25 research outputs found

    Cardiovascular Risk Assessment in a Cohort of Newly Diagnosed Patients with Obstructive Sleep Apnea Syndrome

    Get PDF
    Objectives. Obstructive sleep apnea syndrome (OSAS) is associated with increased cardiovascular morbidity and mortality. The aim of this study was to assess whether the 10-year risk for cardiovascular disease in newly diagnosed patients with OSAS is increased. Materials and Methods. Recently diagnosed, with polysomnography, consecutive OSAS patients were included. The Systematic Coronary Risk Evaluation (SCORE) and the Framingham Risk Score (FRS) were used to estimate the 10-year risk for cardiovascular disease. Results. Totally, 393 individuals (73.3% males), scheduled to undergo a polysomnographic study with symptoms indicative of OSAS, were enrolled. According to apnea-hypopnea index (AHI), subjects were divided in four groups: mild OSAS (AHI 5–14.9/h) was diagnosed in 91 patients (23.2%), moderate OSAS (AHI 15–29.9/h) in 58 patients (14.8%), severe OSAS (AHI > 30/h) in 167 patients (42.5%), while 77 individuals (19.6%) had an AHI < 5/h and served as controls. Increased severity of OSAS was associated with increased SCORE p<0.001 and FRS values p<0.001. More specifically, a significant correlation was observed both between AHI and SCORE r=0.251, p<0.001 and AHI and FRS values r=0.291, p<0.001. Furthermore, a negative correlation was observed between FRS values and sleep efficiency r=−0.224, p=0.006. Conclusions. The 10-year risk for cardiovascular morbidity and mortality seems to increase with severity of OSAS. Physicians should bear this finding in mind, in order to seek for and consecutively eliminate risk factors for cardiovascular disease and to prevent future cardiovascular events in OSAS patients

    The IDENTIFY study: the investigation and detection of urological neoplasia in patients referred with suspected urinary tract cancer - a multicentre observational study

    Get PDF
    Objective To evaluate the contemporary prevalence of urinary tract cancer (bladder cancer, upper tract urothelial cancer [UTUC] and renal cancer) in patients referred to secondary care with haematuria, adjusted for established patient risk markers and geographical variation. Patients and Methods This was an international multicentre prospective observational study. We included patients aged ≥16 years, referred to secondary care with suspected urinary tract cancer. Patients with a known or previous urological malignancy were excluded. We estimated the prevalence of bladder cancer, UTUC, renal cancer and prostate cancer; stratified by age, type of haematuria, sex, and smoking. We used a multivariable mixed-effects logistic regression to adjust cancer prevalence for age, type of haematuria, sex, smoking, hospitals, and countries. Results Of the 11 059 patients assessed for eligibility, 10 896 were included from 110 hospitals across 26 countries. The overall adjusted cancer prevalence (n = 2257) was 28.2% (95% confidence interval [CI] 22.3–34.1), bladder cancer (n = 1951) 24.7% (95% CI 19.1–30.2), UTUC (n = 128) 1.14% (95% CI 0.77–1.52), renal cancer (n = 107) 1.05% (95% CI 0.80–1.29), and prostate cancer (n = 124) 1.75% (95% CI 1.32–2.18). The odds ratios for patient risk markers in the model for all cancers were: age 1.04 (95% CI 1.03–1.05; P < 0.001), visible haematuria 3.47 (95% CI 2.90–4.15; P < 0.001), male sex 1.30 (95% CI 1.14–1.50; P < 0.001), and smoking 2.70 (95% CI 2.30–3.18; P < 0.001). Conclusions A better understanding of cancer prevalence across an international population is required to inform clinical guidelines. We are the first to report urinary tract cancer prevalence across an international population in patients referred to secondary care, adjusted for patient risk markers and geographical variation. Bladder cancer was the most prevalent disease. Visible haematuria was the strongest predictor for urinary tract cancer

    Clinical and laboratory findings and comorbidities in patients with overlap syndrome of chronic obstructive pulmonary disease and obstructive sleep apnea: effect of non-invasive positive airway pressure treatment

    No full text
    Introduction: Patients with overlap syndrome (OS), that is obstructive sleep apnea (OSA) and chronic obstructive pulmonary disease (COPD), are at increased risk of acute exacerbations related to COPD (AECOPD). Moreover, OS is associated with worse quality of life, more severe hypoxemia during sleep, increased number of comorbidities and worse survival compared to COPD or OSA alone. The first line treatment for OSA is CPAP, while bronchodilation is the cornerstone of COPD treatment. Although the role of bronchodilation therapy on the prevention and management of COPD exacerbations is known, data regarding the effect of CPAP compliance on COPD exacerbations in patients with OS are lacking. Aim of the study was to assess the effect of CPAP compliance on AECOPD, symptoms and pulmonary function in OS patients. Methods: Consecutive OS patients underwent assessment at baseline and at 12 months under treatment with CPAP of: AECOPD and hospitalizations, COPD Assessment Test (CAT) and modified British Medical Research Council (mMRC) questionnaires, pulmonary function testing and 6-min walking test (6MWT). Moreover, a follow-up at 6 months was performed to evaluate compliance to CPAP and to assess symptoms and pulmonary function. Results: In total, 59 patients (54 males) with OS were followed for 12 months and divided post hoc according to CPAP compliance into: group A with good (≥4 h CPAP use/night, n = 29) and group B with poor (<4 h CPAP use/night, n = 30) CPAP compliance. At baseline, patients in group A had a higher AHI (p = 0.007) and FEV1 (p = 0.007) and performed better at the 6MWT (p = 0.022), compared to patients in group B. Moreover, patients in group B had higher CAT score (p = 0.040) than patients in group A. There were no differences between groups in terms of mMRC score and GOLD stage classification. At 6 months group A had higher PaO2 [77 mmHg (71 – 81.5) vs. 68.5 mmHg (61.3 – 73.8), p=0.003) and lower levels of HCO3- [27.3 mmol/L (25.9 – 29.2) vs. 29.8 mmol/L (28 – 30.6), p=0.010] compared to group B. Moreover, group A presented a decrease in the CAT questionnaire [5 (4 – 7.5 vs. 8 (5 – 11), p=0.218)] and covered a longer distance in 6MWT compared to group B [480 (422.5 – 530) vs. 380 (262.3 – 540), p=0.139]. At 12 months, group A showed improvements in FEV1 (p = 0.024), total lung capacity (p = 0.024), RV/TLC (p = 0.003), 6MWT (p < 0.001) and CAT (p < 0.001). COPD exacerbations decreased in patients with good CPAP compliance from baseline to 12 months (17 before vs. 5 after, p = 0.001), but not in those with poor compliance (15 before vs. 15 after, p = 1). At multivariate regression analysis, COPD exacerbations were associated with poor CPAP compliance (β = 0.362, 95% CI: 0.075–0.649, p = 0.015). Conclusions: When compared to poorly compliant patients, OS patients with good CPAP compliance had a lower number of AECOPD and showed improved lung function and COPD related symptoms.Εισαγωγή: Η ταυτόχρονη συνύπαρξη της χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας (ΧΑΠ) και του συνδρόμου αποφρακτικών απνοιών στον ύπνο (ΣΑΥ) στον ίδιο ασθενή είναι συχνή και αποτελεί το σύνδρομο αλληλοεπικάλυψης (ΣΑ). Οι ασθενείς με ΣΑ παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο παροξύνσεων της ΧΑΠ συγκριτικά με τους ασθενείς που πάσχουν από ΧΑΠ μόνο, ιδίως όταν δεν λαμβάνουν θεραπεία για το ΣΑΥ. Επίσης, το ΣΑ σχετίζεται με χειρότερη ποιότητα ζωής, σοβαρότερη υποξυγοναιμία κατά τον ύπνο, αυξημένο αριθμό συννοσηροτήτων και χειρότερη επιβίωση έναντι των ασθενών με ΧΑΠ ή ΣΑΥ μόνο. Η θεραπεία εκλογής για το ΣΑΥ είναι η εφαρμογή θετικής πίεσης στους ανώτερους αεραγωγούς (continuous positive airway pressure-CPAP), ενώ η χορήγηση βρογχοδιασταλτικής αγωγής αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της θεραπείας της ΧΑΠ. Παρόλο που είναι γνωστός ο ρόλος της βρογχοδιασταλτικής αγωγής στην πρόληψη και αντιμετώπιση των παροξύνσεων της ΧΑΠ, τα δεδομένα σχετικά με την επίδραση της θεραπείας με CPAP στις παροξύνσεις της ΧΑΠ σε ασθενείς που έχουν ΣΑ είναι περιορισμένα, ενώ δεν υπάρχουν δεδομένα προοπτικής μελέτης αναφορικά με τη συμμόρφωση στην θεραπεία με CPAP στην πρόληψη και μείωση του αριθμού των παροξύνσεων της ΧΑΠ. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η εκτίμηση της επίδρασης στη συμμόρφωση με τη θεραπεία με CPAP α) στις παροξύνσεις της ΧΑΠ (πρωτογενές καταληκτικό σημείο), β) στα συμπτώματα που σχετίζονται με τη ΧΑΠ και γ) στην αναπνευστική λειτουργία των ασθενών με ΣΑ (δευτερογενή καταληκτικά σημεία). Ασθενείς και μέθοδοι: Μεταξύ Νοεμβρίου του 2017 και Ιουνίου του 2021 διαδοχικοί ασθενείς, που διαγνώστηκαν με ΣΑ στο εξωτερικό ιατρείο μελέτης των διαταραχών της αναπνοής στον ύπνο της Πνευμονολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης, εντάχθηκαν στην μελέτη. Όλοι οι ασθενείς υπεβλήθησαν αρχικά σε λειτουργικό έλεγχο της αναπνοής με σπιρομέτρηση προ και μετά βρογχοδιαστολής για τη διάγνωση της ΧΑΠ, καθώς και σε πολυπνογραφία για τη διάγνωση του ΣΑΥ. Οι ασθενείς με ΣΑ που δέχθηκαν να λάβουν θεραπεία με CPAP για τον έλεγχο του ΣΑΥ συμπεριελήφθησαν στην μελέτη και ολοκλήρωσαν τη μελέτη με βάση το πρωτόκολλο αυτής. Πραγματοποιήθηκαν 3 επισκέψεις συνολικά των ασθενών οι οποίες αφορούσαν: την αρχική τους αξιολόγηση και τον επανέλεγχό τους στους 6 μήνες και στους 12 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας με CPAP. Συγκεκριμένα, όλοι οι ασθενείς κατά την αρχική τους εκτίμησή τους υπεβλήθησαν σε καταγραφή: του αριθμού των παροξύνσεων της ΧΑΠ κατά το τελευταίο έτος, της αναπνευστικής λειτουργίας με σπιρομέτρηση και αέρια αίματος κατά την εγρήγορση, της ικανότητας για άσκηση με βάση την εξάλεπτη δοκιμασία βάδισης (6 minute walking test- 6MWT), των συννοσηροτήτων και των συμπτωμάτων της ΧΑΠ με βάση το ερωτηματολόγιο COPD Assessment Test (CAT) και αξιολόγησης της δύσπνοιας Modified British Medical Research Council (mMRC). Στον πρώτο επανέλεγχο των ασθενών στους 6 μήνες πραγματοποιήθηκε έλεγχος της συμμόρφωσης στη θεραπεία με CPAP και καταγραφή της αναπνευστικής λειτουργίας και των ερωτηματολογίων CAT και mMRC. Στη δεύτερη επανεκτίμησή τους στους 12 μήνες έγινε καταγραφή: του αριθμού των παροξύνσεων ένα έτος υπό θεραπεία με CPAP, της αναπνευστικής λειτουργίας με σπιρομέτρηση και λήψη αερίων αίματος κατά την εγρήγορση, της ικανότητας για άσκηση με βάση το 6MWT, των συννοσηροτήτων και των ερωτηματολογίων CAT και mMRC. Η εκτίμηση στη συμμόρφωση με τη συσκευή CPAP πραγματοποιήθηκε μέσω της κάρτας καταγραφής από τη συσκευή CPAP. Καταγράφηκαν ο υπολειμματικός δείκτης απνοιών υποπνοιών (Apnea-hypopnea index-AHI) και οι ώρες και ημέρες χρήσης με τη συσκευή CPAP. Αποτελέσματα: Συνολικά, 59 ασθενείς με ΣΑ [54 άνδρες και 5 γυναίκες, διάμεση ηλικία 60,5 (54,8–70) έτη] συμπεριλήφθηκαν στην τελική αξιολόγηση των προκαθορισμένων καταληκτικών σημείων (πρωτογενές και δευτερογενή) της μελέτης μετά από ένα χρόνο θεραπείας με CPAP. Οι ασθενείς ανάλογα με τη συμμόρφωση τους με τη συσκευή CPAP για 12 μήνες χωρίστηκαν post hoc σε δύο ομάδες: ομάδα Α που περιλάμβανε 29 ασθενείς [28 άρρενες, 1 θήλυ, με διάμεση ηλικία 66 (54–70) έτη] με καλή συμμόρφωση με τη θεραπεία CPAP [5.5 ( 4.6-6.7) ώρες/νύχτα], και ομάδα Β που περιλάμβανε 30 ασθενείς (26 άρρενες, 4 θήλεις, με διάμεση ηλικία 60,5 (56–67) έτη] με κακή συμμόρφωση με τη θεραπεία CPAP [0.6 (0–3.3) ώρες/νύχτα]. Οι ασθενείς της ομάδας Α παρουσίασαν υψηλότερες τιμές AHI [41.7 (30.9–53.6) έναντι 20.9 (17.9–42.9) επεισόδια/ώρα ύπνου, p=0.007] στην πολυπνογραφία, και υψηλότερες τιμές FEV1 συγκριτικά με την ομάδα Β [73.6 (65.3 – 79.9)% έναντι 61.0% 44.6–78.3) των προβλεπόμενων, p=0.007]. Επιπλέον, η ομάδα Α απέδωσε καλύτερα στο 6MWT [93% (85–107.5%) έναντι 79% (65.5–95.3%) των προβλεπόμενων τιμών, p=0.022], σε σύγκριση με την ομάδα Β. Ακόμα, η ομάδα Β είχε σημαντικά υψηλότερη βαθμολογία CAT συγκριτικά με την ομάδα Α [10 (8–11.5) έναντι 7 (5–11), p=0.040]. Στους 6 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας με CPAP η ομάδα Α σε σχέση με την ομάδα Β είχε υψηλότερες τιμές PaO2 [77 mmHg (71 – 81.5) έναντι 68.5 mmHg (61.3 – 73.8), p=0.003) και χαμηλότερες τιμές διττανθρακικών (HCO3-) [27.3 mmol/L (25.9 – 29.2) έναντι 29.8 mmol/L (28 – 30.6), p=0.010]. Παρότι δεν σημειώθηκαν στατιστικά σημαντικά διαφορές στο ερωτηματολόγιο CAT και στην εξάλεπτη δοκιμασία βάδισης, η ομάδα Α παρουσίασε χαμηλότερη βαθμολογία στο ερωτηματολόγιο CAT [5 (4 – 7.5) έναντι 8 (5 – 11), p=0.218] και σημείωσε μεγαλύτερη απόσταση στην εξάλεπτη δοκιμασία βάδισης σε σχέση με την ομάδα Β [480 (422.5 – 530) έναντι 380 (262.3 – 540), p=0.139]. Μετά από 12 μήνες, οι παροξύνσεις της ΧΑΠ μειώθηκαν στην ομάδα Α των ασθενών με καλή συμμόρφωση συγκριτικά με την αρχική τους αξιολόγηση (5 μετά έναντι 17 πριν από τη θεραπεία CPAP, p = 0.001), αλλά όχι στην ομάδα Β με κακή συμμόρφωση με τη συσκευή CPAP (15 μετά έναντι 15 πριν από τη θεραπεία CPAP, p = 1). Ταυτόχρονα, οι νοσηλείες μειώθηκαν στους ασθενείς με καλή συμμόρφωση με τη συσκευή CPAP στους 12 μήνες έναντι της αρχικής τους αξιολόγησης (0 μετά έναντι 6 πριν από τη θεραπεία CPAP, p = 0.012), ενώ σημειώθηκε μη στατιστικά σημαντικά μείωση των νοσηλειών και στους ασθενείς με κακή συμμόρφωση με τη συσκευή CPAP (5 μετά έναντι 12 πριν από τη θεραπεία με CPAP, p = 0.056). Επιπλέον, στους 12 μήνες υπό θεραπεία με CPAP, η ομάδα Α παρουσίασε βελτίωση στον FEV1 (p = 0.024), στην ολική πνευμονική χωρητικότητα (TLC) (p = 0.024), στον λόγο RV/TLC (p = 0.003), στο 6MWT (p < 0.001) και στο ερωτηματολόγιο CAT (p < 0.001) συγκριτικά με την αρχική αξιολόγηση. Οι ασθενείς της ομάδας Β μετά τη θεραπεία με CPAP σημείωσαν βελτίωση μόνο στον λόγο RV/TLC [125.7 (114.8–145.1) έναντι 136 (118.4–156.3) πριν τη θεραπεία CPAP, p=0.015] συγκριτικά με την αρχική αξιολόγηση. Η ανάλυση πολυπαραγοντικής γραμμικής παλινδρόμησης, μετά από προσαρμογή για συγχυτικούς παράγοντες, ανέδειξε ότι οι ασθενείς με κακή συμμόρφωση με τη συσκευή CPAP παρουσίασαν αυξημένο κίνδυνο παροξύνσεων της ΧΑΠ (β=0.362, 95% CI: 0.075–0.649, p=0.015). Συμπεράσματα: Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης δείχνουν ότι στους ασθενείς με ΣΑ η θεραπεία με CPAP για 12 μήνες μειώνει το αριθμό των παροξύνσεων και των νοσηλειών λόγω παρόξυνσης της ΧΑΠ και είναι ευεργετική για παράγοντες αναπνευστικής λειτουργίας, όπως ο λειτουργικός έλεγχος των πνευμόνων, τα αέρια αίματος στην εγρήγορση, η εξάλεπτη δοκιμασία βάδισης και τα συμπτώματα που σχετίζονται με τη ΧΑΠ με βάση τα ερωτηματολόγια CAT και mMRC. Επιπλέον, η παρούσα μελέτη τονίζει τον κεντρικό ρόλο της βέλτιστης συμμόρφωσης στη θεραπεία με CPAP για τη διαχείριση των ασθενών με ΣΑ, εύρημα που αξίζει περαιτέρω έρευνα στον τομέα του ΣΑ

    The effect of inhibition of a1 adrenoreceptor at the signaling pathways of cell proliferation in rat prostate

    No full text
    Introduction and objectives: The quinazoline based alpha-1-adrenoreceptor antagonists have been documented to induce apoptosis in prostate cells potentially via activation of the transforming growth factor TGF-β signal transduction pathway and via disruption of cell attachment to the extracellular matrix (anoikis). On the other hand some recent experimental evidence points to the aspect that a1 antagonists could potentially affect cell proliferation. Ιn the present study, we have investigated the effects of terazosin, an alpha-1-adrenoreceptor antagonist, on the expression of cell cycle regulators cyclin E, cyclin D and cell cycle inhibitors p21, p16 and p27, as well as on Ki 67 nuclear antigen which are considered to be cell proliferation markers, in order to determine whether the mechanism of action of this specific drug is implicated in cell proliferation.Materials and methods: Twelve 120 days old male Wistar rats were given terazosin orally every second day for 120 days, while 10 animals treated with normal saline served as controls. The expression of cell proliferation markers cyclin E, cyclin D1, p16, p27, p21 and Ki 67 was assessed immunohistochemically using corresponding antibodies.Results: The data indicate that terazosin did neither inhibit cell proliferation or induce cell cycle blockade, as the expression of all proliferation markers (cyclin E, cyclin D1, p16, p27, p21 and Ki 67) were equivalent in both groups. In addition terazosin treatment did not affect the weight of the ventral prostate gland.Conclusions: These findings suggest that terazosin has no anti-proliferative effects on rat prostate cells, supporting even more previous experimental evidence that quinazoline based alpha-1-adrenoreceptor antagonists may regulate prostate growth mainly by inducing apoptosis in both epithelial and stromal cells and not by affecting cell proliferation. Taken together with previous reports they provide an interesting insight into the effects of Quinazolines in prostate gland.Σκοπός: Οι κιναζολινικοί α1 αδρενεργικοί ανταγωνιστές θεωρείται ότι προκαλούν απόπτωση στα προστατικά κυτταρα πιθανώς μέσω της απορρύθμισης μηχανισμών μεταβίβασης του σήματος για τους παράγοντες ΤGF-β και EGF, καθώς επίσης και μέσω της αποδιοργάνωσης της προσκόλλησης των κυττάρων στο εξωκυττάριο στρώμα και την επακόλουθη επαγωγή του φαινομένου “anoikis”. Από την άλλη πλευρά προσφατα πειραματικά δεδομένα υποστηρίζουν ότι ο μηχανισμός δρασης των α1 αδρενεργικών αναστολέων δε στηρίζεται αποκλειστικά στην επαγωγή του φαινομένου της απόπτωσης αλλά και σε μεταβολές του κυτταρικού πολλαπλασιασμού. Στην παρούσα μελέτη μελετήσαμε την μεταβολή της έκφρασης των οδών μεταβίβασης σήματος για κυτταρικό πολλαπλασιασμό στον προστάτη αδένα επιμύων μετά από χορήγηση τεραζοσίνης, ενός αναστολέα των α1- αδρενεργικών υποδοχέων και πιο συγκεκριμένα την έκφραση των ρυθμιστών του κυτταρικού κύκλου κυκλίνης D1, κυκλίνης Ε, των αναστολέων του κυτταρικού κύκλου p21, p27 και p16 καθώς και του πυρηνικού αντιγόνου Κi 67 που χαρακτηρίζονται σα δείκτες κυτταρικού πολλαπλασιασμού, ώστε να διευκρινιστεί αν ο μηχανισμός δράσης του συγκεκριμένού φαρμάκου εμπλέκεται στο φαινόμενο της μεταβολής του κυτταρικού πολλαπλασιασμού.Υλικά και μέθοδοι: Σε δώδεκα αρσενικούς αρουραίους τύπου Wistar χορηγήθηκε από του στόματος τεραζοσίνη κάθε δεύτερη μέρα και για 120 μέρες ένω τα υπόλοιπα 10 ζώα στα οποία χορηγήθηκε φυσιολογικός ορός χρησιμοποιήθηκαν σαν ομάδα ελέγχου. Η έκφραση των δεικτών κυτταρικού πολλαπλασιασμού κυκλίνης D1 και Ε, των αναστολέων κυκλινών p21, p16 και p27 καθώς και του πυρηνικού αντιγόνου Κi 67 αξιολογήθηκαν ανοσοιστοχημικά χρησιμοποιώντας τα αντίστοιχα αντισώματα.Αποτελέσματα: Τα στοιχεία δείχνουν ότι η χορήγηση τεραζοσίνης δεν ανέστειλε τον κυτταρικό πολλαπλασιάσμο ούτε προκάλεσε την επάγωγή της αναστολής του κυτταρικού κύκλου καθώς η έκφραση όλων των δεικτών πολλαπλασιασμού (κυκλίνης Ε, D1, p21, p16, p27 και Κi 67) ήταν παρόμοια και στις 2 ομάδες. Επιπρόσθετα η χορήγηση τεραζοσίνης δεν επηρέασε το βάρος του κοιλιακού προστάτη.Συμπεράσματα: Αυτά τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι η τεραζοσίνη δεν εχει αντιπολλαπλασιαστική επίδραση στα προστατικά κύτταρα του αρουραίου, υποστηρίζοντας ακόμα περισσότερο τα ήδη υπάρχοντα επιστημονικά δεδομένα, δηλαδή ότι οι κιναζολινικοί α1 αδρενεργικοί ανταγωνιστές ρυθμίζουν την προστατική ανάπτυξη κυρίως προκαλώντας απόπτωση τόσο στα επιθηλιακά όσο και στα στρωματικά κύτταρα χωρίς να επηρεάζουν τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό. Μία συνεκτίμηση με προηγούμενες αναφορές δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα διεισδυτική ματιά στην επίδραση των κιναζολονών στον προστάτη αδένα

    Respiratory Involvement in Patients with Neuromuscular Diseases: A Narrative Review

    No full text
    Respiratory muscle weakness is a major cause of morbidity and mortality in patients with neuromuscular diseases (NMDs). Respiratory involvement in NMDs can manifest broadly, ranging from milder insufficiency that may affect only sleep initially to severe insufficiency that can be life threatening. Patients with neuromuscular diseases exhibit very often sleep-disordered breathing, which is frequently overlooked until symptoms become more severe leading to irreversible respiratory failure necessitating noninvasive ventilation (NIV) or even tracheostomy. Close monitoring of respiratory function and sleep evaluation is currently the standard of care. Early recognition of sleep disturbances and initiation of NIV can improve the quality of life and prolong survival. This review discusses the respiratory impairment during sleep in patients with NMDs, the diagnostic tools available for early recognition of sleep-disordered breathing and the therapeutic options available for overall respiratory management of patients with NMDs

    Vitamin D Levels in Patients with Overlap Syndrome, Is It Associated with Disease Severity?

    No full text
    Background: The coexistence of chronic obstructive pulmonary disease (COPD) and obstructive sleep apnea (OSA) has been defined as overlap syndrome (OVS). Recently, a link between OSA, COPD and Vitamin D (Vit D) serum concentration was reported, however, evidence regarding Vit D status in patients with OVS is scarce. The aim of the present study was to evaluate Vit D serum levels and to explore the association of those levels with anthropometric, pulmonary function and sleep parameters in patients with OVS. Methods: Vit D serum levels were measured in patients diagnosed with OVS, as confirmed by overnight polysomnography and pulmonary function testing. Results: A total of 90 patients (79 males and 11 females) were included in the analysis. The patients were divided into three groups matched for age, gender, and BMI: the control group that included 30 patients (27 males and 3 females), the OSA group that included 30 patients (26 males and 4 females), and the OVS group that included 30 patients (26 males and 4 females). Patients with OVS exhibited decreased serum 25(OH)D levels compared with OSA patients and controls (14.5 vs. 18.6 vs. 21.6 ng/mL, p 1, as predictors of serum 25(OH)D levels (p = 0.041 and p = 0.038, respectively). Conclusions: Lower Vit D levels have been observed in patients with OVS compared with OSA patients and non-apneic controls, indicating an increased risk of hypovitaminosis D in this population which might be associated with disease severity

    Miliary sarcoidosis: A diagnosis which should not be missed

    No full text
    Pulmonary and mediastinal involvement in sarcoidosis is common with variable radiographic features depending on the stage of the disease. It is randomly detected on chest radiography of asymptomatic or minimally symptomatic patients, revealing bilateral hilar lymph node enlargement. High resolution computed tomography (HRCT) of the chest is most sensitive and has typical findings like micronodules with a perilymphatic distribution, fibrotic changes, and bilateral perihilar opacities. Miliary pattern is a rare, non-typical thoracic manifestation of pulmonary sarcoidosis. We describe two cases of female patients with miliary sarcoidosis who were referred to our department and treated successfully in the previous year
    corecore