10 research outputs found

    Low prevalence of liver-kidney microsomal autoantibodies of type 1 (LKM(1)) in hepatitis C seropositive subjects on Crete, Greece

    Get PDF
    BACKGROUND: Hepatitis C is a serious problem on the Greek island of Crete, where a high prevalence of antibodies against hepatitis C (anti-HCV) has recently been reported. This article reports the findings of a study carried out in Crete, which investigated the prevalence of serum autoantibodies in patients with chronic hepatitis C. PATIENTS AND METHODS: One hundred and forty two patients (59 men and 83 women), who were found anti-HCV seropositive in two hospitals and two Primary Health Care Centres in Crete, were eligible. Sixty healthy blood donors (46 men, 14 women), which were negative to anti-HCV, were used as the control group. They were randomly selected from those attending Rethymnon Hospital. Autoantibodies were identified using the indirect immunofluorescence (IFL) technique on human epithelial cells from larynx cancer (HEp-2 cells), rat liver-kidney-stomach substrate (CT3) and Chrithidia Luciliae (CL). RESULTS: Serum autoantibodies were detected in 104 HCV patients, yielding an overall prevalence of 73.2%. The most frequent autoantibodies were antinuclear antibodies (ANA), positive in 72 patients (50.7%). Anti-smooth muscle antibodies (ASMA) were detected in 33 patients (23.2%). Only one patient was positive for LKM(1) autoantibodies. No autoantibodies were found in 38 patients (26.7%). Autoantibodies were also found in 5 out of the 60 examined healthy blood donors (8.3%). CONCLUSIONS: Autoantibodies, mainly ANA and ASMA are very common in HCV seropositive patients from Crete. By contrast LKM(1) autoantibodies are exceptionally rare in these patients

    Primary biliary cirrhosis and autoimmune cholangitis are not associated with coeliac disease in Crete

    Get PDF
    BACKGROUND: An increased prevalence of coeliac disease in patients with primary biliary cirrhosis has been recently reported. However, in other studies the association has not been confirmed. There have been no formal attempts to systematically evaluate patients with autoimmune cholangitis for coeliac disease. METHODS: Sera from 62 patients with primary biliary cirrhosis, 17 with autoimmune cholangitis and 100 blood donors were screened for anti-gliadin, anti-endomysial, anti-reticulin, and IgA class antibodies to guinea pig liver-derived tissue transglutaminase. Eighteen untreated coeliacs served as methodological controls. Analyses were performed by using the χ(2) and Fischer's exact tests. RESULTS: Anti-gliadin antibodies were detected in 21% of patients with primary biliary cirrhosis, 35% of patients with autoimmune cholangitis, and 3% of controls (p < 0.001). IgA class gliadin antibodies positivity was more pronounced in patients with Scheuer's stage III-IV disease (p < 0.05). Anti-transglutaminase antibodies were detected in 10% and in 18% of patients with primary biliary cirrhosis and autoimmune cholangitis respectively (p < 0.001). Anti-reticulin and anti-endomysial antibodies were negative in all patients. Duodenal biopsies were performed in 59% and 71% of patients with primary biliary cirrhosis and autoimmune cholangitis respectively, tested positive for at least one antibody class. No histological features of coeliac disease were found. CONCLUSIONS: We were unable to demonstrate an increased risk of coeliac disease in patients with primary biliary cirrhosis and autoimmune cholangitis. Our results confirm the previously reported high prevalence of false-positive anti-gliadin and guinea pig liver-derived anti-tissue transglutaminase antibodies in patients with chronic liver disease

    Theoretical and experimental study of the physicochemical properties of thin resist films for nanolithography

    No full text
    In this work, the effect of various lithographic parameters on the produced sidewall roughness of the printed structures on photoresist films, is studied through simulation. The parameters include the size and the architecture of the photoresist, the film structure, the energy distribution in the film as a result of the exposure as well as the diffusion of the photochemically produced acid, with or without the presence of quencher molecules in the film. For this study, a new simulator has been developed that uses stochastic models for all the major lithographic steps. Modeling of the photoresist’s molecular structure can be done either at monomer level (in the case of polymers), or at a more detailed level for a more accurate representation of the monomers/molecules. The main drawback of most commercial lithography simulators is the absence of a model for the structure of the photoresist, something that is of crucial importance for the study of the effect of the process and the material on sidewall roughness. Additionally, in the present study, a way to integrate the new stochastic models for the description of the photoresist structure into the pipeline of other (commercial) simulators is presented. The results of the study show that as the size of the photoresist molecules decreases, the sidewall roughness decreases. Additionally, decrease of the diffusion length of the photochemically produced acid results in greater control of the critical dimension deviation. Those results have been observed for both polymeric and molecular resists. Comparison between polymeric and molecular resists, with similar radius of gyration, showed that the latter can give better (smaller) sidewall roughness. One more parameter studied was the photoacid generator (PAG) concentration in the photoresist film, both as a blend with the resin and as part of the polymeric resin molecules. The latter configuration showed better results with respect to sidewall roughness, mainly due to the reduced diffusion of the acid molecules and the increased sensitivity of the material. Those results showed good agreement with published experimental results, regarding the trend on the reduction of roughness. Experimental results showed that in the case where the PAG is blended with the polymeric resin, the roughness measure was almost two times the roughness of the case where the PAG molecules were part of the polymeric chains. Three dimensional simulations of both cases (with identical PAG concentrations and molecular weights of the polymeric chains) showed sidewall roughness of 3nm and 2nm respectively.Σε αυτή την εργασία μελετάται η επίδραση διαφόρων παραμέτρων της λιθογραφίας στην παραγόμενη πλευρική τραχύτητα δομών σε υμένια φωτοευαίσθητων υλικών, μέσω προσομοίωσης. Αυτές οι παράμετροι περιλαμβάνουν το μέγεθος και την αρχιτεκτονική των μορίων του φωτοευαίσθητου υλικού, τη δομή του υμενίου / πλέγματος, την κατανομή ενέργειας μέσα στο υμένιο κατά την έκθεση καθώς και τη διάχυση του φωτοχημικά παραγόμενου οξέος, με ή χωρίς την παρουσία μορίων αναστολέα του οξέος στο υμένιο. Για τη μελέτη αυτή αναπτύχθηκε ένας ολοκληρωμένος προσομοιωτής ο οποίος χρησιμοποιεί στοχαστικά μοντέλα, για τη μοντελοποίηση τόσο της δομής του υμενίου όσο και για την προσομοίωση κρίσιμων βημάτων της διεργασίας. Η μοντελοποίηση της δομής των μορίων του φωτοευαίσθητου υλικού μπορεί να γίνει τόσο σε επίπεδο μονομερών (για την περίπτωση πολυμερικών υλικών) όσο και σε πιο λεπτομερές επίπεδο για την ακριβέστερη αναπαράσταση των μονομερών/μορίων. Το βασικό μειονέκτημα των περισσοτέρων εμπορικών προσομοιωτών λιθογραφίας είναι η έλλειψη της μοντελοποίησης της δομής των μορίων του φωτοευαίσθητου υλικού, η οποία αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για τη μελέτη της επίδρασης της διεργασίας και του υλικού στην παραγόμενη τραχύτητα. Στα πλαίσια της παρούσας μελέτης επιχειρείται επιπλέον η ενοποίηση του στοχαστικού μοντέλου που αναπτύχθηκε για να περιγράψει τη δομή του φωτοευαίσθητου υλικού, με προσομοιωτές λιθογραφίας που χρησιμοποιούν αναλυτικά μοντέλα για την προσομοίωση των διαφόρων βημάτων. Από την παρούσα μελέτη συμπεραίνεται ότι όταν το μέγεθος των μορίων του φωτοευαίσθητου υλικού μειώνεται, η πλευρική τραχύτητα της δομής μειώνεται. Επίσης, μείωση της διάχυσης του φωτοχημικά παραγόμενου οξέος έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερο έλεγχο της διακύμανσης της κρίσιμης διάστασης, κάτι το οποίο είναι επιθυμητό. Για τη μελέτη αυτή χρησιμοποιήθηκαν τόσο πολυμερικά φωτοευαίσθητα υλικά όσο και ειδικά σχεδιασμένα μοριακά υλικά, κατάλληλα για λιθογραφία. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η χρήση μοριακών υλικών είναι σε θέση να μειώσει την παραγόμενη πλευρική τραχύτητα σε σχέση με αντίστοιχα πολυμερικά υλικά ίδιας γυροσκοπικής ακτίνας. Επίσης μελετήθηκε η επίδραση της συγκέντρωσης του φωτοευαισθητοποιητή στο υμένιο, τόσο ως μείγμα με το φωτοευαίσθητο υλικό, όσο και ως μέρος της πολυμερικής του αλυσίδας. Η διαμόρφωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα μείωση της πλευρικής τραχύτητα της δομής, κυρίως λόγω της μειωμένης διάχυσης του οξέος και της αυξημένης ευαισθησίας του υλικού. Τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται βρίσκονται σε συμφωνία με τα αποτελέσματα της βιβλιογραφίας, ως προς την τάση μείωσης της τραχύτητας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για την περίπτωση του μίγματος φωτοευαισθητοποιητή / πολυμερούς η τραχύτητα που μετρήθηκε πειραματικά είναι σχεδόν διπλάσια από την τραχύτητα για την περίπτωση όπου ο φωτοευαισθητοποιητής αποτελεί μέρος της συμπολυμερικής αλυσίδας. Από την τρισδιάστατη προσομοίωση των δύο περιπτώσεων (ίδια συγκέντρωση φωτοευαισθητοποιητή και ίδιο μοριακό βάρος των πολυμερικών αλυσίδων) προέκυψαν τιμές 3nm και 2nm αντίστοιχα

    Η έρευνα αυτοαντισωμάτων (ΑΑ) σε ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C (HCV)

    No full text
    Aim: The prevalence of non-organ specific autoantibodies and anti-parietal cells autoantibodies in patients with Chronic Hepatitis C. Material: 1) 142 sera from patients with Chronic Hepatitis C (HCV), 59 men ? 83 women with an average age of 61 years (range 27-96 years): 75 from Herakleion University Hospital, 17 from Rethymnon General Hospital, 25 from Perama Health Center, 25 from Spili Health Center, 2) 60 healthy blood donors from Rethymnon General Hospital, serum negative to hepatitis C virus (HCV): 46 men-14 women with an average age of 35 years (range 20-55 years). Method: Indirect Immunfluorescence (I-IFL) technique on human epithelial cells from larynx cancer (Hep-2 cells), Crithidia Luciliae and rat liver/kidney/stomach substrate (CT3). The initial dilutions were: for anti-nuclear autoantibodies-ANA, Golgi apparatus, spindle apparatus 1:80, against intermediate filaments-IMF, microfilaments-MF (Hep-2): 1:40, anti-dsDNA (Crithidia Luciliae) 1:10, antimitochondrial-AMA, antiribosomal-Rib, against liver-kidney microsomal-LKM, anti- liver cytosol-LC (CT3) 1:10, anti- smooth muscle autoantibodies-ASMA, anti- parietal cell autoantibodies-APCA, anti- reticulin autoantibodies-ARA (CT3) 1:40. Positive samples were diluted up to the highest positive title. Results: Serum autoantibodies were detected in 109 of 202 (53.96%) patients and control group members (healthy blood donors), in 104 of 142 (73.24%) patients and in 5 of 60 (8.33%) healthy blood donors. The most frequent autoantibodies in patients and healthy blood donors were ANA, positive in 76 (37.62%), ASMA, positive in 34 (16.83%), APCA, positive in 20 (9.9%), IMF, positive in 13 (6.44%). The most frequent autoantibodies in patients were ANA, positive in 72 (50.7%), ASMA, positive in 33 (23.24%), APCA, positive in 20 (14.08%), IMF, positive in 13 (9.15%). The most frequent autoantibodies in the control group (healthy blood donors) were ANA, positive in 4 (6.6%), ASMA, positive in 1 (1.67%). The prevailing dilution in HCV patients was 1:80 for ANA, 1:80 for ASMA and 1:40 for APCA, while the prevailing dilution in healthy blood donors was 1:80 for ANA and 1:40 for ASMA. Conclusions: 1) HCV possibly triggers immunological response mechanisms, provoking autoantibodies? appearance (73,24%). ANA (50,7%) and ASMA (23.24%) prevail according to our descriptive statistical analysis. 2) There is a limited correlation between APCA+ANA and sex in favor of women, ASMA+IMF and biopsy, ASMA+ANA and biopsy, IMF and biopsy. In addition there is a possible correlation between ANA and sex in favor of women, ANA and age in favor of ages 45-96 years, ANA+ASMA and age in favor of ages 45-96 years, ASMA and biopsy, ASMA+ANA and biopsy. Correlation was also found between IMF and biopsy. Moreover, there is a high correlation between ASMA and origin in favor of Health Centers, IMF and origin in favor of Health Centers, ASMA+IMF and origin in favor of Health Centers, ASMA+IMF and biopsy, IMF and biopsy. These correlations were established with statistical analysis of our data using Pearson?s X2, Group Statistical T-test and Oneway criterion. 3) The presence of autoantibodies with co estimation of their type and title and the patient?s clinical status leads towards the investigation of hepatic and extra-hepatic manifestations of possible autoimmune origin.Σκοπός: Η έρευνα των αυτοαντισωμάτων μη οργανοειδικών (Non-Organ-Specific Autoantibodies: NOSAs) και έναντι των τοιχωματικών κυττάρων (Anti-Parietal Cells Autoantibodies: APCA) σε ασθενείς με Χρόνια Ηπατίτιδα C. Υλικό: Ελέγχθηκαν οροί: 1) 142 ασθενών με Χρόνια Ηπατίτιδα C (HCV), 59 ανδρών ? 83 γυναικών με μέσο όρο ηλικίας 61 έτη (εύρος 27 ? 96 έτη): 75 της Γαστρεντερολογικής Κλινικής του ΠΕΠΑΓΝΗ., 17 του ΓΝΝΡ, 25 του ΚΥ Περάματος του ΓΝΝΡ, 25 του ΚΥ Σπηλίου του ΓΝΝΡ, 2) 60 υγιών αιμοδοτών του ΓΝΝΡ αρνητικών στον ιό της Ηπατίτιδας C (HCV): 46 ανδρών ? 14 γυναικών με μέσο όρο ηλικίας 35 έτη (εύρος 20 ? 55 έτη). Μέθοδος: Ο έμμεσος ανοσοφθορισμός (I-IFL) με υπόστρωμα ανθρώπινα επιθηλιακά κύτταρα από καρκίνο λάρυγγα (Hep-2), το μαστιγοφόρο Crithidia Luciliae και το τριπλό υπόστρωμα τομών κρυοστάτου (CT3) ήπατος/νεφρού/στομάχου αρουραίου. Ο αρχικός τίτλος στο ανάλογο υπόστρωμα είναι: αντιπυρηνικά αντισώματα (AntiNuclear Antibody: ANA) ? έναντι του σωματιδίου του Golgi (apparatus Golgi) ? έναντι της μιτωτικής ατράκτου (Spindle apparatus) Hep-2 1:80, έναντι ενδιαμέσων ινιδίων (InterMediate Filaments: IMF) ? έναντι μικροϊνιδίων (MicroFilaments: MF) Hep-2 1:40, έναντι διπλής έλικας dsDNA Crithidia Luciliae 1:10, αντιμιτοχονδριακά (AntiMitochondrial Antibodies: AMA) ? αντιριβοσωμιακά (anti ? ribosomal: Riba) ? έναντι μικροσωμιακών αντιγόνων ήπατος/νεφρού (Liver/Kidney Microsomal: LKM) ? έναντι του διαλυτού ηπατικού αντιγόνου (Liver Cytosol: LC) CT3 1:10, έναντι των λείων μυϊκών ινών (Anti-Smooth Muscle Antibodies: ASMA) - έναντι των τοιχωματικών κυττάρων (Anti-Parietal Cells Antibodies: APCA) ? αντιρετικουλίνης (Anti-Reticulin Antibodies: ARA) CT3 1:40. Επί θετικών δειγμάτων για παρουσία αυτοαντισωμάτων γίνεται τιτλοποίηση μέχρι αρνητικοποίησης αυτών. Αποτελέσματα: Από τους 202 συνολικά εξετασθέντες παρουσίασαν αυτοαντισώματα οι 109 (53,96%). Από τους 142 ασθενείς με χρόνια Ηπατίτιδα C οι 104 (73,24%) και από τους 60 υγιείς αιμοδότες οι 5 (8,33%) παρουσίασαν αυτοαντισώματα. Στο σύνολο των 202 εξετασθέντων ορών υπερέχει η παρουσία των ANA 76 (37,62%), ακολουθεί των ASMA 34 (16,83%), των APCA 20 (9,9%), των IMF 13 (6,44%). Από τους 142 ορούς με χρόνια Ηπατίτιδα C υπερέχει η παρουσία των ANA 72 (50,7%), ακολουθεί των ASMA 33 (23,24%), των APCA 20 (14,08%), των IMF 13 (9,15%). Από τους ορούς των 60 υγιών αιμοδοτών υπερέχει η παρουσία των ANA 4 (6,6%) και ακολουθεί των ASMA 1 (1,67%). Ο επικρατούν τίτλος για τα ANA είναι 1:80, ενώ για τα ASMA 1:80 και APCA 1:40 στους ασθενείς, ενώ στους υγιείς αιμοδότες ANA 1:80 και ASMA 1:40. Συμπεράσματα: 1) Ο HCV ιός ενεργοποιεί πιθανώς μηχανισμό αυτοάνοσης απάντησης με παρουσία αυτοαντισωμάτων (73,24%), με μεγαλύτερη συχνότητα των ANA (50,7%) και των ASMA (23,24%) σύμφωνα με την περιγραφική στατιστική μελέτη των δεδομένων μας (descriptive statistics). 2) Υπάρχει οριακή συσχέτιση μεταξύ APCA+ANA με φύλο, υπέρ του γυναικείου φύλου, ASMA+IMF με βιοψία, ASMA+ANA με βιοψία, IMF με βιοψία. Πιθανή συσχέτιση υπάρχει μεταξύ ANA με φύλο, υπέρ του γυναικείου φύλου, ANA με ηλικία, υπέρ των ηλικιών 45 ? 96, ANA+ASMA με ηλικία, υπέρ των ηλικιών 45 ? 96 έτη, ASMA με βιοψία, ASMA+ANA με βιοψία. Ακόμη εμφανίζεται συσχέτιση μεταξύ IMF?βιοψίας. Υψηλή συσχέτιση υπάρχει μεταξύ ASMA και προέλευσης, υπέρ των Κ.Υ. του ΓΝΝΡ, IMF και προέλευσης, υπέρ των ΚΥ του ΓΝΝΡ, ASMA+IMF και προέλευσης, υπέρ των ΚΥ του ΓΝΝΡ, ASMA+IMF και βιοψίας, IMF και βιοψίας. Οι συσχετίσεις αυτές έγιναν μετά από στατιστική μελέτη των δεδομένων μας χρησιμοποιώντας το Pearson X2, Group statistical T-test και το κριτήριο Oneway. 3) Η παρουσία των αυτοαντισωμάτων, με συνεκτίμηση του τύπου και τίτλου αυτών, καθοδηγεί σύμφωνα πάντα και με την κλινική εικόνα του ασθενούς προς διερεύνηση ηπατικών και εξωηπατικών εκδηλώσεων ενδεχόμενης αυτοάνοσης αιτιολογίας
    corecore