324 research outputs found

    Genetic structure of sessile oak (Quercus petraea (Matt.) Lieblein) in Bosnia and Herzegovina based on the isoenzyme analysis

    Get PDF
    Hrast kitnjak [Quercus petraea (Matt.) Lieblein] jedna je od najvažnijih vrsta šumskog drveća u Bosni i Hercegovini, iako je sadašnja struktura šuma hrasta kitnjaka vrlo slaba. Razlog tomu treba tražiti u jakom povijesnom utjecaju čovjeka na tu vrstu, brojne neplanske i nestručne sječe i slabo razvijen sustav gospodarenja ovom vrijednom vrstom. U uvjetima Bosne i Hercegovine kitnjak se nalazi na 333 000 ha, u malim čistim i većinom mješovitim sastojinama s grabom i ponekad bukvom.Kroz ovo istraživanje želimo odgovoriti na sljedeća pitanja: kakva je genetska struktura odabranih populacija hrasta kitnjaka u Bosni i Hercegovini, te kakvo je značenje poznavanja genetičke strukture u procesima obnove?Analizirali smo 17 prirodnih populacija hrasta kitnjaka uz uporabu 11 enzimskih sustava s 14 genskih lokusa i registrirali 82 alela. Registriran je velik polimorfizam, a samo je kod genskog lokusa sorbitol registriran potpuni monomorfizam, dok je kod genskog lokusa Pgi – A dobiven polimorfizam samo u jednoj populaciji.Prosječan broj alela za istraživane populacije kretao se od 1,7143 do 3,1429, a efektivni broj od 1.1089 do 1.2585. Stvarna i teorijska heterozigotnost najniža je bila u populaciji Gračanica s 0,0947, dok je najveća bila u populaciji Bugojno s 0,1869. Fiksacijski indeks u svim populacijama je bio negativan, što ukazuje na dobru stabilnost istraživanih populacija te da su slabi ili izostaju procesi inbridinga u populacijama. Najveće genetske udaljenosti u odnosu na ostale pokazala je populacija Tešanj.Rezultati diferencijacije pokazuju male vrijednosti, što ukazuje na kratko vrijeme od njihovog razdvajanja te prisut­nost toka gena i malog gubitka prilagodbenog potencijala.Dobiveni rezultati omogućuju preporuku potrebnih mjera za očuvanje genetskih izvora metodama in situ i ex situ te obnovu i uporabu reprodukcijskog materijala hrasta kitnjaka u Bosni i Hercegovini.Sessile Oak (Quercus petraea (Matt.) Lieblein) is one of the most important type of forest tree in Bosnia and Hercegovina, even though the Sessile Oak forest structure is very weak. The reason for this is found in the huge effect that the man has on these breeds throughout history and numerous unplanned cutting and poor management system. In the conditions present in Bosnia and Hercegovina Sessile Oak is found in approximately 330,000ha in small and usually clean and varied samples.Through this research we would like to answer the following questions, namely what is the genetic structure, diversity and differentiation of Sessile Oak in some of the populations in Bosnia and Herzegovina and what is the importance of knowing the genetic structure especially when it comes to regeneration.For the analysis we have used 11 enzyme systems with 14 genetic locus and 82 aleals.The biochemcial analysis of the genetic structure of 17 populations of Sessile Oak, by using the 14 isoenzyme genetic locus wwe have found notable differences. A large level of polymorphism has been recorded and only the gene locus sorbitol has registered true monomorphysm, whereas the genetic locus Pgi-A we have found polymorphism to exist in only one population. The average number of aleals by locus was between 1,7143 and up to 3,1429 and the effective number of aleals was between 1,1089 and 1,2585. Similar findings were found when it came to heterozygotry, and the larges was for the population from Bugojno at 0,1869 and smallest at population from Gračanice at 0,0947. The negative values of the fiksational index in the studied populations are indicative of fact that freer management and husbandry is possible as it has not lost its genetic potential for adaptation which is further supported by the research of the seed samples. The results of teh differentiations show very small values which shows that there is onlya short period of time from their splitting and that even the effect of humans has not caused them to lose their adaptational potential.As far as the genetic distances between the populations are concerned, it is the same principal as with the differentiation, only a few popualtions diverges notably from the average and the divergence can be attributed to the historical effect of humans as the populations are from the areas of dense human populations throughout the history. The methods of biochemocal marker usage for the Sessile Oak have given us a good picture about the studied populations and the achieved results ensure the right suggestions are done to preserve the genetic values of this species of oak in Bosnia and Hercegovina

    Dedications and donors of 17th to 19th century church silver

    Get PDF
    Το άρθρο βασίζεται στη συλλογή εκκλησιαστικών ασημικών του Μουσείου Μπενάκη, ένα σημαντικό μέρος της οποίας προέρχεται από τα κειμήλια των προσφύγων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης. Οι επιγραφές έχουν δημοσιευθεί από την Ευγενία Χατζηδάκη και τον Eugène Dalleggio το 1959 και είναι ελληνικές ή καραμανλίδικες, δηλ. στα τουρκικά ή σε ένα μείγμα τουρκικών και ελληνικών, γραμμένες όμως με ελληνική γραφή. Οι επιγραφές σε ασημικά από εκκλησίες του ελλαδικού χώρου παρουσιάζουν τον ίδιο τΰπο επιγραφών που είναι γενικότερα κοινός στα αφιερώματα των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι επιγραφές σε θρησκευτικά αφιερώματα υπενθυμίζουν την πράξη της δωρεάς με τη ρητή ή λανθάνουσα πρόθεση να αποκομίσει ο αφιερωτής ως αντίδωρο, πνευματικά οφέλη. Πρόκειται για μια συμβολική ανταλλαγή όπου η σωτηρία της ψυχής του δωρητή, η άφεση αμαρτιών και η μνημόνευση του την ημέρα της Κρίσεως είναι το ζητούμενο αντίτιμο. Η τυπολογία των επιγραφών αναπαράγει την φρασεολογία των βυζαντινών κτητορικών επιγραφών: Υπέρ ψυχικής σωτηρίας, Δέησις τον δούλου τον Θεού, Μνήσθητι Κύριε. Το δωρούμενο αντικείμενο λειτουργεί ως ορατή υπόμνηση και δημιουργεί την ηθική υποχρέωση στον παραλήπτη -το Θεό- να ανταποδώσει. Ανάμεσα στο Θεό και τον μετανοούντα δωρητή βρίσκεται η Εκκλησία η οποία έχει θεσμοθετήσει τις ποικίλες μορφές ευσέβειας και φιλανθρωπίας και η τοπική εκκλησία που είναι ο αποδέκτης και διαχειριστής των δωρεών. Σε μία απλή μορφή αναγράφεται στις επιγραφές μόνο ένα όνομα με ή χωρίς χρονολογία. Σε πιο σύνθετη περιλαμβάνονται και άλλα στοιχεία που κατατάσσονται σε έξι κατηγορίες: α) το δωρούμενο αντικείμενο β) ο δωρητής ή ο συμμετέχων στη δωρεά γ) ο τόπος της δωρεάς δ) η αιτία της δωρεάς ε) η χρονολογία, και στ) ο τεχνίτης. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι χριστιανοί ορίζονται από τη θρησκεία και τον τόπο καταγωγής τους, στοιχεία που προσδιορίζουν τις βασικές παραμέτρους της συλλογικής τους συνείδησης. Στο επίπεδο της ενορίας, του χωριού ή της ευρύτερης περιοχής, οι χριστιανοί καταγράφονται με βάση την προέλευση τους. Οι επιγραφές διακρίνονται από έντονο πνεύμα τοπικισμού. Η πράξη της δωρεάς στην τοπική εκκλησία ή στο μεγάλο μοναστήρι-προσκύνημα της περιοχής έχει θετικό αντίκτυπο, τόσο στον ίδιο τον αφιερωτή, όσο και στην τοπική κοινότητα της οποίας αυξάνει το κύρος και επιβεβαιώνει τη θέση. Οι αφιερωματικές επιγραφές λειτουργούν και ως νομική πράξη κατοχύρωσης της δωρεάς. Για το λόγο αυτό, όπως τα συμβόλαια, περιλαμβάνουν συχνά και το όνομα του δωρούμενου αντικειμένου: ούτος ό δίσκος ή τα παρόντα έζαπτέρυγα. Η πληροφορία αυτή είναι περιττή όταν γράφεται πάνω στο ίδιο το αντικείμενο, αλλά είναι σημαντική όταν καταγράφεται η δωρεά στους κώδικες —τα κατάστιχα— των εκκλησιών. Η αντιστοιχία ανάμεσα στις αφιερωματικές επιγραφές και στις καταγραφές των δωρεών στους κώδικες λειτουργούσε ως διπλότυπο απόδειξης, και εξασφάλιζε νομικά την ανταλλαγή για την εκκλησία και για τον αφιερωτή. Πιο σπάνια στις επιγραφές αναγράφεται και η ποινή για τυχόν αθέτηση της συναλλαγής ή κατάχρηση, δηλαδή ο αφορισμός, ο οποίος αποτελούσε το μοναδικό αλλά ισχυρότατο επιτίμιο στη διάθεση της Εκκλησίας. Οι δωρητές προσδιορίζονται από το πατρώνυμο, το επίθετο, την καταγωγή, το παρατσούκλι, τον τιμητικό τίτλο -άρχων, κυρ ή κυρίτση— ή το επάγγελμα τους. Ο πλέον συνηθισμένος, όμως, χαρακτηρισμός είναι αυτός του προσκυνητή ή χατζή, αυτού δηλαδή που έχει εκπληρώσει το άγραφο καθήκον του προσκυνήματος στους Άγιους Τόπους. Τα αφιερώματα όσων επωνύμων έχουν ταυτιστεί ξεχωρίζουν για την ποιότητα της τέχνης τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις δωρεές των ιεραρχών, οι επιγραφές των οποίων διακρίνονται για τη γλωσσική επάρκεια και το συχνά αρχαΐζον ποιητικό ύφος. Μια πληθώρα επαγγελμάτων αναφέρεται στις επιγραφές: γουναράδες, μπακάληδες, λαδάδες, λιναράδες, μπογιατζήδες, ρολογάδες, χρυσοχόοι, υφασματέμποροι, ξυλουργοί, μεταλλορύχοι. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα αφιερώματα είναι συλλογικά, προερχόμενα από τις συντεχνίες των οποίων ο οικονομικός και κοινωνικός ρόλος στην οργάνωση των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξε καθοριστικός. Τα συλλογικά αφιερώματα, είτε των συντεχνιών είτε της τοπικής κοινότητας ή ενορίας, γίνονται συνήθως με τη συνδρομή των επιτρόπων της εκκλησίας που αναλαμβάνουν το συντονισμό και την επιμέλεια της δωρεάς. Ο ρόλος των επιτρόπων ήταν καταρχάς εκτελεστικός και διαχειριστικός, αλλά προοδευτικά απέκτησε ρυθμιστική και πολιτική ισχύ. Η συχνή αναγραφή των ονομάτων τους στις επιγραφές, από το β' μισό του 18ου αιώνα και μετά, υπογραμμίζει τις γενικότερες αλλαγές που συντελούνται, και το σταδιακό μετασχηματισμό της δωρεάς από συμβολική και πνευματική ανταλλαγή σε κοινωνική και κοινοτική λειτουργία. Οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα θεσμοθετούν τις αλλαγές αυτές, αποδεσμεύουν τις κοινοτικές λειτουργίες από την προστασία της Εκκλησίας και επιτρέπουν τη διοχεύτεση των δωρεών για την ανέγερση νοσοκομείων ή σχολείων, σκοπούς, δηλαδή, με διαφορετικό ιδεολογικό πλαίσιο που καθορίζεται από το εθνικό κέντρο της ΑθήναςNo abstract (available)

    A Middle Byzantine silver treasure

    Get PDF
    Από τον Οκτώβριο του 2003 παρουσιάζεται σε έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη ένας μοναδικός θησαυρός από εννέα ασημένιους επίχρυσους δίσκους της μεσοβυζαντινής περιόδου, οι οποίοι προσφέρθηκαν για πώληση στην Ελλάδα. Οι τρεις μεγαλύτερες βυζαντινές συλλογές της χώρας, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης και το Μουσείο Μπενάκη έχουν ξεκινήσει από κοινού έναν αγώνα εξεύρεσης των οικονομικών πόρων που απαιτούνται για την απόκτηση του θησαυρού, προκειμένου να παραμείνει στην Ελλάδα ως σύνολο. Έως τη στιγμή που ολοκληρώθηκε το παρόν άρθρο, η προσπάθεια των τριών μουσείων βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη. Οι εννέα δίσκοι βρίσκονται στην κατοχή του σημερινού συλλέκτη ως κληρονομιά από τον πατέρα του, ο οποίος τα απέκτησε —αντί £15,000— το 1937 από τον Βρετανό Α. Barry, γνωστό σταφιδέμπορο εγκατεστημένο στη Σμύρνη. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτη πληροφορία του αρχικού ιδιοκτήτη οι δίσκοι βρέθηκαν τυχαία έξω από το Τατάρ Παζαρτζίκ της σημερινής Βουλγαρίας. Ανάλυση κράματος – Σχήματα Οι αναλύσεις του κράματος, που πραγματοποιήθηκαν από το Ινστιτούτο Πυρηνικής Φυσικής του «Δημόκριτου» σε πέντε από τους δίσκους, προσδιορίζουν την κοινή σύσταση του κράματος, με ελάχιστες αποκλίσεις. Η ίδια σύσταση παρατηρείται σε αργυρά σκεύη της ρωμαϊκής και της παλαιοχριστιανικής εποχής, καθώς και στα αντίστοιχα σασανιδικά και ισλαμικά σκεύη. Ως προς το σχήμα, δύο δίσκοι (αρ. 1-2) είναι υψίποδοι, ενώ οι υπόλοιποι επτά έχουν επίπεδο πυθμένα και κατακόρυφο χείλος. Δύο φέρουν στο κεντρικό μετάλλιο παραστάσεις με σκηνές κυνηγιού (αρ. 1, 3) και ένας την προσωποποίηση της θάλασσας που ιππεύει θαλάσσιο τέρας (αρ. 4). Οι υπόλοιποι κοσμούνται με ανεικονικό, φυτικό και γεωμετρικό διάκοσμο (αρ. 5-9). Τ α παραδείγματα με επίπεδο πυθμένα και ψηλό χείλος βρίσκουν ακριβή παράλληλα στην υστερορωμαϊκή αργυροχοΐα, σε μεσο-βυζαντινά αλλά και ισλαμικά κεραμικά σκεύη. Οι δύο δίσκοι με το δαντελωτό χείλος και το ψηλό πόδι έχουν σχήμα που θυμίζει φρουτιέρα, το οποίο συναντάται σε βυζαντινά κεραμικά παραδείγματα, αλλά και στον σχεδόν πανομοιότυπο αργυρεπίχρυσο υψίποδο δίσκο που βρέθηκε στο Μουζχί της Σιβηρίας. Εικονογραφική ανάλυση Κυνηγοί και θηράματα: η παράσταση των κυνηγών που κοσμεί το κεντρικό μετάλλιο στους δίσκους αρ. 1 και 3 συνδέεται με τις απεικονίσεις έφιππων κυνηγών που απαντούν σε σωζόμενα έργα της μεσοβυζαντινής αργυροχοΐας, όπως στις μεταξύ τους όμοιες κούπες από το Βιλγκόρτ και το Τσερνιγκόβ και στην κούπα της πρώην Συλλογής Βασιλιέβσκι, που χρονολογούνται στον 12ο αιώνα και φυλάσσονται στο Ερμιτάζ. Τα σκεύη αυτά μοιράζονται με τους δίσκους του θησαυρού όχι μόνο την ίδια εικονογραφία των κυνηγών αλλά και κοινή απόδοση του φυσικού περιβάλλοντος, με τη μορφή σχηματοποιημένων φυτών, τα κλαδιά των οποίων απολήγουν σε τρίφυλλα. Ωστόσο, οι πιο εντυπωσιακές ομοιότητες εντοπίζονται στην εγχάρακτη παράσταση του έφιππου άγιου Γεώργιου που κοσμεί ένα άλλο έργο μεσοβυζαντινής αργυροχοΐας, την κούπα από το Μπεριόζοβο (12ος αι.). Στον υφίποδο δίσκο αρ. 1 η παράσταση του κεντρικού μεταλλίου συμπληρώνεται από ταινία με ζώα που τρέχουν, η οποία ερμηνεύεται ως συνεπτυγμένη σκηνή κυνηγιού. Παρόμοιες παραστάσεις ζώων εντοπίζονται στα έργα της βυζαντινής αργυροχοΐας που προαναφέρθηκαν, στο κάλυμμα κούπας από το Νένετς, καθώς και στο μπρούντζινο μανουάλι που φυλάσσεται στη Μονή Σινά. Η προσωποποίηση της θάλασσας: η προσωποποίηση της θάλασσας στον δίσκο αρ. 4 ως γυναικείας ημίγυμνης μορφής είναι οικεία από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα. Στην αμιγώς χριστιανική εικονογραφία, προσωποποιήσεις της θάλασσας εντοπίζονται σε σκηνές της Βάπτισης, της διάβασης της Ερυθράς Θάλασσας και κατ' εξοχήν της Δευτέρας Παρουσίας. Μάλιστα σε εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας στο Σινά, η θάλασσα εικονίζεται ως ημίγυμνη γυναίκα, που ιππεύει θαλάσσιο δράκο, κρατώντας κουπί στο δεξί χέρι και καράβι στο αριστερό, όπως και στον δίσκο του θησαυρού. Στη μεσοβυζαντινή μεταλλοτεχνία, ένα θαυμάσιο παράλληλο προσφέρει ο δίσκος που βρέθηκε στο Μουζχί. Ανεικονικός διάκοσμος και οι σχέσεις του με την ισλαμική τέχνη: ο υφίποδος δίσκος αρ. 2 του θησαυρού έχει κεντρικό μετάλλιο που κοσμείται με ωοειδές δικτυωτό πλέγμα το οποίο περικλείεται πάνω και κάτω από καρδιόσχημα. Τα καρδιόσχημα είναι ένα εξαιρετικά κοινό μοτίβο, τόσο στη βυζαντινή, όσο και στη ισλαμική τέχνη. Δικτυωτό φυτικό πλέγμα όμοιο με αυτό του δίσκου συναντάται σε επίτιτλα βυζαντινών χειρογράφων, καθώς και στη εντοίχια διακόσμηση ναών του 12ου αιώνα, όπως για παράδειγμα στη Μονή Πετριτζού της Βουλγαρίας και στον καθεδρικό ναό της Τσεφαλού στη Σικελία. Ο δίσκος αρ. 5 του θησαυρού κοσμείται με ελισσόμενους βλαστούς που φέρουν ανθέμια, τα πλησιέστερα παράλληλα των οποίων απαντούν στη βυζαντινή και την ισλαμική κεραμική. Τα ισλαμικά παραδείγματα φέρουν διακόσμηση επιχρίσματος και αποδίδονται στο ανατολικό Ιράν, στα εργαστήρια της Νισαπούρ ή της Σαμαρκάνδης του 10ου αιώνα. Τα βυζαντινά παράλληλα προέρχονται από την εγχάρακτη κεραμική του 12ου αιώνα, ιδιαίτερα από την Κόρινθο και το ναυάγιο της Αλοννήσου, όπου συχνά τα φυλλώματα αναδεικνύονται στο φολιδωτό βάθος που μιμείται το στικτό βάθος της αργυροχοΐας. Οι τέσσερις όμοιοι δίσκοι του θησαυρού (αρ. 6-9) με το γεωμετρικό αστερόσχημο πλέγμα στο κέντρο και τις ακτινωτές γιρλάντες σχετίζονται με μια σειρά δίσκων από κράμα χαλκού από το ανατολικό Ιράν (12ος και αρχές 13ου αιώνα), ανάμεσα στα τυπικά διακοσμητικά θέματα των οποίων είναι τα εξακόρυφα τιλένματα ή άστρα. Οι δωδεκάκτινες γιρλάντες στους τέσσερις δίσκους του θησαυρού βρίσκουν πλησιέστερο παράλληλο σε μια ισλαμική ορειχάλκινη κούπα 13ου αιώνα από τη βόρεια Συρία ή Μεσοποταμία με διάκοσμο από ένθετο ασήμι. Αντίθετα, από το βυζαντινό διακοσμητικό ρεπερτόριο προέρχονται οι βλαστοί σε σχήμα S που παρόμοιους τους συναντάμε σε ένα κωνσταντινουπολίτικο κιβώτιο θυμιάματος του 12ου αιώνα, που φυλάσσεται στο θησαυρό του Άγιου Μάρκου στη Βενετία. Η ενσωμάτωση ισλαμικών διακοσμητικών μοτίβων που προέρχονται από τη μεταλλοτεχνία παρατηρείται και σε μια κατηγορία βυζαντινών εγχάρακτων κεραμικών του 12ου αιώνα, αποδεικνύοντας ότι έργα ισλαμικής μεταλλοτεχνίας κυκλοφορούσαν στο ελλαδικό βυζαντινό χώρο, και όχι μόνο στις παραμεθόριες ή σταυροφορικές περιοχές. Στην Κόρινθο άλλωστε βρέθηκαν και πολυάριθμα θραύσματα ισλαμικών κεραμικών που δείχνουν εμπορικές ανταλλαγές με την Αίγυπτο και τη Συρία. Ο θησαυρός του Ιζγκιρλί Ο θησαυρός των εννέα δίσκων που παρουσιάζεται εδώ έχει άμεση σχέση με τρεις ασημένιους δίσκους που φυλάσσονται στο Cabinet des Médailles στο Παρίσι, και είναι γνωστοί στη διεθνή βιβλιογραφία ως ο θησαυρός του Ιζγκιρλί ή του Τατάρ Παζαρτζίκ από τον τόπο εύρεσης τους, το 1903. Οι τρεις δίσκοι του Ιζγκιρλί είναι, με μικρές διαφοροποιήσεις, πανομοιότυποι με τους εννέα που μας απασχολούν, και αναμφίβολα οι δύο θησαυροί προέρχονται από ένα κοινό πλαίσιο παραγωγής. Οι διαφοροποιήσεις εντοπίζονται στη σύγκριση των ταινιών με τα ζώα που τρέχουν. Στον δίσκο του Ιζγκιρλί τα ζώα απεικονίζονται επάνω σε ελιοσόμενο βλαστό και όχι παρατεταγμένα ή συμπλεκόμενα με αυτούς, όπως συχνά απαντούν στη μεσοβυζαντννή ή τη σταυροφορική τέχνη του 12ου αιώνα. Παρόμοια χρήση ελισσόμενων βλαστών ως βάθος των ζώων που τρέχουν συναντάμε συχνά στα ισλαμικά έργα μεταλλοτεχνίας του 11ου-12ου αιώνα. Ωστόσο, μια λεπτομέρεια στην εξωτερική ταινία ξενίζει για ισλαμικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο θα αποτελούσε σημαντική παραφωνία. Πρόκειται για τη γυμνή ανθρώπινη μορφή που απεικονίζεται σαν να κολυμπά ανάμεσα στους βλαστούς. Η παράσταση γυμνών ανθρώπων αποτελεί οικείο θέμα, τόσο στη σταυροφορική τέχνη —όπως στο υπέρθυρο του Πανάγιου Τάφου-, όσο και στην κοσμική εικονογραφία του Βυζαντίου, ενώ δεν είναι άγνωστη στη βυζαντινή θρησκευτική εικονογραφία. Ο Θησαυρός του Ιζγκιρλί έχει απασχολήσει και διχάσει τους μελετητές, από τους οποίους άλλοι τον αποδίδουν σε βυζαντινό και άλλοι οε ισλαμικό περιβάλλον. Η πρώτη, ωστόσο, παρουσίαση του θησαυρού έγινε λίγο μετά την ανακάλυψη του, το 1903, από τον Γάλλο πρόξενο στη Φιλιππούπολη Μ. Degrand, ο οποίος στην έκθεση του αναφέρει ότι οι δίσκοι ήταν αρχικά 10 και ότι βρέθηκαν μαζί με χρυσά νομίσματα των τριών Κομνηνών -Αλεξίου Α', Ιωάννη Β' και Μανουήλ Α'—, καθώς και έναν σταυρό και άλλα πολυτελή αντικείμενα, που δεν κατόρθωσε να διασώσει από το λιώσιμο. Η μαρτυρία της περιοχής της Φιλιππούπολης ως τόπου εύρεσης συμπίπτει με την πληροφορία που έχουμε για τον νέο θησαυρό. Τον 12ο αιώνα, η Φιλιππούπολη είναι μια πόλη-κλειδί του Βυζαντίου, από την οποία παρελαύνουν σημαίνοντα πρόσωπα της κεντρικής πολιτικής σκηνής της αυτοκρατορίας, όπως ο Μιχαήλ Ιταλικός και ο Νικήτας Χωνιάτης. Ο δέκατος τρίτος δίσκος: η ταυτότητα του ιδιοκτήτη Στην ίδια ιδιωτική συλλογή από την οποία προέρχονται και οι εννέα δίσκοι που εξετάζουμε, ανήκει ένας ακόμη. Προέρχεται από το ίδιο αρχικό σύνολο, αλλά δεν διατίθεται προς πώληση. Είναι ακόσμητος αλλά φέρει κυκλική ταινία με την εγχάρακτη, μεγαλογράμματη ελληνική επιγραφή: +Κ(ΥΡΙ)Ε ΒΟΗΘΕΙ KONCTANTINQ ΠΡΟΕΔΡΩ ΤΩ ΑΛΑΝΩ. Το πρόσωπο που αναφέρεται στην επιγραφή είναι κατά πάσα πιθανότητα ο ιδιοκτήτης του συνόλου των δίσκων. Τα παλαιογραφικά δεδομένα απαντούν σε επιγραφές από το β' μισό του 11ου και τον 12ου αιώνα. Από τα μέσα του 11 ου αιώνα το αζίωμα του προέδρου απονέμεται με μεγαλύτερη συχνότητα, συχνά μάλιστα σε μέλη της στρατιωτικής αριστοκρατίας, ενώ βεβαιωμένες αναφορές στον τίτλο δεν απαντούν μετά τα μέσα του 12ου αιώνα. Η παρουσία των Αλανών (Γεωργιανών) στο έδαφος του Βυζαντίου είναι τεκμηριωμένη σε όλο τον 12ο αιώνα —κυρίως ως μισθοφορικά στρατεύματα. Στην περιοχή της Φιλιππούπολης, εκτός από τη βεβαιωμένη παρουσία Γεωργιανών στη Μονή Πετριτζού, διαθέτουμε και μία σημαντική μαρτυρία του Χωνιάτη. Αναφερόμενος στην πολιορκία της Φιλιππούπολης το 1189 από τον Μπαρμπαρόσα κατά τη διάρκεια της Γ' Σταυροφορίας, αφηγείται ότι σε μάχη που έγινε στο κάστρο του Προυσηνού, έξω από την πόλη, οι Αλανοί πολέμησαν ηρωικά υπό τη διοίκηση του Θεόδωρου Βρανά. Ο θησαυρός στο ιστορικό περιβάλλον του Από τις συγκρίσεις που έγιναν, διαγράφονται καθαρά οι πολλαπλές συνάφειες των δίσκων με βυζαντινά και ισλαμικά έργα, αλλά και οι παραλληλίες τους με ορισμένες δημιουργίες της σταυροφορικής Ανατολής. Η πρόσληψη και οικειοποίηση ισλαμικών θεμάτων από τη βυζαντινή τέχνη είναι ένα φαινόμενο γνωστό, που όμως τον 12ο αιώνα προσλαμβάνει διαφορετικό χαρακτήρα και αποτελεί μέρος της ευρύτερης ανάπτυξης των ανταλλαγών ανάμεσα στο Βυζάντιο και τους μουσουλμάνους, τις ιταλικές ναυτικές πόλεις και τους Σταυροφόρους. Τα ισλαμικά θέματα γίνονται μέρος ενός ευρύτερου λεξιλογίου της βυζαντινής τέχνης, που χρησιμοποιείται εναλλακτικά και παράλληλα με θέματα καθαρά χριστιανικά ή βυζαντινά. Άλλωστε την περίοδο αυτή, οι σχέσεις του βυζαντινού και του ισλαμικού κόσμου δεν καθορίζονται μόνο από διπλωματικές αποστολές και μεθοριακά επεισόδια, αλλά και από τη συνεχή επαφή και τη συγκατοίκηση τους στη Μικρά Ασία. Στο κόσμο της Ανατολικής Μεσογείου αναμφίβολα λειτούργησε ως καταλύτης η ορμητική είσοδος των χριστιανών της Δύσης, των ναυτικών εμπορικών δυνάμεων της Ιταλίας και των Σταυροφόρων μαχητών της πίστης. Στο Βυζάντιο, η όσμωση πολιτιστικών στοιχείων με διαφορετικές καταβολές προερχόταν και ενισχυόταν από την επίσημη αυτοκρατορική πολιτική που ακολούθησαν οι Κομνηνοί —οι πηγές και η ιστοριογραφία φω τίζουν καλύτερα τη λαμπερή πορεία του Μανουήλ Α' (1143-1180). Η διοργάνωση ιπποτικών αγώνων, σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα, από τον αυτοκράτορα, μαζί με την ανέγερση ισλαμικών κτισμάτων στην Κωνσταντινούπολη και τη φιλοξενία Σελτζούκων και Φράγκων ηγεμόνων, συνιστούν τεκμήρια του νέου πνεύματος. Η επίσημη αυτοκρατορική ιδεολογία και οι κοσμικές ενασχολήσεις της αυτοκρατορικής αυλής αντανακλώνται στα κείμενα της εποχής. Χαρακτηριστική είναι η έκφραση μιας παράστασης κονταρομαχίας δυτικού τύπου με κεντρικό πρόσωπο το Βυζαντινό αυτοκράτορα, καθώς και η πληροφορία για την ανορθόδοξη απεικόνιση των κατορθωμάτων του Σελτζούκου σουλτάνου στους τοίχους της κατοικίας ενός Βυζαντινού αξιωματούχου. Η επιτομή των λογοτεχνικών κειμένων που συμπυκνώνει το ηρωικό, αριστοκρατικό πνεύμα της εποχής είναι αναμφίβολα το έπος του Διγενή Ακρίτα. Οι περιγραφές των συμποσίων και των κυνηγιών, τα ηρωικά κατορθώματα και οι ρομαντικές σκηνές του Διγενή με τη γυναίκα του Ευδοκία, αποτελούν τα λογοτεχνικά παράλληλα της εικονογραφίας στις ασημένιες κούπες που φυλάσσονται σήμερα στο Ερμιτάζ. Τα αργυρά σκεύη που παρουσιάστηκαν, με τη θεματική ποικιλία και τον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα της διακόσμησης τους, σε συνδυασμό με τα επιγραφικά στοιχεία και τα δεδομένα της εύρεσης του Θησαυρού του Ιζγκιρλί οδηγούν στην απόδοση τους στο Βυζάντιο του 12ου αιώνα. Οι ποιοτικές ανισότητες που διαπιστώθηκαν στην εκτέλεση τους υποδεικνύουν ότι πιθανότατα διαφορετικά χέρια ή εργαστήρια ήταν υπεύθυνα για την κατασκευή τους. Ούτως η άλλως, η σύγχρονη λογική του ομοειδούς σετ, του σερβίτσιου πιάτων με την τρέχουσα έννοια του όρου, δεν έχουμε λόγο να πιστεύουμε ότι χαρακτήριζε την αισθητική και τις ανάγκες της εποχήςNo abstract (available)

    A Middle Byzantine silver treasure

    Get PDF
    Από τον Οκτώβριο του 2003 παρουσιάζεται σε έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη ένας μοναδικός θησαυρός από εννέα ασημένιους επίχρυσους δίσκους της μεσοβυζαντινής περιόδου, οι οποίοι προσφέρθηκαν για πώληση στην Ελλάδα. Οι τρεις μεγαλύτερες βυζαντινές συλλογές της χώρας, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης και το Μουσείο Μπενάκη έχουν ξεκινήσει από κοινού έναν αγώνα εξεύρεσης των οικονομικών πόρων που απαιτούνται για την απόκτηση του θησαυρού, προκειμένου να παραμείνει στην Ελλάδα ως σύνολο. Έως τη στιγμή που ολοκληρώθηκε το παρόν άρθρο, η προσπάθεια των τριών μουσείων βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη. Οι εννέα δίσκοι βρίσκονται στην κατοχή του σημερινού συλλέκτη ως κληρονομιά από τον πατέρα του, ο οποίος τα απέκτησε —αντί £15,000— το 1937 από τον Βρετανό Α. Barry, γνωστό σταφιδέμπορο εγκατεστημένο στη Σμύρνη. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτη πληροφορία του αρχικού ιδιοκτήτη οι δίσκοι βρέθηκαν τυχαία έξω από το Τατάρ Παζαρτζίκ της σημερινής Βουλγαρίας. Ανάλυση κράματος – Σχήματα Οι αναλύσεις του κράματος, που πραγματοποιήθηκαν από το Ινστιτούτο Πυρηνικής Φυσικής του «Δημόκριτου» σε πέντε από τους δίσκους, προσδιορίζουν την κοινή σύσταση του κράματος, με ελάχιστες αποκλίσεις. Η ίδια σύσταση παρατηρείται σε αργυρά σκεύη της ρωμαϊκής και της παλαιοχριστιανικής εποχής, καθώς και στα αντίστοιχα σασανιδικά και ισλαμικά σκεύη. Ως προς το σχήμα, δύο δίσκοι (αρ. 1-2) είναι υψίποδοι, ενώ οι υπόλοιποι επτά έχουν επίπεδο πυθμένα και κατακόρυφο χείλος. Δύο φέρουν στο κεντρικό μετάλλιο παραστάσεις με σκηνές κυνηγιού (αρ. 1, 3) και ένας την προσωποποίηση της θάλασσας που ιππεύει θαλάσσιο τέρας (αρ. 4). Οι υπόλοιποι κοσμούνται με ανεικονικό, φυτικό και γεωμετρικό διάκοσμο (αρ. 5-9). Τ α παραδείγματα με επίπεδο πυθμένα και ψηλό χείλος βρίσκουν ακριβή παράλληλα στην υστερορωμαϊκή αργυροχοΐα, σε μεσο-βυζαντινά αλλά και ισλαμικά κεραμικά σκεύη. Οι δύο δίσκοι με το δαντελωτό χείλος και το ψηλό πόδι έχουν σχήμα που θυμίζει φρουτιέρα, το οποίο συναντάται σε βυζαντινά κεραμικά παραδείγματα, αλλά και στον σχεδόν πανομοιότυπο αργυρεπίχρυσο υψίποδο δίσκο που βρέθηκε στο Μουζχί της Σιβηρίας. Εικονογραφική ανάλυση Κυνηγοί και θηράματα: η παράσταση των κυνηγών που κοσμεί το κεντρικό μετάλλιο στους δίσκους αρ. 1 και 3 συνδέεται με τις απεικονίσεις έφιππων κυνηγών που απαντούν σε σωζόμενα έργα της μεσοβυζαντινής αργυροχοΐας, όπως στις μεταξύ τους όμοιες κούπες από το Βιλγκόρτ και το Τσερνιγκόβ και στην κούπα της πρώην Συλλογής Βασιλιέβσκι, που χρονολογούνται στον 12ο αιώνα και φυλάσσονται στο Ερμιτάζ. Τα σκεύη αυτά μοιράζονται με τους δίσκους του θησαυρού όχι μόνο την ίδια εικονογραφία των κυνηγών αλλά και κοινή απόδοση του φυσικού περιβάλλοντος, με τη μορφή σχηματοποιημένων φυτών, τα κλαδιά των οποίων απολήγουν σε τρίφυλλα. Ωστόσο, οι πιο εντυπωσιακές ομοιότητες εντοπίζονται στην εγχάρακτη παράσταση του έφιππου άγιου Γεώργιου που κοσμεί ένα άλλο έργο μεσοβυζαντινής αργυροχοΐας, την κούπα από το Μπεριόζοβο (12ος αι.). Στον υφίποδο δίσκο αρ. 1 η παράσταση του κεντρικού μεταλλίου συμπληρώνεται από ταινία με ζώα που τρέχουν, η οποία ερμηνεύεται ως συνεπτυγμένη σκηνή κυνηγιού. Παρόμοιες παραστάσεις ζώων εντοπίζονται στα έργα της βυζαντινής αργυροχοΐας που προαναφέρθηκαν, στο κάλυμμα κούπας από το Νένετς, καθώς και στο μπρούντζινο μανουάλι που φυλάσσεται στη Μονή Σινά. Η προσωποποίηση της θάλασσας: η προσωποποίηση της θάλασσας στον δίσκο αρ. 4 ως γυναικείας ημίγυμνης μορφής είναι οικεία από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα. Στην αμιγώς χριστιανική εικονογραφία, προσωποποιήσεις της θάλασσας εντοπίζονται σε σκηνές της Βάπτισης, της διάβασης της Ερυθράς Θάλασσας και κατ' εξοχήν της Δευτέρας Παρουσίας. Μάλιστα σε εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας στο Σινά, η θάλασσα εικονίζεται ως ημίγυμνη γυναίκα, που ιππεύει θαλάσσιο δράκο, κρατώντας κουπί στο δεξί χέρι και καράβι στο αριστερό, όπως και στον δίσκο του θησαυρού. Στη μεσοβυζαντινή μεταλλοτεχνία, ένα θαυμάσιο παράλληλο προσφέρει ο δίσκος που βρέθηκε στο Μουζχί. Ανεικονικός διάκοσμος και οι σχέσεις του με την ισλαμική τέχνη: ο υφίποδος δίσκος αρ. 2 του θησαυρού έχει κεντρικό μετάλλιο που κοσμείται με ωοειδές δικτυωτό πλέγμα το οποίο περικλείεται πάνω και κάτω από καρδιόσχημα. Τα καρδιόσχημα είναι ένα εξαιρετικά κοινό μοτίβο, τόσο στη βυζαντινή, όσο και στη ισλαμική τέχνη. Δικτυωτό φυτικό πλέγμα όμοιο με αυτό του δίσκου συναντάται σε επίτιτλα βυζαντινών χειρογράφων, καθώς και στη εντοίχια διακόσμηση ναών του 12ου αιώνα, όπως για παράδειγμα στη Μονή Πετριτζού της Βουλγαρίας και στον καθεδρικό ναό της Τσεφαλού στη Σικελία. Ο δίσκος αρ. 5 του θησαυρού κοσμείται με ελισσόμενους βλαστούς που φέρουν ανθέμια, τα πλησιέστερα παράλληλα των οποίων απαντούν στη βυζαντινή και την ισλαμική κεραμική. Τα ισλαμικά παραδείγματα φέρουν διακόσμηση επιχρίσματος και αποδίδονται στο ανατολικό Ιράν, στα εργαστήρια της Νισαπούρ ή της Σαμαρκάνδης του 10ου αιώνα. Τα βυζαντινά παράλληλα προέρχονται από την εγχάρακτη κεραμική του 12ου αιώνα, ιδιαίτερα από την Κόρινθο και το ναυάγιο της Αλοννήσου, όπου συχνά τα φυλλώματα αναδεικνύονται στο φολιδωτό βάθος που μιμείται το στικτό βάθος της αργυροχοΐας. Οι τέσσερις όμοιοι δίσκοι του θησαυρού (αρ. 6-9) με το γεωμετρικό αστερόσχημο πλέγμα στο κέντρο και τις ακτινωτές γιρλάντες σχετίζονται με μια σειρά δίσκων από κράμα χαλκού από το ανατολικό Ιράν (12ος και αρχές 13ου αιώνα), ανάμεσα στα τυπικά διακοσμητικά θέματα των οποίων είναι τα εξακόρυφα τιλένματα ή άστρα. Οι δωδεκάκτινες γιρλάντες στους τέσσερις δίσκους του θησαυρού βρίσκουν πλησιέστερο παράλληλο σε μια ισλαμική ορειχάλκινη κούπα 13ου αιώνα από τη βόρεια Συρία ή Μεσοποταμία με διάκοσμο από ένθετο ασήμι. Αντίθετα, από το βυζαντινό διακοσμητικό ρεπερτόριο προέρχονται οι βλαστοί σε σχήμα S που παρόμοιους τους συναντάμε σε ένα κωνσταντινουπολίτικο κιβώτιο θυμιάματος του 12ου αιώνα, που φυλάσσεται στο θησαυρό του Άγιου Μάρκου στη Βενετία. Η ενσωμάτωση ισλαμικών διακοσμητικών μοτίβων που προέρχονται από τη μεταλλοτεχνία παρατηρείται και σε μια κατηγορία βυζαντινών εγχάρακτων κεραμικών του 12ου αιώνα, αποδεικνύοντας ότι έργα ισλαμικής μεταλλοτεχνίας κυκλοφορούσαν στο ελλαδικό βυζαντινό χώρο, και όχι μόνο στις παραμεθόριες ή σταυροφορικές περιοχές. Στην Κόρινθο άλλωστε βρέθηκαν και πολυάριθμα θραύσματα ισλαμικών κεραμικών που δείχνουν εμπορικές ανταλλαγές με την Αίγυπτο και τη Συρία. Ο θησαυρός του Ιζγκιρλί Ο θησαυρός των εννέα δίσκων που παρουσιάζεται εδώ έχει άμεση σχέση με τρεις ασημένιους δίσκους που φυλάσσονται στο Cabinet des Médailles στο Παρίσι, και είναι γνωστοί στη διεθνή βιβλιογραφία ως ο θησαυρός του Ιζγκιρλί ή του Τατάρ Παζαρτζίκ από τον τόπο εύρεσης τους, το 1903. Οι τρεις δίσκοι του Ιζγκιρλί είναι, με μικρές διαφοροποιήσεις, πανομοιότυποι με τους εννέα που μας απασχολούν, και αναμφίβολα οι δύο θησαυροί προέρχονται από ένα κοινό πλαίσιο παραγωγής. Οι διαφοροποιήσεις εντοπίζονται στη σύγκριση των ταινιών με τα ζώα που τρέχουν. Στον δίσκο του Ιζγκιρλί τα ζώα απεικονίζονται επάνω σε ελιοσόμενο βλαστό και όχι παρατεταγμένα ή συμπλεκόμενα με αυτούς, όπως συχνά απαντούν στη μεσοβυζαντννή ή τη σταυροφορική τέχνη του 12ου αιώνα. Παρόμοια χρήση ελισσόμενων βλαστών ως βάθος των ζώων που τρέχουν συναντάμε συχνά στα ισλαμικά έργα μεταλλοτεχνίας του 11ου-12ου αιώνα. Ωστόσο, μια λεπτομέρεια στην εξωτερική ταινία ξενίζει για ισλαμικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο θα αποτελούσε σημαντική παραφωνία. Πρόκειται για τη γυμνή ανθρώπινη μορφή που απεικονίζεται σαν να κολυμπά ανάμεσα στους βλαστούς. Η παράσταση γυμνών ανθρώπων αποτελεί οικείο θέμα, τόσο στη σταυροφορική τέχνη —όπως στο υπέρθυρο του Πανάγιου Τάφου-, όσο και στην κοσμική εικονογραφία του Βυζαντίου, ενώ δεν είναι άγνωστη στη βυζαντινή θρησκευτική εικονογραφία. Ο Θησαυρός του Ιζγκιρλί έχει απασχολήσει και διχάσει τους μελετητές, από τους οποίους άλλοι τον αποδίδουν σε βυζαντινό και άλλοι οε ισλαμικό περιβάλλον. Η πρώτη, ωστόσο, παρουσίαση του θησαυρού έγινε λίγο μετά την ανακάλυψη του, το 1903, από τον Γάλλο πρόξενο στη Φιλιππούπολη Μ. Degrand, ο οποίος στην έκθεση του αναφέρει ότι οι δίσκοι ήταν αρχικά 10 και ότι βρέθηκαν μαζί με χρυσά νομίσματα των τριών Κομνηνών -Αλεξίου Α', Ιωάννη Β' και Μανουήλ Α'—, καθώς και έναν σταυρό και άλλα πολυτελή αντικείμενα, που δεν κατόρθωσε να διασώσει από το λιώσιμο. Η μαρτυρία της περιοχής της Φιλιππούπολης ως τόπου εύρεσης συμπίπτει με την πληροφορία που έχουμε για τον νέο θησαυρό. Τον 12ο αιώνα, η Φιλιππούπολη είναι μια πόλη-κλειδί του Βυζαντίου, από την οποία παρελαύνουν σημαίνοντα πρόσωπα της κεντρικής πολιτικής σκηνής της αυτοκρατορίας, όπως ο Μιχαήλ Ιταλικός και ο Νικήτας Χωνιάτης. Ο δέκατος τρίτος δίσκος: η ταυτότητα του ιδιοκτήτη Στην ίδια ιδιωτική συλλογή από την οποία προέρχονται και οι εννέα δίσκοι που εξετάζουμε, ανήκει ένας ακόμη. Προέρχεται από το ίδιο αρχικό σύνολο, αλλά δεν διατίθεται προς πώληση. Είναι ακόσμητος αλλά φέρει κυκλική ταινία με την εγχάρακτη, μεγαλογράμματη ελληνική επιγραφή: +Κ(ΥΡΙ)Ε ΒΟΗΘΕΙ KONCTANTINQ ΠΡΟΕΔΡΩ ΤΩ ΑΛΑΝΩ. Το πρόσωπο που αναφέρεται στην επιγραφή είναι κατά πάσα πιθανότητα ο ιδιοκτήτης του συνόλου των δίσκων. Τα παλαιογραφικά δεδομένα απαντούν σε επιγραφές από το β' μισό του 11ου και τον 12ου αιώνα. Από τα μέσα του 11 ου αιώνα το αζίωμα του προέδρου απονέμεται με μεγαλύτερη συχνότητα, συχνά μάλιστα σε μέλη της στρατιωτικής αριστοκρατίας, ενώ βεβαιωμένες αναφορές στον τίτλο δεν απαντούν μετά τα μέσα του 12ου αιώνα. Η παρουσία των Αλανών (Γεωργιανών) στο έδαφος του Βυζαντίου είναι τεκμηριωμένη σε όλο τον 12ο αιώνα —κυρίως ως μισθοφορικά στρατεύματα. Στην περιοχή της Φιλιππούπολης, εκτός από τη βεβαιωμένη παρουσία Γεωργιανών στη Μονή Πετριτζού, διαθέτουμε και μία σημαντική μαρτυρία του Χωνιάτη. Αναφερόμενος στην πολιορκία της Φιλιππούπολης το 1189 από τον Μπαρμπαρόσα κατά τη διάρκεια της Γ' Σταυροφορίας, αφηγείται ότι σε μάχη που έγινε στο κάστρο του Προυσηνού, έξω από την πόλη, οι Αλανοί πολέμησαν ηρωικά υπό τη διοίκηση του Θεόδωρου Βρανά. Ο θησαυρός στο ιστορικό περιβάλλον του Από τις συγκρίσεις που έγιναν, διαγράφονται καθαρά οι πολλαπλές συνάφειες των δίσκων με βυζαντινά και ισλαμικά έργα, αλλά και οι παραλληλίες τους με ορισμένες δημιουργίες της σταυροφορικής Ανατολής. Η πρόσληψη και οικειοποίηση ισλαμικών θεμάτων από τη βυζαντινή τέχνη είναι ένα φαινόμενο γνωστό, που όμως τον 12ο αιώνα προσλαμβάνει διαφορετικό χαρακτήρα και αποτελεί μέρος της ευρύτερης ανάπτυξης των ανταλλαγών ανάμεσα στο Βυζάντιο και τους μουσουλμάνους, τις ιταλικές ναυτικές πόλεις και τους Σταυροφόρους. Τα ισλαμικά θέματα γίνονται μέρος ενός ευρύτερου λεξιλογίου της βυζαντινής τέχνης, που χρησιμοποιείται εναλλακτικά και παράλληλα με θέματα καθαρά χριστιανικά ή βυζαντινά. Άλλωστε την περίοδο αυτή, οι σχέσεις του βυζαντινού και του ισλαμικού κόσμου δεν καθορίζονται μόνο από διπλωματικές αποστολές και μεθοριακά επεισόδια, αλλά και από τη συνεχή επαφή και τη συγκατοίκηση τους στη Μικρά Ασία. Στο κόσμο της Ανατολικής Μεσογείου αναμφίβολα λειτούργησε ως καταλύτης η ορμητική είσοδος των χριστιανών της Δύσης, των ναυτικών εμπορικών δυνάμεων της Ιταλίας και των Σταυροφόρων μαχητών της πίστης. Στο Βυζάντιο, η όσμωση πολιτιστικών στοιχείων με διαφορετικές καταβολές προερχόταν και ενισχυόταν από την επίσημη αυτοκρατορική πολιτική που ακολούθησαν οι Κομνηνοί —οι πηγές και η ιστοριογραφία φω τίζουν καλύτερα τη λαμπερή πορεία του Μανουήλ Α' (1143-1180). Η διοργάνωση ιπποτικών αγώνων, σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα, από τον αυτοκράτορα, μαζί με την ανέγερση ισλαμικών κτισμάτων στην Κωνσταντινούπολη και τη φιλοξενία Σελτζούκων και Φράγκων ηγεμόνων, συνιστούν τεκμήρια του νέου πνεύματος. Η επίσημη αυτοκρατορική ιδεολογία και οι κοσμικές ενασχολήσεις της αυτοκρατορικής αυλής αντανακλώνται στα κείμενα της εποχής. Χαρακτηριστική είναι η έκφραση μιας παράστασης κονταρομαχίας δυτικού τύπου με κεντρικό πρόσωπο το Βυζαντινό αυτοκράτορα, καθώς και η πληροφορία για την ανορθόδοξη απεικόνιση των κατορθωμάτων του Σελτζούκου σουλτάνου στους τοίχους της κατοικίας ενός Βυζαντινού αξιωματούχου. Η επιτομή των λογοτεχνικών κειμένων που συμπυκνώνει το ηρωικό, αριστοκρατικό πνεύμα της εποχής είναι αναμφίβολα το έπος του Διγενή Ακρίτα. Οι περιγραφές των συμποσίων και των κυνηγιών, τα ηρωικά κατορθώματα και οι ρομαντικές σκηνές του Διγενή με τη γυναίκα του Ευδοκία, αποτελούν τα λογοτεχνικά παράλληλα της εικονογραφίας στις ασημένιες κούπες που φυλάσσονται σήμερα στο Ερμιτάζ. Τα αργυρά σκεύη που παρουσιάστηκαν, με τη θεματική ποικιλία και τον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα της διακόσμησης τους, σε συνδυασμό με τα επιγραφικά στοιχεία και τα δεδομένα της εύρεσης του Θησαυρού του Ιζγκιρλί οδηγούν στην απόδοση τους στο Βυζάντιο του 12ου αιώνα. Οι ποιοτικές ανισότητες που διαπιστώθηκαν στην εκτέλεση τους υποδεικνύουν ότι πιθανότατα διαφορετικά χέρια ή εργαστήρια ήταν υπεύθυνα για την κατασκευή τους. Ούτως η άλλως, η σύγχρονη λογική του ομοειδούς σετ, του σερβίτσιου πιάτων με την τρέχουσα έννοια του όρου, δεν έχουμε λόγο να πιστεύουμε ότι χαρακτήριζε την αισθητική και τις ανάγκες της εποχήςNo abstract (available)

    Interpopulation variability of some morphological characteristics of silver fir (Abies alba Mill.) from central Bosnia

    Get PDF
    U radu je istraživana međupopulacijska varijabilnost morfoloških svojstava obične jele (Abies alba Mill.) iz središnje Bosne. Ukupno je istraživano 12 svojstava: četiri morfološka svojstva češera, šest svojstava sjemena, dva svojstva ljuski češera te određeni odnosi svojstava češera. Istraživana je varijabilnost za pet populacija koje se razlikuju u geološkoj i pedološkoj podlozi, različitim fitocenozama, a pripadaju i različitim sjemenskim regijama, uz primjenu multivarijantne analize. Sva istraživana morfološka svojstva češera, sjemena i ljuski obične jele u populacijama središnje Bosne pokazala su značajnu individualnu, kao i međupopulacijsku varijabilnost.The study investigated the discriminant interpopulational variability of the morphological characteristics of Silver fir (Abies alba Mill.) from central Bosnia. Four morphological characteristics of the cone, six characteristics of the seed, two characteristics of the cone scale, and certain quotients of the cone traits, were investigated. Variability was investigated by the application of multivariant analysis of five populations which differ by geological and pedological parent rock, different phytocoenoses and which belong to different seed zones. The investigated morphological characteristics of the cone, seed and cone scale of Silver fir (Abies alba Mill.) in populations of central Bosnia displayed significant individual, as well as interpopulational variability. Differences in altitude, pedological and geological soil structure between the populations had no effect on interpopulational variability of the investigated characteristics, or on the distance between populations. Statistically significant difference between populations, and their five relations, was determined for three out of four investigated morphological characteristics of the Silver fir cone. Five investigated morphological characteristics of the seed of Silver fir showed statistically significant interpopulational variability. One of the two investigated morphological characteristics of the cone scale, i.e. the length of the scale, showed statistically significant interpopulational variability. According to the discriminant analysis populations are grouped in three separated groups. Cone characteristics show the best separation, as well as seed characteristics in the discriminant analysis, while the characteristics of seed scales show less separation. Investigations of the characteristics of the cone, seed and scales could not be statistically correlated with age, d b h and height of the trees from which the samples were collected

    Growth Dynamics and Tree Shape of Common Beech (Fagus sylvatica L.) in the International Provenance Test

    Get PDF
    Provenance tests of forest tree species are important experiments in silviculture and tree breeding. Their results provide information about provenances\u27 growth, adaptability, and other features. The research aimed to determine the dynamics of growth and tree shape of common beech plants per provenances in the international provenance test in Bosnia and Herzegovina to choose the best provenances considering wood production and quality. Research was conducted in the provenance test containing eight provenances from Bosnia and Herzegovina, four from Germany, three from Serbia, two each from Croatia, Romania, and Switzerland, and one from Hungary. Provenance test was established in 2007 by planting 2-year-old and 3-year old seedlings. Height and root collar diameter were measured, and tree shape was assessed in 2019. Data were processed in SPSS 26.0. Descriptive statistics, variance analysis, multiple Duncan\u27s test for all traits, and Pearson\u27s coefficient of corelation among morphological traits and tree shape were calculated. Variance for the height and root collar diameter showed statistically significant differences among different ages of plants and among provenances. Provenance from Croatia (Dilj Čaglinski) had the highest, and provenance from Romania (Alba-Iulia) had the lowest average height. The highest average value of root collar diameter had provenance Dilj Čaglinski, and the lowest value had provenance Sihlwald (Switzerland). The highest percentage of category 10 (ideal tree form) had provenance Bad Wildbad (Germany), and categories 1-4 (no silviculture value) had provenance Alba-Iulia (Romania). Pearson\u27s coefficient showed that height, root collar diameter, and tree shape are highly correlated. Considering all the above, when planning forest-breeding works, it is recommended to continue the research and favor provenances with the best growth and tree shape

    Trends in the Phenological Pattern of Hybrid Plane Trees (Platanus × acerifolia (Ait) (Wild)) in Sarajevo Ecological Conditions

    Get PDF
    Phenological research of plant species is of great importance in the context of adaptation to climate change and changing environmental factors, especially in dynamic urban environments, such as the area of Sarajevo. This research aims to determine trends in the phenological pattern of hybrid plane trees in the area of Sarajevo so that recommendations can be made for the use of plane trees in greening urban and suburban areas since they largely depend on microclimatic conditions. In this paper, the authors researched the variability of leafing phenology of maple (Platanus × acerifolia (Ait) (Wild)) at six different localities in the area of Sarajevo. Observations were made in the spring of 2009, 2014, 2016, and 2020. Six phenological phases in the spring aspect of leaf development were monitored (0 - dormant buds, 1 - beginning of bud opening, 2 - open buds, 3 - leaf opening, 4 - young leaves, 5 - fully developed leaves). The results showed differences in the beginning and end of phenological phases by years and localities. Analysis of variance showed statistically significant differences in the duration of leaf development phases caused by the year of observation, locality, and the interaction of locality and year, which indicates the influence of seasonal climatic elements and micro-location conditions, as well as their interaction on the occurrence of phenophases. The results of this research can be used to recommend the use of plane trees in selected locations, with the selection of appropriate provenances and respect for phenological characteristics. Research needs to be continued and extended to leaf rejection research, which is particularly significant given the frequent heavy snowfall during the winter months in the investigated area

    Interactions of the Effects of Provenances and Habitats on the Growth of Scots Pine in Two Provenance Tests in Bosnia and Herzegovina

    Get PDF
    This research aims to determine the interaction of the effects of provenance and habitat conditions on provenance tests on the growth of Scots pine on two experimental plots in Bosnia and Herzegovina. Provenance tests are located on plots with different ecological conditions and altitudes: Romanija Glasinac, 1000 m, and Gostović Zavidovići, 480 m. Both tests include 11 provenances and two clonal seed plantations with 10 families in each, and five repetitions. Tree heights and diameters at breast height were measured at the age of 21 years. Interactions were determined using multivariate analysis for measured traits. The highest average heights on the provenance test Glasinac had provenances Bugojno, Romanija Glasinac, and Šipovo (8.8 m), and on the Gostović provenance Rogatica (11.0 m). The highest average diameter at breast height on the Glasinac test had Šipovo provenance (13.9 cm) and on the Gostović test Bosanski Petrovac provenance (12.3 cm). Variance analysis showed statistically significant differences among provenances in terms of diameter at breast height and height values. Multivariate analysis showed the presence of interactions of effects of provenances and habitat conditions on provenance tests. For provenances that did not show interaction, it is recommended to use provenances that performed better in the given ecological conditions, and for those that showed interaction, it is necessary to choose those provenances which are expected to show better results in given conditions later in life. The obtained results are very important for the conservation activities of this species
    corecore