2 research outputs found

    Η Θεωρία του Νου ως Προβλεπτικός Παράγοντας των Αυτο-αναφορών Παιδιών Σχολικής Ηλικίας για Θυματοποίηση και Εκδήλωση Συμπεριφορών Εκφοβισμού: Ο ρυθμιστικός Ρόλος της Ενσυναίσθησης και της Κοινωνικής Ικανότητας

    Get PDF
    The present study aimed at investigating the role of Theory of Mind (ToM) as predictor of primary school children’s self-reports of bullying and victimization. Affective empathy and aspects of social competence were investigated as moderating factors of the above relation. A total of 132 primary school children (62 boys and 70 girls) from 3rdto 6thgrade participated in the study. The socio-cognitive aspect of ToM was examined individually through the administration of various ToM stories that evaluate: (a) the recognition of faux-pas, (b) the understanding of second-order false belief, (c) the ability to attribute complex intentional states and (d) the ability to predict the emotional reactions of others. Bullying, victimization, affective empathy and social competence were examined in groups through self-report questionnaires. The results of multiple linear regressions showed, in accordance with previous findings, that performance on ToM tasks was a significant predictor of children’s self-reports of acting as bullies. Further, only the aspects of antisocial behavior, such as disruptive behavior and irritability, were found to be significant moderators of the relationship between ToM and bullying. The pattern of interaction was differentiated between the two genders. ToM was not found, however, to be a significant predictor of children’s self-reports for victimization. Theoretical and practical implications of the present results are discussed.  Η παρούσα μελέτη εξέτασε το ρόλο της Θεωρίας του Νου (ΘτΝ) ως προβλεπτικού παράγοντα των αυτο-αναφορών παιδιών σχολικής ηλικίας για την εκδήλωση συμπεριφορών ενδεικτικών εκφοβισμού και θυματοποίησης. Η συναισθηματική ενσυναίσθηση και πλευρές της κοινωνικής ικανότητας των παιδιών διερευνήθηκαν ως παράγοντες ρύθμισης της παραπάνω σχέσης. Στην έρευνα συμμετείχαν 132 μαθητές (Ν = 62) και μαθήτριες (Ν =70) που φοιτούσαν από τη Γ΄ ως τη ΣΤ΄ δημοτικού. Η κοινωνικο-γνωστική διάσταση της ΘτΝ εξετάστηκε μέσω της χορήγησης ιστοριών που αξιολογούσαν: (α) την αναγνώριση κοινωνικά αδιάκριτων πληροφοριών, (β) την κατανόηση ψευδών πεποιθήσεων δεύτερης τάξης, (γ) την κατανόηση σύνθετων κοινωνικών καταστάσεων και (δ) την ικανότητα πρόβλεψης των συναισθηματικών αντιδράσεων. Οι συμπεριφορές εκφοβισμού και θυματοποίησης καθώς και η συναισθηματική ενσυναίσθηση και η κοινωνική ικανότητα εξετάστηκαν μέσω αντίστοιχων ερωτηματολογίων αυτο-αναφοράς. Πραγματοποιήθηκαν αναλύσεις πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης. Οι επιδόσεις στα έργα ΘτΝ ήταν σημαντικός προβλεπτικός παράγοντας των αυτό-αναφορών εκφοβισμού. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν σχετικά ευρήματα σύμφωνα με τα οποία τα παιδιά που αναφέρουν ότι καταφεύγουν στον εκφοβισμό έχουν χαμηλότερες επιδόσεις σε έργα ΘτΝ. Επίσης, μόνο οι διαστάσεις της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, όπως η οξυθυμία και η διασπαστική συμπεριφορά, βρέθηκαν να αλληλεπιδρούν με τις επιδόσεις στα έργα της ΘτΝ και να αναδεικνύονται σε σημαντικούς ρυθμιστές της σχέσης της ΘτΝ με τον εκφοβισμό. Το πρότυπο της αλληλεπίδρασης βρέθηκε να διαφοροποιείται στα δυο φύλα. Οι επιδόσεις στα έργα ΘτΝ δεν αποτέλεσαν, ωστόσο, σημαντικό προβλεπτικό παράγοντα για τις αυτο-αναφορές θυματοποίησης. Σχολιάζονται οι θεωρητικές προεκτάσεις και οι πιθανές εφαρμογές των συγκεκριμένων ευρημάτων

    Δεξιότητες αυτο-ρύθμισης της δράσης σε παιδιά Δημοτικού: Γνωστικές και σχολικές επιδόσεις με βάση την επίδοσή τους σε ένα έργο αλλαγής της αρχικής πρόθεσης και αυτο-ρύθμισης της δράσης

    Get PDF
    The aim of the present study was to examine: (a) possible differences among second, third, and fourth graders’ self-regularory skills, based on their performance on the Self-Regulation and Concentration Test for Children (SRTC, Kuhl & Kraska, 1992, 1993) and (b) possible differences in cognitive performance and school grades between groups of students that are differentiated according to their performance on the part of SRTC that measures their ability to change an initial intention and self-regulate their action. A total of 136 second, third, and fourth grade girls (N = 68) and boys (N = 88) participated in the study from four state primary schools in the city of Thessaloniki. Participants were asked to complete the SRTC, a behavioral computerized test, which examines children's ability to concentrate on a task and resist temptation (distraction). Cognitive performance was examined with four subscales of the WISC III, a standardized in Greek population intelligence test. Also, teachers were asked to evaluate children's school general performance as well as performance in language and mathematics. No significant differences were found in performance in various self-regulatory skills measured by SRTC between the three age groups. The results are indicative of 8 to 10 years children difficulty to change their initial intention and follow a new rule in order to succeed in the task. Children who succeeded in the intention change task had significantly higher cognitive performance and school grades in mathematics. The results are discussed as regards the diagnostic value of SRTC and their potential applications in educational settings.Στόχος της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση: (α) των πιθανών διαφορών στις δεξιότητες αυτο-ρύθμισης της δράσης (ΑΡΔ) σε παιδιά B΄, Γ΄ και Δ΄ Δημοτικού με βάση την επίδοσή τους στο Τεστ Αυτο-ρύθμισης και Συγκέντρωσης της Προσοχής για Παιδιά (SRTC, Kuhl & Kraska, 1992, 1993) και (β) των γνωστικών και σχολικών επιδόσεων των μαθητών/τριών που διαφοροποιούνται ως προς την επίδοσή τους στο τμήμα του SRTC που μετρά την ικανότητά τους για αλλαγή της αρχικής πρόθεσης και αυτο-ρύθμισης της δράσης. Στην έρευνα συμμετείχαν 136 μαθητές/τριες (Ν = 68 μαθητές) της Β΄, Γ΄ και Δ΄ τάξης τεσσάρων δημόσιων δημοτικών σχολείων της Θεσσαλονίκης. Οι δεξιότητες ΑΡΔ αξιολογήθηκαν μέσω της χορήγησης του SRTC, ενός έργου που έχει τη μορφή παιγνιδιού και δίνεται σε υπολογιστικό περιβάλλον. Οι γνωστικές επιδόσεις εξετάστηκαν με τέσσερις υπο-κλίμακες της ελληνικής έκδοσης της κλίμακας νοημοσύνης για παιδιά, WISC III. Τέλος, ζητήθηκε από τους/τις εκπαιδευτικούς να αξιολογήσουν την επίδοση των παιδιών στο μάθημα της γλώσσας και των μαθηματικών. Οι διαφορές των τριών ηλικιακών ομάδων στις επιδόσεις στις επιμέρους δεξιότητες ΑΡΔ δεν βρέθηκαν στατιστικώς σημαντικές. Επιπλέον, τα ευρήματα είναι ενδεικτικά της δυσκολίας που πιθανόν αντιμετωπίζουν τα παιδιά 8 έως 10 ετών στην αλλαγή του τρόπου εργασίας τους και στην υιοθέτηση ενός νέου κανόνα, όταν η συνθήκη το απαιτεί. Η ομάδα των παιδιών με επιτυχημένη επίδοση στο έργο αλλαγής της πρόθεσης είχε σημαντικά υψηλότερες γνωστικές επιδόσεις και υψηλότερη βαθμολογία στα μαθηματικά συγκριτικά με την ομάδα των παιδιών που απέτυχαν στο έργο. Τα αποτελέσματα συζητιούνται ως προς τη διαγνωστική αξία του SRTC και τις πιθανές εφαρμογές αυτών στο χώρο της εκπαίδευσης
    corecore