3 research outputs found
Byzantine sculpture from Arcadia from the seventh to the beginning of the thirteenth century
This thesis focuses on the study of the byzantine architectural decorated fragments found in Arcadia in central Peloponnese, dating from the seventh to the beginning of the thirteenth century. During this study a number of 312 pieces was catalogued, including lintels, parts of marble altar screens (architraves, panels, piers with integrated colonettes), capitals, sarcophagus slabs etc., most of them inedited, or partially recorded. The systematical study of these fragments reveals the evolution of sculpture and sculpting techniques through the ages in a geographical area, such as Arcadia, being mostly unknown although it stands on the routes that connect important byzantine cities, such as Corinth and Sparta (Lacedaemon), also serving as political, religious and economical centers.In the first section of this study we present a historical and topographical research of Arcadia based on the dispersion of the decorated marble pieces. The study treats issues such as sculptural motifs and styles, the influence of the dominant artistic trends on local production, marble-working techniques, the dating of production of the pieces, the possible existence and function of quarries and, finally, the possible presence of local sculpture workshops. The second section is the catalogue, which presents an in-depth study and documentation of each member separately. It includes the detailed description (dimensions, state of condition, decorative motifs and techniques) together with comparative morphological and structural analysis and dating of each member, followed by a photo and, if necessary, a sketch of it. The lack of written sources about this region after the sixth century and the poor architectural remains (compared to neighboring areas such as Argolis, Lacedaemon and Corinthia) do not provide enough evidence for the documentation of the economic life and society in Arcadia during the middle Byzantine period. The examination from many different aspects of the corpus of the architectural sculpted members indicates that the problems caused mainly by the invasions, starvation and the plague that hit the Byzantine Empire by the end of the sixth century and the following controversies caused by iconoclasm led to a regression and diminishing sculpture production. Nevertheless, by the end of the ninth century, Arcadia bounced back with the help from missionaries and a dominant military presence supported by the central governance. The distribution of marble works increases dramatically in the tenth century, suggesting a developing economy, with sculpted architectural members of this period showing a number of churches being erected or innovated. New artistic trends in decoration inspired by the so called “workshop of Thebes” are adopted besides the traditional early Christian repertory. A few carved architectural members that were recorded in central Arcadia seem to have been imported from other artistic centers, probably Constantinople itself. The new imported trends seem to inspire local production. By the eleventh and twelfth centuries the sculptures confirm the existence of active and vibrant settlements, such as Tegea, Vervena, Vourvoura in northeastern Arcadia and probably Veligosti (near Leontari) and Gardiki (near Tourkolekas) in southern Arcadia as well as Karytaina and Kastanochori in western Arcadia. These settlements were financially capable of undertaking the construction and decoration of churches. New monasteries were established thoughout Acradia, especially in Kynouria, Mantinea and Gortyneia under the influence of flourishing monachism. The economic growth of this region in the eleventh and the twelfth centuries, worked in favor of the development of the sculpture: a large amount of decorated architectural members demonstrates similar characteristic elements, indicating the existence of at least one local workshop. The most characteristic motif of this local production is the carved arcade motif; it can be described as rows of arcades with a high acanthus leaf curved under every each of them. This theme is very often enriched by bosses decorated with curved elegant crosses. Besides this common motif, another variation can be noticed: the arcade theme is interrupted by long bosses decorated in all cases with a specific floral motif. Besides local production there are some other carved members that seem to come from other territories, perhaps from Asia Minor.In the second half of the twelfth century, the evolution of sculpture reaches its peak. An excellent example of a curved doorframe was recorded in northeastern Arcadia. Another interesting example is a group of curved fragments that can be attributed to three plaques now kept in the Archaeological Museum of Tripolis. In all these members one can notice the use of elegant techniques, such as open work (à jour) and two-level technique. Innovation cannot be only noticed in the techniques, but in the decorative repertory as well: The lintel of the doorframe is decorated by the theme of Deesis which is very common in Byzantine painting, but extremely rare in sculpture. In southern Acadia the evolution is expressed by a heavily decorated architrave, product of a gifted workshop known as “the Samarina workshop”.Η παρούσα διατριβή επικεντρώνεται στην έρευνα της γλυπτικής της Αρκαδίας κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο και έχει ως αντικείμενο τη συστηματική καταγραφή και την κριτική μελέτη των αρχιτεκτονικών γλυπτών στα όρια της σημερινής περιφερειακής ενότητας Αρκαδίας κατά την υπό μελέτη περίοδο με σκοπό την κατανόηση της καλλιτεχνικής, εμπορικής και οικονομικής δραστηριότητας στην κεντρική Πελοπόννησο κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο (7ος- 12ος αι.). Ως προς την κατεύθυνση αυτή, κρίθηκε απαραίτητη η συγκέντρωση όλου του μέχρι σήμερα γνωστού υλικού, η διερεύνηση της εξέλιξης της παραγωγής και της τέχνης των βυζαντινών αρχιτεκτονικών γλυπτών, η συνεξέταση μελών με παρόμοια εικονογραφικά θέματα, η ποικιλία των διακοσμητικών θεμάτων και οι διαφορετικές τεχνικές απόδοσής τους και ο τοπογραφικός προσδιορισμός τους (όσο αυτό είναι δυνατό) μέσα στα γεωγραφικά όρια της Αρκαδίας. Η εξέταση της βυζαντινής γλυπτικής της Αρκαδίας αποτελεί κομβικό στοιχείο για την κατανόηση της γλυπτικής της Πελοποννήσου, αλλά και της οικονομικής και καλλιτεχνικής της εξέλιξης γενικότερα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Αρκαδία καταλαμβάνει όλο το κεντρικό τμήμα της Πελοποννήσου, από όπου – αναπόφευκτα – διέρχονταν όλες οι χερσαίες οδοί που συνέδεαν όλα τα σημαντικά κέντρα της χερσονήσου. Η διατριβή αποτελείται από δυο τόμους. Στον πρώτο τόμο γίνεται μια συνοπτική παρουσίαση του υλικού, εξετάζεται η λειτουργία και ο ρόλος των γλυπτών, παρουσιάζεται η ποσοτική κατανομή ανά περιοχές και ανά χρονολογικές περιόδους με σκοπό πιθανές ταυτίσεις με μνημεία, αλλά και για τον εντοπισμό πιθανών γλυπτικών συνόλων. Σε ορισμένες περιπτώσεις επιχειρείται σχεδιαστική αναπαράσταση του συνόλου, όπου αυτά ανήκουν. Ακολουθεί η διεξοδική μελέτη των διακοσμητικών θεμάτων, εξετάζονται οι τεχνικές κατεργασίας και διερευνάται η ύπαρξη πιθανών λατομείων και τοπικής παραγωγής καθώς και η πιθανή επανεπεξεργασία αρχαίου υλικού με σκοπό την επαναχρησιμοποίησή του. Τέλος παρουσιάζονατι οι επιγραφικές μαρτυρίες που προσφέρει το ίδιο το υλικό. Ο δεύτερος τόμος είναι ο αναλυτικός κριτικός κατάλογος του υλικού, ο οποίος συνοδεύεται από χάρτη θέσεων εντοπισμού των μελών, φωτογραφίες και, όπου κρίνεται απαραίτητο, σχέδια