71 research outputs found

    Η διερεύνηση της νοσηρότητας και της θνητότητας στους ΧΕΝ με λοίμωξη HBV/HCV με και χωρίς συλλοίμωξη HIV συγκριτικά με τις ευπαθείς ομάδες πασχόντων του γενικού πληθυσμού: Mεταναστών και ομοφυλόφιλων πασχόντων

    Get PDF
    Η λοίμωξη Ηπατίτιδας Β και C εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας. Οι περιοχές με ενδιάμεση ενδημικότητα περιλαμβάνουν τις χώρες της Μεσογείου και την Ασία (δείκτες HBV 20-60%, HBsAg 2-7% και anti-HCV 1-2%), ενώ το υψηλότερο ενδημικό ποσοστό εντοπίστηκε στην Αφρική, στη Νότιο-Ανατολική Ασία και τη Λατινική Αμερική (δείκτες HBV> 60%, HBsAg 8-15% και anti-HCV> 2%). Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες με ενδιάμεση ενδημικότητα, με ευρεία διακύμανση της οροθετικότητας σε διαφορετικές περιοχές και διάφορους πληθυσμούς, με αυξημένη συχνότητα μετάδοσης στους χρήστες ενδοφλεβίων ουσιών, στους ομοφυλόφιλους άνδρες και στους μετανάστες. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση της νοσηρότητας και της θνητότητας των ΧΕΝ μολυσμένων από τον ιό HBV/HCV με και χωρίς συλλοίμωξη HIV σε σύγκριση με τον πληθυσμό ομοφυλοφίλων ανδρών και μεταναστών πασχόντων από τον ιό HBV/HCV για να εξετάσει την επικρατούσα κατάσταση στην Ελλάδα. Η μέθοδος που ακολουθήθηκε είναι ποσοτικός προσδιορισμός και ανάλυση της νοσηρότητας και της θνητότητας χρηστών ενδοφλεβίων ναρκωτικών ουσιών, μεταναστών και ομοφυλοφίλων, προσβεβλημένων από τον ιό της Ηπατίτιδας Β ή C, οροθετικοί και οροαρνητικοί στον ιό HIV με στρωματοποιημένη δειγματοληψία. Για τη στατιστική ανάλυση και επεξεργασία των δεδομένων, χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο Ανάλυσης Κοινωνικών Επιστημών (Statistical Package for Social Sciences, SPSS) version 25. Από τα αποτελέσματα της έρευνας, συμπεραίνουμε πως η λοίμωξη ηπατίτιδας B και C δεν σχετίζεται με το φύλο αλλά υπάρχει στατιστικά σημαντική συσχέτιση ηλικίας και νοσηρότητας HBV/HCV ιού, όπως υπάρχει και θετική συσχέτιση ηλικίας και θνητότητας. Η εμφάνιση ηπατοκυτταρικού καρκινώματος, συσχετίζεται με τη χρήση ενδοφλεβίων ναρκωτικών ουσιών και την Ηπατίτιδα C, αλλά δεν υπάρχει θετική συσχέτιση με την συλλοίμωξη HIV. Επίσης υπάρχει στατιστικά σημαντικός βαθμός συσχέτισης της Ηπατίτιδας C στους ΧΕΝ με συλλοίμωξη HIV, και στατιστικά μικρότερη συσχέτιση στους ομοφυλόφιλους άνδρες, η μέση τιμή του επιπολασμού της Ηπατίτιδας B βρέθηκε μεγαλύτερη στους αλλοδαπούς χρήστες χωρών εκτός Ε.Ε όπως και η μέση τιμή του επιπολασμού της Ηπατίτιδας C.Hepatitis B and C infection remains a major public health problem. Intermediate endemic regions include Mediterranean and Asian countries (HBV 20-60%, HBsAg 2-7% and anti-HCV 1-2%), while the highest endemic rate was found in Africa, South-East Asia and Latin America (HBV markers > 60%, HBsAg 8-15% and anti-HCV > 2%). Greece belongs to countries with intermediate endemicity, with wide variation in seropositivity in different regions and populations, with increased frequency of transmission in intravenous drug users, homosexual men and migrants. The purpose of this study is to investigate the morbidity and mortality of patients infected with HBV / HCV virus with and without HIV co-infection and compare to homosexual and migrant infected with HBV / HCV population in order to examine the prevailing situation in Greece. The followed method was the quantification analysis of morbidity and mortality of intravenous drug users, migrants and homosexuals infected with hepatitis B or C virus, seropositive and seronegative to HIV by stratified sampling. For the statistical analysis and processing of data, the statistical package for Social Sciences (SPSS) version 25 was used. The results of the study, conclude that hepatitis B and C infection is not related to gender but there is a statistically significant age and morbidity correlation of HBV / HCV virus, as there is a positive correlation between age and mortality. The incidence of hepatocellular carcinoma is correlated with the use of intravenous drugs and Hepatitis C, but there is no positive correlation with HIV co-infection. There is also a statistically significant correlation of Hepatitis C among IDUs with HIV co-infection, and statistically less significant correlation among homosexual men, the mean prevalence of Hepatitis B and C was found to be higher for migrants from non-EU intravenous drugs users

    Η ιντερλευκίνη-17Α και ο ενεργοποιητικός παράγοντας των Β λεμφοκυττάρων σε ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C και μικτή κρυοσφαιριναιμία. Επιδράσεις της αντιιικής θεραπείας και συσχετίσεις με τη βιταμίνη D.

    Get PDF
    Εισαγωγή: Αρκετές μελέτες παρουσίασαν αντικρουόμενα αποτελέσματα σχετικά με τις ανοσολογικές αντιδράσεις σε ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C (CHC) και μικτή κρυοσφαιριναιμία (MC). Η σημασία του ενεργοποιητικού παράγοντα των Β λεμφοκυττάρων (BAFF) στη MC έχει περιγραφεί προηγουμένως, αλλά ο ρόλος της ιντερλευκίνης (IL)-17A είναι λιγότερο σαφής. Σκοπός: Οι κύριοι στόχοι της παρούσας μελέτης ήταν ο προσδιορισμός των επιπέδων των κυτταροκινών BAFF και IL-17A σε ασθενείς που πάσχουν από CHC με ή χωρίς MC, και η διερεύνηση της κινητικής τους κατά τη διάρκεια της αντιιικής θεραπείας με pegIFN/RBV και 6 μήνες μετά το τέλος αυτής. Επιπρόσθετα, θέλαμε να αξιολογήσουμε τη σχέση των κυτταροκινών με τα επίπεδα της vitD, το βαθμό της ηπατικής ίνωσης και την ανταπόκριση στην αντιιική θεραπεία. Παράλληλα, έγινε συσχέτιση των αποτελεσμάτων με δημογραφικά και εργαστηριακά στοιχεία των υπό μελέτη ασθενών. Μέθοδοι: Μετρήθηκαν οι συγκεντρώσεις της IL-17A, του BAFF και της 25-ΟΗ βιταμίνης D στον ορό 34 ασθενών με CHC κατά την έναρξη, το τέλος της θεραπείας και 6 μήνες μετά το τέλος της θεραπείας με πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη-α και ριμπαβιρίνη, έναντι 12 υγιών μαρτύρων. Αποτελέσματα: Μελετήσαμε τριάντα τέσσερις ασθενείς (20 άνδρες με μέση ηλικία 40,7 ± 9,2 έτη, 12 με γονότυπο 1 ή 4 και 22 με γονότυπο 2 ή 3), εκ των οποίων το 64,7% πέτυχε παρατεταμένη ιολογική ανταπόκριση (SVR). Η MC ανιχνεύθηκε στο 52,9% των ασθενών. Υψηλότερα επίπεδα και των δύο κυτταροκινών βρέθηκαν στους ασθενείς με MC σε σύγκριση με εκείνους χωρίς MC. Οι ασθενείς που πέτυχαν SVR είχαν υψηλότερα επίπεδα IL-17A και χαμηλότερα επίπεδα BAFF προ της θεραπείας, σε σύγκριση με εκείνους χωρίς SVR. Η IL-17A παρουσίασε μείωση κατά τη διάρκεια και μετά τη θεραπεία στους ασθενείς που ανταποκρίθηκαν στη θεραπεία, ενώ παρατηρήθηκε αύξηση στους μη ανταποκρινόμενους. Οι ασθενείς με CHC εμφάνισαν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σε σύγκριση με τους HC. Επιπλέον, οι αλλαγές στην IL-17A κατά την περίοδο θεραπείας συσχετίστηκαν σημαντικά με τις μεταβολές της βιταμίνης D (β = -0.04, SE = 0.02, Ρ = 0.046). Δεν παρατηρήθηκε διαφορά στις τιμές των IL-17A, BAFF και βιταμίνης D μεταξύ των ασθενών με κίρρωση (n=14) και των ασθενών χωρίς κίρρωση. Συμπεράσματα: Οι ασθενείς με CHC με ασυμπτωματική MC είχαν αυξημένα επίπεδα IL-17A και BAFF. Σε άτομα που ανταποκρίνονται, τα επίπεδα της IL-17A μειώνονται σημαντικά, ενώ ο BAFF αυξάνεται κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Αλληλεπίδραση μεταξύ των συγκεντρώσεων της IL-17A και της βιταμίνης D αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια της αντιιικής θεραπείας.Background: Several studies have provided conflicting results regarding the immune responses in chronic hepatitis C (CHC) patients with mixed cryoglobulinemia (MC). The importance of B-cell activating factor (BAFF) in MC has been described, but the role of interleukin (IL)-17A is less clear. Aim of the Study: The main objectives were to determine the levels of BAFF and IL-17A cytokines in patients with CHC with or without MC, and to investigate their kinetics during antiviral treatment with pegylated interferon-α/ribavirin and 6 months after the end of it. In addition, the aim was to evaluate the possible correlation of cytokines with vitD levels, the degree of hepatic fibrosis and the response to antiviral therapy. Furthermore, the results were correlated with demographic and laboratory data of the patients under study. Methods: Serum concentrations of IL-17A, BAFF and 25-OH vitamin D were measured in 34 CHC patients at baseline, end of treatment, and 6 months post-treatment with pegylated interferon-α and ribavirin, versus 12 healthy controls. Results: Thirty-four patients (20 male, mean age 40.7±9.2 years, 12 of genotype 1 or 4, 22 of genotype 2 or 3) were included, of whom 64.7% achieved a sustained virological response (SVR). MC was detected in 52.9% of the patients. Higher levels of both cytokines were found in patients with MC compared to those without. Patients who achieved SVR had higher pretreatment IL-17A and lower BAFF levels compared to those without SVR. IL-17A was downregulated during and following treatment in responders, whereas upregulation was observed in non-responders. CHC patients demonstrated low vitamin D levels compared to HC. Moreover, the changes in IL-17A over the treatment period were significantly associated with vitamin D changes (β=-0.04, SE=0.02, P=0.046). No difference in IL-17A, BAFF and vitamin D values was seen between patients with cirrhosis (n=14) and those without. Conclusions: CHC patients with asymptomatic MC have increased levels of IL-17A and BAFF. IL-17A levels decline significantly while BAFF increases during treatment in responders. An interplay between IL-17A and vitamin D concentrations was revealed during the antiviral treatment

    Τροπονιναιμία σε ασθενείς με covid-19 - Προδιαθεσικοί παράγοντες

    Get PDF
    Εισαγωγή: Η αύξηση των επιπέδων της τροπονίνης σχετίζονται με την νόσο του Covid-19 και πιθανώς επηρεάζονται από προδιαθεσικούς παράγοντες όπως ο δείκτης μάζας σώματος, η ηλικία, το φύλο, η παρουσία αρτηριακής υπέρτασης, σακχαρώδους διαβήτη και καρδιακών παθήσεων όπως η στεφανιαία νόσος και οι αρρυθμίες. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να μελετήσει τα επίπεδα της τροπονίνης σε ασθενείς που πάσχουν από COVID-19 και να διερευνήσει τους πιθανούς προδιαθεσικούς παράγοντες που μπορούν να τα επηρεάσουν Υλικό και Μέθοδος: Το δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν 115 άτομα που νόσησαν και νοσηλεύτηκαν με Covid-19 στο Γ.Ν.ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ. Τα επίπεδα της τροπονίνης μετρήθηκαν με την μέθοδο ELISA και οι ασθενείς κατηγοριοποιήθηκαν σε ομάδες και αναλύθηκαν πιθανοί προδιαθεσικοί παράγοντες που μπορούν επηρεάσουν τα επίπεδα της τροπονίνης. Αποτελέσματα: Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τη σύγκριση ασθενών που έπασχαν από στεφανιαία νόσο και σε αυτούς με ελεύθερο ατομικό ιστορικό έδειξαν ότι οι διαφορές μεταξύ των μέσων όρων τροπονίνης ανάμεσα στις δύο κατηγορίες ήταν στατιστικώς σημαντικές (p=0,001), ενώ αντίστοιχα ευρήματα προέκυψαν από τα αποτελέσματα σύγκρισης ασθενών με υπόβαθρο σακχαρώδους διαβήτη, οι οποίοι εμφάνιζαν αυξημένη συχνότητα να εκδηλώσουν τροπονιναιμία στην πορεία της νοσηλείας τους(p=0,035). Παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα από την παρουσία ή όχι αρρυθμιών, καθώς προέκυψε πως υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά στους ασθενείς με ιστορικό αρρυθμιών συγκριτικά με εκείνους που είχαν ελεύθερο ατομικό αναμνηστικό(p=0,001). Παρατηρήθηκε επίσης, πως υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ της τροπονίνης και της φερριτίνης, όπως αντίστοιχα και της φερριτίνης με την C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (p<0,001),αντίστοιχα. Συμπεράσματα: Βρέθηκε ότι ασθενείς που πάσχουν από τη νόσο του Covid-19 και έχουν υπόβαθρο στεφανιαίας νόσου και αρρυθμιών, εμφανίζουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εκδηλώσουν τροπονιναιμία στη διάρκεια της νοσηλείας τους ενώ παράγοντες όπως το φύλο και ο σακχαρώδης διαβήτης μπορούν να αποτελέσουν προδιαθεσικούς παράγοντες για την αύξηση των επιπέδων της τροπονίνης.Introduction: Increased levels of cardiac troponin are associated with Covid-19 infection and are probably affected by predisposing factors such as body mass index, age, gender, presence of arterial hypertension, diabetes mellitus and heart diseases such as coronary artery disease and arrhythmias. Aim: The aim of this study is to study cardiac troponin levels in patients with COVID-19 and to investigate the possible predisposing factors that may affect them Material and Methods: The sample of the study consisted of 115 subjects hospitalized with Covid-19 at the GENERAL HOSPITAL “ASKLEPIEIO VOULAS”. Troponin levels were measured with the method of ELISA and patients were categorized into groups, while possible predisposing factors that may affect troponin levels were also analyzed. Results: The results obtained by comparing patients with history of coronary artery disease and those free of CAD showed that the differences between the mean troponin levels between the two groups were statistically significant (p=0.001), while similar findings were obtained by comparing patients with a background of diabetes mellitus, who had an increased incidence to appear elevated troponin levels during their hospitalization, compared to those withοut DM history (p=0.035). Similar results were obtained by the presence or absence of arrhythmias, as there was a statistically significant difference in patients with a medical history of arrhythmias compared to those without any reported arrythmias in their medical history (p=0.001). It was also observed that there is a positive correlation between troponin and ferritin, as well as ferritin and C-reactive protein (p<0.001), respectively. Conclusions: It was found that patients hospitalized due to Covid-19 disease with a medical history of coronary artery disease and arrhythmias are more prone to develop elevated troponin levels in their blood sample, while same fact applies for patients with a history of diabetes mellitus. Gender also seems to play a predisposing role in increased troponin levels in patients with SARS-COV-2

    Η επίδραση της θεραπείας με άμεσα δρώντα αντιϊκά, στην ποιότητα ζωής ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα C που παρακολουθούν προγράμματα υποκατάστασης

    Get PDF
    Οι χρήστες ενδοφλεβίων ναρκωτικών ουσιών (XEN) αποτελούν ιδιαίτερη ομάδα με υψηλά ποσοστά συν-νοσηρότητας και λοίμωξης από τον ιό της ηπατίτιδας C (HCV). Τα νεότερα αντιικά φάρμακα άλλαξαν δραματικά τον τρόπο διαχείρισης των ασθενών με χρόνια HCVλοίμωξη, αφού χαρακτηρίζονται από άριστη ανοχή και υψηλά ποσοστά ίασης. Η αντιική θεραπεία έχει παρόμοια ποσοστά ίασης μεταξύ ΧΕΝ και μη-ΧΕΝ ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα C. Τα υπάρχοντα δεδομένα ολιστικής προσέγγισης ΧΕΝ ασθενών με HCVπριν και μετά τη θεραπεία με νεότερα αντιικά είναι περιορισμένα. Σκοπός της μελέτης είναι η καταγραφή της ποιότητας ζωής των ΧΕΝ ασθενών με HCV λοίμωξη που προσήλθαν στο Εξωτερικό Ιατρείο Ηπατογαστρεντερολογικής Μονάδος της Β΄ Πανεπιστημιακής Παθολογικής Κλινικής, στο ΓΝΑ «Ιπποκράτειο» με σκοπό να λάβουν θεραπεία με τα νεότερα από του στόματος αντιικά. Όλοι οι ασθενείς παρακολουθούσαν προγράμματα υποκατάστασης του ΟΚΑΝΑ, ενώ για την εκτίμηση της ποιότητας ζωής χρησιμοποιήσαμε το ερωτηματολόγιο SF – 36. Πιο συγκεκριμένα μελετήσαμε την επίδραση της αντιικής θεραπείας στους τομείς της ποιότητας ζωής και επίσης ποιοι παράμετροι σχετίζονται με την ποιότητα ζωής των ασθενών μας. Μελετήθηκαν 56 ασθενείς, μέσης ηλικίας 47 ετών, 50 άνδρες / 6 γυναίκες. Μερικοί από τους τομείς του ερωτηματολογίου σχετίζονται με το φύλο (p=0,02), τη χρήση αλκοόλ (p=0.014), κάνναβης (p=0.02) και την οικογενειακή κατάσταση (p=0.002). Στην πολυπαραγοντική ανάλυση η χρήση κάνναβης ήταν ανεξάρτητος παράγοντας που σχετίζεται με μειωμένη εκτίμηση σωματικής λειτουργικότητας και σωματικού πόνου (p=0.02 και p=0.029, αντίστοιχα). Η κατανάλωση αλκοόλ ήταν ανεξάρτητος παράγοντας σχετιζόμενος με μειωμένη καταγραφή σωματικού πόνου (p=0.022) και τέλος η θεραπεία υποκατάστασης με μεθαδόνη σχετίσθηκε θετικά με την κοινωνική λειτουργικότητα (p=0.051). Η αξιολόγηση του ερωτηματολογίου πριν και 3 μήνες μετά από επιτυχή αντιική θεραπεία ανέδειξε βελτίωση στους περισσότερους τομείς του ερωτηματολογίου, με τη διαφορά να γίνεται στατιστικά σημαντική στους τομείς της ψυχικής υγείας, της ζωτικότητας και της γενικής κατάστασης υγείας. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα τεκμηριώνουν τη συνολική ωφέλεια από την ίαση της HCV, τονίζουν την επίδραση αλκοόλ και χρήσης κάνναβης και της οικογενειακής κατάστασης στους δείκτες ποιότητας ζωής στους ΧΕΝ και διευκολύνουν την δημιουργία και εφαρμογή αποτελεσματικών μοντέλων παρακολούθησης, διαχείρισης και θεραπείας των ΧΕΝ που παρακολουθούν προγράμματα υποκατάστασης.People who use drugs (PWUD) represent a special group associated with several co-morbidities and high rates of hepatitis C virus (HCV) infection. The new direct acting antivirals (DAAs) have dramatically changed the therapeutic approach of patients with chronic HCV infection. DAAs therapy has been associated with high SVR rates and an excellent safety profile. Noteworthy, therapy with DDAs has similar cure rates in PWUD and non-PWUD populations. Limited data are available on holistic approaches in PWUD with HCV before and after treatment with DAAs. The aim of this study was to assess the quality of life of PWUD patients with HCV infection who have visited the outpatient Liver Unit at Hippocratio General Hospital of Athens in order to initiate DAAs treatment. All patients attended OKANA substitution programs, while for the assessment of the quality of life, the questionnaire SF – 36 was used. More specifically, we examined the effect of antiviral treatment in the domains of quality of life and also the parameters related to the quality of life of our patients. Fifty six patients, 50 men / 6 women with mean age 47 years, were examined. Some of the areas of the questionnaire are related to gender (p = 0.02), alcohol use (p = 0.014), cannabis (p = 0.02) and marital status (p = 0.002). In the multivariate analysis, cannabis use was an independent factor associated with reduced assessment of physical function and physical pain (p = 0.02 and p = 0.029, respectively). Alcohol consumption was associated with a reduction in physical pain (p = 0.022) while methadone substitution treatment was positively associated with social functioning (p = 0.051). The evaluation of the questionnaire before and three months after successful antiviral therapy showed improvement in most areas of the questionnaire with statistically significant improvement in the domains of mental health, vitality and general health. In conclusion, our data have clearly shown that DAAs therapy has an overall benefit on health in PWUD population with HCV; in addition our study highlights the impact of alcohol and cannabis use and marital status on several PWUD quality of life indicators. We believe that our data may help the development and implementation of effective monitoring, management and treatment models for PWUD under opiate substitution treatment

    Εκτίμηση του επιπολασμού των λοιμωδών νοσημάτων HBV, HCV και HIV στο γενικό πληθυσμό της Ελλάδας και μελέτη των καθοριστικών τους παραγόντων

    Get PDF
    Υπόβαθρο: Οι ιογενείς ηπατίτιδες Β (HBV) και C (HCV) και η HIV λοίμωξη συγκαταλέγονται στα πιο σημαντικά προβλήματα δημόσιας υγείας. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και το UNAIDS έχουν θέσει ως στόχο την εξάλειψή για τις ηπατίτιδες Β και C και τον έλεγχο της HIV λοίμωξης το έτος 2030. Στην Ελλάδα, αν και έχουν γίνει αρκετές μελέτες και για τα τρία νοσήματα οι περισσότερες αφορούσαν ειδικές πληθυσμιακές ομάδες. Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι α) η εκτίμηση του επιπολασμού και του καταράκτη φροντίδας των τριών λοιμωδών νοσημάτων στο γενικό πληθυσμό της Ελλάδας, β) η διερεύνηση των παραγόντων που σχετίζονται με ιστορικό προηγούμενου ελέγχου καθώς και με θετικότητα και γ) η αξιολόγηση του επιπέδου γνώσεων και των στάσεων έναντι των τριών αυτών λοιμώξεων και η διερεύνηση παραγόντων που σχετίζονται με το επίπεδο γνώσεων. Μεθοδολογία: Τα δεδομένα της εργασίας προήλθαν από τη μελέτη Hprolipsis, την πρώτη εθνική έρευνα υγείας σε τυχαίο δείγμα του ενήλικου πληθυσμού για τα λοιμώδη νοσήματα της ηπατίτιδας Β, C και της HIV λοίμωξης, που διεξήχθη από το Μάϊο του 2013 έως τον Ιούνιο του 2016. Το δείγμα της μελέτης αποτελείται από 5.993 ενήλικες (≥18 ετών). Εφαρμόστηκε πολυσταδιακή στρωματοποιημένη τυχαία δειγματοληψία βάσει της απογραφής του 2011 για την συλλογή του δείγματος. Για τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων ελήφθη υπόψη ο σχεδιασμός της δειγματοληψίας της μελέτης, με πρόσθετη στάθμιση για τυχόν αποκλίσεις της κατά ηλικία, φύλο και γεωγραφική κατανομή του δείγματος από αυτή του γενικού πληθυσμού. Χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος πολλαπλών αναπληρώσεων (multiple imputation) για τις ελλείπουσες τιμές των μεταβλητών που διερευνήθηκαν. Όλες οι στατιστικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν χρησιμοποιώντας το στατιστικό λογισμικό STATA (έκδοση 13.0). Αποτελέσματα: Από τους 5.993 συμμετέχοντες οι 2546 ήταν άντρες (48.5%) και η διάμεση ηλικία (ενδοτεταρτημοριακό εύρος) 47,7 (34,64) έτη. 4246 από τους συμμετέχοντες είχαν και αποτέλεσμα εξετάσεων αίματος. Ο εκτιμώμενος επιπολασμός (95%CI) στο γενικό πληθυσμό ενηλίκων για την ηπατίτιδα Β και την ηπατίτιδα C ήταν σχετικά χαμηλός στο 1.7% (1.3, 2.3) και 0.9% (0.6, 1.3) αντίστοιχα, και για την HIV λοίμωξη πολύ χαμηλός 0.08% (0.02, 0.3). Το ποσοστό των αδιάγνωστων για τα τρία λοιμώδη νοσήματα ήταν 67.0% (HBV), 69.3% (HCV) και 50% (HIV) και από αυτούς που είχαν διαγνωστεί ένα σημαντικό ποσοστό δεν είχε υποβληθεί ποτέ σε θεραπεία (80.7% για την ηπατίτιδα Β και 60.2% για την ηπατίτιδα C). Σχετικά με το επίπεδο γνώσεων τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπάρχουν σημαντικά κενά με το συνολικό επίπεδο γνώσης να είναι χαμηλό σε σημαντικό ποσοστό (27.9%, 33.1%, και 29.1% για τον HBV, HCV, και HIV, αντίστοιχα), εύρημα που οφείλεται κυρίως στα υψηλά ποσοστά παρανοήσεων σχετικά με τους τρόπους μετάδοσης (65.9% για την ηπατίτιδα Β, 67.2% για την ηπατίτιδα C και 67.9% για τον HIV). Οι γυναίκες, το υψηλότερο εισόδημα, το υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο, η ελληνική καταγωγή, η κατοικία στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα/Θεσσαλονίκη), η εξέταση για τουλάχιστον ένα από τα τρία λοιμώδη νοσήματα της ηπατίτιδας Β, C και της HIV λοίμωξης και ο αυξημένος ιατρικός κίνδυνος συσχετίστηκαν με υψηλότερο επίπεδο γνώσης, ενώ η μεγαλύτερη ηλικία με χαμηλότερο επίπεδο γνώσης. Το ένα τρίτο του γενικού πληθυσμού είχε ιστορικό προηγούμενης εξέτασης για τουλάχιστον ένα από τα τρία νοσήματα στο παρελθόν (34%), με το ποσοστό αυτό να ποικίλλει ανά λοίμωξη (30.9% για την ηπατίτιδα Β, 22.8% για την ηπατίτιδα C και 20% για την HIV λοίμωξη). Η ηλικιακή ομάδα 30-39 ετών εξετάζεται συχνότερα (53.5%). Οι γυναίκες που έχουν παιδιά εξετάζονται συχνότερα από τις γυναίκες που δεν έχουν (p-value<0,001). Το υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, το υψηλότερο επίπεδο γνώσεων, ο υψηλός ιατρικός κίνδυνος και η συμπεριφορά υψηλού κινδύνου συσχετίστηκαν στατιστικά σημαντικά με μεγαλύτερη πιθανότητα εξέτασης. Επιπλέον, τα εμβολιασμένα άτομα για την ηπατίτιδα Β ήταν πιο πιθανό να έχουν εξεταστεί σχετικά με τα μη-εμβολιασμένα άτομα, μια διαφορά που γινόταν πιο έντονη όσο αυξανόταν η ηλικία. Τέλος, από την πολυπαραγοντική ανάλυση για τους παράγοντες που σχετίζονται με την ύπαρξη θετικών ιολογικών αποτελεσμάτων για την ηπατίτιδα Β και C, οι άντρες και τα άτομα με χώρα γέννησης στα Βαλκάνια έχουν στατιστικώς σημαντικά μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν θετικό αυστραλιανό αντιγόνο και anti-HBc αντισώματα, ενώ το υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο, το υψηλότερο εισόδημα και η χρήση προφυλακτικού σχετίζονται με μικρότερη πιθανότητα θετικού αυστραλιανού αντιγόνου και anti-HBc. Η ύπαρξη οικογενειακού ιστορικού για ηπατίτιδα συσχετίστηκε με στατιστικώς σημαντική μεγαλύτερη πιθανότητα ύπαρξης θετικού αυστραλιανού αντιγόνου. Όσο μεγαλύτερη η ηλικία τόσο υψηλότερη και η πιθανότητα θετικών anti-HBc αντισωμάτων (p-value<0.001), και μικρότερη η πιθανότητα θετικού αυστραλιανού αντιγόνου. Για την ηπατίτιδα C όσο μεγαλύτερη η ηλικία τόσο υψηλότερη και η πιθανότητα θετικών anti-HCV ενώ η ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών και η μη ύπαρξη σχέσης/γάμου σχετίζονται στατιστικά σημαντικά με την ύπαρξη θετικών Anti-HCV. Συμπεράσματα: Για πρώτη φορά στην Ελλάδα εκτιμήθηκε ο επιπολασμός των HCV, HBV και HIV, το επίπεδο γνώσης και η αυτο-αναφερόμενη εξέταση τους σε σύγκριση με ιολογικά αποτελέσματα και σε συσχέτιση με παράγοντες κινδύνου σε τυχαίο δείγμα των ενηλίκων που ζουν στην Ελλάδα. Ο επιπολασμός των HCV, HBV και HIV στον γενικό πληθυσμό, ήταν χαμηλός. Μόνο ένα στα τρία άτομα του γενικού ενήλικου πληθυσμού στην Ελλάδα έχει ιστορικό εξέτασης για τουλάχιστον ένα από τα τρία λοιμώδη νοσήματα. Το ποσοστό των αδιάγνωστων κυμαινόταν από 50-60% και μόνο ένα μικρό ποσοστό των διαγνωσθέντων έχει λάβει θεραπεία. Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι υπάρχουν σημαντικά κενά γνώσεων στον ελληνικό γενικό πληθυσμό σχετικά με τους τρόπους μετάδοσης τους και τα προληπτικά μέτρα. Τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής παρέχουν δεδομένα που βοηθούν στον στοχευμένο σχεδιασμό πολιτικών δημόσιας υγείας προκειμένου να επιτευχθεί και ο στόχος της ΠΟΥ για την εξάλειψη της ηπατίτιδας Β και C έως το 2030, καταδεικνύουν την ανάγκη για την πραγματοποίηση δραστηριοτήτων ευαισθητοποίησης μεγάλης κλίμακας για την κάλυψη της έλλειψης γνώσης για τα τρία νοσήματα και τη σημασία και την ανάγκη ανάπτυξης και εφαρμογής δράσεων πληροφόρησης στον γενικό πληθυσμό για την προώθηση της πρόληψης και της έγκαιρης διάγνωσης των HBV, HCV και HIV στην Ελλάδα.Background: Viral hepatitis B (HBV) and C (HCV) and HIV infection are among the most important public health problems. The World Health Organization (WHO) and UNAIDS have set a goal of eliminating hepatitis B and C and control HIV infection by 2030. In Greece, although several studies have been conducted for all three diseases, most of them concerned specific population groups. The aim of this PhD was a) to assess the prevalence and the cascade of care of the three infectious diseases in the general population of Greece, b) to identify the factors associated with history of previous testing as well of positive results, c) to assess the knowledge level and attitude against these three infections and to identify factors associated with the level of knowledge. Methods: Data were derived from the Hprolipsis, the first Health Examination Survey of HBV, HCV and HIV in a random sample of adults living in Greece that conducted during May 2013 and June 2016. The study sample consists of 5,993 adults (≥18 years). A multistage stratified random sampling method based on 2011 Census was applied to collect the sample. For the statistical evaluation, statistical methods that take into account the study sampling design were used with additional weighting to match the age/sex and geographical area distribution of sample to that of the general population. Multiple imputation method was used for missing values. All statistical analyses were performed using the statistical software STATA (version 13.0). Results: Of the 5993 participants 2546 were men (48.5%) and the mean age (IQR) was 47.7 (34-64) years. 4246 of the participants had also a blood test results. The estimated prevalence (95% CI) of HBV and HCV was relatively low at 1.7% (1.3, 2.3) and 0.9% (0.6, 1.3) respectively, and for HIV was very low at 0.08% (0.02, 0.3). The undiagnosed fraction for the three infectious diseases was 67.0% (HBV), 69.3% (HCV), and 50% (HIV) whereas of those who were diagnosed a significant percentage had never been treated (80.7% for hepatitis B and 60.2% for hepatitis C). Concerning knowledge level our results showed that there are significant knowledge gaps with overall knowledge level being low to a significant percentage of the participants (27.9%, 33.1%, and 29.1% for HBV, HCV, and HIV, respectively), finding that it is mainly attributed to the high levels of misconception about transmission modes (65.9% for hepatitis B, 67.2% for hepatitis C and 67.9% for HIV). Women, higher monthly family income, higher educational level, Greek origin (born in Greece or Cyprus), residence in the two big urban centers (Athens /Thessaloniki), been tested for at least one of the three infectious diseases and high medical risk were statistically significant associated with a higher level of knowledge whereas older age was associated with lower level of knowledge. One out of three individuals of the general adult population in Greece (34%) had ever been screened for at least one of the three infectious diseases with this percentage varied by infection (30.9%for hepatitis B, 22.8% for hepatitis C and 20% for HIV infection). The age group 30-39 years is screened more often (53.5%). Women who have children are tested more often than women who do not (p-value <0.001). The higher level of education, the higher level of knowledge about infectious diseases as well as high behavioral and medical risk were statistically significant associated with a higher probability of being tested in the past for at least one disease. Moreover, vaccinated individuals were, in general, more likely to have been tested, with the difference increasing at older ages. Finally, from the multivariable analysis of factors associated with positive virological test results for hepatitis B and C, it was found that male and country of birth in Balkan are statistically significant associated with higher odds of having positive Australian antigen and anti-HBc antibodies, while higher educational level, higher family income and condom use are associated with a lower probability of having positive Australian antigen and anti-HBc. A family history of hepatitis was associated with a statistically significant higher odd of having a positive Australian antigen (OR = 4.56, p-value <0.001). As older the age, as higher the odds of having positive anti-HBc (p-value <0.001), and as lower the odds of having a positive Australian antigen. For hepatitis C as older the age as higher the odds of being anti-HCV positive whereas intravenous drug use and being single/without a partner were associated with being anti-HCV positive. Conclusions: For first time in Greece the prevalence of HCV, HBV and HIV, the knowledge level and the testing history compared with virological blood results and their association with risk factors were assessed in a random sample of the general population. The prevalence of HCV, HBV and HIV was relatively low. Only one out of three individuals had been tested in the past for at least one of the three infectious diseases. It was also, found that there are significant knowledge gaps in the Greek general population regarding modes of transmission and preventive measures. The results of this work provide the needed data to help the design of targeted public health policies in order to achieve the WHO goal of hepatitis elimination by 2030, highlight the necessity for large scale awareness activities to fill in the gap of knowledge and demonstrate the importance and necessity of developing and implementing information actions of the general population for promoting the screening and early diagnosis of HBV, HCV and HIV in Greece

    Αναπνευστικό σύνδρομο Μέσης Ανατολής (MERS) και δημόσια υγεία

    Get PDF
    Εισαγωγή: Το αναπνευστικό σύνδρομο της Μέσης Ανατολής (MERS) είναι μια ιογενής αναπνευστική λοίμωξη, το οποίο προκαλείται από τον κοροναϊό MERS-CoV και έχει εξακριβωθεί ότι μπορεί να μεταδοθεί μεταξύ των ανθρώπων που έρχονται σε στενή επαφή με μολυσμένα άτομα. Παρόλο που τα πρώτα κρούσματα MERS εντοπίστηκαν σε χώρες της Μέσης Ανατολής, χιλιάδες κρούσματα έχουν επιβεβαιωθεί παγκοσμίως και αρκετές περίοδοι εξάρσεων έχουν καταγραφεί, κυρίως στην μορφή ενδονοσοκομειακών μολύνσεων. Η μεγαλύτερη έξαρση, εκτός των χωρών της Μέσης Ανατολής έχει καταγραφθεί στην Κορέα το 2015. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να γίνουν κατανοητές οι επιπτώσεις του MERS στην δημόσια υγεία. Επιπλέον, η παρούσα βιβλιογραφική ανασκόπηση στοχεύει στην διευκρίνιση των λαθών και αστοχιών που εντοπίστηκαν στα πρωτόκολλα άλλων κρατών σχετικά με την πρόληψη της εξάπλωσης της λοίμωξης. Τέλος, ως δευτερεύων στόχος τίθεται η θέσπισης κανόνων υγιεινής και πρόληψης μετάδοσης του ιού σε όλα τα επίπεδα υγειονομικής φροντίδας και η συμμόρφωση με αυτούς για την αποφυγή μιας επικείμενης και δυνητικά επικίνδυνης επιδημίας στην Ελλάδα. Μεθοδολογία: Για την εκπόνηση της έρευνας πραγματοποιήθηκε κριτική ανασκόπηση άρθρων στην ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία. Πραγματοποιήθηκαν αναζητήσεις στις μηχανές αναζήτησης PubMed, Embase, Google scholar και Cinahl, την περίοδο Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2017. Συμπεράσματα: Η τήρηση των κανόνων υγειονομικών κανόνων σχετικά με την πρόληψη μετάδοσης αερογενών λοιμώξεων, η έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση και διαπίστευση κρουσμάτων, η άμεση απομόνωση των ασθενών και των στενών επαφών τους μπορούν να συμβάλλουν στον περιορισμό της εξάπλωσης της λοίμωξης. Επίσης η τήρηση του διεθνούς Πρωτοκόλλου σχετικά με την αντιμετώπιση λοιμώξεων, που μπορούν να μεταδοθούν κατά τις αεροπορικές μεταφορές, μπορούν να συνδράμουν στον περιορισμό της διεθνούς μετάδοσης.Introduction: Middle East Respiratory Syndrome (MERS) is a viral respiratory infection caused by the coronavirus MERS-CoV and has been identified as being transmitted among people who come in close contact with infected individuals. Although the first MERS outbreaks were detected in Middle Eastern countries, thousands of cases have been since identified worldwide and several periods of exacerbation have been reported, mainly in the form of nosocomial infections. The largest outbreak outside the Middle East has been recorded in Korea in 2015. Purpose: The purpose of this paper is to understand the implications of MERS in public health systems. In addition, this bibliographic review aims to clarify the mistakes and failures identified in the protocols of other countries regarding the prevention of the transmission. Finally, a secondary objective is to establish hygiene and prevention rules for the transmission of the virus at all levels of healthcare and to comply with them in order to avoid an imminent and potentially dangerous epidemic in Greece. Methodology: A review of articles in the existing literature was conducted for this research. Online searches were carried out on the PubMed, Embase, Google scholar and Cinahl search engines in August and September 2017. Conclusions: Adherence to the hygiene rules regarding the prevention of airborne infections, the timely and valid diagnosis and repost of confirmed cases, the immediate isolation of patients and their close contacts can help limit further transmission of the infection. Adherence to the international protocol on the treatment of infections that can be transmitted in air transport can help to reduce international transmission as well
    corecore