωστική προσέγγιση αυτών με κλινικές και απεικονιστικές μεθόδους. Ακολουθεί σύντομη περιγραφή της κλινικής εικόνας και αντιμετώπισης, καθώς και των άμεσων και μακροπρόθεσμων επιπλοκών/ διαταραχών που σχετίζονται με τις διαταραχές της ενδομήτριας αύξησης. III. Η θεωρία της «Αναπτυξιακής Προέλευσης των Χρόνιων Παθήσεων» Στο κεφάλαιο αυτό περιγράφονται αρχικά οι επιδημιολογικές μελέτες-μελέτες παρατήρησης που συσχετίζουν την ΕΥΑ, αλλά και τη μακροσωμία/ ΜΒΓ με εμφάνιση παχυσαρκίας και καρδιομεταβολικών επιπλοκών κατά τη μετέπειτα ζωή. Ακολουθούν οι μηχανιστικές μελέτες, οι οποίες αξιοποιώντας πειραματικά μοντέλα ΕΥΑ και ΜΒΓ/ μακροσωμικών νεογνών, καταδεικνύουν τον ρόλο του εμβρυικού προγραμματισμού του λιπώδους ιστού στην εμφάνιση δυσμενών επιπλοκών κατά τη μετέπειτα ζωή. IV. Λιπώδης ιστός Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στην εμβρυολογική προέλευση, ανατομία και κατανομή του λιπώδους ιστού στο αναπτυσσόμενο έμβρυο. Επιπλέον, αναλύεται η διαδικασία της αδιπογένεσης και βασικά στοιχεία φυσιολογίας του λιπώδους ιστού. V. Λιποκυτταροκίνες Στο τελευταίο κεφάλαιο του γενικού μέρους περιγράφονται οι λιποκυτταροκίνες Λιποκαλίνη-2, Preadipocyte factor-1 (Pref-1) και Fatty Acid-binding Protein 4 (FABP4). Το Ειδικό μέρος περιλαμβάνει τα ακόλουθα κεφάλαια: ΙΙ-ΙΙΙ. Υπόθεση-Σκοπός Η μελέτη στηρίχτηκε στην υπόθεση ότι οι λιποκυτταροκίνες LCN2, Pref-1 και FABP4 πιθανώς να εμπλέκονται και να διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλο τόσο στην εμβρυική αύξηση, όσο και στην αύξηση του βρέφους. Συνεπώς, οι εμβρυικές συγκεντρώσεις τους που κυκλοφορούν στο αίμα του ομφαλίου λώρου και ανιχνεύονται στον ορό/ πλάσμα, καθώς και οι συγκεντρώσεις τους στο μητρικό γάλα, ενδεχομένως να διαφοροποιούνται σε κυήσεις με διαταραχές της ενδομήτριας αύξησης. Για το σκοπό αυτό προσδιορίστηκαν οι συγκεντρώσεις των παραπάνω λιποκυτταροκινών, καθώς και οι μεταβολές στις κυκλοφορούσες συγκεντρώσεις τους σε κυήσεις με διαταραχές της εμβρυικής αύξησης, στο αίμα του ομφαλίου λώρου κατά τον τοκετό (εμβρυική κατάσταση), στο αίμα της μητέρας (στο 1ο στάδιο του τοκετού ή πριν τη χορήγηση αναισθησίας σε περίπτωση καισαρικής τομής), καθώς και στο μητρικό γάλα (ΜΓ) την 3η - 4η ημέρα μετά τον τοκετό. Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο διερεύνησης του ρόλου του λιπώδους ιστού στην παθογένεση και την παθοφυσιολογία διαφόρων νοσημάτων, μελετήθηκε τόσο κλινικά όσο και σε πειραματικό μοντέλο η εμπλοκή των λιποκυτταροκινών στην πνευμονική αρτηριακή υπέρταση. IV-V. Υλικό και μέθοδος Στη μελέτη συμπεριελήφθησαν συνολικά 80 τελειόμηνα νεογνά μονήρων κυήσεων, καθώς και οι μητέρες τους. Από τα 80 νεογνά, 40 είχαν κανονικό βάρος γέννησης για την ηλικία κύησης (ΚΒΓ), 20 παρουσίαζαν ενδομήτρια υπολειπόμενη αύξηση (ΕΥΑ) και 20 είχαν μεγάλο βάρος γέννησης για την ηλικία κύησης (ΜΒΓ). Για κάθε κύηση της μελέτης συλλέχθηκε αίμα από τον διπλά απολινωμένο ομφάλιο λώρο - που αντανακλά την εμβρυική κατάσταση- όσο και αίμα από τη μητέρα κατά το πρώτο στάδιο του τοκετού ή πριν τη χορήγηση αναισθησίας στις περιπτώσεις εκλεκτικής καισαρικής τομής. Επίσης, από κάθε υπό μελέτη κύηση ελήφθη γάλα από τη θηλάζουσα μητέρα την 3η ή 4η ημέρα μετά τον τοκετό. Ακολούθησε προσδιορισμός - με ενζυμική ανοσομετρική μέθοδο (ΕLISA) - των υπό μελέτη ουσιών και στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων. VII. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Λιποκαλίνη 2, (LCN2) • Οι συγκεντρώσεις της LCN2 στον ορό αίματος ομφάλιου λώρου βρέθηκαν στατιστικά σημαντικά υψηλότερες συγκριτικά με τις συγκεντρώσεις του ορού αίματος των μητέρων και με τις συγκεντρώσεις του μητρικού γάλακτος • Στατιστικά σημαντικές διαφορές εντοπίστηκαν μεταξύ των συγκεντρώσεων της LCN2 στον ορό αίματος ομφαλίου λώρου μεταξύ των τριών ομάδων. Πιο συγκεκριμένα, οι συγκεντρώσεις της LCN2 ήταν σημαντικά υψηλότερες στην ομάδα των ΕΥΑ σε σύγκριση με την ομάδα των ΜΒΓ. • Παρατηρήθηκε τάση προς αυξημένες συγκεντρώσεις της LCN2 στην ομάδα των νεογνών με ΕΥΑ σε σύγκριση με την ομάδα των ΚΒΓ νεογνών, ωστόσο, αυτή δεν ήταν στατιστικά σημαντική. • Παρατηρήθηκε θετική συσχέτιση μεταξύ των συγκεντρώσεων της LCN2 στο αίμα ομφαλίου λώρου και της ηλικία της μητέρας, καθώς και αρνητική συσχέτιση μεταξύ των συγκεντρώσεων της LCN2 και της εκατοστιαίας θέσης του βάρους γέννησης. • Οι συγκεντρώσεις LCN2 του ορού αίματος μητέρων διέφεραν σημαντικά μεταξύ των τριών ομάδων. Συγκεκριμένα παρατηρήθηκαν υψηλότερες συγκεντρώσεις της LCN2 στις μητέρες που γέννησαν ΚΒΓ νεογνά, σε σύγκριση με εκείνες που γέννησαν ΕΥΑ και ΜΒΓ νεογνά. • Οι συγκεντρώσεις της LCN2 του μητρικού γάλακτος δε διέφεραν μεταξύ των τριών ομάδων ενδομήτριας αύξησης. Preadipocyte factor-1, (Pref-1) • Οι συγκεντρώσεις του Pref-1 στον ορό του αίματος ομφάλιου λώρου βρέθηκαν σημαντικά υψηλότερες, σε σύγκριση με τις συγκεντρώσεις του ορού αίματος των μητέρων, ενώ οι συγκεντρώσεις στο γάλα της μητέρας ήταν οι χαμηλότερες. • Οι συγκεντρώσεις Pref-1 στον ορό αίματος της μητέρας και στο μητρικό γάλα δε διέφεραν μεταξύ των τριών ομάδων ενδομήτριας αύξησης (ΕΥΑ, ΚΒΓ, ΜΒΓ). • Οι συγκεντρώσεις του Pref-1 στον ορό αίματος ομφαλίου λώρου βρέθηκαν σημαντικά χαμηλότερες στην ομάδα των ΜΒΓ, συγκριτικά με την ομάδα των ΚΒΓ νεογνών. • Τέλος, παρατηρήθηκε θετική συσχέτιση μεταξύ των συγκεντρώσεων Pref-1 του ορού αίματος μητέρων και του μητρικού γάλακτος και αρνητική συσχέτιση μεταξύ συγκεντρώσεων Pref-1 ορού αίματος μητέρων και ορού ομφάλιου λώρου. FABP4 • Οι συγκεντρώσεις FABP4 στον ορό αίματος ομφαλίου λώρου βρέθηκαν σημαντικά υψηλότερες στις ομάδες ΕΥΑ και ΜΒΓ, σε σύγκριση με την ομάδα των ΚΒΓ νεογνών. Επιπλέον, η συγκέντρωση FABP4 ήταν σημαντικά υψηλότερη στα πρώιμα τελειόμηνα, σε σύγκριση με τα τελειόμηνα νεογνά. • Παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική αρνητική συσχέτιση μεταξύ των συγκεντρώσεων FABP4 του ορού αίματος ομφάλιου λώρου και της ηλικίας κύησης σε όλο τον πληθυσμό της μελέτης. • Στην ανάλυση πολυμεταβλητής λογιστικής παλινδρόμησης, παρέμεινε στατιστικά σημαντική η συσχέτιση των υψηλότερων συγκεντρώσεων FABP4 με την ΕΥΑ κατά τη γέννηση, μετά από προσαρμοσμένη ανάλυση για τον έλεγχο της επίδρασης της ηλικίας κύησης και του τόκου (πρωτοτόκος ή πολυτόκος). • Στην ανάλυση τετραγωνικής παλινδρόμησης, παρατηρήθηκε σημαντική συσχέτιση (σχήματος U) μεταξύ των συγκεντρώσεων FABP4 και του βάρους γέννησης. Συνοψίζοντας τα αποτελέσματά μας συμπεραίνουμε ότι: 1. Οι αυξημένες συγκεντρώσεις LCN-2 στο αίμα ομφαλίου λώρου συγκριτικά με αυτή του ορού των μητέρων πιθανόν να αντανακλά την εμβρυική προέλευσή της LCN-2 και τον πιθανό ρόλο της στην ενδομήτρια αύξηση. Σχετικά με την αρνητική συσχέτιση μεταξύ των συγκεντρώσεων της LCN2 και της εκατοστιαίας θέσης του βάρους γέννησης, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι οφείλεται σε μικρότερο αριθμό νεφρώνων/υποκλινική διαταραχή νεφρικής λειτουργίας στα νεογνά με ΕΥΑ. Οι εξαιρετικά χαμηλές συγκεντρώσεις LCN-2 στο μητρικό γάλα υποδεικνύουν ότι η έκκριση της LCN-2 από την μητρική κυκλοφορία στο μητρικό γάλα, πιθανώς δεν επηρεάζονται από παράγοντες που σχετίζονται με διαταραχές της ενδομήτριας αύξησης. 2. H συγκέντρωση Pref-1 στο αίμα ομφαλίου λώρου βρέθηκε αυξημένη συγκριτικά με αυτή του ορού των μητέρων, γεγονός που πιθανώς υποδηλώνει την εμβρυική του προέλευση και τον πιθανό ρόλο του στην ενδομήτρια αύξηση. Η εξαιρετικά χαμηλή συγκέντρωση Pref-1 στο μητρικό γάλα πιθανώς να συμβάλλει στην προστατευτική επίδρασή του έναντι μεταβολικών επιπλοκών, ενώ παράλληλα η θετική συσχέτιση των συγκεντρώσεων αυτών με εκείνες του μητρικού ορού υποδηλώνουν την πιθανή μεταφορά του από την κυκλοφορία στο μαζικό αδένα. Τέλος, οι συγκεντρώσεις του Pref-1 στον ορό αίματος ομφαλίου λώρου βρέθηκαν σημαντικά χαμηλότερες στην ομάδα των ΜΒΓ, συγκριτικά με την ομάδα των ΚΒΓ νεογνών. 3. Οι αυξημένες συγκεντρώσεις FABP4 στα μακροσωμικά, αλλά και στα νεογνά με ΕΥΑ και η συσχέτιση (σχήματος U) μεταξύ των συγκεντρώσεων FABP4 και του βάρους γέννησης, πιθανώς να καθιστούν τα επίπεδα της FABP4 ως πιθανό βιοδείκτη με προγνωστική αξία για την εμφάνιση πιθανών καρδιαγγειακών νοσημάτων στην ενήλικο ζωή. Περαιτέρω μελέτες είναι αναγκαίες, προκειμένου να διερευνηθεί ο ρόλος των νεότερων λιποκυτταροκινών στην ενδομήτρια αύξηση.This thesis consists of two parts, the general and the specific. The general part includes the following: I. Fetal growth In this part, the three phases of fetal growth are briefly described. Determination of gestational age and the customized fetal growth charts are also documented. II. Abnormal fetal growth In this chapter, for IUGR and LGA neonates, we separately discuss the following: The definition and epidemiology of IUGR and the two distinct types, symmetric and asymmetric, highlighting the importance of distinguishing it from the small for gestational age – SGA neonate, as well as the LGA neonate. In addition, we discuss the etiology, diagnosis and clinical assessment of neonates with IUGR and LGA neonates. Finally, postnatal treatment, short- and long-term morbidity and complications associated with abnormal fetal growth are also documented. III. Developmental Origins of Adult Health and Disease In this section, observational studies that have demonstrared the association of LGA/ IUGR with obesity and long-term cardiometabolic consequences later in life are documented. Then, mechanistic studies utilizing experimental models of IUGR/ LGA highlight the role of fetal reprogramming of adipose tissue in the development of these long term adverse metabolic outcomes. IV. Adipose tissue This part refers to embryology, anatomy, physiology and distribution of adipose tissue in the developing embryo, as well as the process of adipogenesis. V. Adipocytokines The last chapter of the general part analyzes the production and function of lipocalin-2, Preadipocyte factor-1 (Pref-1) και Fatty Acid-binding Protein 4 (FABP4). ΙΙ-ΙΙΙ. Hypothesis and Aim The study was based on the hypothesis that the adipocytokines LCN2, Pref-1 και FABP4 might be involved in both fetal and infant growth. Therefore, fetal concentrations in the umbilical cord blood, as well as their concentrations in breast milk, may differ between AGA fetuses and pregnancies with intrauterine growth disorders. Therefore, we aimed to determine circulating concentrations of the aforementioned adipocytokines in the cord blood of AGA, IUGR and LGA neonates at birth, in maternal serum (in the 1st stage of labor or before the administration of anesthesia in case of cesarean section) and breast milk on postpartum day 3-4. IV-V. Subjects and Methods Eighty parturients giving birth to 40 AGA, 20 IUGR and 20 LGA singleton infants were included in the study. Blood was collected from the umbilical cord at birth, reflecting the fetal state, the maternal serum during the 1st stage of labor or before the administration of anesthesia in case of cesarean section and breast milk on postpartum day 3-4. Circulating concentrations of adipocytokines were determined by ELISA, followed by statistical analysis of the results. VII. Results Lipocalin 2, (LCN2) • Cord blood LCN-2 concentrations were significantly higher compared to maternal serum and breast milk concentrations. • Umbilical cord serum LCN-2 concentrations were significantly higher in the IUGR compared with the LGA group. • There was a trend towards increased LCN-2 concentrations in the IUGR group compared to the AGA which did not reach statistical significance. • In the correlation analysis, a statistically significant moderate correlation between cord blood LCN-2 concentrations and maternal age was recorded, as well as a moderate negative correlation between cord blood LCN-2 concentrations and birth weight centile. • Antepartum maternal serum LCN-2 concentrations were significantly higher in mothers who delivered AGA neonates compared to those delivering IUGR and LGA neonates. • Breast milk LCN-2 concentrations were the lowest detected and did not differ between the three intrauterine growth groups. Preadipocyte factor-1, (Pref-1) • Umbilical cord serum Pref-1 concentrations were significantly higher than maternal serum ones. Breast milk concentrations were the lowest. • Breast milk and maternal serum Pref-1 concentrations did not differ between the three groups. (IUGR, AGA and LGA). • Umbilical cord serum Pref-1 concentrations were significantly lower in the LGA group, compared to the AGA one. • We found a weak positive correlation between maternal serum and breast milk Pref-1 concentrations. FABP4 • Cord blood FABP4 concentrations were significantly higher in the IUGR and LGA groups, compared with the AGA one and significantly higher in early term, as compared to full term neonates. • In correlation analysis, a significant negative correlation between cord blood FABP4 and gestational age in the whole study population was recorded. • In multivariate logistic regression analysis, higher FABP4 levels remained significantly associated with IUGR status at birth after controlling for the following covariates: gestational age and parity. • In quadratic regression analysis, we found a significant U-shaped association between FABP4 and birth weight. Conclusions 1. Cord serum LCN-2 concentrations were higher compared to antepartum maternal ones, possibly implying its fetal origin and role in intrauterine growth. The negative correlation of cord blood LCN-2 concentrations with customized centiles might indicate reduced nephron endowment and subclinical impairment of kidney function in IUGR neonates. LCN-2 breast milk concentrations were extremely low which might suggest that the LCN-2 secretion from the maternal circulation to breast milk is not influenced by factors leading to intrauterine growth pathology. 2. The elevated cord serum Pref-1 concentrations, compared to maternal ones might indicate its fetal origin and role in intrauterine growth. Breast milk concentrations were extremely low, possibly contributing to the protective role of breast milk against metabolic disorders. Breast milk Pref-1 concentrations positively correlate with maternal serum ones, suggesting transfer of the substance to the breast. Umbilical cord Pref-1 concentrations were lower in LGA, as compared to AGA neonates 3. The increased cord serum FABP4 levels in IUGR and LGA neonates, as well as the U-shaped association between serum FABP4 levels and birth weight, might suggest a potential role for FABP4 as a biomarker for future adverse cardiometabolic outcomes in those infants

    Διακύμανση της συχνότητας επιλεγμένων συνδρόμων/καταστάσεων υγείας των προσφύγων/μεταναστών στα σημεία φροντίδας υγείας κατά τη χρονική περίοδο: Ιούλιος του 2016 μέχρι και Ιούνιος του 2017

    No full text
    Ιστορικό: Τα τελευταία χρόνια το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα έχει προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις λόγω των συνεχιζόμενων πολέμων σε μια περιοχή που εκτείνεται από την Ευρώπη (Ουκρανία και Βαλκάνια) μέχρι τη Μέση Ανατολή, την Ανατολική Μεσόγειο και την Αφρική. Στο τέλος του 2016 καταγράφηκε ο υψηλότερος αριθμός βίαια εκτοπισμένων ανθρώπων (65,6 εκατομμύρια) μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκ των οποίων 22,5 εκ. ήταν πρόσφυγες. Στην Ελλάδα, το 2017 παρέμεναν περίπου 62.206 πρόσφυγες. Στις δομές υποδοχής, και φιλοξενίας των προσφύγων στη χώρα μας, στην συντριπτική πλειοψηφία επικρατούν ακατάλληλες συνθήκες διαβίωσης, με ανεπαρκή υγειονομική περίθαλψη. Σκοπός: Σκοπός της μελέτης ήταν η καταγραφή της διακύμανσης της συχνότητας επιλεγμένων συνδρόμων/καταστάσεων των προσφύγων/μεταναστών που διαβιούν στην Ελλάδα και η εποχική (μηνιαία) τους μεταβολή στο χρόνο, καθώς και η σύγκριση της με τον γηγενή πληθυσμό. Μεθοδολογία: Μελετήθηκαν τα εβδομαδιαία αρχεία καταγραφής των δελτίων επιδημιολογικής επιτήρησης του ΚΕΕΛΠΝΟ, στα σημεία φροντίδας υγείας των προσφύγων/μεταναστών κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ Ιουλίου του 2016-Ιουνίου του 2017. Επίσης, μελετήθηκαν τα στοιχεία της μηνιαίας συνοπτικής κατάστασης των προσφυγικών ροών, προκειμένου να εκτιμηθεί o επιπολασμός των νοσημάτων. Για κάθε σύνδρομο μελετήθηκε ο αριθμός των κρουσμάτων των συνδρόμων/καταστάσεων, το ποσοστό (%) στον προσφυγικό πληθυσμό ανά μήνα επί του συνόλου των ασθενών, καθώς και ο μέσος μηνιαίος επιπολασμός (± την τυπική απόκλιση) στον προσφυγικό πληθυσμό. Επιπλέον, μελετήθηκε η αντίστοιχη νοσηρότητα στο γηγενή πληθυσμό, ώστε να γίνει σύγκριση μεταξύ των δύο πληθυσμιακών ομάδων. Αποτελέσματα: Στο χρονικό διάστημα της μελέτης καταγράφηκαν (μ.ο.) 26.462 (±9.794) ασθενείς (κρούσματα) ανά μήνα, με τους περισσότερους κατά τους θερινούς μήνες του 2016, ενώ στους επόμενους μήνες παρατηρήθηκε πτωτική πορεία. Ο αριθμός των κρουσμάτων των συνδρόμων/καταστάσεων, το ποσοστό (%) στον προσφυγικό πληθυσμό ανά μήνα επί του συνόλου των ασθενών και ο επιπολασμός τους ήταν, με φθίνουσα σειρά, οι εξής: λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος με πυρετό [10.305 κρούσματα, σε ποσοστό 3,14% (μ.ο.) επί του συνόλου των ασθενών και μέσος μηνιαίος επιπολασμός στον προσφυγικό πληθυσμό 1,96%], γαστρεντερίτιδα χωρίς αίμα στα κόπρανα (3.806, 1,01%, 0,71%), υποψία ψώρας (2.048, 0,66%, 0,39%), εξάνθημα με πυρετό (1.073, 0,30%, 0,20%), ανεμευλογιά (984, 0,28%, 0,19%), ανεμευλογιά σε άτομα ηλικίας < 15 ετών (885, 0,25%, 0,17%), ηπατίτιδα Α (206, 0,05%, 0,018%) και ίκτερος με οξεία έναρξη (78, 0,018%, 0,014%). Ακολουθούν οι: υποψία πνευμονικής φυματίωσης (112 κρούσματα συνολικά), αιμορραγική διάρροια (50), ελονοσία (3), εκδηλώσεις παράλυσης με οξεία έναρξη (3) και μηνιγγίτιδα (3). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι παρατηρήθηκε σταδιακή ελάττωση των κρουσμάτων σχεδόν σε όλα σύνδρομα/καταστάσεις που καταγράφηκαν. Το γεγονός αυτό πιθανόν να οφείλεται στις παρεμβάσεις που εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο της διαφύλαξης της δημόσιας υγείας στις δομές φιλοξενίας/υποδοχής, εστίασαν στον εμβολιασμό των προσφύγων, στην βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης καθώς και στην παροχή σαφών οδηγιών ως προς τα μέτρα υγιεινής που οφείλουν να εφαρμόζονται στους συγκεκριμένους χώρους. Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα της μελέτης συμφωνούν με τα δεδομένα που έχουν καταγραφεί για τα λοιμώδη νοσήματα στους πρόσφυγες/μετανάστες που διαμένουν σε διάφορες δομές φιλοξενίας σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και με αυτά που έχουν παρατηρηθεί από άλλους ερευνητές στη χώρα μας. Στην Ελλάδα, οι δομές φιλοξενίας στην αρχή συστάθηκαν πρόχειρα και με προσωρινό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να παρατηρείται συνωστισμός και ακατάλληλες συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας, που ευνοούσαν την υψηλή συχνότητα λοιμωδών νοσημάτων μεταξύ των προσφύγων/μεταναστών. Σταδιακά παρατηρήθηκε βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και της υγιεινής των προσφύγων/μεταναστών, (μετεγκατάσταση προσφύγων σε σπίτια, ξενώνες και άλλα καταλύματα αστικού τύπου). Εντούτοις, ο εγκλωβισμός χιλιάδων προσφύγων στη χώρα μας, θέτει ως επιτακτική ανάγκη να συνεχιστεί η προσπάθεια βελτίωσης, με μακρόπνοο σχεδιασμό, των συνθηκών διαβίωσής τους. Επίσης, πρέπει να εξασφαλιστεί το αναφαίρετο δικαίωμά τους για καθολική πρόσβαση στην απαραίτητη υγειονομική περίθαλψη. Περιορισμοί: Στην παρούσα μελέτη δεν έχουν καταγραφεί η ηλικία, το φύλο και η εθνικότητα των προσφύγων, οι χώρες διέλευσης μέχρι να φθάσουν στην Ελλάδα, καθώς επίσης και άλλες μη μεταδοτικές ασθένειες που μπορεί να αντιμετωπίζουν. Πρόκειται για παραμέτρους που συμβάλουν στην πιο ολοκληρωμένη καταγραφή της υγείας των προσφύγων/μεταναστών.Background: Over the past few years, the phenomenon of migration has expanded substantially due to the ongoing armed conflicts, in the area extending from Europe (Ukraine and the Balkans) to the Middle East, the Eastern Mediterranean and Africa. At the end of 2016, the highest number of forcibly displaced people (65.6 million) was recorded since World War II, 22.5 million of which were refugees. In 2017, in Greece, the number of refugees and migrants waiting to be granted asylum or deported, came to 62,206. Inappropriate living conditions and inadequate health-care, consist a major problem in refugee/migrant reception-hosting centers in our country. Objective: The purpose of the study was to record the variation in the frequency of selected syndromes/health conditions of refugees/migrants living in Greece, their seasonal (monthly) variation over time and to compare them to the native population. Methods: The weekly reports of the Hellenic Center for Disease Control and Prevention (HCDCP) epidemiological surveillance system in the primary health-care facilities of the refugees/migrants are studied during the period from July 2016 to June 2017. Furthermore, monthly data of the summary statement of refugee flows are also studied, in order to assess the prevalence of the selected syndromes/health conditions. The number of cases of each syndrome/health condition per month, the frequency (%) to the total number of cases per month, and the mean monthly prevalence (±Standard Deviation-SD) in the refugee population are calculated. Moreover, the corresponding morbidity in the indigenous population is studied, in order to compare the two population groups. Results: During the study period, 26,462 patients (cases) were recorded per month. Most of them were recorded in the summer of 2016, followed by a downward trend that was observed in the following months. The number of cases of the selected syndromes/health conditions, the frequency (%) to the total number of cases and the mean monthly prevalence were, in descending order, the following: respiratory infection with fever (10.305 cases; 3.14%, 1.96% respectively), gastroenteritis without blood in stools (3.806, 1.01%, 0.71%), suspected scabies (2.048, 0.66%, 0.39%), skin rash with fever (1.073, 0,30%, 0,20%), varicella (984, 0.28%, 0.19%), and varicella <15 years old (885, 0.25%, 0.17%), hepatitis A (206, 0.05%, 0.018%) and acute jaundice (78, 0.018%, 0.014%). The following syndromes were also recorded: suspected pulmonary tuberculosis (112 total number of cases), hemorrhagic diarrhea (50), malaria (3), manifestations of acute-onset paralysis (3) and meningitis (3). Noteworthy is the fact that a gradual reduction was observed in the number of cases of almost all the selected syndromes/health conditions. This is probably due to the successful implementation of public health interventions in the refugee/migrant population. (vaccination, improvement of living conditions, providing proper guidance and counseling regarding hygiene) Conclusions: The results of the study are consistent with the data available regarding infectious diseases among refugees living in various hosting centers-primary health care facilities in other European countries, as well as those observed by other researchers in our country. The various hosting facilities in Greece were initially established as temporary settlements. The overcrowding and inappropriate hygiene and safety conditions that were observed, favored the high frequency of infectious diseases among the refugees. Gradually, improvement of living conditions and hygiene was observed (accommodation in dignified shelters: apartments, hotels, accommodation facilities). Stranding of thousands of refugees in our country, makes it imperative to urgently implement a strategy, yet with a long-term plan, to improve their living conditions. In addition, their fundamental right to global access to healthcare should be ensured. Limitations: Refugees’ age, gender and nationality, countries they pass through on their way to Greece, as well as other non-infectious diseases and comorbidities, have not been recorded in this study. These are parameters that could contribute to outline the health profile of migrants/ refugees

    Novel adipocytokines in the perinatal period

    No full text
    This thesis consists of two parts, the general and the specific. The general part includes the following: I. Fetal growth. In this part, the three phases of fetal growth are briefly described. Determination of gestational age and the customized fetal growth charts are also documented. II. Abnormal fetal growth. In this chapter, for IUGR and LGA neonates, we separately discuss the following: The definition and epidemiology of IUGR and the two distinct types, symmetric and asymmetric, highlighting the importance of distinguishing it from the small for gestational age – SGA neonate, as well as the LGA neonate. In addition, we discuss the etiology, diagnosis and clinical assessment of neonates with IUGR and LGA neonates. Finally, postnatal treatment, short- and long-term morbidity and complications associated with abnormal fetal growth are also documented. III. Developmental Origins of Adult Health and Disease. In this section, observational studies that have demonstrared the association of LGA/ IUGR with obesity and long-term cardiometabolic consequences later in life are documented. Then, mechanistic studies utilizing experimental models of IUGR/ LGA highlight the role of fetal reprogramming of adipose tissue in the development of these long term adverse metabolic outcomes. IV.Adipose tissue.This part refers to embryology, anatomy, physiology and distribution of adipose tissue in the developing embryo, as well as the process of adipogenesis. V. Adipocytokines. The last chapter of the general part analyzes the production and function of lipocalin-2, Preadipocyte factor-1 (Pref-1) και Fatty Acid-binding Protein 4 (FABP4). The specific part includes the following:ΙΙ-ΙΙΙ. Hypothesis and Aim.The study was based on the hypothesis that the adipocytokines LCN2, Pref-1 και FABP4 might be involved in both fetal and infant growth. Therefore, fetal concentrations in the umbilical cord blood, as well as their concentrations in breast milk, may differ between AGA fetuses and pregnancies with intrauterine growth disorders. Therefore, we aimed to determine circulating concentrations of the aforementioned adipocytokines in the cord blood of AGA, IUGR and LGA neonates at birth, in maternal serum (in the 1st stage of labor or before the administration of anesthesia in case of cesarean section) and breast milk on postpartum day 3-4. IV-V. Subjects and Methods. Eighty parturients giving birth to 40 AGA, 20 IUGR and 20 LGA singleton infants were included in the study. Blood was collected from the umbilical cord at birth, reflecting the fetal state, the maternal serum during the 1st stage of labor or before the administration of anesthesia in case of cesarean section and breast milk on postpartum day 3-4. Circulating concentrations of adipocytokines were determined by ELISA, followed by statistical analysis of the results. VII. Results. Lipocalin 2, (LCN2). Cord blood LCN-2 concentrations were significantly higher compared to maternal serum and breast milk concentrations. Umbilical cord serum LCN-2 concentrations were significantly higher in the IUGR compared with the LGA group. There was a trend towards increased LCN-2 concentrations in the IUGR group compared to the AGA which did not reach statistical significance. In the correlation analysis, a statistically significant moderate correlation between cord blood LCN-2 concentrations and maternal age was recorded, as well as a moderate negative correlation between cord blood LCN-2 concentrations and birth weight centile. Antepartum maternal serum LCN-2 concentrations were significantly higher in mothers who delivered AGA neonates compared to those delivering IUGR and LGA neonates.Breast milk LCN-2 concentrations were the lowest detected and did not differ between the three intrauterine growth groups. Preadipocyte factor-1, (Pref-1). Umbilical cord serum Pref-1 concentrations were significantly higher than maternal serum ones. Breast milk concentrations were the lowest. Breast milk and maternal serum Pref-1 concentrations did not differ between the three groups. (IUGR, AGA and LGA). Umbilical cord serum Pref-1 concentrations were significantly lower in the LGA group, compared to the AGA one. We found a weak positive correlation between maternal serum and breast milk Pref-1 concentrations. FABP4. Cord blood FABP4 concentrations were significantly higher in the IUGR and LGA groups, compared with the AGA one and significantly higher in early term, as compared to full term neonates. In correlation analysis, a significant negative correlation between cord blood FABP4 and gestational age in the whole study population was recorded. In multivariate logistic regression analysis, higher FABP4 levels remained significantly associated with IUGR status at birth after controlling for the following covariates: gestational age and parity. In quadratic regression analysis, we found a significant U-shaped association between FABP4 and birth weight. Conclusions. 1. Cord serum LCN-2 concentrations were higher compared to antepartum maternal ones, possibly implying its fetal origin and role in intrauterine growth. The negative correlation of cord blood LCN-2 concentrations with customized centiles might indicate reduced nephron endowment and subclinical impairment of kidney function in IUGR neonates. LCN-2 breast milk concentrations were extremely low which might suggest that the LCN-2 secretion from the maternal circulation to breast milk is not influenced by factors leading to intrauterine growth pathology. 2. The elevated cord serum Pref-1 concentrations, compared to maternal ones might indicate its fetal origin and role in intrauterine growth. Breast milk concentrations were extremely low, possibly contributing to the protective role of breast milk against metabolic disorders. Breast milk Pref-1 concentrations positively correlate with maternal serum ones, suggesting transfer of the substance to the breast. Umbilical cord Pref-1 concentrations were lower in LGA, as compared to AGA neonates. 3. The increased cord serum FABP4 levels in IUGR and LGA neonates, as well as the U-shaped association between serum FABP4 levels and birth weight, might suggest a potential role for FABP4 as a biomarker for future adverse cardiometabolic outcomes in those infants.Η διατριβή αποτελείται από το ΓΕΝΙΚΟ και το ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ Το Γενικό μέρος αποτελείται από τα εξής κεφάλαια: I . Αύξηση του εμβρύου. Γίνεται σύντομη περιγραφή των τριών φάσεων της εμβρυϊκής αύξησης. Ακολουθεί περιγραφή του προσδιορισμού της ηλικίας κύησης και των καμπύλων εμβρυϊκής αύξησης. II. Διαταραχές της ενδομήτριας αύξησης. Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο αναλύονται ξεχωριστά, αρχικά για τα νεογνά με ενδομήτρια υπολειπόμενη αύξηση (ΕΥΑ) και εν συνεχεία για τα μεγάλου βάρους γέννησης για την ηλικία κύησης (ΜΒΓ) νεογνά, τα ακόλουθα: Δίδονται ο ορισμός της ΕΥΑ [τονίζεται η διάκριση αυτής από το μικρό για την ηλικία κύησης νεογνό (small for gestational age - SGA) και η περιγραφή των δύο διακριτών τύπων ΕΥΑ (συμμετρικά και ασύμμετρου τύπου νεογνά)] και ο ορισμός των ΜΒΓ νεογνών και παρατίθενται επιδημιολογικά στοιχεία. Στη συνέχεια, αναλύεται εκτενώς η αιτιολογία των εν λόγω διαταραχών, καθώς και η διαγνωστική προσέγγιση αυτών με κλινικές και απεικονιστικές μεθόδους. Ακολουθεί σύντομη περιγραφή της κλινικής εικόνας και αντιμετώπισης, καθώς και των άμεσων και μακροπρόθεσμων επιπλοκών/ διαταραχών που σχετίζονται με τις διαταραχές της ενδομήτριας αύξησης. III. Η θεωρία της «Αναπτυξιακής Προέλευσης των Χρόνιων Παθήσεων». Στο κεφάλαιο αυτό περιγράφονται αρχικά οι επιδημιολογικές μελέτες-μελέτες παρατήρησης που συσχετίζουν την ΕΥΑ, αλλά και τη μακροσωμία/ ΜΒΓ με εμφάνιση παχυσαρκίας και καρδιομεταβολικών επιπλοκών κατά τη μετέπειτα ζωή. Ακολουθούν οι μηχανιστικές μελέτες, οι οποίες αξιοποιώντας πειραματικά μοντέλα ΕΥΑ και ΜΒΓ/ μακροσωμικών νεογνών, καταδεικνύουν τον ρόλο του εμβρυικού προγραμματισμού του λιπώδους ιστού στην εμφάνιση δυσμενών επιπλοκών κατά τη μετέπειτα ζωή. IV. Λιπώδης ιστός. Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στην εμβρυολογική προέλευση, ανατομία και κατανομή του λιπώδους ιστού στο αναπτυσσόμενο έμβρυο. Επιπλέον, αναλύεται η διαδικασία της αδιπογένεσης και βασικά στοιχεία φυσιολογίας του λιπώδους ιστού. V. Λιποκυτταροκίνες. Στο τελευταίο κεφάλαιο του γενικού μέρους περιγράφονται οι λιποκυτταροκίνες Λιποκαλίνη-2, Preadipocyte factor-1 (Pref-1) και Fatty Acid-binding Protein 4 (FABP4). Το Ειδικό μέρος περιλαμβάνει τα ακόλουθα κεφάλαια: ΙΙ-ΙΙΙ. Υπόθεση-Σκοπός. Η μελέτη στηρίχτηκε στην υπόθεση ότι οι λιποκυτταροκίνες LCN2, Pref-1 και FABP4 πιθανώς να εμπλέκονται και να διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλο τόσο στην εμβρυική αύξηση, όσο και στην αύξηση του βρέφους. Συνεπώς, οι εμβρυικές συγκεντρώσεις τους που κυκλοφορούν στο αίμα του ομφαλίου λώρου και ανιχνεύονται στον ορό/ πλάσμα, καθώς και οι συγκεντρώσεις τους στο μητρικό γάλα, ενδεχομένως να διαφοροποιούνται σε κυήσεις με διαταραχές της ενδομήτριας αύξησης. Για το σκοπό αυτό προσδιορίστηκαν οι συγκεντρώσεις των παραπάνω λιποκυτταροκινών, καθώς και οι μεταβολές στις κυκλοφορούσες συγκεντρώσεις τους σε κυήσεις με διαταραχές της εμβρυικής αύξησης, στο αίμα του ομφαλίου λώρου κατά τον τοκετό (εμβρυική κατάσταση), στο αίμα της μητέρας (στο 1ο στάδιο του τοκετού ή πριν τη χορήγηση αναισθησίας σε περίπτωση καισαρικής τομής), καθώς και στο μητρικό γάλα (ΜΓ) την 3η - 4η ημέρα μετά τον τοκετό. Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο διερεύνησης του ρόλου του λιπώδους ιστού στην παθογένεση και την παθοφυσιολογία διαφόρων νοσημάτων, μελετήθηκε τόσο κλινικά όσο και σε πειραματικό μοντέλο η εμπλοκή των λιποκυτταροκινών στην πνευμονική αρτηριακή υπέρταση. IV-V. Υλικό και μέθοδος. Στη μελέτη συμπεριελήφθησαν συνολικά 80 τελειόμηνα νεογνά μονήρων κυήσεων, καθώς και οι μητέρες τους. Από τα 80 νεογνά, 40 είχαν κανονικό βάρος γέννησης για την ηλικία κύησης (ΚΒΓ), 20 παρουσίαζαν ενδομήτρια υπολειπόμενη αύξηση (ΕΥΑ) και 20 είχαν μεγάλο βάρος γέννησης για την ηλικία κύησης (ΜΒΓ). Για κάθε κύηση της μελέτης συλλέχθηκε αίμα από τον διπλά απολινωμένο ομφάλιο λώρο - που αντανακλά την εμβρυική κατάσταση- όσο και αίμα από τη μητέρα κατά το πρώτο στάδιο του τοκετού ή πριν τη χορήγηση αναισθησίας στις περιπτώσεις εκλεκτικής καισαρικής τομής. Επίσης, από κάθε υπό μελέτη κύηση ελήφθη γάλα από τη θηλάζουσα μητέρα την 3η ή 4η ημέρα μετά τον τοκετό. Ακολούθησε προσδιορισμός - με ενζυμική ανοσομετρική μέθοδο (ΕLISA) - των υπό μελέτη ουσιών και στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων. VII. Αποτελέσματα. Λιποκαλίνη 2, (LCN2). Οι συγκεντρώσεις της LCN2 στον ορό αίματος ομφάλιου λώρου βρέθηκαν στατιστικά σημαντικά υψηλότερες συγκριτικά με τις συγκεντρώσεις του ορού αίματος των μητέρων και με τις συγκεντρώσεις του μητρικού γάλακτος. Στατιστικά σημαντικές διαφορές εντοπίστηκαν μεταξύ των συγκεντρώσεων της LCN2 στον ορό αίματος ομφαλίου λώρου μεταξύ των τριών ομάδων. Πιο συγκεκριμένα, οι συγκεντρώσεις της LCN2 ήταν σημαντικά υψηλότερες στην ομάδα των ΕΥΑ σε σύγκριση με την ομάδα των ΜΒΓ. Παρατηρήθηκε τάση προς αυξημένες συγκεντρώσεις της LCN2 στην ομάδα των νεογνών με ΕΥΑ σε σύγκριση με την ομάδα των ΚΒΓ νεογνών, ωστόσο, αυτή δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Παρατηρήθηκε θετική συσχέτιση μεταξύ των συγκεντρώσεων της LCN2 στο αίμα ομφαλίου λώρου και της ηλικία της μητέρας, καθώς και αρνητική συσχέτιση μεταξύ των συγκεντρώσεων της LCN2 και της εκατοστιαίας θέσης του βάρους γέννησης. Οι συγκεντρώσεις LCN2 του ορού αίματος μητέρων διέφεραν σημαντικά μεταξύ των τριών ομάδων. Συγκεκριμένα παρατηρήθηκαν υψηλότερες συγκεντρώσεις της LCN2 στις μητέρες που γέννησαν ΚΒΓ νεογνά, σε σύγκριση με εκείνες που γέννησαν ΕΥΑ και ΜΒΓ νεογνά. Οι συγκεντρώσεις της LCN2 του μητρικού γάλακτος δε διέφεραν μεταξύ των τριών ομάδων ενδομήτριας αύξησης. Preadipocyte factor-1, (Pref-1). Οι συγκεντρώσεις του Pref-1 στον ορό του αίματος ομφάλιου λώρου βρέθηκαν σημαντικά υψηλότερες, σε σύγκριση με τις συγκεντρώσεις του ορού αίματος των μητέρων, ενώ οι συγκεντρώσεις στο γάλα της μητέρας ήταν οι χαμηλότερες. Οι συγκεντρώσεις Pref-1 στον ορό αίματος της μητέρας και στο μητρικό γάλα δε διέφεραν μεταξύ των τριών ομάδων ενδομήτριας αύξησης (ΕΥΑ, ΚΒΓ, ΜΒΓ). Οι συγκεντρώσεις του Pref-1 στον ορό αίματος ομφαλίου λώρου βρέθηκαν σημαντικά χαμηλότερες στην ομάδα των ΜΒΓ, συγκριτικά με την ομάδα των ΚΒΓ νεογνών. Τέλος, παρατηρήθηκε θετική συσχέτιση μεταξύ των συγκεντρώσεων Pref-1 του ορού αίματος μητέρων και του μητρικού γάλακτος και αρνητική συσχέτιση μεταξύ συγκεντρώσεων Pref-1 ορού αίματος μητέρων και ορού ομφάλιου λώρου. FABP4. Οι συγκεντρώσεις FABP4 στον ορό αίματος ομφαλίου λώρου βρέθηκαν σημαντικά υψηλότερες στις ομάδες ΕΥΑ και ΜΒΓ, σε σύγκριση με την ομάδα των ΚΒΓ νεογνών. Επιπλέον, η συγκέντρωση FABP4 ήταν σημαντικά υψηλότερη στα πρώιμα τελειόμηνα, σε σύγκριση με τα τελειόμηνα νεογνά. Παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική αρνητική συσχέτιση μεταξύ των συγκεντρώσεων FABP4 του ορού αίματος ομφάλιου λώρου και της ηλικίας κύησης σε όλο τον πληθυσμό της μελέτης. Στην ανάλυση πολυμεταβλητής λογιστικής παλινδρόμησης, παρέμεινε στατιστικά σημαντική η συσχέτιση των υψηλότερων συγκεντρώσεων FABP4 με την ΕΥΑ κατά τη γέννηση, μετά από προσαρμοσμένη ανάλυση για τον έλεγχο της επίδρασης της ηλικίας κύησης και του τόκου (πρωτοτόκος ή πολυτόκος). Στην ανάλυση τετραγωνικής παλινδρόμησης, παρατηρήθηκε σημαντική συσχέτιση (σχήματος U) μεταξύ των συγκεντρώσεων FABP4 και του βάρους γέννησης. Συνοψίζοντας τα αποτελέσματά μας συμπεραίνουμε ότι: 1. Οι αυξημένες συγκεντρώσεις LCN-2 στο αίμα ομφαλίου λώρου συγκριτικά με αυτή του ορού των μητέρων πιθανόν να αντανακλά την εμβρυική προέλευσή της LCN-2 και τον πιθανό ρόλο της στην ενδομήτρια αύξηση. Σχετικά με την αρνητική συσχέτιση μεταξύ των συγκεντρώσεων της LCN2 και της εκατοστιαίας θέσης του βάρους γέννησης, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι οφείλεται σε μικρότερο αριθμό νεφρώνων/υποκλινική διαταραχή νεφρικής λειτουργίας στα νεογνά με ΕΥΑ. Οι εξαιρετικά χαμηλές συγκεντρώσεις LCN-2 στο μητρικό γάλα υποδεικνύουν ότι η έκκριση της LCN-2 από την μητρική κυκλοφορία στο μητρικό γάλα, πιθανώς δεν επηρεάζονται από παράγοντες που σχετίζονται με διαταραχές της ενδομήτριας αύξησης. 2. H συγκέντρωση Pref-1 στο αίμα ομφαλίου λώρου βρέθηκε αυξημένη συγκριτικά με αυτή του ορού των μητέρων, γεγονός που πιθανώς υποδηλώνει την εμβρυική του προέλευση και τον πιθανό ρόλο του στην ενδομήτρια αύξηση. Η εξαιρετικά χαμηλή συγκέντρωση Pref-1 στο μητρικό γάλα πιθανώς να συμβάλλει στην προστατευτική επίδρασή του έναντι μεταβολικών επιπλοκών, ενώ παράλληλα η θετική συσχέτιση των συγκεντρώσεων αυτών με εκείνες του μητρικού ορού υποδηλώνουν την πιθανή μεταφορά του από την κυκλοφορία στο μαζικό αδένα. Τέλος, οι συγκεντρώσεις του Pref-1 στον ορό αίματος ομφαλίου λώρου βρέθηκαν σημαντικά χαμηλότερες στην ομάδα των ΜΒΓ, συγκριτικά με την ομάδα των ΚΒΓ νεογνών. 3. Οι αυξημένες συγκεντρώσεις FABP4 στα μακροσωμικά, αλλά και στα νεογνά με ΕΥΑ και η συσχέτιση (σχήματος U) μεταξύ των συγκεντρώσεων FABP4 και του βάρους γέννησης, πιθανώς να καθιστούν τα επίπεδα της FABP4 ως πιθανό βιοδείκτη με προγνωστική αξία για την εμφάνιση πιθανών καρδιαγγειακών νοσημάτων στην ενήλικο ζωή.Περαιτέρω μελέτες είναι αναγκαίες, προκειμένου να διερευνηθεί ο ρόλος των νεότερων λιποκυτταροκινών στην ενδομήτρια αύξηση

    Skeletal Muscle Dysfunction in Experimental Pulmonary Hypertension

    No full text
    Pulmonary arterial hypertension (PAH) is a serious, progressive, and often fatal disease that is in urgent need of improved therapies that treat it. One of the remaining therapeutic challenges is the increasingly recognized skeletal muscle dysfunction that interferes with exercise tolerance. Here we report that in the adult rat Sugen/hypoxia (SU/Hx) model of severe pulmonary hypertension (PH), there is highly significant, almost 50%, decrease in exercise endurance, and this is associated with a 25% increase in the abundance of type II muscle fiber markers, thick sarcomeric aggregates and an increase in the levels of FoxO1 in the soleus (a predominantly type I fiber muscle), with additional alterations in the transcriptomic profiles of the diaphragm (a mixed fiber muscle) and the extensor digitorum longus (a predominantly Type II fiber muscle). In addition, soleus atrophy may contribute to impaired exercise endurance. Studies in L6 rat myoblasts have showed that myotube differentiation is associated with increased FoxO1 levels and type II fiber markers, while the inhibition of FoxO1 leads to increased type I fiber markers. We conclude that the formation of aggregates and a FoxO1-mediated shift in the skeletal muscle fiber-type specification may underlie skeletal muscle dysfunction in an experimental study of PH
    corecore