2 research outputs found

    Non-discrimination, between equality and dignity

    No full text
    The subject matter of this dissertation is the study of non-discrimination and, more specifically, the examination of its relation to the principle of equality. Oriented towards the protection of specific population groups, which are constructed on the basis of a common characteristic, non-discrimination is often thought to be identical to or to derive from the principle of equality and has penetrated, mainly through European Union law, the Greek legal order, where it co-exists with the principle of equality. The working hypothesis of this study is that non-discrimination is not synonymous with the principle of equality, but that, on the contrary, it is a substantive manifestation of the latter, the product of its interaction with the principle of human dignity. The defense of the above working hypothesis begins with the examination of the principle of equality, as a fundamental principle of the Greek legal order and, in particular, with the systematic presentation of the various manifestations of equality (numerical and proportional, before and under the law, equality of opportunity and equality of outcome) and the formulation of the judicial review as a two-stage procedure, the second stage involving the control of possible deviations from the principle of equality for reasons of public interest. Subsequently, the focus of the study shifts to the systematic examination of non-discrimination law that has emerged historically since the beginning of the 20th century as the product of complex social processes, mostly of the anti-discrimination movements: firstly, the ever-evolving types of discrimination (direct and indirect discrimination, intersectional discrimination, harassment, profiling) and then the various procedural rules incorporated in non-discrimination legislation are presented (different levels of scrutiny, reversal of the burden of proof, hypothetical comparator, indirect evidence). As the most crucial indicium of suspect classification emerges the concept of stigma, through which the principle of human dignity enters in the doctrinal analysis of non-discrimination law. Finally, the systematization and analysis, in the light of the findings of the research up to that point, of the non-discrimination provisions that are already part of the Greek legal order is attempted. These provisions stem from three distinct sources: EU law, with the plethora of anti-discrimination directives, international treaties ratified by Greece and, finally, the few and limited in scope relevant provisions of the Greek constitution.Αντικείμενο της παρούσας διατριβής είναι η μελέτη της απαγόρευσης διακρίσεων και ειδικότερα η διερεύνηση της σχέσης της με την αρχή της ισότητας. Προσανατολισμένη στην προστασία συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων, οι οποίες συγκροτούνται βάσει κάποιου κοινού χαρακτηριστικού, η απαγόρευση των διακρίσεων εμφανίζεται συχνά ως έννοια ταυτόσημη ή υπάλληλη της αρχής της ισότητας και έχει διεισδύσει, μέσω κυρίως του ενωσιακού δικαίου, στην ελληνική έννομη τάξη, όπου συνυπάρχει με τη γενική αρχή της ισότητας. Η μελέτη εκκινεί από την υπόθεση εργασίας ότι η απαγόρευση διακρίσεων δεν ταυτίζεται με την αρχή της ισότητας, αλλά αντιθέτως αποτελεί μία ουσιαστική εκδοχή της, προϊόν της αλληλεπίδρασής της με την αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η τεκμηρίωση αυτής της υπόθεσης εργασίας έχει ως αφετηρία την εξέταση της αρχής της ισότητας, ως θεμελιώδους αρχής της έννομης τάξης μας, και ειδικότερα αφενός την παρουσίαση κατά τρόπο συστηματικό των επιμέρους εκφάνσεών της (αριθμητική και αναλογική ισότητα, ισότητα εντός και ενώπιον του νόμου, ισότητα ευκαιριών και αποτελέσματος), αφετέρου τη διατύπωση του δικαστικού ελέγχου τήρησης της ισότητας ως μιας διαδικασίας δύο σταδίων, στο δεύτερο εκ των οποίων ελέγχεται η δικαιολόγηση τυχόν αποκλίσεων από την αρχή της ισότητας για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ακολούθως, μελετάται συστηματικά η απαγόρευση των διακρίσεων, όπως αναπτύχθηκε ιστορικά από τις αρχές του εικοστού αιώνα ως προϊόν σύνθετων κοινωνικών διεργασιών και κυρίως των κινημάτων κατά των διακρίσεων: αρχικώς παρουσιάζεται η διαρκώς εξελισσόμενη τυπολογία των διακρίσεων (άμεσες και έμμεσες διακρίσεις, διασταύρωση διακρίσεων, παρενόχληση, profiling) και, εν συνεχεία, οι δικονομικοί κανόνες που ρυθμίζουν την αντιμετώπισή τους (επάλληλες βαθμίδες ελέγχου, αντιστροφή του βάρους απόδειξης, υποθετική ομάδα σύγκρισης, έμμεση απόδειξη). Ως πλέον κρίσιμος παράγοντας εντοπισμού των ύποπτων κριτηρίων αναδεικνύεται η έννοια του στίγματος, μέσω της οποίας υπεισέρχεται η αρχής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στην ανάλυση του δικαίου της μη διάκρισης. Τέλος, επιχειρείται η συστηματοποίηση και ανάλυση, υπό το φως των συμπερασμάτων της ως το σημείο αυτό έρευνας, των διατάξεων απαγόρευσης των διακρίσεων που διαθέτει η ελληνική έννομη τάξη και προέρχονται από τρεις πηγές: από το δίκαιο της Ε.Ε. με την πληθώρα των οδηγιών πάνω στο ζήτημα των διακρίσεων, από διεθνείς συμβάσεις τις οποίες έχει κυρώσει με νόμο η χώρα μας και, τέλος, από τις λιγοστές και περιορισμένης εμβέλειας σχετικές διατάξεις του ελληνικού Συντάγματος
    corecore