204 research outputs found

    Αναζήτηση μεταλλάξεων των γονιδίων HESX1, LHX3 και LHX4 σε ασθενείς με πολλαπλή υποφυσιακή ανεπάρκεια και παθολογικά απεικονιστικα ευρήματα από την υποθαλαμο-υποφυσιακή περιοχή.

    Get PDF
    Η υπόφυση, ο σημαντικότερος ενδοκρινής αδένας του οργανισμού, έχει διττή εμβρυολογική προέλευση και η εκκριτική της λειτουργία ρυθμίζεται από τον υποθάλαμο. Οι ορμόνες οι οποίες εκκρίνονται από την υπόφυση είναι μείζονος σημασίας για την ανάπτυξη και την ομοιόσταση του οργανισμού. Η πολλαπλή υποφυσιακή ανεπάρκεια (ΠΥΑ) χαρακτηρίζεται από αδυναμία παραγωγής δύο ή περισσοτέρων υποφυσιακών ορμονών και τα αίτιά της είναι ποικίλα. Το 80% περίπου των περιπτώσεων συγγενούς ΠΥΑ είναι αγνώστου αιτιολογίας και το υπόλοιπο 20% οικογενούς και σποραδικής εμφάνισης ΠΥΑ έχει αποδοθεί σε μεταλλάξεις γονιδίων, τα οποία κωδικοποιούν εξειδικευμένους μεταγραφικούς παράγοντες, απαραίτητους για την πολύπλοκη διαδικασία της οργανογένεσης της υπόφυσης. Τα γονίδια αυτά εκφράζονται και δρουν με προγραμματισμένη χωροχρονική αλληλουχία, καταστέλλοντας και ενεργοποιώντας γονίδια – στόχους. Σήμερα αναφέρονται περίπου 30 γονίδια τα οποία σχετίζονται με την παθογένεση της υποφυσιακής ανεπάρκειας. Στην παρούσα εργασία πραγματοποιήθηκε μοριακή διερεύνηση των γονιδίων HESX1, LHX3 και LHX4 σε έξι ασθενείς με ΠΥΑ και παθολογικά απεικονιστικά ευρήματα από την υποθαλαμο-ϋποφυσιακή περιοχή. Σε έναν ασθενή ανιχνεύθηκε νέα παρερμηνεύσιμη αλλαγή p.D373E. στο γονίδιο LHX4 με το ασπαρτικό οξύ της θέσης p.373 να έχει συντηρηθεί για 842 εκατομμύρια χρόνια μεταξύ διαφόρων ειδών (φυλογενετικά) αλλά και μεταξύ των LIM γονιδίων. Η έρευνα των τελευταίων είκοσι περίπου ετών μας έχει βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα την συντονισμένη ενεργοποίηση πλειάδας μηχανισμών οι οποίοι απαιτούνται για τη φυσιολογική εμβρυολογική ανάπτυξη της υπόφυσης. Επιπλέον η ταυτόχρονη αλληλούχιση πολλών γονιδίων-στόχων με την μεθοδολογία της αλληλούχισης επόμενης γενιάς (NGS) παρέχει γρήγορα αποτελέσματα και μπορεί να προσφέρει μοριακή διάγνωση σε ασθενείς με ΠΥΑ και αδιευκρίνιστα γενετικά αίτια στο άμεσο μέλλον.The pituitary, the most important gland of the body (organism), has a double embryological origin and its secretory function is regulated by the hypothalamus. The pituitary releases specific hormones that play an important role in the development and homeostasis of the organism. Combined or Multiple Pituitary Hormone Deficiency (CPHD, MPHD) is a condition characterized by the lack of 2 or more pituitary hormones and its etiology is multifactorial. The etiology of 80% congenital hypopituitarism cases remains unknown, while the etiology of the remaining 20% sporadic or familial cases of congenital hypopituitarism is determined by molecular defects in genes, which code specific transcription factors required for the complex procedure of pituitary organogenesis. Temporal and spatial regulation of these genes, activates or inactivates target genes. A total of about 30 genes has been found to be implicated in the pathogenesis of congenital hypopituitarism today. In the current study molecular genetic screening for mutations within the HESX1, LHX3 and LHX4 genes has been performed in six patients with CPHD and abnormal imaging findings of the hypothalamic-pituitary region. A novel missense variant (p.D373E) of LHX4 gene has been identified in one patient. The aspartic acid at codon 373 is highly conserved through species in among other LIM genes. Over the last two decades, studies of the pituitary development have contributed to the elucidation of a large number of mechanisms involved in pituitary ontogenesis. Furthermore, in the near future, simultaneous screening of multiple target gene by the use of next generation sequencing (NGS) will provide fast results and contribute to a molecular diagnosis in patients with CPHD and still unidentified genetic causes

    Η αξιολόγηση της υποβοηθούμενης με αναρρόφηση βιοψίας στη μελέτη των μικροαποτιτανώσεων του μαστού

    Get PDF
    Οι μικροαποτιτανώσεις του μαστού είναι μικροσκοπικές (<1mm) εναποθέσεις αλάτων ασβεστίου στο μαζικό παρέγχυμα και αποτελούν μαστογραφικό εύρημα. Οι μικροαποτιτανώσεις είναι συνήθως καλοήθεις, αλλά είναι δυνατόν να αποτελούν το μόνο εύρημα ενός αρχόμενου καρκινώματος του μαστού. Η αξιολόγηση των μικροαποτιτανώσεων βασίζεται στο σύστημα BIRADS ( Breast Imaging Reporting and Data System) του Αμερικάνικου Κολλεγίου Ακτινολογίας και ταξινομεί τις μικροαποτιτανώσεις της μαστογραφίας σε 6 κατηγορίες ανάλογα με τη μορφολογία και τη κατανομή τους. Οι κατηγορίες 3, 4a, 4b και 4c έχουν αναλογικά αυξανόμενες πιθανότητες κακοήθειας, ενώ η κατηγορία 5 θεωρείται αντίστοιχη κακοήθειας και συνεπώς έχουν ανάγκη βιοψίας. Η κλασσική προσέγγιση για τη βιοψία των μικροαποτιτανώσεων είναι με την τοποθέτηση αγκίστρου με συρμάτινο οδηγό (hook wire localization) από τους ακτινολόγους και εν συνεχεία η χειρουργική εξαίρεση της σημανθείσας περιοχής. Τα τελευταία χρόνια, η στερεοτακτική με αναρρόφηση βιοψία του μαστού έχει εισέλθει με αυξανόμενη δυναμική στη διερεύνηση των μη ψηλαφητών βλαβών του μαστού, όπως είναι οι μικροαποτιτανώσεις. Η αξιολόγηση αυτής της διαγνωστικής προσέγγισης αποτελεί και το στόχο της παρούσας μελέτης. Στη Μονάδα Μαστού του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου Αθηνών, από τον Ιανουάριο του 2005 μέχρι το Νοέμβριο του 2011, αντιμετωπίστηκαν 853 γυναίκες ασθενείς με μαστογραφικά ευρήματα ύποπτων μικροαποτιτανώσεων, κατηγοριών BIRADS 3, 4a, 4b, 4c και 5 . Αναλύθηκαν τα αποτελέσματα της στερεοτακτικής με αναρρόφηση βιοψίας του μαστού με τη χρήση του Μαμμοτόμου. Αποτελέσματα: Η ιστολογική εξέταση των δειγμάτων που λήφθηκαν με τη χρήση της στερεοτακτικής βιοψίας υπό αναρρόφηση ανέδειξε 594 καλοήθεις (69.6%), 66 βλάβες υψηλού κινδύνου (7.7%) και 164 κακοήθεις (19.2%) βλάβες. Είκοσι εννιά περιπτώσεις κατηγοριοποιήθηκαν ως μη διαγνωστικές, καθώς ένα περιστατικό (0,1%) το δείγμα κρίθηκε ακατάλληλο για ιστολογική εξέταση λόγω μηχανικών αλλοιώσεων και 28 (3,3%) περιπτώσεις, λόγω επιφανειακής εντόπισης των μικροαποτιτανώσεων, παραπέμφθηκαν για ανοικτή χειρουργική βιοψία. Ο συνολικός βαθμός υποεκτίμησης ήταν 4.6% και τα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα ανήλθαν σε 2.4%. Η ευαισθησία της μεθόδου έφθασε το 98.2%, η ειδικότητα ήταν 100%, η θετική προγνωστική αξία ήταν 100% και η αρνητική προγνωστική αξία έφτασε το 97.6%. Συμπέρασμα: Η στερεοτακτική με αναρρόφηση βιοψία του μαστού είναι μια ασφαλής και αξιόπιστη μέθοδος για την αξιολόγηση των ύποπτων μικροαποτιτανώσεων του μαστού και για τη διάγνωση του καρκίνου του μαστού σε πρώιμο στάδιο.Purpose: Vacuum Assisted Breast Biopsy (VABB) is a minimal invasive technique, in the diagnostic approach for non palpable lesions. The aim of this study was to evaluate the efficacy and accuracy of VABB in the investigation of breast microcalcifications, a significant mammographic sign of early breast cancer. The rate of histological underestimation and the false negative rate were assessed based on the follow up data and the histological examination of the surgical specimens. Methods: From January 2005 to November 2011, 853 women with mammographically detected microcalcifications, classified as BI-RADS 3-5, were referred to our Breast Unit for evaluation. During this 6-year period, 825 vacuum-assisted breast biopsies were performed, while 28 women (3.3%) were not submitted to VABB due to superficial location of microcalcifications. Results: VABB histology revealed 594 benign (69.6%), 66 high risk (7.7%) and 164 malignant (19.2%) lesions. Twenty-nine cases were classified as non diagnostic, as in one case (0.1%) the sample of the biopsy was maladjusted and not suitable to undergo histopathological examination due to mechanical alterations and in 28 (3,3%) cases microcalcifications were located in proximity to the skin and open surgical excision was performed. The overall documented underestimation rate was 4.6%, the false negative rate was 2.4%. The sensitivity of the method was 98.2%, specificity 100%, positive predictive value 100% and negative predictive value 97.6%. Conclusions: VABB is a safe and accurate method for the evaluation of suspicious microcalcifications and diagnosis of early breast cancer

    Αντισύλληψη στην εφηβεία

    Get PDF
    Η εφηβεία είναι ένα μεταβατικό στάδιο στην εξελικτική αναπτυξιακή πορεία του ατόμου προς την ωριμότητα. Το άτομο περνά από την παιδική ηλικία στην ωριμότητα μέσα από βιοσωματικές, νοητικές, συναισθηματικές και ψυχοκοινωνικές αλλαγές. Η πορεία αυτή συμπεριλαμβάνει και την σεξουαλική ωρίμανση. Πρωταρχικός σκοπός αυτής της πτυχιακής εργασίας είναι η αποτύπωση των μεθόδων αντισύλληψης που απευθύνονται σε εφήβους και έφηβες. Η εργασία αυτή είναι μια βιβλιογραφική ανασκόπηση τόσο της ξενόγλωσσης όσο και της ελληνικής βιβλιογραφίας σχετικά με τις μεθόδους αντισύλληψης που απευθύνονται σε εφήβους. Από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας αναδείχτηκε η ανάγκη για παρεμβάσεις αγωγής υγείας και συγκεκριμένα σεξουαλικής αγωγής στους εφήβους καθώς και η ανάγκη για ύπαρξη εξειδικευμένων υπηρεσιών υγείας για εφήβους. Τα παραπάνω πρέπει να είναι προσβάσιμα για κάθε έφηβο προκειμένου να προστατευτεί η σωματική και ψυχική τους υγείας και αντιμετωπιστούν με το βέλτιστο τρόπο όλα τα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν από μη ασφαλή σεξουαλική δραστηριότητα.Adolescence is a transitional stage in the development of the person's developmental path toward maturity. The person passes from childhood to maturity through biosomatic, cognitive, emotional and psychosocial changes. This course also includes sexual maturation The primary purpose of this dissertation is the depiction of contraceptive methods for adolescents. This paper is a bibliographic review of both foreign and Greek bibliography regarding contraceptive methods directed at adolescents. The review of bibliography has highlighted the need for health education interventions and specifically sexual education in adolescents as well as the need for specialized health services for adolescents. The above must be accessible to every teenager in order to protect their physical and mental health and ensure the very best administration of all the problems that may arise from unsafe sexual activity

    Ca μαστού και αναπαραγωγική ηλικία της γυναίκας

    Get PDF
    Ο Καρκίνος του μαστού είναι ο συχνότερος όγκος της γυναίκας τουλάχιστον στην Ελλάδα και στις περισσότερες βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες του κόσμου. Μία στις οκτώ γυναίκες θα αναπτύξει Καρκίνο μαστού στη διάρκεια της ζωής της. Η ηλικία αιχμής είναι μεταξύ 46 – 60 ετών. Τελευταία παρατηρείται αύξηση της συχνότητας της νόσου ιδιαίτερα μεταξύ γυναικών νεαρής ηλικίας. Η δυνατότητα να εξαλείψουμε τους θανάτους από τον Καρκίνο του μαστού θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε τον Καρκίνο σε μοριακό επίπεδο. Εκεί βρίσκεται το μέλλον της Ογκολογίας.Breast cancer is the most frequent type of tumour in women, at least in Greece and in most industrially developed countries in the world. One in eight women will develop breast cancer in the duration of their life. The peak age for breast cancer is between 46 and 60 years of age. Recently, there has been a noticeable increase in the frequency of the disease, especially among younger women. The possibility of eliminating the deaths due to breast cancer will depend on our capacity to fight cancer on a molecular level. That is where the future of oncology lies
    corecore