150 research outputs found

    Υπερπηκτικότητα και κύηση

    Get PDF
    Σκοπός: Αποτελέσματα μελετών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η θρομβοφιλία σχετίζεται με τις επιπλοκές της κύησης όπως η απώλεια κυήματος, η προεκλαμψία και η ενδομήτριος καθυστέρηση. Ως πιθανός μηχανισμός των μαιευτικών επιπλοκών στους φορείς κάποιας θρομβοφιλικής διαταραχής έχει ενοχοποιηθεί η θρόμβωση των αγγείων της μήτρας, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πλακουντιακή ανεπάρκεια. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της επίδρασης των θρομβοφιλικών παραγόντων στο αποτέλεσμα της κύησης, απώλεια κυήματος, σε τυχαίο πληθυσμό εγκύων γυναικών. Υλικό-Μέθοδος: Συνολικά 83 γυναίκες με ανεξήγητες αποβολές οι οποίες είχαν υποβληθεί ή θα υποβάλλονταν σε εξωσωματική γονιμοποίηση ελέχθησαν για την παρουσία κληρονομικών (μετάλλαξη του παράγοντα V Leiden, της προθρομβίνης και της μεθυλενοτετραϋδοφολική αναγωγάσης και έλλειψη πρωτεϊνών C και S και αντιθρομβίνης) και επίκτητων (αντιπηκτικό του λύκου, αντισώματα έναντι καρδιολιπίνης και έναντι β2-γλυκοπρωτεΐνης) θρομβοφιλικών παραγόντων. Αποτέλεσμα: Υπήρξε συσχέτιση μεταξύ της μετάλλαξης G20210Α της προθρομβίνης και του MTHFR με την πρώιμη απώλεια κυήματος, του αντιπηκτικού του λύκου με τις τρεις αποβολές πρώτου τριμήνου και των IgM αντισωμάτων έναντι καρδιολιπίνης με την απώλεια κυήματος. Οι υπόλοιποι θρομβοφιλικοί παράγοντες δεν συσχετίστηκαν με την απώλεια του κυήματος. Συμπέρασμα: Τα στοιχεία της μελέτης υποστηρίζουν τον ρόλο των θρομβοφιλικών παραγόντων στην απώλεια κυήματος αλλά είναι απαραίτητη η αποσαφήνιση του μεγέθους των συσχετίσεων, δεδομένου ότι η αιτιολογία της απώλεια κυήματος είναι πολυπαραγοντική και μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτών σχετίζεται με θρομβοφιλία. Περαιτέρω προοπτικές πολυκεντρικές μελέτες είναι απαραίτητες για την ασφαλή εξαγωγή συμπερασμάτων.Objective: Growing evidence suggests that thrombophilia is associated with pregnancy complications including fetal loss, pre-eclampsia and intra-uterine growth restriction. A possible mechanism behind the development of pregnancy complications among carriers of a thrombophilic defect is the thrombosis of maternal vessels which could lead to placentation failure. The purpose of the present study was to investigate the impact of thrombophilic factors in the gestational outcome, fetal loss, of unselected pregnant women. Material-Method: 83 women with unexplained miscarriages who were about to be subjected to in-vitro fertilisation (IVF) or had already undergone IVF were examined. All women were tested for the presence of inherited (factor V Leiden mutation, prothrombin mutation, methylenetetrahydrofolate reductase (MTHFR) mutation and deficiencies in proteins S and C and antithrombin) or acquired (lupus anticoagulant, anticardiolipin and anti-β2-glycoprotein antibodies) thrombophilic factors. Result: Correlation was proven between the mutation of G20210A prothrombin gene and MTHFR with early pregnancy loss, the lupus anticoagulant with three first trimester pregnancy losses and the presence of IgM anticardiolipin antibodies with pregnancy loss. The rest thrombophilic defects were not significantly correlated with pregnancy loss. Conclusion: The study results support the role of thrombophilic factors at pregnancy loss but very important is the clarification of the magnitude of the correlations because the etiology of pregnancy loss is multifactorial and only a small percentage of them can be attributed to thrombophilia. More prospective multicenter trials are needed for the safe conclusion drawing

    Περιεγχειρητική διαχείριση χειρουργικών ασθενών υπό αντιπηκτική αγωγή - χειρουργική και αναισθησιολογική αντιμετώπιση

    Get PDF
    Εισαγωγή Η περιεγχειρητική διαχείριση των ασθενών υπό αντιπηκτική αγωγή αποτελεί ένα περίπλοκο πρόβλημα και απαιτεί την συμμετοχή πολλών εμπλεκόμενων ιατρικών ειδικοτήτων. Προϋποθέτει επίσης σαφή γνώση των μηχανισμών και των διαταραχών της πήξης ή της αιμόστασης αλλά και της φαρμακολογικής δράσης των αντιπηκτικών φαρμάκων. Η αιμόσταση είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που παθοφυσιολογικά έχει ως σκοπό την προφύλαξη από αιμορραγίες αλλά και τη διατήρηση της ομαλής ροής του αίματος. Η πρωτογενής αιμόσταση λαμβάνει χώρα άμεσα (εντός δευτερολέπτων) με τη σύσπαση του τραυματισμένου αγγείου. Στη δευτερογενή αιμόσταση συμμετέχουν πάνω από δώδεκα παράγοντες πήξης του αίματος. Καθώς σχηματίζεται το αιμοπεταλιακό βύσμα, σχεδόν ταυτόχρονα ενεργοποιούνται οι πρωτεΐνες πήξης του πλάσματος που οδηγούν στο σχηματισμό αιμοστατικού πήγματος 3-6 λεπτά αργότερα. Βασικός στόχος της πήξης είναι η μετατροπή του διαλυτού ινωδογόνου σε αδιάλυτο ινώδες, το οποίο περικυκλώνει και διατρέχει το αιμοπεταλιακό βύσμα. Αργότερα, θα εισχωρήσουν ινοβλάστες που θα σχηματίσουν συνδετικό ιστό σε 7-10 ημέρες. Περιγραφικά η διαδικασία αναφέρεται ως καταρράκτης πήξης στην οποία διακρίνονται η ενδογενής και η εξωγενής οδός. Ο μηχανισμός της ινωδόλυσης ανταγωνίζεται, προς ισορροπία των μηχανισμών πήξης του αίματος και ενεργοποιείται με κατευθύνσεις τη λύση του θρόμβου και την αποκατάσταση της ομαλής ροής του αίματος. Κεντρικό ένζυμο της ινωδόλυσης είναι η πλασμίνη. Η αιμόσταση και η ινωδόλυση διατηρούνται σε λεπτή ισορροπία μεταξύ τους με τη δράση: • των ενζυμικών συστημάτων • των αναστολέων και ενεργοποιητών • των μηχανισμών αρνητικής ανάδρασης και αυτορύθμισης. Η διαταραχή της ισορροπίας αυτής μπορεί να οδηγήσει σε αιμορραγία ή σε θρόμβωση. Για το λόγο αυτό, η αντιθρομβωτική αγωγή η οποία πάντα ενέχει τον κίνδυνο σοβαρών ανεπιθύμητων συμβαμάτων, επιβάλλει την προεγχειρητική εκτίμηση και την εξατομικευμένη χειρουργική προσέγγιση του ασθενούς που πρόκειται να χειρουργηθεί. Η ισορροπία μεταξύ αιμορραγίας και θρόμβωσης πρέπει να διασφαλίζεται ώστε να αποφευχθούν οι ανωτέρω κίνδυνοι με την κατάλληλη αντι¬πηκτική αγωγή. Με την χορήγηση των αντιπηκτικών φαρμάκων στοχεύεται η εξειδικευμένη αντιαιμοπεταλιακή δράση ή η αντιθρομβωτική δράση, διαμορφώνοντας τις κάτωθι κατηγορίες αντιπηκτικών φαρμάκων: i. Aντιαιμοπεταλιακά τα οποία αποτρέπουν τη συσσώρευση και συγκόλληση των αιμοπεταλίων. ii. Αντιπηκτικούς παράγοντες - ανταγωνιστές Βιταμίνης Κ, βαρφαρίνη, ασενοκουμαρόλη - ηπαρίνη και κλάσματα αυτής - αμέσου δράσης από του στόματος αντιπηκτικά (DOACs) Ο αναισθησιολόγος επίσης θα κρίνει και θα αποφασίσει ποιά τεχνική αναισθησίας είναι καταλληλότερη για τον ασθενή, όπως και την διαχείρηση της αντιπηκτικής του αγωγής. Στόχος χειρουργών και αναισθησιολόγων είναι να σταθμίζεται ο αιμορραγικός κίνδυνος και ο θρομβωτικός αντίστοιχα. Για τον ανωτέρω στόχο ακολουθούνται οι κατευθυντήριες οδηγίες όπως έχουν θεσπιστεί από την Ευρωπαϊκή και την Ελληνική Αναισθησιολογική Εταιρεία. Σκοπός Στην παρούσα μελέτη εξετάστηκε η διαχείριση χειρουργικών ασθενών υπό αντι¬πηκτική αγωγή κατά την περιεγχειρητική περίοδο αυτών. Πληθυσμός - Μέθοδος Η μελέτη έλαβε χώρα κατά το χρονικό διάστημα 1/1/2015 έως 3/3/2015 στην Δ΄ Πανεπιστημιακή Χειρουργική Κλινική του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου (ΠΓΝ) “ΑΤΤΙΚΟΝ”. Μεθοδολογικά πρόκειται για αναδρομική προσέγγιση 105 ασθενών. Συμπλη-ρώθηκε ερωτηματολόγιο για τον κάθε ένα ασθενή με συλλογή στοιχείων για τις εξεταζόμενες παραμέτρους. Τα στοιχεία συγκεντρώθηκαν από τον ιατρικό φάκελο των ασθενών ο οποίος φυλάσσετο στο αρχείο του ΠΓΝ “ΑΤΤΙΚΟΝ”. Συγκεκριμένα εξετάστηκε αν ακολουθήθηκαν και πως οι συστάσεις και κατευθηντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής και της Ελληνικής Αναισθησιολογικής Εταιρείας, που αφορούν την διαχείριση των χειρουργικών ασθενών που λαμβάνουν αντιπηκτική αγωγή. Επίσης το ιστορικό των ασθενών, το είδος της αντιπηκτικής αγωγής που ελάμβαναν, η διακοπή ή όχι της αγωγής τους , εάν υπήρχε θεραπεία γεφύρωσης ή όχι, το είδος της επέμβασης, εάν υπήρξε αιμορραγία ή θρόμβωση και το κατά πόσο η διαχείρισή τους ήταν σύμφωνη με τις κατευθυντήριες οδηγίες. Η αναισθησιο¬λογική και χειρουργική παρέμβαση αναφέρεται στην περιεγχειρητική περίοδο νοσηλείας των ασθενών αυτών.   Στατιστική Ανάλυση Ως προς την στατιστική ανάλυση, οι μέσες τιμές (mean) και οι τυπικές αποκλίσεις (Standard Deviation=SD) χρησιμοποιήθηκαν για την περιγραφή των ποσοτικών μεταβλητών. Οι απόλυτες (Ν) και οι σχετικές (%) συχνότητες χρησιμοποιήθηκαν για την περιγραφή των ποιοτικών μεταβλητών. Για τη σύγκριση αναλογιών χρησιμοποιήθηκε το Pearson’s χ2 test ή το Fisher's exact test όπου ήταν απαραίτητο. Για τη σύγκριση ποσοτικών μεταβλητών μεταξύ δυο ομάδων χρησιμοποιήθηκε το Student’s t-test. Για τη σύγκριση ποσοτικών μεταβλητών μεταξύ περισσοτέρων από δυο ομάδων χρησιμοποιήθηκε o παραμετρικός έλεγχος ανάλυσης διασποράς (ANOVA). Τα επίπεδα σημαντικότητας είναι αμφίπλευρα και η στατιστική σημαντικότητα τέθηκε στο 0,05. Για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πρόγραμμα SPSS 19.0. Αποτελέσματα - Συζήτηση Στα αποτελέσματα διαπιστώθηκε ότι με την στατιστική ανάλυση στους 105 ασθενείς, 59 ασθενείς λάμβαναν αντιπηκτική αγωγή πριν εισαχθούν στο Νοσοκομείο για μη καρδιοχειρουργική επέμβαση (ποσοστό 56,2%). Οι 105 ασθενείς καλύφθηκαν σε ποσοστό 80% LMWH κατά το 24ωρο πριν το προγραμματισμένο χειρουργείο και συγκεκριμένα με νατριούχο βεμιπαρίνη (Ivor) 2.500 σε ποσοστό 64,8 %. Από τους ασθενείς αυτούς στο 33,3% έγινε τροποποίηση στην αντιπηκτική αγωγή. Αναλυτικά στο 17,1% έγινε διακοπή της αντιαιμοπεταλιακής αγωγής για 7-10 ημέρες προ χειρουργείου και διακοπή των από του στόματος νέων αντιπηκτικών σε 11,5% και διακοπή κουμαρινικών σε 4,8%, αντίστοιχα. Κατά την ημέρα του χειρουργείου, και 8-12 ώρες πριν, έγινε διακοπή της αντιπηκτικής χορήγησης LMWH όπως και κάθε άλλου αντιπηκτικού φάρμακου σε ποσοστό 93,36%, ενώ ποσοστό 6,7% έλαβαν αντιπηκτική αγωγή 8-12 ώρες πριν το επείγον χειρουργείο. Δώθηκε σε ποσοστό 2,9% ως αντιθρομβωτική θεραπεία γεφύρωσης το σκέβασμα Tirofiban (aggrastat). Η αναισθησιολογική παρέμβαση έγινε με Γενική Αναισθησία σε Ν=81 ασθενείς (79,4%), με Συνδυασμένη (περιοχική και γενική αναισθησία) σε Ν=16 ασθενείς (15,7%) και με Περιοχική σε Ν=5 ασθενείς (4,9%). Διαπιστώθηκε ότι την πρώτη μετεγχειρητική μέρα (1η ΜΤΧ), έλαβαν LMWH σε ποσοστό 80% και συγκεκριμένα με νατριούχο βεμιπαρίνη (Ivor) 2.500 σε ποσοστό 64,8 % η οποία κατά την διαχείριση την αντιπηκτικής αγωγής, την δεύτερη μετεγχειρητική ημέρα (2ηΜΤΧ) διεκόπη σε ποσοστό 13, 2% στους ασθενείς που είχαν επισκληρίδια αναλγησία. Επίσης στατιστικά σημαντική ήταν η διαφορά των ασθενών που λάμβαναν αντιπηκτική αγωγή με LMWH και τους έγινε περιοχική και συνδυασμένη αναισθησία κατά την τρίτη μετεγχειρητική ημέρα (3η ΜΤΧ). Αναφέρουμε ότι συμφωνεί με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ελληνικής Αναισθησιολογικής Εταιρείας όπως και της Ευρωπαϊκής Αναισθησιολογικής Εταιρείας, η διαχείριση της αντιπηκτικής αγωγής μετεγχειρητικά σε σχέση με την μετεγχειρητική επισκληρίδια αναλγησία. Ως παράδειγμα αναφέρουμε την διακοπή της αντιπηκτικής αγωγής μετά την εφάπαξ δόση την 1η ΜΤΧ της ηπαρίνης LMWH, ώστε να αφαιρεθεί ο επισκληρήδιος καθετήρας την 2η ΜΤΧ , ενώ γίνεται χορήγηση μίας δόσης LMWH, 10-12 ώρες μετά την αφαίρεση του καθετήρα. Η χορήγηση της LMWH και συγκεκριμένα της νατριούχου βεμιπαρίνης (Ivor) 2.500 συνεχιζόταν στην εργασία μας μέχρι την έξοδο του ασθενούς. Συμπέρασμα Οι ασθενείς που λαμβάνουν αντιπηκτική αγωγή και απαιτείται να χειρουργηθούν, διαχειρίζονται αναισθησιολογικά και χειρουργικά κατά το περιεγχειρητικό διάστημα, ώστε η χειρουργική επέμβαση να γίνει με ασφάλεια. Στην εργασία μας, παρά το μικρό δείγμα μελέτης μας και την εξατομικευμένη προσέγγιση των ασθενών, διαπιστώθηκε τήρηση των κατευθυντήριων οδηγιών της Ελληνικής Αναισθησιολογικής Εταιρείας όπως και της Ευρωπαϊκής Αναισθησιολογικής Εταιρείας. Δεοντολογικά • Ζητήθηκε άδεια από το Επιστημονικό Συμβούλιο του ΠΓΝΑ “ΑΤΤΙΚΟΝ” για να επιτραπεί η πρόσβαση στους ιατρικούς φακέλους • Τηρήθηκε βεβαίως το ιατρικό απόρρητοINTRODUCTION The perioperative management of patients who are under anticoagulant treatment is a complex issue requiring the involvement of many medical fields. Not only is clear knowledge of mechanisms and coagulation’s arc hemostasis disorders is required but specific knowledge of fibrinolysis mechanisms as well. Hemostasis is a very complex procedure whose pathophysiological aim is the prevention of bleeding andmaintenance of normal blood flow. The basic coagulation aim is the conversion of soluble fibrinogen to insoluble fibrin which encircles and runs through the platelet plug. Later, fibroblasts penetrate and form a connective tissue in 7-10 days. Descriptively the process is referred as the coagulation cascade in which the intrinsic and extrinsic pathway is distinguished. The fibrinolysis mechanism mediates to balance blood clotting mechanisms and activates the clot lysis and restoration of normal blood flow. The central fibrinolysis enzyme is plasma. Hemostasis and fibrinolysis are maintained in a delicate balance with the action of: The enzyme systems The inhibitors and activators The negative feedback mechanisms and self-regulation. This balance disruption can lead to bleeding or thrombosis. For this reason, the antithrombotic treatment always involves the risk of serious adverse events; It requires preoperative assessment and individualized surgical approach of the patient who will be operated on. Also, the anesthesiologist will evaluate and decide which anesthesia technique is best-suited for the patient as well as the management of anticoagulation therapy. Surgeons and anesthetists aim is to weigh both the hemorrhagic and antithrombotic risk respectively. For this reason, the guidelines imposed by the European and Hellenic Society of Anaesthesiology must be followed. PURPOSE – MATERIAL - METHOD The present study examines the management of surgical patients who are under anticoagulation therapy in the perioperative period as to tailor personalized treatment over the problem of clotting or coagulation and fibrinolysis. Specifically it was examined if and in which way the recommendations and guidelines of the Hellenic Society of Anesthesiology were followed (HSA) over the surgical patients who are under anticoagulation therapy. The study took place during the period from 1/1/2015 to 3/3/2015 on D’UNIVERSITY SURGICAL CLINIK OF THE General University Hospital “ATTIKON” and methodically is a retrospective approach of 105 patients. For each patient a questionnaire is filled with collecting data under the examined parameters. The data was gathered from the medical records of the patients which have been kept in the file department of the General University Hospital “ATTIKON”. The anesthetic and surgical intervention was indicated in the perioperative period of hospitalization of these patients. STATISTICAL ANALYSIS As far as statistical analysis is concerned, mean and standard deviation were used to describe quantitative variables the absolute (N) and relative (%) frequencies were used to describe quality variables. The Pearson’s x2 or the Fisher’s exact test were used to compare ratios. For the comparison of quantitative variables between more than two groups of ANOVA was used. The levels of significance are bilateral and the statistical significance was set at 0,05. For the data analysis the SPSS 19.0 Statistical program was used. RESULTS-DISCUSION The results show that by statistical analysis in 105 patients receiving anticoagulation therapy prior to hospital for non-cardiac surgery (N=59 PATIENTS) rate of 56,2%. Of these patients 33,3% was modifying the anticoagulation therapy. In detail 17,1% was discontinuation of antiplatelet therapy for 7-10 days prior to surgery and discontinuation of new oral anticoagulants 11,5% and stopping coumarin at 4,8%. Covering 80% with LMWH specifically Ivor 2.500 in 64,8 %. During the day of the surgery anticoagulation therapy was quenched at a rate of 93,3%. Whilst they were anticoagulated at a rate of 6,7% with LMWH and more specific with cleaxane 0,3mg (4,8%) and cleaxane 0,4mg (1,9%) because of emergency surgeries. Tirobifan was given in 2,9% as anticoagulation theatment (aggrastat). The technique of Anesthesia was also General Anesthesia (79.4%) combined (General-Vegional) Anesthesia (15,7%) and Vegional Anesthesia (4,9%). It was found that during the anticoagulation treatment, the second postoperative day, was stopped at 13,2% of the patients, so that the third postoperative day the epidural catheter to be removed. The proportion of the patients who received anticoagulation with ally differed (p<0,001) during the first postoperative day compared with those who stopped the anticoagulation therapy the second and the third postoperative day. These results are consistent with the quidelines of the Hellenic Society of Anesthesiology and also the European Anesthesiology Society. As example we mention the interruption of the anticoagulant treatment after the extra dose of heparine LMWH the first postoperative day in order to remove the epidural catheter. The second postoperative day while administering a LMWH dose,10 to 12 hours after the removal of the catheter. The administration of LMWH namely sodium vemiparinis continue during our project until the patient’s disharge. CONCLUSION Patients who taking anticoagulants and undergoing surgery need optimal perioperative management by Surgeous and Anesthesiologists, so the surgery will be performed in safe. In this project, despite our small study sample and our personalized approach to patients we found that the guidelines of both the Hellenic and European Society of Anesthesiology were followed. ETHICAL Permission has been requested by the Scientific Council of General University Hospital “ATTIKON” to access medical records. Medical confidentiality was absolutely respecte

    Αιμόσταση-νέες ρυθμιστικές πρωτείνες-πρωτείνη Ζ

    Get PDF
    Το γεγονός ότι η θρομβοεμβολική νόσος αποτελεί την κύρια αιτία θανάτου στις ανεπτυγμένες χώρες έχει οδηγήσει την επιστημονική κοινότητα στη συνεχή αναζήτηση οποιασδήποτε αιτίας μπορεί να παρεμβαίνει στον αιμοστατικό μηχανισμό ιδιαίτερα στην ρύθμιση του μηχανισμού της πήξης προκειμένου να εντοπίσει νέους προθρομβωτικούς παράγοντες. Πρόσφατες μελέτες ανακάλυψαν το σύστημα της πρωτεΐνης Ζ/ZPI. In vitro μελέτες υποστηρίζουν τον σημαντικό ρόλο του συστήματος PZ/ZPI στη ρύθμιση του αιμοστατικού μηχανισμού, υποδηλώνοντας ισχυρή αντιπηκτική δράση, ρυθμίζοντας κατά παράδοξο τρόπο τόσο τη δράση του συστήματος της δεκάσης όσο και αυτή της προθρομβινάσης. Πραγματικά η ZPI αναστέλλει τους ενεργοποιημένους παράγοντες FXa, FXIa και FIXa μέσω διαφορετικών οδών, που δεν ακολουθούν απαραίτητα τις τυπικές αλληλεπιδράσεις των πρωτεασών της σερπίνης. Επιπλέον δεν έχει αποκλειστεί η ανεξάρτητη και αυτόνομη δράση της πρωτεΐνης Z, ενώ μελέτες σε ζωικά μοντέλα υποδηλώνουν ότι ανεπάρκειες της σερπίνης ή του συμπαράγοντα της μπορεί να έχουν προθρωμβωτική δράση. Μελέτες αναφορικά με τον ρόλο της πρωτεΐνης Ζ στην πρόκληση θρομβωτικών επιπλοκών είναι αντικρουόμενες. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι μελέτες των Vasse et al και των Heeb et al. συσχετίζουν τα χαμηλά επίπεδα της πρωτεΐνης Ζ με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ισχαιμικών αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων ενώ αντίθετα μελέτες των Kobelt και συνεργατών συσχετίζουν τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ισχαιμικών αγγειακών εγκεφαλικών με υψηλά επίπεδα πρωτεΐνης Ζ. Σε αντίθεση και με τους δύο ερευνητές έρχονται οι μελέτες των Lopaciuk και McQuillan οι οποίοι δεν βρίσκουν καμιά συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων της πρωτεΐνης Ζ και του κινδύνου εμφάνισης ισχαιμικών αγγειακών εγκεφαλικών. Σε αυτό που συμφωνούν όλοι οι ερευνητές είναι στο γεγονός ότι ο παθοφυσιολογικός ρόλος του συστήματος PZ/ZPI στους ανθρώπους δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί. Δύο μεταλλάξεις του γονιδίου της ZPI έχουν ενοχοποιηθεί για την αύξηση του κινδύνου εμφάνισης φλεβικής θρόμβωσης, όμως αυτό δεν επιβεβαιώνεται από άλλες μελέτες. Παρόμοια δεν έχει επιβεβαιωθεί πλήρως η συσχέτιση της έλλειψης PZ με την εμφάνιση θρόμβωσης, όμως υπάρχουν ενδείξεις ότι η συσχέτιση της με άλλους παράγοντες θρομβοφιλίας ενδεχομένως αυξάνει τον κίνδυνο θρόμβωσης . Συγκρινόμενη με άλλα αντιπηκτικά συστήματα ο ρόλος του συμπλέγματος PZ/ZPI φαίνεται να προσομοιάζει με αυτόν του συμπαράγοντα II της ηπαρίνης και λιγότερο με αυτόν της αντιθρομβίνης. Η δική μας προσπάθεια μάλλον θα μπορούσαμε να πούμε ότι έρχεται να υποστηρίξει την πλευρά των ερευνητών που συσχετίζουν την εμφάνιση θρομβωτικών επιπλοκών με αυξημένα επίπεδα της πρωτεΐνης Ζ. Με δεδομένα τα αντικρουόμενα αποτελέσματα της διεθνούς βιβλιογραφίας αναφορικά με τον ακριβή ρόλο και τη συμμετοχή του συμπλέγματος PZ/ZPI στο φαινόμενο της θρόμβωσης πιθανή επέκταση της έρευνας στην κατεύθυνση μελέτης ενδεχομένων μεταλλάξεων ή/και πολυμορφισμών του συμπλέγματος PZ/ZPI να μπορούσε να δώσει μία αξιόπιστη ερμηνεία των ευρημάτων. Πάντως είναι σίγουρο ότι θα χρειαστούν νέες και μεγαλύτερες μελέτες προκειμένου να αποδειχθεί ο ακριβής ρόλος του συμπλέγματος PZ/ZPI καθώς και η πιθανή συμμετοχή του στην εμφάνιση θρομβωτικών επιπλοκών.A new anticoagulant system involving a serpin has been recently characterized. The protein Z/Z-dependent protease inhibitor (PZ/ZPI) system inhibits activated factors X, XI and IX by different mechanisms. By homology with other anticoagulant systems (antithrombin or the protein C/protein S), deficiency of the serpin (ZPI) or its cofactor (PZ) might imbalance the haemostatic system with thrombotic consequences. Evidence supports the in vivo anticoagulant role of this complex and the thrombotic consequences of its deficiency. Non-sense variations of the ZPI (W303X and R67X) have been associated with increased risk of venous thrombosis. Moreover, PZ deficient mice carrying the FV Leiden have a thrombotic phenotype. Finally, some reports suggest that PZ deficiency might increase the risk of thrombosis. However, other studies question the thrombotic relevance of both ZPI and PZ deficiencies and there is still insufficient evidence with regard to protein Z levels and thrombotic events Although protein Z was characterized already in the 1980s, its role in normal and pathologic coagulation is still somewhat controversial. This system could play a redundant role in haemostasis that explains the conflicting results on its thrombotic potential, which might be exacerbated in combination with other prothrombotic factors
    corecore