Τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα

Abstract

Για την προσέγγιση οποιουδήποτε θεσμού, εκτός από την έρευνα του θεωρητικού του θεμελίου, έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη και η αναφορά στην νομοθετική και νομολογιακή του διαδρομή. Για το λόγο αυτό, στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, η απόπειρα οριοθέτησης της έννοιας των αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου και αποσαφήνισής της από συγγενείς έννοιες όπως εκείνης των δικαστικών τεκμηρίων, θα στηριχθεί σε θεωρητικά, νομοθετικά και νομολογιακά δεδομένα . Κατά τη θεωρία, η εξέταση των αποδεικτικών μέσων, γίνεται σε σχέση είτε προς το παραδεκτό, είτε προς την εγκυρότητα αυτών . Η διαπίστωση έλλειψης οιασδήποτε προϋποθέσεως του παραδεκτού ή του κύρους τους, μετάγει αυτά στην κατηγορία των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων . Τέτοια μέσα λοιπόν είναι όσα παρουσιάζουν ελλείψεις ως προς τις προϋποθέσεις, είτε του επιτρεπτού, είτε της διαδικασίας παραγωγής τους. Οι πρώτες των προϋποθέσεων αυτών αφορούν αποδεικτικά μέσα τα οποία εκφεύγουν του καταλόγου του άρθρου 339 ΚΠολΔ, ενώ οι δεύτερες ανάγονται στη νομότυπη παραγωγή των επώνυμων αποδεικτικών μέσων. Κατά τον τρόπο αυτό λοιπόν κατά την επιστημονική θεωρία, τα ελαττωματικά επώνυμα αποδεικτικά μέσα ανήκουν στην κατηγορία των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων, ενώ τα ανώνυμα μέσα εμπίπτουν στην κατηγορία των δικαστικών τεκμηρίων. Ο όρος μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, αποδίδει το γερμανικό όρο “Beweisbehelfe” (βοηθήματα αποδείξεως), ο οποίος υπήρχε στη γερμανική διάταξη για την πιθανολόγηση, που μεταφέρθηκε αυτούσια στο άρθρο 255ΠολΔ/1835 , και συστεγάζει όλες τις αποδείξεις είτε αυτές είναι επώνυμες ελαττωματικές είτε είναι ανώνυμες, που εμφανίζονται μεταξύ άλλων με τις ονομασίες «ατελή», «άκυρα» αποδεικτικά μέσα .For the approach of any institution, apart from the theoretical foundation research, it has proved to be particularly useful to refer to its legislative and judicial path. According to theory, the examination of the evidence is made in relation to either the admissibility or the validity of the evidence.The finding of a lack of any condition of admissibility or prestige translates them into the category of non-compliance with the requirements of the Law. Thus, such means are shortcomings in terms of either the permissible or the production process. The first of these conditions concern evidence which is outside the list of Article 339 of the Code of Civil Procedure Law, while the latter are related to the proper production of branded evidence.Thus, according to scientific theory, defective branded evidence belongs to the category of non-compliance with the requirements of the law of evidence, while anonymous means fall within the category of judicial evidenc

    Similar works