Chronic suppurative lung diseases in children. Microbiology and diagnostic tools

Abstract

Η βρογχεκτασία, η χρόνια βακτηριακή βρογχίτιδα και η χρόνια πυώδης πνευμονοπάθεια αποτελούν σοβαρές νόσους στα παιδιά με σημαντικές επιπτώσεις σε αυτά, στις οικογένειές τους, στον τομέα της υγείας και στην ευρύτερη κοινότητα [Chang et al. 2008]. Αλληλεπικαλύπτονται κλινικά και η διάγνωσή τους μπορεί να είναι βέβαιη μόνο μετά από μακροχρόνια παρακολούθηση των ασθενών [Chang et al. 2008]. Έχει προταθεί (ωστόσο δεν έχει επιβεβαιωθεί) ότι οι παραπάνω ασθένειες αποτελούν μέρος μιας κλινικής συνέχειας και οι πιο πάνω κλινικές καταστάσεις μοιράζονται κοινή παθοφυσιολογία, ενώ διακρίνονται από τους αντίστοιχους βαθμούς σοβαρότητάς τους [Chang et al. 2008; Kalu et al. 2010]. Κοινά θέματα των χρόνιων πνευμονοπαθειών είναι η επίμονη ή υποτροπιάζουσα λοίμωξη του κατώτερου αναπνευστικού, η αναποτελεσματική κάθαρση του μολυσμένου υλικού από το κατώτερο αναπνευστικό και η σοβαρή ουδετεροφιλική φλεγμονή [Redding and Carter, 2017]. Η χρόνια βακτηριακή βρογχίτιδα δεν αποτελεί μια νέα κλινική οντότητα, καθώς κλινικές καταστάσεις παρόμοιες με αυτήν, έχουν αναφερθεί βιβλιογραφικά, συχνά κατά τα προηγούμενα χρόνια [Kantar et al. 2017; Taussig et al. 1981]. Ωστόσο, μόλις πρόσφατα χαρακτηρίστηκε επαρκώς κλινικά [Chang et al. 2008; Donnelly et al. 2007] και αποτελεί πλέον μια καλά αναγνωρισμένη κλινική οντότητα. Χαρακτηριστικά, τα παιδιά με χρόνια βακτηριακή βρογχίτιδα είναι μικρά σε ηλικία (κάτω των πέντε ετών, μέσος όρος ηλικίας = 3 έτη) [Marchant et al. Chest 2006; Donnelly et al. 2007] με κυρίαρχο κλινικό σύμπτωμα τον χρόνιο υγρό βήχα [Chang et al. 2008]. Παρόλο που αρκετοί γονείς έχουν δηλώσει επίσης την παρουσιά συριγμώδους αναπνοής (41-81% [Donnelly et al. 2007; Darelid et al. 1993]), σπάνια επιβεβαιώθηκε η διάγνωση χρόνιας βακτηριακής βρογχίτιδας σε αυτά τα παιδιά [Kantar et al. 2017]. Οι αρνητικές επιδράσεις της νόσου στην υγεία των παιδιών είναι ελάχιστες και τα παιδιά με χρόνια βακτηριακή βρογχίτιδα είναι φαινομενικά υγιή με φυσιολογική ανάπτυξη για την ηλικία τους και δεν παρουσιάζουν σημεία κύριας χρόνιας πυώδους πνευμονοπάθειας [Chang et al. 2008]. Υπάρχουν περιπτώσεις που τα παιδιά με χρόνια βακτηριακή βρογχίτιδα λόγω μη αναπόκρισης στη θεραπεία με βρογχοδιασταλτικά, μπορεί λανθασμένα να διαγνωσθούν με σοβαρό άσθμα [Marchant et al. Chest 2006; Donnelly et al. 2007]. Τέτοιες διαγνώσεις περιπλέκονται περαιτέρω σε περιπτώσεις, όπου η χρόνια βακτηριακή βρογχίτιδα και το άσθμα συνυπάρχουν. Η διάκριση των υποτροπιάζοντων και μη υποτροπιαζοντων επεισοδίων βήχα σε ένα παιδί είναι σημαντική, επειδή τα άτομα με πιο τακτικά περιστατικά παρατεταμένου υγρού βήχα μπορεί να διατρέχουν 7 μεγαλύτερο κίνδυνο να μεταπέσουν σε χρόνια πυώδη πνευμονοπάθεια και στη συνέχεια σε βρογιεκτασία. Αυτή η υπόθεση επιβεβαιώθηκε σε ενήλικες πληθυσμούς που ταυτοποιήθηκαν πρόσφατα με βρογχιεκτασία και οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν στο παρελθόν μακράς διάρκειας υγρό βήχα που σε κάποιους χρονολογείται από τα παιδικά τους χρόνια [Pasteur et al. 2000; King et al. 2006]. Η βρογχεκτασία, που δεν συνδέεται με την κυστική ίνωση, αποτελεί σοβαρή νόσο και έχει μεγάλη νοσηρότητα [Kapur et al. 2009; Chang, Grimwood et al. 2002; Singleton et al. 2000]. Ο ορισμός της βρογχεκτασίας που δόθηκε από τον Laenec το 1819 βασίστηκε στη μεταθανάτια ιστοπαθολογία των πνευμόνων ασθενών με βρογχεκτασία [Lae¨nnec, 1819]. Αργότερα, τα βρογχογραφήματα, τα οποία ορίστηκαν το 1951 για πρώτη φορά [Mannes, 1951], έγιναν η εξέταση εκλογής, προτού αντικατασταθούν κυρίως από σαρώσεις αξονικής τομογραφίας θώρακα υψηλής ανάλυσης (chHRCT). Σήμερα, η βρογχεκτασία περιγράφεται ως η «μόνιμη διάταση των περιφερικών αεραγωγών» [Westcott 1991; Webb et al. 2001] και είναι μια κατάσταση όπου οι βρόγχοι των πνευμόνων καταστρέφονται μόνιμα και διευρύνονται. Η βρογχεκτασία είναι το αποτέλεσμα μακροχρόνιων λοιμώξεων των αεραγωγών με αποτέλεσμα την απώλεια της δομικής ακεραιότητας του τοιχώματός τους που δημιουργεί τη μόνιμη διάτασή τους. Μπορεί να λάβει χώρα εστιακά μετά από σοβαρές οξείες αναπνευστικές λοιμώξεις ή σε περίπτωση μετα-αποφρακτικής πνευμονίας λόγω ξένων σωμάτων ή άλλων ενδοβρογχικών βλαβών (φυματίωση, όγκος) ή και στα πλαίσια άλλων σοβαρών νόσων (π.χ. πρωτοπαθής δυσκινησία κροσσών και κυστική ίνωση). Η βρογχεκτασία μπορεί επιπλέον να αναπτυχθεί μετά από σοβαρές ιογενείς λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος [Colom et al. 2015; Trenholme et al. 2013]. Γνωστοί παράγοντες κινδύνου για βρογχεκτασία στα παιδιά περιλαμβάνουν τη σοβαρή και υποτροπιάζουσα πνευμονία [Valery et al. 2004; Eastham et al. 2004]. Ωστόσο, οι αρχικοί παθογενετικοί μηχανισμοί που οδηγούν σε βρογχεκτασία είναι άγνωστοι. Η βλάβη που προκαλείται στους πνεύμονες από τις βρογχεκτασίες είναι μόνιμη, αλλά η θεραπεία μπορεί να βοηθήσει στην ύφεση των συμπτωμάτων και να σταματήσει την επιδείνωση των βλαβών. Το κυρίαρχο σύμπτωμα της βρογχεκτασίας είναι η εμφάνιση ενός παρατεταμένου, παραγωγικού υγρού βήχα. Πρόσθετα συμπτώματα περιλαμβάνουν σοβαρή δύσπνοια, υποτροπιάζουσες λοιμώξεις αναπνευστικού, επίμονο υγρό βήχα με απόκριση στα αντιβιοτικά, συμπτωματολογία αντιδραστικής νόσου των αεραγωγών (asthma like condition) και υπολειπόμενη ανάπτυξη. Στα παιδιά, η αιμόπτυση συμβαίνει σπάνια, εξαιρουμένων των τελικών 8 σταδίων της νόσου. Πρόσθετα κλινικά σημεία της βρογχεκτασίας περιλαμβάνουν παραμόρφωση του θωρακικού τοιχώματος, πληκτροδακτυλία, διάταση του θωρακικού τοιχώματος και επιπρόσθετους ήχους κατά την ακρόαση του θώρακος [de Blic et al. 2000; Οι Kalu et al. 2010]. Σε αντίθεση με τη βρογχεκτασία, ο όρος χρόνια πυώδη πνευμονοπάθεια περιγράφει την κλινική κατάσταση που βασίζεται στην κλινική συμπτωματολογία της βρογχιεκτασίας χωρίς τα ακτινολογικά ευρήματα της βρογχιεκτασίας στην cHRCT. Το κύριο σύμπτωμα των ασθενών με χρόνια πυώδη πνευμονοπάθεια είναι ο παρατεταμένος υγρός βήχας. Εκτός από την απουσία των ευρημάτων στην cHRCT, η συμπτωματολογία των ασθενών με χρόνια πυώδη πνευμονοπάθεια είναι παρόμοια με εκείνη της βρογχιεκτασίας. Σε αντίθεση, οι ασθενείς με χρόνια βακτηριακή βρογχίτιδα παρουσιάζουν ένα επεισόδιο μεμονωμένου υγρού βήχα (που δεν περιέχει συμπτωματολογία και σημεία βρογχεκτασίας ή χρόνιας πυώδους πνευμονοπάθειας) [Chang et al. 2008]. Τα παιδιά με χρόνια πυώδη πνευμονοπάθεια αντιμετωπίζονται με την ίδια θεραπευτική αγωγή που αντιμετωπίζονται τα παιδιά με βρογχιεκτασία. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα παιδιά με χρόνια πυώδη πνευμονοπάθεια διαφέρουν από τα παιδιά με χρόνια βακτηριακή βρογχίτιδα στο ότι η κατάστασή τους δεν μπορεί να αντιστραφεί πλήρως μετά τη χορήγηση σχημάτων αντιβιοτικών. Η χρόνια πυώδη πνευμονοπάθεια είναι βέβαιη εάν οι ασθενείς παρουσιάζουν την τυπική συμπτωματολογία των ασθενών με βρογχιεκτασία χωρίς να παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά ακτινολογικά ευρήματα που παρουσιάζουν οι ασθενείς με βρογχιεκτασία στην cHRCT [Chang et al. 2008]. Η μη σωστή αντιμετώπιση της χρόνιας πυώδους πνευμονοπάθειας μπορεί να οδηγήσει στην εξέλιξη σε βρογχεκτασία λόγω αθροιστικής βλάβης των αεραγωγών από επαναλαμβανόμενη ή επίμονη βακτηριακή λοίμωξη [Chang et al. 2008]. Οι οξείες παροξύνσεις της χρόνιας πυώδους πνευμονοπάθειας και της βρογχεκτασίας σχετίζονται με τη σοβαρότητα της νόσου [Wang et al. 2015]. Αν και δεν υπάρχουν επαρκή βιβλιογραφικά δεδομένα για τη βρογχεκτασία ή τη χρόνια πνευμονοπάθεια στα παιδιά, οι παροξύνσεις τους είναι πιθανό να επηρεάσουν αρνητικά την πνευμονική λειτουργία. Παράγοντες που επιδρούν αρνητικά στην πνευμονική λειτουργία σε ενήλικές ασθενείς είναι η συχνότητα των παροξύνσεων, οι αυξημένοι φλεγμονώδεις δείκτες και η λοίμωξη με Pseudomonas aeruginosa [Martinez-Garcia et al. 2007]. Όπως η βρογχεκτασία και η χρόνια πυώδη πνευμονοπάθεια, η χρόνια βακτηριακή βρογχίτιδα συνδέεται με επίμονες/υποτροπιάζουσες βακτηριακές λοιμώξεις στους αεραγωγούς [Marchant et al. Στήθος 2006; Donnelly et al. 2007] και είναι ευρέως αποδεκτό ότι τέτοιες 9 βακτηριακές λοιμώξεις βλάπτουν τους αεραγωγούς [Stockley 1998; Οι Chang et al. 2008]. Η διάγνωση του βακτηριακού παράγοντα που προκαλεί αναπνευστική λοίμωξη σε αυτούς τους ασθενείς είναι εξαιρετικά δύσκολη καθώς είναι γνωστό ότι τα παιδιά δεν είναι ικανά για απόχρεμψη ώστε να ληφθεί ικανό αναπνευστικό δείγμα για περαιτέρω εργαστηριακό έλεγχο. Είναι συνεπώς σημαντικό, να καθοριστούν τα πιο ακριβή διαγνωστικά εργαλεία για τον ακριβή εντοπισμό των βακτηριακών/ιικών παθογόνων που εμπλέκονται στην παθογένεση ή την οξεία παρόξυνση αυτών των νόσων. Ο ακριβής προσδιορισμός της αιτιολογίας των πιο πάνω παροξύνσεων είναι πολύ σημαντικός γιατί με αυτό τον τρόπο επιλέγεται η καταλληλότερη αντιβιοτική θεραπεία. Σήμερα, η καθιερωμένη καθημερινή κλινική πρακτική για τα παιδιά εντός του φάσματος των χρόνιων πυώδων πνευμονοπαθειών περιλαμβάνει την τακτική παρακολούθηση της μικροβιολογίας των αεραγωγών αλλά και της μικροβιολογίας των αεραγωγών κατά τη διάρκεια οξείων παροξύνσεων. Ωστόσο, αυτά τα παιδιά συχνά αδυνατούν για απόχρεμψη ακόμα κι αν υπάρχει υγρός βήχας. Κατά συνέπεια, φαίνεται ότι η αποτελεσματική δειγματοληψία σχετικά με τη μικροβιολογία των κατώτερων αεραγωγών αποτελεί πρόκληση, αν και είναι ουσιαστικής σημασίας για την επιτυχή διαχείριση και αντιμετώπιση των λοιμώξεων [Forton 2015; Ronchetti et al. 2018]. Τα προκλητά πτύελα αποτελούν μια καλή μέθοδο για τη λήψη δειγμάτων αντιπροσωπευτικών του κατώτερου αναπνευστικού από άτομα που δεν είναι ικανά για απόχρεμψη και η χρήση τους στην αντιμετώπιση της φυματίωσης στα παιδιά είναι καλά αποδεδειγμένη [Iriso et al. 2005; Zar et al. 2000]. Ο ρόλος των προκλητών πτυέλων στη θεραπεία μικρών παιδιών εντός του φάσματος των ασθενειών CLSD δεν έχει μελετηθεί συστηματικά. Οι συγγραφείς μιας μελέτης του 2018 [Ronchetti et al. 2018] συνέστησαν την τακτική εφαρμογή προκλητών πτυέλων σε παιδιά με κυστική ίνωση. Η πρόταση αυτή χαρακτηρίσθηκε από την ευρεία αποδοχή της διαδικασίας από όλες τις ηλικιακές ομάδες, την αποδοχή των γονέων και ασθενών, την ευκολία επαναληψιμότητάς της, την επιτυχή λήψη δειγμάτων, την εφαρμογή τόσο σε εσωτερικούς όσο και εξωτερικούς ασθενείς, το μεγάλο ποσοστό των ανιχνεύσιμων παθογόνων και τη σημαντική οικονομική εξοικονόμηση σε σύγκριση με τη βρογχοσκόπηση. Οι συγγραφείς πρότειναν ωστόσο, ότι τόσο τα προκλητά πτύελα όσο και η λήψη BAL έξι λοβών θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως τυπική πρακτική για την πλήρη ανίχνευση παθογόνων κατώτερου αεραγωγού σε παιδιά με κυστική ίνωση. 10 Η λήψη cough swabs περιλαμβάνει τη διαδικασία μέσα από τη οποία ζητάμε από το παιδί να βήξει ενώ ένας στειλεός τοποθετείται στο οπίσθιο τοίχωμα του στοματοφάρυγγα χωρίς να το αγγίξει. Αποτελεί μη επεμβατική και απλή διαδικασία και είναι απίθανο να επηρεάσει την έκβαση μιας ενδεχόμενης διαδικασίας προκλητών πτυέλων που θα ακολουθήσει. Ωστόσο, οι καλλιέργειες επιχρισμάτων cough swabs δεν δείχνουν καλή συσχέτιση αν συγκριθούν με καλλιέργειες από δείγματα BAL [Rosenfeld et al. 1999]. Εν μέρει το ζήτημα είναι ότι παρά την τακτική χρήση τους στην κλινική πράξη, οι πιθανές επιμολύνσεις από τις εκκρίσεις των ανώτερων αεραγωγών έχουν ως αποτέλεσμα να μην μπορεί με βεβαιότητα να χαρακτηρισθεί ο απομονωμένος μικροοργανισμός ως πιθανό άιτιο λοίμωξης του κατώτερου αναπνευστικού. Επιπρόσθετα, πιθανά παθογόνα ενδιαφέροντος (M. catarrhalis, NTHI και S. pneumoniae), ανιχνεύονται επίσης συνήθως στο ανώτερο αναπνευστικό των παιδιών, τα οποία είναι υγιή. Ένα πιθανό πρόβλημα θα μπορούσε να είναι η μόλυνση με μικροχλωρίδα του ανώτερου αεραγωγού, τη στιγμή που λαμβάνονται δείγματα κατώτερου αεραγωγού για βακτηριακές καλλιέργειες [Loens et al. 2009]. Τα οφέλη των προκλητών πτυέλων έναντι των επιχρισμάτων cough swabs έχουν αναγνωριστεί σε ενήλικες και μεγαλύτερα παιδιά με κυστική ίνωση. Ωστόσο, καμία μελέτη δεν έχει συγκρίνει τις δύο προσεγγίσεις σε ασθενείς με CLSD. Τα αποτελέσματα ότι οι καλλιέργειες cough swabs μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντί για BAL και ότι αποτελούν αξιόπιστα δείγματα του κατώτερου αναπνευστικού προέρχονται από πέντε αναφορές από ασθενείς με κυστική ίνωση [Armstrong et al. 1996; Avital et al. 1995; Ramsey et al. 1991; Rosenfeld et al. 1999; Jung et al. 2002]. Στοιχεία από πέντε μελέτες δείχνουν ότι τα προκλητά πτύελα είναι πιο αποτελεσματικά από τα cough swabs για τον εντοπισμό βακτηριακών παθογόνων σε ασθενείς με κυστική ίνωση [Al-Saleh et al. 2010; Suri et al. 2003; De Boeck et al. 2000; Henig et al. 2001; Ho et al. 2004]. Μια μικρή εξέταση 10 ενηλίκων ατόμων με κυστική ίνωση έδειξε συγκρίσιμες μικροβιολογικές αποδόσεις όταν χρησιμοποίησαν αυθόρμητα προκαλούμενα πτύελα, προκλητά πτύελα και BAL. Δύο μεγαλύτερες μελέτες συνέκριναν cough swabs με προκλητά πτύελα σε άτομα με κυστική ίνωση (που αφορούσαν 43 και 94 παιδιά, αντίστοιχα). Και οι δύο εξετάσεις αναγνώρισαν περαιτέρω οργανισμούς στα προκλητά πτύελα στο 30% και 42% των περιπτώσεων, αντίστοιχα. Παρά την τρέχουσα γνώση σχετικά με τη μικροβιολογία των κατώτερων αεραγωγών σε παιδιά που πάσχουν από CLSD, υπάρχουν αρκετές προκλήσεις στη διαδικασία αναγνώρισης των παθογόνων που εμπλέκονται σε μια οξεία αναπνευστική παρόξυνση της νόσου. Όπως 11 αναφέρθηκε προηγουμένως, η συλλογή πτυέλων από μικρά παιδιά είναι αρκετά δύσκολη, επειδή έχουν δυσκολίες στην απόχρεμψη. Αν και τα cough swabs μπορεί να αποτελούν μια πολύτιμη εναλλακτική, πρακτικά, ο μικροοργανισμός που ευθύνεται για την παρόξυνση δεν αναγνωρίζεται και συνήθως η αντιμετώπιση των παροξύνσεων γίνεται εμπειρικά. Κατά προτίμηση, θα μπορούσαν να εφαρμοστούν επαναλαμβανόμενες βρογχοσκοπήσεις για λήψη BAL για τη συλλογή δειγμάτων αντιπροσωπευτικών των κατώτερων αεραγωγών πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από οξείες παροξύνσεις σε μικρά παιδιά που δεν είναι ικανά για απόχρεμψη. Ωστόσο, αυτή η μέθοδος δεν είναι πρακτική, δεδομένου του επεμβατικού χαρακτήρα της, καθώς θα απαιτούσε επαναλαμβανόμενη γενική αναισθησία. Ως εκ τούτου, οι πληροφορίες που απαιτούνται για να αποδοθεί με βεβαιότητα η αιτιολογία του μικροβιολογικού παράγοντα που ευθύνεται για την οξεία παρόξυνση της νόσου είναι λίγες και η θεραπεία του ασθενούς αναγκαστικά γίνεται εμπειρικά [Singleton et al. 2014]. Συμπερασματικά, απαιτούνται περισσότερες μελέτες προκειμένου να διαλευκανθεί η συσχέτιση μεταξύ αυτών των τριών μεθόδων (cough swabs, προκλητά και BAL) όταν εφαρμόζονται σε παιδιά με CLSD [Pizzutto et al. 2017]. Πέρα από το πρόβλημα ύπαρξης κατάλληλου αναπνευστικού δείγματος, που πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικού του κατώτερου αναπνευστικού, απαιτείται και μια μικροβιολογική τεχνική που να ανιχνεύει γρήγορα και με ακρίβεια το παθογόνο που εμπλέκεται στη λοίμωξη με σκοπό την έγκαιρη έναρξη στοχευμένης αντιβιοτικής θεραπείας. Ως γνωστόν οι κλασσικές μέθοδοι μικροβιολογίας (καλλιέργειες) απαιτούν τουλάχιστον 48 ώρες για την απομόνωση βακτηρίων και απαιτείται περαιτέρω χρονικό διάστημα για την διεκπεραίωση του αντιβιογράμματος. Έτσι, σύμφωνα με την παραπάνω συζήτηση, μια εξέταση ικανή να ανιχνεύει γρήγορα και με ακρίβεια πολλαπλά παθογόνα, συμπεριλαμβανομένων των ιικών παθογόνων, είναι πολύ επιθυμητή. Επίσης τα cough swabs και τα προκλητά πτύελα είναι μη επεμβατικές προσεγγίσεις δειγματοληψίας αεραγωγών, οι οποίες εάν αποδειχθούν αποτελεσματικές, θα μπορούσαν να συμβάλουν στη μείωση του αριθμού των βρογχοσκοπήσεων που πρέπει να υποβληθούν τα παιδιά με CLSD. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να προσδιορισθεί η εγκυρότητα των μικροβιολογικών αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τα cough swabs (αντιπροσωπευτικά δείγματα κατώτερου αναπνευστικού) και κατά πόσον αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για περαιτέρω 12 κλινικές αποφάσεις. Στόχος ακόμη ήταν, να προσδιορισθεί η εγκυρότητα των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από την τεχνική Film array Biofire pneumonia panel plus με βάση τα αποτελέσματα των reference standard μεθόδων (καλλιέργεια) και να καθορισθούν οι μικροβιολογικοί αιτιολογικοί παράγοντες της οξείας παρόξυνσης χρόνιας πυώδους πνευμονοπάθειας, βρογχιεκτασίας και χρόνιας βρογχίτιδας (εάν τα cough swabs δείγματα αποδειχθούν αξιόπιστα δείγματα αντιπροσώπευσης κατώτερου αναπνευστικού). Οι υποθέσεις ήταν ότι τα μικροβιολογικά αποτελέσματα των δειγμάτων cough swabs που λαμβάνονται από ασθενείς με οξεία παρόξυνση χρόνιας πυώδους πνευμονοπάθειας, βρογχιεκτάσιας και σε ασθενείς με χρόνια βορογχίτιδα είναι έγκυρα και αντιπροσωπεύουν το κατώτερο αναπνευστικό και δεν αντανακλούν ευρήματα φυσιολογικής χλωρίδας ανώτερου αναπνευστικού και ότι τα μικροβιολογικά αποτελέσματα του Film array Biofire pneumonia panel plus από τα cough swabs δείγματα είναι αξιόπιστα και το μικροβιολογικό φάσμα που ανιχνεύει η συγκεκριμένη εξέταση είναι μεγαλύτερο από το μικροβιολογικό φάσμα που ανιχνεύει η καλλιέργεια. Για να ελεγχθούν οι πιο πάνω υποθέσεις, από 23 ασθενείς 2-16 χρονών, που πληρούσαν τα κριτήρια οξείας παρόξυνσης χρόνιας πυώδους πνευμονοπάθειας, βρογχεκτασίας και χρόνιας βρογχίτιδας καθώς και από 17 προηγουμένως υγιή παιδιά που νοσηλεύθηκαν για λοίμωξη ανώτερου αναπνευστικού (age matched) λήφθηκαν cough swabs και έτυχαν περαιτέρω μικροβιολογικής διερεύνησης με την χρήση καλλιέργειας και της τεχνικής film array. Με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης τα cough swabs δεν αντιπροσωπεύουν αξιόπιστα δείγματα προερχόμενα από το κατώτερο αναπνευστικό και για αυτό το λόγο δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν περαιτέρω στην καθημερινή κλινική πρακτική για λήψη κλινικών αποφάσεων. Επίσης, λαμβάνοντας υπόψιν τα αποτελέσματα, η τεχνική BioFire FilmArray Pneumonia Panel επιτρέπει την ταχεία ανίχνευση παθογόνων και παρέχει μεγαλύτερο μικροβιολογικό φάσμα εάν συγκριθεί με τη reference standard μκροβιολογική μέθοδο που είναι η καλλιέργεια και επίσης χαρακτηρίζεται από υψηλή ευαισθησία και μέτρια προς υψηλή ειδικότητα στην ανίχνευση αναπνευστικών παθογόνων. Ένα αρνητικό αποτέλεσμα με την τεχνική film array σε δείγμα cough swab αποκλείει την ύπαρξη του ως πιθανού αιτιολογικού παράγοντα της λοίμωξης (υψηλή ΝPV) ενώ ένα θετικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιβεβαιώσει την παρουσία του ως πιθανού αιτιολογικού παράγοντα της λοίμωξης (χαμηλή PPV). 13 Τέλος, συμπεραίνουμε ότι, είναι επιτακτική η ανάγκη για διενέργεια μελετών για την αποτελεσματικότητα της τεχνικής film array χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα αναπνευστικά δείγματαBronchiectasis (BE), protracted bacterial bronchitis (PBB) and chronic suppurative lung disease (CLSD) are serious diseases with important harmful impacts on children, their families, the healthcare sector, and the broader community [Chang et al. 2008]. They overlap clinically, and diagnoses can be confirmed only after further investigations and long-term follow-ups [Chang et al. 2008]. It has been assumed (however stays unconfirmed) that PBB, CLSD, and BE are part of a medical continuum and share common triggers and/or pathophysiologies while being distinguished by their respective degrees of severity [Chang et al. 2008; Kalu et al. 2010]. Shared themes of suppurative pulmonary situations are persistent and continuing contagion, poor clearance of infected material and extreme neutrophilic inflammation [Redding and Carter, 2017]. It is broadly acknowledged that insistent bacterial infections are damaging to the airway [Stockley 1998]. It is important to establish the most accurate diagnostic tools to accurately identify the bacterial/viral pathogens involved in the pathogenesis or acute exacerbation of these diseases. Accurately identifying the etiology is critical to ensuring that the most effective treatment is instituted. Currently, the standard care for children within the spectrum of CLSD diseases involves the regular surveillance of airway microbiology and airway microbiology during acute pulmonary exacerbations. However, those children are frequently unable to expectorate sputum, even if vigorously coughing throughout an acute exacerbation. Consequently, it seems that efficacious sampling regarding lower airway microbiology is challenging, although it is essential if contagions are to be successfully managed or prohibited[Forton 2015; Ronchetti et al. 2018]. Sputum induction constitutes a good method to getting lower airway sampling from individuals who are not impulsively productive, and its utilization in tuberculosis monitoring in children is well-addressed [Iriso et al. 2005; Zar et al. 2000]. The role of sputum induction when treating young children within the spectrum of CLSD diseases has not been systematically addressed. The oropharyngeal cough swab process contains asking the child to cough whereas a swab is put in the oropharynx. This is a very non-invasive, routine and straightforward process and is improbable to affect the outcome of a succeeding induced sputum. Nevertheless, oropharyngeal cough swabs cultures are a poor surrogate for cultures from lower airway samples taken throughout a coexisting BAL [Rosenfeld et al. 1999]. Despite the current knowledge regarding the microbiology of the lower airways in children suffering from CLSD, several challenges exist in the process of recognizing the pathogens involved in pathogenesis, such as in an acute respiratory exacerbation of CLSD. As previously stated, impulsive or induced sputum constitutes a trustworthy and available foundation of specimens regularly utilized for microbiologic examination in adult population. Nevertheless, gathering sputum from young children is quite challenging, because they have difficulties in expectorating. Though oropharyngeal cough swabs might constitute a valuable alternative, in practical way, the organism accountable for an exacerbation is hardly recognized and doctors usually trust empiric data to handle PBB or respiratory exacerbations in children with CLSD/BE. In part the issue is that notwithstanding their regular utilization in clinical practice, upper airway secretions composed by cough or throat swabs do not consistently forecast what are the organisms that exist in the lower airways, particularly possible pathogens of interest (M. catarrhalis, NTHI and S. pneumoniae), since these are likewise usually detected in the upper airway spaces of children, who are healthy. A possible problem could be the infenc

    Similar works