73 research outputs found

    Squamous Cell Carcinoma (SCC) in Brown meagre (Sciaena umbra Linnaeus, 1758), a new candidate species for aquaculture in Mediterranean

    Get PDF
    ΔΕΝ ΔΙΑΤΙΘΕΤΑΙ ΠΕΡΙΛΗΨΗA case of epithelial tissue tumors on the body of two adult Brown meagres (Sciaena umbra Linnaeus, 1758) is reported. Brown Meagre population of 20.000 was imported to sea cages on September of 2003 at 3g, to check the potential use of this species as a new candidate in Mediterranean aquaculture. The population had been kept for 8 years to serve as a genetic pool for further zootechnical investigation. The main pathology observed after 8 years in the sea cages were mainly ocular lesions (cataract) possibly due to natural aging and/or long culture period under high natural light intensity (UV radiation) and/or net injuries at a percentage of 1,32% of total cultured population. Apart from that, on two fish, reddish- white tumorous growths were evident on skin, macroscopically. Histologically, the timorous growths were diagnosed as Squamous cell carcinoma. Numerous rounded pearls and nests of epidermal proliferated cells were evident, some of which had a non-cellular center. There were also foci of necrosis and irregular deposits of keratin within the tumor tissue. Special stains (Ayoub-Shklar, Haematoxylin-Eosin & Schiff’s Periodic Acid) were applied to the tissue for comparison. To our knowledge this is the first presented report of SCC in this species

    Rickettsia-like organisms (R.L.O.) infections of fin-fish

    Get PDF
    Οι ρικετσιώσεις είναι μεγάλη ομάδα ασθενειών στα θηλαστικά και προκαλούνται από είδη της οικογένειας Rickettsiaceae. Τα είδη αυτά είναι Gram ενδοκυτταρικά βακτήρια που πολλαπλασιάζονται σε διάφορες θέσεις στο εσωτερικό των ευκαριωτικών κυττάρων και μεταδίδονται συνήθως με ενδιάμεσο ξενιστή Αρθρόποδα. Μέχρι το 1994, όλες οι ρικετσιώσεις που είχαν απομονωθεί αφορούσαν σολομούς εκτρεφόμενους στη θάλασσα. Όμως, έγινε φανερό ότι οι μικροοργανισμοί αυτοί είχαν ευρύτερη εξάπλωση σε ξενιστές από διάφορες γεωγραφικές περιοχές, τόσο σε θαλάσσια οικοσυστήματα όσο και σε γλυκά νερά. Πρόσφατα, η ύπαρξη μικροοργανισμών που προσομοιάζουν τις ρικέτσιες (R.L.O.) διαπιστώθηκε για πρώτη φορά και σε είδη των Μεσογειακών ιχθυοκαλλιεργειών. Στην Ελλάδα μια παρόμοια ασθένεια εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε νεαρά εκτρεφόμενα λαβράκια το 1997. Η ασθένεια εκδηλώθηκε σε ιχθυδια μεγέθους 0,5-10γρ., λίγες ημέρες μετά την τοποθέτηση τους σε κλωβούς, χαρακτηρίστηκε από νευρική συμπτωματολογία και επιδεινώθηκε κατά τους χειμερινούς μήνες (θερμοκρασία νερού < 15-18° C), με αποτέλεσμα την αύξηση της θνησιμότητας έως και 15%. Η Piscirickettsia salmonis είναι το πλέον μελετημένο στέλεχος από τα στελέχη των ρικετσιών που έχουν βρεθεί και απομονωθεί στα ψάρια. Το στέλεχος LF-89 τα απομονώθηκε από νοσουντα σολομό σε θαλασσινούς κλωβούς της Ν. Χιλής κατά τη διάρκεια μιας επιζωοτίας. Η πηγή μόλυνσης και ο τρόπος μετάδοσης των ρικετσιώσεων και ειδικότερα του μικροοργανισμού P. salmonis δεν είναι ακόμη εξακριβωμένα. Παρ'όλα αυτά, θεωρείται ότι η οριζόντια μετάδοση είναι πιθανή στο υδάτινο περιβάλλον. Αν και οι ρικέτσιες ανιχνεύθηκαν στις γονάδες ψαριών, η κάθετη μετάδοση, τουλάχιστον για τον P. salmonis, δεν έχει αποδειχθεί.Οι κυριότερες νοσολογικές ενότητες που εμφανίζονται στα ψάρια είναι οι εξής: α. Νόσος από P. salmonis (Piscirickettsiosis / Salmonid rickettsial septicaemia), β. Νόσος σε σαλμονίδες στην περιοχή της Χιλής και του Καναδά, γ. Νόσος στο σολομό του Ατλαντικού σε ιχθυοκαλλιέργειες της Ιρλανδίας, δ. Νόσος του Salmo salarcnn Νορβηγία, ε. Νόσος από R.L.O. στο λαβράκι. Παρά τις τεκμηριωμένες ομοιότητες των παθολογικών ευρημάτων σε καθεμία από τις περιπτώσεις μολύνσεων από R.L.O. (ιστική νέκρωση, αλλοιώσεις των αγγείων, προσβολή των ενδοθηλιακών κυττάρων και των μακροφάγων), υπάρχουν ορισμένες διαφορές (για παράδειγμα, υπερπλασία των βραγχίων παρατηρείται μόνο στο Χιλιανό Coho-salmo, ενώ η θρόμβωση παρατηρείται μόνο περιστασιακά στις περιπτώσεις της Ιρλανδίας και της Νορβηγίας). Αυτές οι διαφορές είναι που καταδεικνύουν την ύπαρξη παρόμοιων και όχι ταυτόσημων αιτιολογικών παραγόντων.Η ακριβής, λοιπόν, σχέση μεταξύ των διαφόρων παρατηρουμένων R.L.O. αναμένεται να διαλευκανθεί, ενώ προς το παρόν οι έρευνες που διεξάγονται με τη μέθοδο PCR ενισχύουν τη θεωρία της ύπαρξης τουλάχιστον 4 γενετικών μεταβλητών. Εκτός από τα Salmonidae και άλλα είδη ψαριών αποτελούν στόχο των R.L.O. Μεταξύ αυτών, αναφέρονται το Oreochromusmossambicus, Ο. niloticus, Ο. aureus, Tilapiazillii, T. hornorum και μερικά υβρίδια. Τα προσβεβλημένα ψάρια εμφάνιζαν ηπατικές αλλοιώσεις, χαρακτηριζόμενες από διηθητική νεκρωτική ηπατίτιδα, έντονη αγγειίτιδα, ινώδεις θρόμβους και κοκκιώματα. Μόνο μια δοκιμή εμβολίου χρησιμοποιώντας μια βακτερίνη έχει δημοσιοποιηθεί. In vitro δοκιμές έχουν δείξει ευαισθησία του παράγοντα στη στρεπτομυκίνη, γενταμυκίνη, τετρακυκλίνη, χλωραμφαινικόλη, ερυθρομυκίνη, οξυτετρακυκλίνη, κλαριθρομυκίνη και σαραφλοξακίνη, καθώς και αντοχή στην πενικιλίνη και σπεκτινομυκίνη. Στην πράξη, ποικίλα αποτελέσματα έχουν επιτευχθεί χρησιμοποιώντας αντιβιοτικά από το στόμα.Rickettsia-like organisms (R.L.O.) infections of finfish have been reported in several salmonid and non-salmonid species in both fresh and seawater since 1939. This organism was not considered of economical importance to the global fin-fish aquaculture industry until Piscirickettsia salmonis was confirmed as the etiology agent of mass mortalities in the Chile during the 1990's. All cultured salmonid species can be infected by this intracellular bacteria and in diseased fish it may provoke a systemic response affecting most internal organs, but preferentially targeting the liver.For other R.L.O's the pathology may vary depending on both the imunogenicity of the R.L.O. and the species offish affected; eg, R.L.O. infections of the Hawaiian tilapia result in a systemic granulomatous inflammatory response. Initial published reports on R.L.O's affecting cultured juvenile sea bass (Dicentrarchus labrax) were described from sea-cages, at rearing temperatures ranging from 12-15°C, in the Mediterranean off the coast of France. In this outbreak the reported pathology was restricted to the mesencephalic regions of the brain. Subsequendy, the organism was identified from cultured sea bass of the coast of Greece, with moribund fish showing similar pathology; i.e brain, olfactory nerve and internal organs inflammation. These samples were preliminarily screened by immunohistochemistry and found to cross react with antisera to P. salmonis. This finding was also confirmed by demonstrating antigenic similarities between P. salmonis and European sea bass R.L.O. isolates from Greece. Recendy, a systemic type of the disease was demonstrated by histopathology in juvenile cultured juvenile sea bass. The meningitis, as well as other internal lesions affecting sea bass, is nearly identical to that seen in for R.L.O. infected Adantic salmon from British Columbia, Canada. Similar lesions have been noted for piscirickettsiosis in both Chilean and Eastern Canadian outbreaks: i.e liver, pancreas, retina, brain stem, meninges and the lamina propria of intestine

    Tenacibaculosis in aquaculture farmed marine fish

    Get PDF
    Η μυξοβακτηριδίαση αποτελεί περιοριστικό παράγοντα εκτροφής πολλών θαλασσινών ψαριών παγκοσμίως. Στα θαλασσινά είδη ψαριών, το κύριο αίτιο της νόσου είναι το βακτήριο Tenacibaculum maritinun. Η νόσος, είναι υπεύθυνη για μεγάλες θνησιμότητες στις εντατικές ιχθυοκαλλιέργειες. Η μόλυνση μπορεί να προκαλέσει εξωτερικά παθολογικά συμπτώματα και αλλοιώσεις στα ψάρια, όπως έλκη, αιμορραγικές και νεκρωτικές αλλοιώσεις στο δέρμα, πτερύγια και ουρά, αιμορραγική στοματίτιδα και διάβρωση της ουράς και των πτερυγίων. Στην παρούσα ανασκόπηση αναφέρονται πληροφορίες για τα στελέχη Tenacibaculum maritinun που προσβάλλουν εκτρεφόμενα ψάρια του θαλασσινού νερού, για την νόσο, τον αιτιολογικό παράγοντα, τους ξενιστές, την κλινική εικόνα, τις μεθόδους διάγνωσης, την παθογένεια της μόλυνσης, την θεραπεία και την πρόληψη της νόσου.Tenacibaculosis is a limiting factor of the culture of many farmed marine fish worldwide. In marine fish species, the main etiological agent of the disease is the bacterium Tenacibaculum maritinun. The disease is responsible for high mortalities in intensive aquaculture farms. The infection can cause external pathological signs and lesions to the fish, such as ulcers, hemorrhagic and necrotic lesions on the skin, fins and tail, hemorrhagic stomatitis and corrosion of the tail and fins. In the present review information is provided regarding Tenacibaculum maritinun strains that infect farmed marine fish, the disease, the causative agent, host species, clinical symptoms, methods of diagnosis, pathogenesis of infection, the treatment and prevention of the disease

    The most important Myxosparean parasite species affecting cultured Mediterranean fish

    Get PDF
    Τη ραγδαία ανάπτυξη των υδατοκαλλιεργειών ακολούθησε η εμφάνιση παθολογικών προβλημάτων, κυρίως μικροβιακής ή παρασιτικής αιτιολογίας, τα οποία δυσκολεύουν την ομαλή ανάπτυξη των ψαριών κυρίως στα στάδια της πάχυνσης (κλωβοί), όπου, κατά περιόδους, στη χώρα μας έχει παρατηρηθεί μέχρι και 80% θνησιμότητα με σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις, που πολλές φορές καθιστούν ασύμφορες τις υδατοκαλλιέργειες. Τα Μυξοσπορίδια έχουν ενοχοποιηθεί για επιδημίες τόσο σε θαλασσινά ψάρια όσο και σε ψάρια γλυκών υδάτων. Η παρασίτωση με Myxidium leei είναι μία σοβαρή παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει κυρίως τη χιόνα και την τσίπουρα σε νεαρά στάδια πάχυνσης. Στην τσίπουρα, πρόσφατα αποδείχθηκε ότι ο βιολογικός κύκλος του παρασίτου είναι άμεσος, από ψάρι σε ψάρι, ενώ δεν έχει αποδειχθεί ο κύκλος σε άλλα παράσιτα των θαλασσινών ψαριών. Στα περισσότερα ψάρια του γλυκού νερού ο κύκλος είναι έμμεσος, με ενδιάμεσο ξενιστή σκώληκες (Tubifex spp.) Σε μικτές, ταυτόχρονες μολύνσεις με τα μυξοσπορίδια Ceratomyxa diplodae και Μ. leei η θνησιμότητα είναι πολύ μεγάλη. Η υψηλή σε λιπαρά διατροφή είναι ένας πολυσυζητημένος πιθανός προδιαθετικός παράγοντας. To Myxobolus sp. είναι άλλο ένα μυξοσπορίδιο παράσιτο που παρατηρείται σε εκτρεφόμενα ψάρια Κυστεις Myxobolus sp., που περιέχουν ώριμους σπόρους που έχουν παρατηρηθεί στον ενδιάμεσο νεφρικό ιστό στην καλλιεργούμενη χιόνα με μεγάλο ποσοστό μόλυνσης και ένταση τους καλοκαιρινούς μήνες. Το Sphaerospora dicentrarchi είναι ένα παράσιτο το οποίο παρασιτεί σε όλα σχεδόν τα εσωτερικά όργανα του λαβρακιου με προτίμηση στο συνδετικό και μυϊκό ιστό της χοληδόχου κύστης και στο μυϊκό χιτώνα του εντέρου. Το ποσοστό μόλυνσης έχει βρεθεί ακόμη και 100% σε άγρια ψάρια και 70,5% σε καλλιεργούμενα. Το παράσιτο S. testicularis συνήθως παρασιτεί στις γονάδες του λαβρακιου χωρίς να προκαλεί φλεγμονώδη αντίδραση, όμως, όταν η μόλυνση είναι έντονη μπορεί να προκαλέσει ολική καταστροφή των γονάδων. Το μυξοσπορίδιο Polysporoplasma spans έχει βρεθεί σε νεφρούς (νεφρικά σωμάτια) καλλιεργούμενης τσιπούρας στην Ισπανία, στην Αδριατική θάλασσα και σε μονάδες σε όλη την Ελλάδα με υψηλά ποσοστά προσβολής την καλοκαιρινή περίοδο. Σε θαλασσινά ψάρια έχουν βρεθεί, επίσης, αρκετά είδη μυξοσποριδίων του γένους Ceratomyxa. Τα είδη αυτά θεωρούνται απαθογόνα. Τα παράσιτα του γένους Kudoa έχουν βρεθεί σε πολλά εκτρεφόμενα και άγρια θαλασσινά ψάρια και προσβάλλουν τους μύες των ψαριών, υποβαθμίζοντας ακόμα και την ποιότητα των μεταποιημένων προϊόντων. Τα μολυσμένα με Μυξοσπορίδια ψάρια παρουσιάζουν απίσχναση με διογκωμένες χοληδόχους κυστεις και διογκωμένο κοιλιακό τοίχωμα. Περιστασιακά έχει παρατηρηθεί αποχρωματισμένο και πρασινωπό ήπαρ με εμφανή σημάδια λιπώδους εκφύλισης. Στα σπλάχνα των περισσότερων μολυσμένων ψαριών έχουν παρατηρηθεί σημαντικές ποσότητες λίπους . Πρώιμοι τροφοζωίτες του παρασίτου Myxobolus sp. παρατηρούνται στο νεφρικό παρέγχυμα, ενώ ελεύθεροι σπόροι είναι περικεχαρακωμένοι στα μελανομακροφάγα κέντρα. Ουρολιθίαση και ασβέστωση παρατηρείται στον ενδιάμεσο συνδετικό ιστό σε τελικά στάδια ανάπτυξης του παρασίτου. Η θεραπεία των μυξοσποριδίων είναι δύσκολη. Πρωταρχικό ρόλο για την εφαρμογή οποιασδήποτε προληπτικής ή θεραπευτικής αγωγής έχει η σωστή και έγκαιρη εκτίμηση της κατάστασης των ψαριών και της σημαντικότητας του παρασίτου, το οποίο θα πρέπει να διαγνωσθεί έγκαιρα. Η fumagillin και ο συνδυασμός Salinomycin & Amprolium είναι αποτελεσματικά φάρμακα κατά των περισσοτέρων Μυξοσποριδίων, όμως, η θεραπεία του M. leei παραμένει μέχρι σήμερα αναποτελεσματική.Following the rapid development offish farming, an outbreak of pathological problems appeared, mainly of parasitic origin. These have an effect on fish growth(especially at cagegrowing stage), where periodically may cause mortality up to 80%, which has a serious economic impact on fish farming. Myxosporida have been implicated in outbreaks in both marine and freswhwater fish. The parasite M. leei causes serious disease affecting young sharp snout sea bream (Diplodus puntazzo C) and sea bream (Spams aurata L). Recendy, the life cycle of this parasite has been elucidated in sea bream as direct with fish to fish transmission, whereas there is no information on other marine Myxosporida species. In freshwater fish the life cycle of Myxosporida is indirect involving Tubifex spp. worms as intermediate hosts. In mixed infections of Ceratomyxa diplodae and M. leei mortality can be high. High fat diets is a well known predisposing factor. Myxobolus sp. is another myxosporean that affects farmed fish. Mature spores are found in cysts in the interstitial renal tissue in high prevalence and intensity in D. puntazzo during summer months. Sphaerospora dicentrarchi parasitises all the internal organs of sea bass (Dicentrarchus labrax L) with predilection in the gall bladder and in the muscular layers of intestine, where it can reach 100% and 70.5% of prevalence in wild and cultured fish, respectively, during summer months. Sphaerospora testicularis parasitises in the gonads of sea bass without inflammatory reaction, however, when intensity is high, it can cause total destruction of the organ. Polysporoplasma sparishas been reported in glomeruli of cultured sea bream in Spain, Andriatic Sea and fish farms all over Greece with high prevalence during summer. Ceratomyxa spp have also been found in various marine fish with no serious effect on fish hosts. Kudoa spp. have also been reported from many cultured and wild fish; these parasites affect the muscles and have an economic impact on processed fish products. Fish infected with Myxosporida spp are often emaciated, the gall bladder and abdomen are extended; the liver can be discolored showing fat degeneration; this may be obvious in most internal organs. Early trophozoites of Myxobolus sp. can be found in the renal parenchyma or encysted in melanomacrophage centres. Nephrocalcinosis is also found in later stages of trophozoite or cyst development. The treatment of Myxosporida spp is difficult. It is important to detect and diagnose early the disease and to assess the severity of the parasitoses. Fumagillin and the combination of Salinomycin & Amprolium are effective against most of these parasites except M. leei for which no effective treatment is still available

    Isolation, characterization and sequence determination of Noda virus from sea bass (Dicentrarchus labraxL.) reared in freshwater and marine facilities in Greece

    Get PDF
    Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η απομόνωση του ίου Noda από ιχθυες γλυκού νερού και ειδικά από το είδος Dicentrarchus labrax L. (λαβράκι) και ο μοριακός χαρακτηρισμός του. Σε προηγούμενες μελέτες έχει αναφερθεί η ανίχνευση τουίου Noda με τη μέθοδο της Αλυσιδωτής Αντίδρασης της Πολυμεράσης (ΑΑΠ) σε λαβράκια (Dicentrarchus labrax) που εμφάνιζαν κλινικά συμπτώματα και εκτρέφονταν υπό εντατικές συνθήκες σε γλυκό νερό. Δεν είχε, όμως, επιτευχθεί η απομόνωση του σε κυτταροκαλλιέργεια. Η παρούσα μελέτη περιγράφει την απομόνωση του ίου Noda από ελληνικές εκτροφές λαβρακιου που εμφάνιζαν κλινικά συμπτώματα και που εκτρέφονταν τόσο σε θαλάσσιο όσο και σε γλυκό νερό. Ο ιός απομονώθηκε στην ειδική συνεχή κυτταρική σειρά SSN-1, εκδηλώνοντας χαρακτηριστικό κυτταροπαθογόνο αποτέλεσμα υπό μορφή κενοτοποίωσης και εκφύλισης. Παράλληλα, στο σύνολο των δειγμάτων εγκεφαλικού ιστού και οφθαλμών που προέρχονταν από μολυσμένα λαβράκια, ανιχνεύθηκε, με χρήση της Ανάστροφης Μεταγραφής - της Αλυσιδωτής Αντίδρασης Πολυμεράσης (Reverse Transcription-PCR) και με την τεχνική της nestedRT-PCR (nested Reverse Transcription) - PCR, ένθετη ανάστροφης αντιγραφής- PCR, μια γενωμική περιοχή μεγέθους 255 ζευγών βάσεων (ζβ). Η σύγκριση της αλληλουχίας των νουκλεοτιδίων της παραπάνω περιοχής με αντίστοιχη που ανιχνεύθηκεσε ασθενή λαβράκια ευρωπαϊκής εκτροφής και σε άλλα είδηιχθύων ανέδειξε μεγάλο βαθμό ομολογίας μεταξύ τους.The present study aims το characterize Noda virus isolates from freshwater and marine fish, specifically from species Dicentrarchus labrax (sea bass). Previous works reported the detection of Noda virus only by using PCR, in cultured Dicentrarchus labrax showing clinical symptoms. Here we describe the isolation of Noda virus from symptomatic sea bass cultured in sea and freshwater facilities in Greece. The virus was isolated in the continuous cell line SSN -1, exhibiting characteristic cytopathic effect, vacuolation and degeneration of the monolayer. In parallel, in all cerebral tissue samples isolated from infected individuals, a 255 bp viral fragment has been detected, using Reverse Transcription - Polymerase Chain Reaction (RT-PCR) and nested PCR. Comparison of the amplified sequence was detected in diseased fish in European farms and in other piscine species revealed a high nucleotide homology

    Study of the bacteriostatic activity of an Artemia enrichment compound based on plant extracts from Angelica sp.

    Get PDF
    Μελετήθηκε η βακτηριοστατική ικανότητα εμπορικού σκευάσματος στα βακτήρια Vibrio alginolyticus and V. anguillarum σε συγκεντρώσεις 1,3,4,6.5 και 15 ppm. Η καλύτερη συγκέντρωση για τα μη παθογόνα βακτήρια στις 48 ώρες βρέθηκε μεταξύ 1-3 ppm, ενώ για μεγαλύτερη διάρκεια (72 ώρες) βρέθηκε η συγκέντρωση των 6,5 ppm και για τα δυο βακτήρια. Μεγαλύτερες συγκεντρώσεις δεν έδειξαν κανένα πλεονέκτημα ως προς τη βακτηριοστατική ικανότητα.The bacteriostatic ability of a commercial product was assessed against Vibrio alginolyticus and V anguillarum at concentations 1,3,4,6.5 and 15ppm. The best concentration for short term (48hrs) arrestment of the nonpathogenic bacteria was found l-3ppm whereas for longer effect (72hrs) the best concentration for both species was 6,5ppm. Higher concentrations did not show any advantages

    Alternative medicine in aquaculture

    Get PDF
    Η χρήση εναλλακτικών θεραπειών στις υδατοκαλλιέργειες και γενικότερα στα παραγωγικά ζώα έχει γίνει στις ημέρες μας επιτακτική για σημαντικούς λόγους. Τα κοινά κτηνιατρικά φάρμακα, που μέχρι σήμερα χορηγούνταν ευρέως σε ζώα παραγωγής ,έχουν πλέον υποβληθεί σε αυστηρότατους ελέγχους και νομοθετικούς περιορισμούς. Ακόμη, η αλόγιστη χρήση τέτοιων φαρμάκων οδήγησε στη δημιουργία ανθεκτικών βακτηριακών στελεχών, με αποτέλεσμα τη μη ικανοποιητική καταπολέμηση τους μεκοινές μέχρι τώρα θεραπείες. Η χρήση βοτάνων, δηλαδή φυτικών οργανισμών με θεραπευτικές ιδιότητες, αποτελεί μια εναλλακτική θεραπεία που έχει τις ρίζες της εδώ και αιώνες στον πολιτισμό πολλών αρχέγονων λαών. Η εφαρμογή, όμως, στα ψάρια τέτοιου είδους θεραπείας έχει γίνει τα τελευταία χρόνια σε περιορισμένη κλίμακα. Παρόλα αυτά, τα αποτελέσματα κρίνονται ως ικανοποιητικά και ενθαρρυντικά για περαιτέρω πειραματισμούς. Τα προβιοτικά, ζωντανά μικροβιακά συμπληρώματα διατροφής, αποτελούν μια καινοτομία στις εναλλακτικές θεραπείες. Η χρήση τέτοιων ουσιών, που άρχισε τον περασμένο αιώνα, φαίνεται να είνα ιαποτελεσματική στη θεραπεία διάφορων παθολογικών καταστάσεων και στα ψάρια. Τέλος, στις εναλλακτικές θεραπείες εντάσσεται και η χρήση άλατος. Συγκεκριμένα, η διακύμανση της αλατότητας του νερού αποδεικνύεται αποτελεσματική για την καταπολέμηση κυρίως των εξωπαρασίτων των ψαριών.The use of alternative treatments in the aquaculture and more generally in production animals has become in our days imperative for important reasons. The common veterinary medicines, that until now were used widely in production animals, have been submitted in strictest controls and legislative restrictions. Furthermore, the overuse of such medicines has led to the creation of resistant bacterial shains, which had as a result the reduction of efficacy of treatments. The use of herbs, i.e. plant organisms with therapeutic attributes, constitutes an alternative treatment, that originates in the culture of many native populations. Their application, however, in fish has appeared only in few the last years and in a limited scale. Nevertheless, the results are satisfactory and encouraging for further experimentations. The probiotics, live microbial supplements of diet, constitute an innovation in the alternative treatments. The use of such substances, since the beginning of the last century, appears to be beneficial in the treatment of various pathological situations and has been applied also in fish. Finally, salt is also included in alternative treatments. The fluctuation of water salinity results in an effective treatment of mainly ectoparasites of fish

    In vivo efficacy of lasalocid and pyrimethamine treatments against Anophryoides haemophila, a ciliate pathogen of American lobster Homarus americanus

    Get PDF
    Lasalocid και pyrimethamine χορηγήθηκαν σε αμερικάνικους αστακούς μολυσμένους με το παράσιτο Α. haemophila. υπό πειραματικές συνθήκες. To lasalocid βρέθηκε να είναι πολύτοξικό και μεγάλη θνησιμότητα παρατηρήθηκε όταν δόθηκε in vivo τόσο σε υγιείς όσο και μολυσμένους αστακούς. Η pyrimethamine αποδείχθηκε αποτελεσματική και θεραπεύει τελείως τα παράσιτα ειδικά στο επαναλαμβανόμενο σχήμα. Η θνησιμότητα ήταν πολύ χαμηλή και ο μέσος αριθμός των αιμοκυττάρων παρέμεινε υψηλός, ακόμη και υψηλότερος από τους αρνητικούς μάρτυρες. Το φάρμακο φαίνεται να επιβραδύνει την εμφάνιση των παρασίτων στην αιμολέμφο και να μειώνει τη διασπορά των παρασίτων και στα όργανα (επιποδίτης, ηπατοπάγκρεας). Στα μη μολυσμένα άτομα που χορηγήθηκε το φάρμακο αυτό, ο αριθμός των αιμοκυττάρων ήταν παρόμοιος με τους αρνητικούς μάρτυρες. Επίσης, δεν παρατηρήθηκαν παθολογικές αλλοιώσεις όταν το φάρμακο δόθηκε σε μη μολυσμένα άτομα. Καθώς δεν υπάρχει θεραπεία για τη νόσο, με βάση τα θετικά αποτελέσματα της παρούσης εργασίας, προτείνουμε ότι η pyrimethamine είναι ένα καλό φάρμακο για τη θεραπεία της νόσου που οφείλεται στο παράσιτο Α. haemoplila.Lasalocid and pyrimethamine was administered to American lobsters infected with A. haemophila. Lasalocid was found to be toxic and acute mortality was observed, when administered in vivo in both infected and uninfected lobsters. Pyrimethamine was found very efficient to treat these ciliates at repeated doses. The mortality was very low and the mean haemocyte counts remained higher than the uninfected control group. The drug seems to delay the appearance of the ciliates in the haemolymph and to lower the spread of these parasites in the epipodite and the hepatopancreas. In uninfected animals treated with this drug, haemocyte counts were similar to uninfected control group. Furthermore, no pathology was observed, when the drug was administered to uninfected lobsters. Since there is no effective treatment for the control of bumper car disease, on the basis of the results of the present study, we suggest that pyrimethamine is a good drug for the treatment of A. haemoplila infection in lobsters

    Fish vaccination

    Get PDF
    Στις υδατοκαλλιέργειες, σύμφωνα με το εντατικό σύστημα εκτροφής, τα ψάρια εκτρέφονται σε υψηλές ιχθυοπυκνότητες και η πιθανότητα έκθεσης τους σε μικροοργανισμούς, που προκαλούν νοσήματα, όπως βακτήρια, παράσιτα ή ιοί, κατά τη διάρκεια του παραγωγικού κύκλου, είναι πολύ υψηλή. Βακτηριδιακά και ιογενή νοσήματα των εκτρεφόμενων ψαριών έχουν προκαλέσει υψηλές θνησιμότητες και έχουν μειώσει τα οικονομικά έσοδα της βιομηχανίας των ιχθυοκαλλιεργειών. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Στη Μεσόγειο, τα τελευταία χρόνια, η παραγωγή της τσιπούρας (Sparus aurata), του λαυρακιού (Dicentrarchus labrax), καθώς και διαφόρων άλλων, νέων, εκτρεφόμενων ειδών, έχει συνοδευτεί από σοβαρές εξάρσεις γνωστών νοσημάτων, καθώς και από την εμφάνιση και αναγνώριση νέων. Μέχρι πρόσφατα, για τον έλεγχο των βακτηριδιακών καιπαρασιτικών νοσημάτων χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά μόνο αντιβιοτικά και χημικά προϊόντα, τα οποία όμως συχνά εμφανίζουναν επιθύμητες παρενέργειες, όπως κατάλοιπα στη σάρκα των ψαριών, ανθεκτικότητα αντοχής των βακτηριδίων και μόλυνση του υδάτινου περιβάλλοντος. Επιπρόσθετα, για ιογενεις ασθένειες, για τις οποίες δεν υπάρχει θεραπεία, η εμφάνιση της ασθένειας στις εγκαταστάσεις των μονάδων συνήθως απαιτεί την καταστροφή του προσβεβλημένου πληθυσμού. Όλα τα παραπάνω οδήγησαν στην ανάγκη αναζήτησης μεθόδων πρόληψης των νοσημάτων και κατά συνέπεια στην ανάπτυξη και χρήση εμβολιών για την αντιμετώπιση των σοβαρότερων νοσημάτων των εκτρεφόμενων ψαριών. Έτσι, αρχικά παρασκευάστηκαν εμβόλια μόνο για νοσήματα που ήταν κοινά σε πολλές ιχθυοπαραγωγικές χώρες και ήταν εύκολα ελεγχόμενα με απλά προετοιμασμένα βακτηριακά εμβόλια, π.χ. η δονακιωση, η ερυθροστοματιτιδα (ERM) και η δοθιήνωση. Σήμερα, όμως, έχει ήδη αρχίσει η παραγωγή νέων και περισσότερο αποτελεσματικών εμβολίων, ακόμα και για νοσήματα που οφείλονται σε ιούς, όπως είναι τα εμβόλια υπομονάδων, τα ζωντανά ανασυνδυασμένα εμβόλια και τα γενετικά εμβόλια.In intensive fish rearing system, fish are kept in high densities and their chance to be exposed to micro organisms that can cause infection, such as bacteria, parasites or viruses, is very high. Under these circumstances, the problem of infectious diseases is becoming very important and has significant results. Bacterial and viral diseases of the cultured fish species have led to high mortalities and have decreased the income of the fish farming industries. There are many examples in the Mediterranean Sea, in the production of sea bream (Spams aurata), sea bass (Dicentrarchus labrax) and many other cultured fish species. In the last years, this production has been followed by important outbreaks of known diseases and also by the appearance and identification of new ones. Until recently, for the control of the bacterial and parasite diseases, only antibiotics and chemical products were used that often demonstrated side effects, like residues in the fish muscle, development of resistance to the antibiotics and environmental pollution. Moreover, for the viral diseases, for which there is no treatment, the onset of the disease usually demands the destruction of the infected population. All the above, showed that there was a need to find methods to prevent the infection of the fish populations and this led to the development of vaccines. At the beginning, vaccines were produced only for the most common diseases and were easy to prepare bacterial vaccines, for example for vibriosis, furunculosis and red mouth disease (ERM). Nowadays, the production of new and more effective vaccines has began, even for diseases that are caused by viruses, like the subunit vaccines, the live recombinant and the genetic vaccines

    Location and morphological identification of Myxosporida and evaluation of the effect of freezing and Giemsa staining on the spore length

    Get PDF
    Τα μυξοσπορία Enteromyxum leei, Ceratomyxa spp., Polysporoplasma sparis είναι από τα σημαντικότερα και πιο συχνά παρατηρούμενα μυξοσπορίδια στα εκτρεφόμενα μεσογειακά ευρΰαλα ψάρια. Στη συγκεκριμένη έρευνα, αρχικά, έγινε μια εκτίμηση της εποχικότητας και του ποσοστού προσβολής των μυξοσποριδίων που παρασιτούν σε εκτρεφόμενα ψάρια στην Ελλάδα. Το κύριο όργανο στόχος σε όλα τα προσβεβλημένα ψάρια ήταν το έντερο, ενώ ανιχνεύτηκαν, επίσης, σε χοληδόχο κύστη και νεφρό. Το καλοκαίρι, το στατιστικά μεγαλύτερο ποσοστό προσβολής παρατηρείται στη χιόνα. To P. sparis παρατηρήθηκε σε τσίπουρα που αποτελεί τον κΰριο ξενιστή του παράσιτου, ενώ παρατηρήθηκε σε μικρότερα ποσοστά προσβολής και σε εκτρεφόμενη χιόνα. Το κΰριο όργανο στόχος σε όλα τα προσβεβλημένα ψάρια ήταν ο νεφρός. Το καλοκαίρι παρατηρείται το στατιστικά μεγαλύτερο ποσοστό προσβολής στην τσιπούρα. Ώριμοι σπόροι του παράσιτου Ceratomyxa diplodae παρατηρήθηκαν σε χιόνα. Το κύριο όργανο στόχος του παράσιτου, που προσβλήθηκε στα εκτρεφόμενα ψάρια στην παρούσα έρευνα, ήταν η χοληδόχος κύστη. Επίσης, έγινε παρατήρηση της μορφολογίας και μέτρηση των σπόρων των παραπάνω μυξοσποριδίων. Στη συγκεκριμένη έρευνα,μελετήθηκε επίσης η επίδραση της κατάψυξης στους -20° C (για 1 και 6 μήνες) και της χρώσης Giemsa στο μέγεθος των σπόρων των μυξοσποριδίων που ανιχνεύτηκαν. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η κατάψυξη για 6 μήνες και η χρώση Giemsa μείωσαν σημαντικά το μέγεθος των ώριμων σπόρων. Τέλος, έγινε τυποποίηση των τριών διαφορετικών ειδών μυξοσποριδίων που παρατηρήθηκαν με χρώση Giemsa. Τα επιχρίσματα της παρασιτολογικής εξέτασης βάφτηκαν με Giemsa σύμφωνα με δεδομένο πρωτόκολλο. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, για το Ε. leei, ο ιδανικός χρόνος παραμονής του επιχρίσματος στο διάλυμα Giemsaγια ικανοποιητική χρώση των σπόρων ήταν 20 min, για το C. diplodae ήταν 30 min και για το P. spans ήταν 24 min.Enteromyxum leei, Ceratomyxa spp., Polysporoplasma spans are myxosporea usually found in cultured Mediterranean marine fish. The present study refers to the evaluation of the seasonality and prevalence caused by myxosporea infections in cultured sharpsnout seabream (Puntazzo puntazzo C.) and gilthead seabream {Spams aurata L.). The main target organ of all infected fish was the intestine and some-times the gallbladder and the kidney were also target organs. The highest prevalence was observed during summer in cultured sharpsnout seabream. P. sparis has been observed in gilthhead seabream, which proved to be the main host of this parasite, but it was also observed in cultured sharpsnout seabream. The main target organ in all infected fish was the kidney. The highest prevalence was observed during summer in cultured gilthead seabream. Mature spores of Ceratomyxa diplodae were observed in sharpsnout seabream. The main target organ of the parasite in cultured fish was the gallbladder. The morphology and size observations of myxosporeans mentioned above were also studied. Freezing in -20 °C (for 1 and 6 months) and the effect of Giemsa staining in myxosporean mature spore's size were evaluated. According to the results, 6 months freezing and Giemsa staining reduced significantly the size of mature spores. Finally, the protocol for Giemsa staining for the three different myxosporea species, usually found in cultured mediterranean marine fish, was standardized. Fresh smears were stained by Giemsa, according to protocol used for fresh smears. For E. leei the best results were obtained after immersing the smears in the stain for 20 min, for C diplodae after immersing the smears in the stain for 30 min and for P. sparis after immersing the smears in the stain for 24 min
    corecore