Η παρούσα διπλωματική εργασία πραγματεύεται τη σημερινή διάκριση των φορολογικών κυρώσεων, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί έπειτα από πληθώρα νομοθετικών επεμβάσεων, που έλαβαν χώρα ακόμη και μετά την πρόβλεψη του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4174/2013) και των σημείων συμπλοκής των κυρώσεων που επιβάλλονται από το Φορολογικό Δίκαιο με τις καθαρά ποινικές κυρώσεις ως προς την προστασία που διαλαμβάνουν οι τελευταίες από το Σύνταγμα, μέσω του άρθρου 7, την προστασία της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής της ευνοϊκότερης φορολογικής κύρωσης, αλλά και των εγγυήσεων των διεθνών συμβάσεων, όπως των διατάξεων του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 4 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ που θεμελιώνει και προστατεύει την αρχή “ne bis in idem”.
Εξετάστηκε ενδελεχώς πως αντιμετωπίζονταν οι φορολογικές κυρώσεις σε θεωρητικό και νομολογιακό επίπεδο, αφού κάποιες φορές γινόταν δεκτό ότι αφίστανται της έννοιας της κύρωσης του Ποινικού Δικαίου και ενίοτε ότι δεν αποτελούν καν κυρωτικά μεγέθη, με αποτέλεσμα οι αρχές που εφαρμόζονται στις ποινικές κυρώσεις να είναι αλλότριες στο πεδίο των φορολογικών κυρώσεων.
Κρίνεται, λοιπόν, καθοριστική η συμβολή των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων στην μεταστροφή της ελληνικής νομολογίας, η οποία παρέμενε προσκολλημένη σε τυπολατρικά κριτήρια χαρακτηρισμού των φορολογικών κυρώσεων ως διοικητικές ή ποινικές, έχοντας ως άλλοθι την προστασία της αρχής της ασφάλειας δικαίου και των άρθρων 94 και 96 Σ. Χαράχθηκε ένας μακρύς δρόμος μέχρι την αποδοχή των εγγυήσεων τους για την προστασία των φορολογουμένων σε σχέση με την επιβολή φορολογικών βαρών και κυρώσεων. Πλέον, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, ως κοινός δικαστής της ΕΣΔΑ, εγγυάται αποτελεσματικά ένα υψηλότερο επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων των φορολογουμένων στο πλαίσιο διαφορών από τη διαπίστωση φορολογικών παραβάσεων και την επιβολή φορολογικών κυρώσεων.
Δεν θα ήταν καθόλου παράλογο, όμως, να δεχτούμε την ανάγκη αντιμετώπισης τόσο των διοικητικών όσο και των ποινικών κυρώσεων στο φορολογικό δίκαιο στο πλαίσιο μιας κοινής διαδικασίας και δικαιοδοσίας, προκειμένου να επιτευχθεί μια ταχεία απονομή δικαιοσύνης και επίλυσης των σχετικών διαφορών, διασφαλίζοντας τα συμφέροντα του κράτους για την είσπραξη των φόρων και την αποκατάσταση της μη συμμόρφωσης των διοικουμένων στις φορολογικές τους υποχρεώσεις.This thesis deals with the current distinction of tax sanctions, as it has been formed after numerous legislative interventions, which took place even after the provision of the Tax Procedure Code (N. 4174/2013) and the points of conflict between the sanctions imposed by tax law and the purely criminal sanctions regarding the protection provided by the Constitution, through Article 7, the protection of the principle of retroactive application of the most favorable tax penalty, but also the guarantees of international conventions, such as the provisions of Article 6 of the ECHR and Article 4 of FP7 of the ECHR that establishes and protects the principle “ne bis in idem”.
It was examined in detail how tax sanctions were treated in theoretical and judicial level, since sometimes it was accepted that they depart from the concept of sanction of Criminal Law and sometimes that they do not even constitute punitive magnitudes, with the result that the principles applied to criminal sanctions are unknown in the field of tax sanctions.
Therefore, the contribution of the European courts to the conversion of greek jurisprudence, which remained attached to formal criteria for the classification of tax sanctions as administrative or criminal, having as an alibi the protection of the principle of legal certainty and articles 94 and 96 P.
A long road has been drawn to the acceptance of their guarantees to protect taxpayers in relation to the imposition of tax burdens and penalties. Now, the Supreme Administrative Court effectively guarantees a higher level of protection of taxpayers ' rights in disputes from the finding of tax violations and the imposition of tax penalties.
It would not be unreasonable at all, however, to accept the need to address both administrative and criminal penalties in tax law within the framework of a common procedure and jurisdiction, in order to achieve a speedy administration of justice and resolution of the relevant disputes, safeguarding the interests of the state in collecting taxes and remedying the non-compliance of the governed with their tax obligations