180 research outputs found

    Ο διαγνωστικός ρόλος της θρομβοελαστογραφίας στη νεογνολογία

    Get PDF
    Η θρομβοελαστογραφία ανήκει στις σφαιρικές μεθόδους εκτίμησης της αιμόστασης και περιγράφθηκε για πρώτη φορά πριν 60 χρόνια περίπου. Η διαδικασία λαμβάνει χώρα σε πραγματικό χρόνο, τα πρώτα αποτελέσματα εξάγονται δέκα λεπτά από την έναρξη της διαδικασίας, και η μέτρηση μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά την κλίνη του ασθενούς (point of care). Χρησιμοποιείται ευρέως στην καρδιοχειρουργική και στις μεταμοσχεύσεις ήπατος, αλλά έχει θέση και στις εκταταμένες επεμβάσεις όπου συμβάλει στην ορθή διαχείριση των παραγώγων αίματος, με ευεργετικό αντίκτυπο τόσο για τον άρρωστο όσο και για την οικονομία των μεταγγίσεων. Τα νεογνά αποτελούν μια ομάδα ασθενών με πολλές ιδιαιτερότητες, μια εκ των οποίων αφορά και την αιμόσταση τους. Ο όρος developmental hemostasis περιγράφει τις προβλέψιμες μεταβολές του αιμοστατικού μηχανισμού από την ενδομήτριο ζωή μέχρι το γήρας. Τα υγιή νεογνά δεν ρέπουν ούτε προς την αιμορραγία ούτε προς τη θρόμβωση, παρά το γεγονός ότι οι συμβατικές εξετάσεις αιμόστασης είναι σχεδόν πάντα επηρεασμένες. Αντίθετα στα νεογνά με νόσο αυτή η ευαίσθητη ισορροπία φαίνεται να διαταράσσεται εύκολα με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο, συνήθως αιμορραγίας, και σε αυτή την περίπτωση η θρομβοελαστογραφία αποτελεί δελεαστική επιλογή σε σχέση με τον συμβατικό έλεγχο αιμόστασης ο οποίος τις περισσότερες φορές δεν είναι αντιπροσωπευτικός. Η βιβλιογραφία είναι πλούσια σε μελέτες που αφορούν στη χρήση της θρομβοελαστογραφίας σε ενήλικες και παιδιά, αλλά δεν ισχύει το ίδιο και για τα νεογνά. Παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι έχει αρχίσει να στρέφεται το ενδιαφέρον προς αυτή την κατεύθυνση, με στόχο την θέσπιση ορίων αναφοράς, ενώ παράλληλα μελετώνται και νεογνά με διαφορετικές παθολογίες, ώστε να διαπιστωθεί αν η μέθοδος μπορεί να συνδράμει στην πρόβλεψη της αιμορραγίας ή στην έγκαιρη διάγνωση νοσηροτήτων, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των σηπτικών νεογνών, και κατά συνέπεια να καθοριστεί αν έχει θέση στη νεογνολογική μονάδα. Η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας κατέληξε σε 28 μελέτες που αφορούν στη χρήση της στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα και επιχειρήθηκε η καταγραφή των αποτελεσμάτων τους. Η πλειονότητα των μελετών, τις οποίες χαρακτηρίζει ετερογένεια, καταλήγουν ότι είναι αναγκαία η διενέργεια ακόμη περισσότερων, με μεγαλύτερους αριθμούς εξεταζόμενων. Εν τούτοις η συνδρομή της μεθόδου στα νεογνά με νόσο, όπως είναι τα σηπτικά αλλά και αυτά που επρόκειτο να υποβληθούν σε καρδιοχειρουργική επέμβαση φαίνεται να είναι πολύτιμη, κάτι που πιθανόν καθιστά τη θρομβοελαστογραφία μέθοδο εκλογής για την εκτίμηση της αιμόστασης σε αυτή την τόσο ευαίσθητη ηλικιακή ομάδα.Thromboelastography is an assay of global hemostasis that was first descrpibed about 60 years ago. The process takes place in real time, the first results are available within ten minutes of test initiation and they can be observed by a bedside monitor (point of care). It has gained widespread use in cardiac surgery and liver transplantations, as well as in complex surgeries to guide appropriate use of blood products and reduce overall transfusion requirements. Neonates comprise a group of patients with several particularities amongst which is that of haemostasis. The term developmental hemostasis describes the age related changes in the coagulation system as it develops progressively and over time from fetal to geriatric system in a predictable way. Healthy newborns are not vulnerable either to thrombosis or hemorrhage despite the fact that abnormalities of standard coagulation tests are common within the neonatal population. This delicate balance however, is easily disturbed in the critically ill neonates, where the risk of a threating hemorrhage increases. Thromboelastography is therefore a very appealing alternative to conventional tests which are not totally representative in these patients. Whereas literatute on the use of thromboelastometry in adults and children is abundant, studies on TEG use in neonates remain limited. However, it seems that a surge of interest in TEG use increasingly focuses on the neonatal population with an aim to establish reference values for the specific age group, evaluate the validity of TEG to predict bleeding or give early diagnosis in morbitities such as neonatal sepsis, and determine if this point of care method justifiably claims a place in the neonatal intensive care unit. The literature review resulted in 28 studies addressing the use of TEG in newborns. The aim of this thesis was to discuss the reported results and the comparisons made by authors in order to determine the utility of the method in the neonatal population. In conclusion, the heterogeneity between study results demonstrates the necessity of further studies on larger populations before the potential of thromboelastography is fully evaluated. Nevertheless, the method is seemingly valuable to ill newborns such as the septic ones or those undergo heart surgery, thus rendering thromboelastography a preferable method to evaluate haemostasis for this sensitive group of patients

    Η προγνωστική αξία των δ-διμερών σε κακοήθεις νεοπλασίες

    Get PDF
    Ο αιμοστατικός μηχανισμός αλληλεπιδρά με τις κακοήθεις εξεργασίες. Οι ασθενείς με καρκίνο έχουν διαταραχές αιμόστασης χωρίς απαραίτητα κλινική εκδήλωση θρόμβωσης.Τα δ-διμερή είναι βιοδείκτης ενεργοποίησης της αιμόστασης και διερευνάται ο ρόλος τους ως προγνωστικός και προβλεπτικός δείκτης σε κακοήθεις εξεργασίες. Μελετήθηκε η βιβλιογραφία που αφορά στην παθοφυσιολογική συσχέτιση της αιμόστασης με τον καρκίνο και κυρίως τη μετάσταση. Παρουσιάζεται η βιβλιογραφία που αφορά στην προγνωστική και προβλεπτική αξία των δ-διμερών σε διάφορα είδη καρκίνου. Τα δ-διμερή μπορούν να διαδραματίσουν ενδεχομένως κάποιο ρόλο στην πρόγνωση των ασθενών με κακοήθειες, αλλά απαιτούνται περισσότερες εργασίες για να θεμελιωθεί αυτός ο ρόλος.Hemostasis interacts with malignant diseases. Cancer patients have hemostatic disorders without necessarily clinical thrombosis. D-dimer is a biomarker of hemostatic activation and its prognostic and predictive value is under investigation. In this paper, the pathophysiological connection of hemostasis and cancer, mainly metastasis, is presented, along with the literature that studies the prognostic and predictive value of d-dimers in cancer patients mainly without thrombosis. D-dimer may have a possible role in cancer patients' prognosis, but further research is needed for this to be established

    Μελέτη του ινωδολυτικού μηχανισμού ασθενών με ιδιοπαθή θρομβοκυττάρωση με τη μέθοδο της θρομβοελαστογραφίας

    Get PDF
    Η Ιδιοπαθής θρομβοκυττάρωση ανήκει στα Ph αρνητικά Μυελοΰπερπλαστικά νοσήματα. Οι ασθενείς με ΙΘ κινδυνεύουν από θρομβωτικές επιπλοκές, που αποτελούν την κύρια αιτία νοσηρότητας και θνητότητας. Τα θρομβωτικά επεισόδια αφορούν το αρτηριακό και φλεβικό δίκτυο, αλλά και την μικροκυκλοφορία. Διάφοροι παράγοντες κινδύνου για θρόμβωση έχουν αναγνωριστεί, με κυριότερους την ηλικία άνω των 60 ετών, το προηγούμενο ιστορικό θρόμβωσης και την παρουσία της μετάλλαξης JAK2V617F.Επίσης, διάφορα μοντέλα διαστρωμάτωσης κινδύνου έχουν προταθεί για την ανάδειξη των ασθενών υψηλού κινδύνου, όπως το IPSET-t score. Η παθοφυσιολογία της θρόμβωσης στην Ιδιοπαθή θρομβοκυττάρωση είναι σύνθετη και πολυπαραγοντική. Η αλληλεπίδραση και η ενεργοποίηση λευκών αιμοσφαιρίων και αιμοπεταλίων-με τη δημιουργία συσσωρεύσεων μεταξύ αυτών των κυττάρων-, ο ρόλος της χρόνιας φλεγμονής, της νέτωσης, η ενεργοποίηση του καταρράκτη της πήξης από τα μικροκυστίδια και η δυσλειτουργία του ενδοθηλίου παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στην παθογένεση της θρόμβωσης. Τα παραπάνω βρίσκονται υπό την επίδραση μεταλλάξεων, όπως η JAK2V617F, η CALR και η MPL.Και ενώ η προπηκτική διάθεση των ασθενών αυτών έχει σε μεγάλο βαθμό διαλευκανθεί, ασαφής παραμένει η συμπεριφορά τους μετά τη δημιουργία του θρόμβου, καθότι το ινωδολυτικό σύστημα σε αυτή την ομάδα ασθενών είναι λιγότερο μελετημένο. Σε αυτή την εργασία μελετήσαμε το ινωδολυτικό σύστημα 15 ασθενών με ΙΘ, χρησιμοποιώντας μια νέα μέθοδο Σφαιρικής θρομβοελαστογραφίας, το TPA test, δηλαδή γρήγορη ενεργοποίηση της ινωδόλυσης με την προσθήκη σε ολικό αίμα Ιστικού ενεργοποιητή του πλασμινογόνου. Ασθενείς κατά τη διάγνωση του νοσήματος ή με αντίσταση στην ασπιρίνη εμφανίζουν αντίσταση στην ινωδόλυση. Η χορήγηση Υδροξυουρίας φαίνεται να μειώνει αυτήν την αντίσταση και να βελτιώνει το πηκτικό προφίλ των ασθενών.Essential Thrombocythemia (ET) belongs to Philadelphia negative Myeloproliferative disorders, according to the 2016 WHO classification of Hemopeitic neoplasms. Patients with ET suffer from vascular complications, thrombotic and hemorrhagic, which consist the main cause of morbidity and mortality. Thrombotic events affect both arterial and vein vessels. Several risk factors for thrombosis have been identified, such as age>60 years, history of thrombosis and the presence of JAK2V617F mutation. Furthemore, many models for stratification of thrombotic risk have been proposed, such as IPSET score. The underlying mechanism of thrombosis in Essential Thrombocythemia is complex and multifactorial. The activation and interaction of white blood cells and platelets, the role of chronic inflammation, NETs, the endothelium disfunction, the role of microparticles and the subsequent activation of the coagulation cascade play a crucial role in the pathogenesis of thrombosis. Certain driver mutations, such as JAK2V617F, MPL and CALR enhance the thrombotic tendency of these patients. Despite the fact that the procoagulant state of patients with Essential thrombocythemia is greatly elucidated, their behavior after the cloat formation remains obscure, since their fibrinolytic system is less studied. In this small study we assessed the fibrinolytic system of 15 patients with ET, using a new test of global Thromboelastography, the TPA test. We cause fast activation of fibrinolysis using Tissue Factor Activator of Plasminogen (TPA) in whole blood. Patients with ET at diagnosis or with resistance to Aspirin display a resistance in fibrinolysis, which contributes to the thrombotic profile of this group of patients. The administration of Hydroxyurea seems to reduce the resistance to fibrinolysis, hence improves the procoagualant tendency

    Θρομβοελαστομετρία: Μελέτη των διαταραχών ινωδόλυσης σε σηπτικά νεογνά

    Get PDF
    Εισαγωγή: παρά το ότι η ινωδόλυση είναι ένα σημαντικό και αναπόσπαστο μέρος του αιμοστατικού συστήματος, λίγα δεδομένα είναι διαθέσιμα σχετικά με την ινωδολυτική δραστηριότητας στη νεογνική σηψαιμία. Σκοπός: η αξιολόγηση της διαγνωστικής αξίας της ROTEΜ® στην πρώιμη διάγνωση των διαταραχών της ινωδόλυση σε σηπτικά νεογνά. Υλικό και Μέθοδος: Μελετήθηκαν 66 νεογνά που νοσηλεύτηκαν στη ΜΕΝΝ με κλινική εικόνα ύποπτη σηψαιμίας (n=22) ή επιβεβαιωμένη σηψαιμία (n=44), τη διετία 2017-2019. Στα νεογνά της μελέτης, με κλινική εικόνα ύποπτη σηψαιμίας, παράλληλα με τον συνήθη έλεγχο λοίμωξης, διενεργήθηκαν οι δοκιμασίες ROΤΕΜ® (EXTEM- APTEM) και μετρήθηκαν οι ακόλουθες παράμετροι: CT, CFT, A10, MCF, angle α° και LI60. Οι ευρεθείσες τιμές των παραμέτρων ROΤΕΜ® συγκρίθηκαν με τις αντίστοιχες 110 υγιών νεογνών. Η υπερινωδόλυση ορίστηκε ως EXTEM ML (μέγιστος δείκτης λύσης)>15% και φυσιολογικό APTEM ML στα 60 λεπτά μετά την έναρξη του σχηματισμού θρόμβου (ενώ η καταστολή της ινωδόλυσης ορίστηκε ώς δείκτης λύσης EXTEM στα 60 λεπτά (LI60)≥98%. Αποτελέσματα: Τα νεογνά με σήψη είχαν σημαντικά παρατεταμένο το CT και CFT, καθώς και μειωμένο MCF, A10 σε σύγκριση με τα νεογνά με υποψία σήψης και τα υγιή νεογνά (τιμές p< 0.05) ενώ δεν σημειώθηκε σημαντικά στατιστική διαφορά των τιμών των παραμέτρων MLκαι LI60 μεταξύ των τριών ομάδων (p = 0,11 και p = 0,20 αντίστοιχα). Η πολυπαραγοντική ανάλυση έδειξε ότι η υπερινωδόλυση, όπως ορίζεται από τις παραμέτρους ROTEM® δεν συσχετίστηκε με σήψη (OR = 1,14, 95% CI: 0,27-4,78, p = 0,85). Αντιθέτως, τα σηπτικά νεογνά είχαν 18,23 φορές περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν καταστολή της ινωδόλυσης (OR = 18,23, 95% CI: 2,87-115,80, p = 0,002) σε σύγκριση με τα υγιή νεογνά. Από την στατιστική ανάλυση προέκυψε θετική συσχέτιση της παραμέτρου EXTEM LI60 με το SNAPPE score (Spearman rho = 0,35, p = 0,02) και τον κίνδυνο θνητότητας ο οποίος εκτιμήθηκε χρησιμοποιώντας το ίδιο (SNAPPE) score, (Spearman rho = 0,43, p = 0,005). Το ML είχε αρνητική συσχέτιση με τον κίνδυνο θνητότητας (Spearman rho = -0.40, p = 0.007) και το SNAPPE score (Spearman rho = -0.33, ρ = 0,03). Συμπεράσματα: Τα σηπτικά νεογνά δεν παρουσίασαν σημεία υπερινωδόλυσης, αντίθετα μάλιστα, η καταστολή της ινωδόλυσης ήταν το συχνότερο εύρημα στον πληθυσμό αυτό. Ωστόσο, η κλινική χρησιμότητα των παραμέτρων LI60 ή ML ήταν περιορισμένη σε ότι αφοράστη διάκριση σηπτικών νεογνών από υγιή νεογνά ή νεογνά με υποψία σηψαιμίας και στην ικανότητα πρόβλεψης της έκβασης της σήψης. Με βάση τα ευρήματά μας, η ROTEM® φαίνεται να έχει περιορισμένη κλινική χρησιμότητα στην εκτίμηση της ινωδολυτικής κατάστασης στα σηπτικά νεογνά.Background: Hypofibrinolysis has been demonstrated in several studies in adult sepsis. Although fibrinolysis is an important and integral part of the hemostatic system, few data are available regarding its role in neonatal sepsis. Our purpose was to define fibrinolytic profiles across neonatal sepsis spectrum using rotational thromboelastometry (ROTEM®). Material and Methods: This study was performed in a Greek tertiary General Hospital during an 18 month-period and included 44 neonates with confirmed sepsis and 22 with suspected sepsis; 110 healthy neonates served as controls. Whenever sepsis was suspected, EXTEM and APTEM assays were performed, clinical findings and laboratory data were recorded. Results: Although most EXTEM parameters were significantly different among the 3 groups,Maximal Lysis (ML) and Lysis Index at 60 minutes (LI60) levels were similar (p=0.11 and p=0.20, respectively). Hyperfibrinolysis, as defined by ROTEM® parameters, did not significantly differ among the study populations (p=0.41). On the contrary, fibrinolysis shutdown, defined as an EXTEM LI60 ≥ 98%, was more common in septic neonates than in healthy (p<0.001) and neonates with suspected sepsis (p=0.042). A weak to moderate correlation of LI60 and ML with mortality (Spearman rho=0.43 and -0.40, p=0.005 and 0.007, respectively) and SNAPE score (Spearman rho=0.35 and -0.33, p=0.02 and 0.03, respectively) was noticed in sepsis group. Conclusions: ROTEM®, based on fibrinolytic parameters, showed a more frequent fibrinolysis shutdown in neonatal sepsis, but it could neither effectively discriminate septic neonates, nor predict their clinical outcome. The considerable overlap among numerical ROTEM® values probably compromises their diagnostic clinical utility in neonatal sepsis

    Μελέτη πηκτικότητας πλάσματος συντηρημένου για μεγάλο χρονικό διάστημα

    Get PDF
    Η πτυχιακή αυτή εργασία πραγματεύεται την μελέτη της πηκτικότητας του πλάσματος που συντηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα ενώ αναλύονται τα παράγωγα του αίματος τα οποία διακρίνονται σε σταθερά και ασταθή. Έπειτα γίνεται εκτενής ανάλυση του πλάσματος και των παραγώγων. Στη συνέχεια ακολουθεί ο ποιοτικός έλεγχος των παραγώγων αίματος και η διασφάλιση ποιότητας κάνοντας χρήση της μεθόδου Cohn και της χρωματογραφίας ενώ ταυτόχρονα γίνεται αναφορά στα προϊόντα κλασματοποίησης και στις προϋποθέσεις αυτών. Ακολουθεί η ανάλυση της θεραπείας υποκατάστασης στις αιμορραγικές διαθέσεις, τονίζοντας τις ανεπιθύμητες αντιδράσεις αλλά και την απαραίτητη δοσολογία. Τέλος αναλύεται η αιμόσταση σε πρωτογενής και δευτερογενής μορφή ενώ παρατίθενται και διάφορες αιμοστατικές δοκιμασίες. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση αιμοστατικών παραμέτρων με τη μέθοδο της θρομβοελαστομετρίας (ROTEM) και η ανάλυση της δραστικότητας του παράγοντα πήξης VIII (FVIII) σε δείγματα πλάσματος που προορίζεται για κλασματοποίηση συντηρημένου για μεγάλο χρονικό διάστημα (5 και 10 έτη). Η μέθοδος που ακολουθήθηκε είναι η θρομβοελαστομετρία ROTEM. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν μας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι παρά το γεγονός ότι ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα οι ασκοί πλάσματος στους -30ο C το αιμοστατικό προφίλ του μπορεί να είναι επαρκές.This dissertation deals with the study of plasma coagulation that is maintained for a long time while analyzing blood products which are distinguished as stable and unstable. Extensive analysis of plasma and derivatives is then performed. This is followed by the quality control of blood products and quality assurance using the Cohn method and chromatography while at the same time reference is made to the fractionation products and their conditions. The following is the analysis of the replacement therapy in the bleeding moods, emphasizing the side effects but also the necessary dosage. Finally, the hemostasis is analyzed in primary and secondary form, while various hemostatic tests are presented. The aim of the present study is to investigate hemostatic parameters by the method of thromboelastometry (ROTEM) and to analyze the activity of coagulation factor VIII (FVIII) in plasma samples intended for fractionation preserved for a long time (5 and 10 years). The method followed is ROTEM thromboelastometry The results obtained led us to the conclusion that despite the fact that the plasma bags were at -30οC for a long time, its hemostatic profile may be sufficient

    Διαταραχές της αιμόστασης στην καρδιοχειρουργική

    Get PDF
    Η εξωσωματική κυκλοφορία επιτρέπει την ολοκλήρωση της επέμβασης σε ακίνητο και αναίμακτο χειρουργικό πεδίο καταργεί τη διέλευση αίματος από την καρδιά και τους πνεύμονες επιτρέποντας την αναστολή της λειτουργίας τους και τη διενέργεια χειρουργικών χειρισμών και επιτυγχάνει την οξυγόνωση του αίματος εκτός του σώματος. Είναι ένα ελεγχόμενο καρδιογενές shock αφού η μέση αρτηριακή πίεση κυμαίνεται 50-70mmΗg Κατά το καρδιοπνευμονικό bypass εφαρμόζεται συχνά συστηματική υποθερμία με σκοπό τη μείωση του μεταβολισμού των οργάνων ενώ υπάρχει η δυνατότητα πλήρους διακοπής της κυκλοφορίας σε επεμβάσεις αορτικού τόξου ή παιδοκαρδιοχειρουργικές επεμβάσεις. Ομοίως εξασφαλίζει την επαρκή άρδευση των ιστών και παρέχει τη δυνατότητα υποστήριξης της κυκλοφορίας όταν άμεσα μετεγχειρητικά υπάρχει δυσλειτουργία του μυοκαρδίου (support). Η ροή κατά την εξωσωματική είναι μη σφυγμική (non pulsatile) και προκαλεί : αιμόλυση και καταστροφή των αιμοπεταλίων, αύξηση των συστηματικών αντιστάσεων, οξέωση και κατανάλωση οξυγόνου στους ιστούς, διαταραχές της ροής στον εγκέφαλο, στο μυοκάρδιο και τους νεφρούς, ολόκληρο το σύστημα της εξωσωματικής έχει χωρητικότητα μερικών λίτρων και για να αποφύγουμε την εμβολή αέρα εξαερώνεται με το διάλυμα πλήρωσης (priming solution) το οποίο: Πρώτον μειώνει τον αιματοκρίτη και τη γλοιότητα του αίματος βελτιώνοντας έτσι την άρδευση των ιστών, στη συνέχεια διατηρεί φυσιολογική ηλεκτρολυτική και οξεοβασική ισορροπία. Τέλος, διατηρεί φυσιολογική ωσμωτικότητα και αποτρέπει έτσι το οίδημα του κυττάρου.Ο επιθυμητός αιματοκρίτης είναι 25% σε μέτρια υποθερμία, 20% σε βαθειά υποθερμία και 30-33% στην επαναθέρμανση λόγω αυξημένων αναγκών σε Ο2 Το σημείο κλειδί στις παρενέργειες της εξωσωματικής κυκλοφορίας είναι η επαφή του αίματος με τις μη ενδοθηλιακές επιφάνειες και με τον αέρα εντός του κυκλώματος, γεγονός που οδηγεί σε ενεργοποίηση της πήξης, του συμπληρώματος, του συστήματος καλλικρεΐνης-κινίνης . Το ινωδογόνο και το ινώδες εναποτίθενται στα τοιχώματα παρέχοντας έτσι την επιφάνεια πάνω στην οποία εναποτίθεται σε μεγάλο βαθμό και η θρομβίνη. Η θρομβίνη αυτή παραμένει ενεργή και συνεχίζει να δημιουργεί περισσότερη θρομβίνη ενώ ενεργοποιεί και τα αιμοπετάλια. Επιπρόσθετα η επιφάνεια των ενεργοποιημένων αιμοπεταλίων παρέχει το υπόστρωμα φωσφολιπιδίων πάνω στο οποίο συγκεντρώνεται το σύμπλεγμα της προθρομβινάση

    Συγκριτική μελέτη του dabigatran etexilate και της ακενοκουμαρόλης σε ασθενείς με μη βαλβιδική κολπική μαρμαρυγή: πως επηρεάζονται συνήθεις αιμοστατικές δοκιμασίες, σφαιρικές δοκιμασίες ελέγχου αιμόστασης και κλασσικές μεθόδους εκτίμησης της αιμοπεταλιακής λειτουργικότητας.

    Get PDF
    Η μη βαλβιδική κολπική μαρμαρυγή (ΜΒΚΜ) αποτελεί τη συχνότερη καρδιακή αρρυθμία. Με βάση το σύστημα βαθμολόγησης CHA2DS2VASc που αξιολογεί τον κίνδυνο περιφερικής αρτηριακής θρομβοεμβολής και ειδικότερα του ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, οι ασθενείς με ΜΒΚΜ αποφασίζεται αν θα λάβουν ή όχι αντιπηκτική αγωγή. Στις θεραπευτικές επιλογές της τελευταίας, εκτός από τους αναστολείς της βιταμίνης Κ, τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν νεότερα per os αντιπηκτικά: οι άμεσοι αναστολείς του παράγοντα X (rivaroxaban, apixaban) και οι άμεσοι αναστολείς της θρομβίνης (dabigatran etexilate).Στην παρούσα μελέτη εντάχθηκαν 40 ασθενείς με ΜΒΚΜ, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: στην πρώτη ομάδα εντάχθηκαν οι ασθενείς που λάμβαναν dabigatran etexilate και στη δεύτερη ομάδα εντάχθηκαν οι ασθενείς υπό ακενοκουμαρόλη. Συμπερασματικά, από τη μελέτη μας φάνηκε ότι το dabigatran etexilate συγκριτικά με την ακενοκουμαρόλη παρουσιάζει ένα πιο ισχυρό αντιπηκτικό profile, προκαλεί αυξημένη ινωδόλυση και ενδεχομένως ασκεί αρνητική επίδραση στην αιμοπεταλιακή λειτουργικότητα. Παράλληλα, πλην του HTI και του aPTT, θεωρούμε ότι οι παράμετροι lag time και time to peak της δοκιμασίας ETP μπορούν δυνητικά να χρησιμοποιηθούν στην παρακολούθηση της αντιπηκτικής δράσης του φαρμάκου

    Διερεύνηση των μεταβολών της αιμόστασης στα νεογνά με σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας με την χρήση της θρομβοελαστομετρίας (ΤΕΜ)

    Get PDF
    Εισαγωγή: Εκτός από την ενεργοποίηση του καταρράκτη της φλεγμονής, το σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας (ΣΑΔ) αποτελεί πιθανό ενεργοποιητή του μηχανισμού της πήξης. Παρόλο που το ΣΑΔ έχει βρεθεί ότι ενεργοποιεί την ενδοαγγειακή πήξη και προκαλεί διαταραχές στην ινωδόλυση, λίγες μελέτες έχουν ερευνήσει αυτό το ζήτημα. Επιπλέον, τα αυξημένα επίπεδα θρομβίνης/ αντιθρομβίνης III (TAT) και η μειωμένη δραστηριότητα αντιθρομβίνης III (ΑΤ) που παρατηρούνται σε νεογνά με ΣΑΔ έχουν συσχετιστεί με τη σοβαρότητα της νόσου. Αντίθετα, μια πιο πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι το AT δεν επηρεάστηκε από το ΣΑΔ. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η θεραπεία με επιφανειοδραστικό παράγοντα, από την έναρξή της, μείωσε τη συχνότητα και τη σοβαρότητα της νόσου και άλλαξε την πορεία της μετά τη δεκαετία του '80. Επί του παρόντος, η εμφάνιση του "αλεσμένου γυαλιού" με αεροβρογχόγραμμα και υπο-αερισμό στην ακτινογραφία θώρακος σπάνια παρατηρείται. Παρά την αλλαγή της νόσου τις τελευταίες δεκαετίες, το ΣΑΔ εξακολουθεί να αξίζει να διερευνηθεί ως πιθανός μεταγεννητικός παράγοντας κινδύνου για αιμορραγικά και θρομβοεμβολικά επεισόδια Σκοπός: Σκοπός μας ήταν να αξιολογήσουμε το αιμοστατικό προφίλ των νεογνών με ΣΑΔ χρησιμοποιώντας την περιστροφική θρομβοελαστομετρία (ROTEM). Μέθοδοι και Υλικά: Διενεργήσαμε μια μελέτη παρατήρησης από τον Νοέμβριο του 2018 έως τον Νοέμβριο του 2020 στη ΜΕΝΝ του Γενικού Νοσοκομείου Νίκαιας «Άγιος Παντελεήμων». Συμπεριλήφθηκαν πρόωρα και τελειόμηνα νεογνά με ΣΑΔ που νοσηλεύτηκαν στη ΜΕΝΝ και πραγματοποιήθηκαν δοκιμασίες EXTEM (εξωγενής οδός που ενεργοποιείται από ιστικό παράγοντα), INTEM (ενδογενής οδός που ενεργοποιείται με ελλαγικό οξύ) και FIBTEM (με αναστολέα αιμοπεταλίων κυτοχαλασίνη D). Αποτελέσματα: Ένα υποπηκτικό προφίλ σημειώθηκε σε νεογνά με ΣΑΔ σε σύγκριση με τις ομάδες ελέγχου, εκφραζόμενο ως σημαντική παράταση του EXTEM CT (χρόνος πήξης) και CFT (χρόνος σχηματισμού θρόμβου), καθώς και χαμηλότερα EXTEM A10 (εύρος στα 10 λεπτά), MCF (μέγιστη σταθερότητα θρόμβου), και LI60 (δείκτης λύσης στα 60’). Επιπλέον, η παράταση του INTEM CFT και FIBTEM CT και η μείωση των INTEM και FIBTEM A10 και MCF βρέθηκαν σε νεογνά με RDS. Η πολυπαραγοντική λογιστική παλινδρόμηση έδειξε ότι το ΣΑΔ είναι ένας ανεξάρτητος παράγοντας για τις αναβρεθείσες μεταβολές στις μεταβλητές της ROTEM. Συμπεράσματα: Το ΣΑΔ σχετίζεται με υποπηκτικό προφίλ και υπερ-ινωδολυτική δυναμική σε σύγκριση με υγιή νεογνά. Μεγαλύτερες μελέτες είναι απαραίτητες για τον προσδιορισμό του ρόλου της ROTEM στη διάγνωση και τη διαχείριση των διαταραχών πήξης σε νεογνά με ΣΑΔ.Introduction: Apart from the activation of the inflammation cascade, respiratory distress syndrome (RDS) is a possible trigger of a coagulative state. Even though RDS has been found to activate intravascular coagulation and cause abnormalities in fibrinolysis, few studies have addressed this issue. What is more, the elevated thrombin/ antithrombin III (TAT) complexes and reduced antithrombin III (AT) activity seen in neonates with RDS have been correlated with the severity of the disease. On the contrary, a more recent study showed that AT was not affected by RDS. This may be due to the fact that the surfactant therapy, since its initiation, decreased the incidence and severity of the disease and changed its course after the 80’s. Currently, the “ground glass” appearance with air bronchogram and hypo-aeration are rarely seen. Despite the change of the disease the past decades, RDS remains a worth exploring postnatal risk factor for bleeding and thromboembolic events Aim: We aimed to evaluate the hemostatic profile of neonates with RDS using rotational thromboelastometry (ROTEM). Methods and Materials: An observational study was conducted from November 2018 to November 2020 in the NICU of General Hospital of Nikaia “Aghios Panteleimon”. Preterm and term neonates with RDS hospitalized in the NICU were included and EXTEM (tissue factor-triggered extrinsic pathway), INTEM (ellagic acid activated intrinsic pathway), and FIBTEM (with platelet inhibitor cytochalasin D) assays were performed at the onset of the disease. Results: A hypocoagulable profile was noted in neonates with RDS compared to controls, expressed as significant prolongation of EXTEM CT (clotting time) and CFT (clot formation time), lower EXTEM A10 (amplitude at 10 minutes), MCF (maximum clot firmness), and LI60 (lysis index). Furthermore, prolongation of INTEM CFT and FIBTEM CT, and decreased INTEM and FIBTEM A10 and MCF were found in neonates with RDS. Multivariable logistic regression analysis showed that RDS is an independent factor for the recorded alterations in ROTEM variables. Conclusions: RDS is associated with hypocoagulable profile and hyperfibrinolytic potential compared to healthy neonates. More and larger studies are necessary to determine the role of ROTEM analysis in the diagnosis and management of coagulation derangements in neonates with RDS
    corecore