59 research outputs found
Crisis as Emotional Labour in the News. Assessing the Trauma Frame During the Economic and the Pandemic Crisis
This study focuses on the way(s) that the economic and the pandemic crisis were covered by media outlets and aims to research whether journalists’ own feelings and experiences of covering both these traumatic events were depicted in their news articles. Drawing on Semetko and Valkenburg’s (2000) set of five generic frames this study focuses on Greece, a country that has been severely hit by both these crises and brings together theories about journalism as emotional labour that defy the prevailing notion of the distant and neutral observers. Moving one step further, this study argues that journalists convey their source’s emotions, but in some cases, they also reveal their own feelings through their news articles. Findings suggest that apart from the already documented frames, (i.e., attribution of responsibility, conflict, human interest, economic consequences, and morality), journalists used the trauma frame, a notion we use to refer to news articles that essentially reflect and reveal journalists’ own emotions. This finding refutes the traditional understanding of quality journalistic discourse as one stripped of emotional expression and opens new pathways for research
Παρατηρητηριο για τον πλουραλισμο των μεσων ενημερωσησ στην ψηφιακη εποχη. εφαρμογη του παρατηρητηριου στα κρατη μελη τησ Ευρωπαϊκησ ενωσησ και τισ υποψηφιεσ χωρεσ για το ετοσ 2023. Εθνική έκθεση : Ελλάδα
This report presents the results of the implementation of the Media Pluralism Monitor in Greece for the year 2023 (MPM2024). The MPM is a holistic tool aimed at assessing the risk to media pluralism in the EU member states and candidate countries. It considers legal, political, and economic variables relevant for analyzing the levels of media pluralism in a democratic society. The Media Pluralism Monitor has been implemented annually by the Centre for Media Pluralism and Media Freedom since 2013/2014.Η παρούσα έκθεση παρουσιάζει τα αποτελέσματα της εφαρμογής του Παρατηρητηρίου του Πλουραλισμού των Μέσων Ενημέρωσης για το έτος 2023 (MPM2024) στην Ελλάδα. Το MPM είναι ένα ολιστικό εργαλείο που στοχεύει στην αξιολόγηση των κινδύνων για τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης στα κράτη μέλη της ΕΕ και σε επιλεγμένες υποψήφιες χώρες. Το MPM λαμβάνει υπόψη του νομικές, πολιτικές και οικονομικές μεταβλητές για την ανάλυση των επιπέδων πλουραλισμού των μιντιακών συστημάτων σε μια δημοκρατική κοινωνία. Το Παρατηρητήριο του Πλουραλισμού των Μέσων Ενημέρωσης εφαρμόζεται, σε τακτική βάση, από το Κέντρο για τον Πλουραλισμό και την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης/ Center for Media Pluralism and Media Freedom, από το 2013/2014.The Centre for Media Pluralism and Media Freedom is co-financed by the European Union
Ανεξαρτησία και λογοδοσία των κεντρικών τραπεζών στο δημοκρατικό πολίτευμα Θεωρία, γενικές αρχές, νομολογία και μελέτη της οργάνωσης & λειτουργίας του Federal Reserve System, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδος.
Αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής είναι η μελέτη του καθεστώτος της ανεξάρτητης λειτουργίας και της δημοκρατικής λογοδοσίας του θεσμικού υποδείγματος των ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών, στο πλαίσιο του διεθνούς χρηματοπιστωτικού δικαίου. Πλαίσιο της μελέτης αυτής αποτελεί ο «πολυεπίπεδος συνταγματισμός», όπως αυτός διαμορφώνεται συνεχώς μεταξύ των «παραδοσιακών δομών» του συνταγματικού δικαίου και της σύγχρονης εποχής του soft law και των άτυπων διακυβερνητικών fora του διεθνούς χρηματοπιστωτικού δικαίου. Οι κεντρικές τράπεζες εξετάζονται ως μια ιδιαίτερη περίπτωση ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, υπερβαίνουσα τον «μέσο όρο» ανεξάρτητης λειτουργίας έναντι της πολιτικής εξουσίας εντός της δημόσιας διοίκησης. Το θεσμικό αυτό status quo εδραιώθηκε και ενισχύθηκε ιδίως κατά τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες. Η εξέλιξη αυτή αποτέλεσε συνέπεια του ότι η πολιτική εξουσία αποδείχθηκε πολλές φορές ανεπαρκής, ή σε κάθε περίπτωση ακατάλληλη για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής, ενώ από την άλλη η θεωρία και η θεσμική και οικονομική ιστορία συνδέουν άμεσα τον βαθμό ανεξαρτησίας της λειτουργίας της κεντρικής τράπεζας με την αποτελεσματικότητα της άσκησης των καθηκόντων της. Βάσει των παραδοχών αυτών, με την πάροδο των ετών δεν επεκτάθηκε μόνο η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, αλλά και το εύρος του «χαρτοφυλακίου» τους, καταλαμβάνοντας μεν αρμοδιότητες εποπτείας και ρύθμισης τομέων πέραν του παραδοσιακού που αφορούσε στην νομισματική σταθερότητα, περιοριζόμενο δε ως προς την σχέση της με την πολιτική εξουσία, ιδίως υπό την μορφή της χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων της τελευταίας. Ωστόσο, οι παραδοχές αυτές δεν είχαν ως αποτέλεσμα μόνο την θωράκιση της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών, αλλά και τον πολλαπλασιασμό των άτυπων πηγών του διεθνούς χρηματοπιστωτικού δικαίου. Εντός του πλαισίου αυτού, η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών (εθνικών και υπερεθνικών) θωρακίστηκε θεσμικά και η δημοκρατική τους λογοδοσία «επαναπροσδιορίστηκε». Ο επαναπροσδιορισμός αυτός, κρίσιμος για την διάκριση των εξουσιών, το κράτος δικαίου και τα συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών, είναι η κεντρική θεματική της διατριβής αυτής. Οδηγός για την προσέγγιση του ζητήματος, η ιδέα ότι η εξέλιξη του διεθνούς χρηματοπιστωτικού δικαίου εισάγει νέα δεδομένα όχι απλώς στην άσκηση της κεντρικής τραπεζικής, αλλά της λειτουργίας του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος. Έτσι, προκειμένου να μην απωλεσθούν τα θεσμικά κεκτημένα της δυτικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αυτή οφείλει να εξελιχθεί μαζί με το πεδίο έρευνάς μας, αποτρέποντας την εκ πλαγίου παραβίαση των κανόνων του πολιτεύματος.Το έναυσμα ενασχόλησης με το συγκεκριμένο ζήτημα αποτέλεσε η (αναμενόμενη ακόμη, κατά τον χρόνο επιλογής του θέματος της διατριβής, στα μέσα δηλαδή του 2013) θέση σε ισχύ των Κανονισμών 1022 και 1024/2013, μέσω των οποίων ενεργοποιήθηκε το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης. Μέσω αυτού, η εν πολλοίς υιοθετηθείσα θεωρία περί ισχυρής και ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας που κρατεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση πολύ πριν την έναρξη της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) το 1999 εδραιώθηκε έτι περαιτέρω. Sedes materiae της εδραίωσης αυτής, η ανάθεση στην ΕΚΤ εποπτικών και κυρωτικών αρμοδιοτήτων επί των «συστημικώς σημαντικών» χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν εντός των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, και στους εθνικούς επόπτες των αντίστοιχων καθηκόντων επί των λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην επικράτεια εκάστου κράτους-μέλους. Ωστόσο, το ζήτημα της ίδρυσης και λειτουργίας της ΕΚΤ, ως αναγωγή του κανόνα της άσκησης της νομισματικής πολιτικής από μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα σε μια ομάδα αυτή τη φορά πλειόνων κυρίαρχων (και ιδιαιτέρως ισχυρών) κρατών, απασχόλησε ab initio τη νομική βιβλιογραφία, τόσο ένθεν όσο και κακείθεν του Ατλαντικού. Απασχόλησε, όμως, και το (τότε) Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), το οποίο στο πλαίσιο της ‘Olaf’ είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί «θεσμικώς» και «αρμοδίως» επί της σχετικής συζήτησης. Άμα τη ενάρξει της λειτουργίας της Τραπεζικής Ένωσης, το ζήτημα άρχισε να συζητείται ξανά εντόνως, αλλά η «επιστημονική τροφοδοσία» της διατριβής οφείλεται στην οικονομική κρίση: αυτή ανάγκασε τόσο το (ήδη) Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) όσο και το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο (BVerfG) να εξετάσουν το κατά πόσον η ΕΚΤ, μέσω της (άμεσης ή έμμεσης) συμμετοχής της στα προγράμματα διάσωσης των κρατών-μελών, διαβαίνει τον Ρουβίκωνα που διαχωρίζει την «δική της» νομισματική πολιτική από την οικονομική πολιτική. Ο σχετικός διάλογος μεταξύ θεωρίας, των λοιπών θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΔΕΕ (μέσω της ‘Pringle’ και της ‘Gauweiler’), του BVerfG και, φυσικά, της ίδιας της ΕΚΤ, αποτελεί εκ των πλέον κρίσιμων νομικοπολιτικώς και ενδιαφερόντων επιστημονικώς debates στον δημόσιο διάλογο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και «διαρρύθμισης των αρμοδιοτήτων» μεταξύ εθνικού και ενωσιακού δικαστή. Εξ άλλου, προς συμπλήρωση του ερευνητικού αντικειμένου της διατριβής, μέχρι την ολοκλήρωσή της είχαν ήδη εκδοθεί και οι πρώτες αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί ζητημάτων νομιμότητας της επιβολής προστίμων εκ μέρους της ΕΚΤ σε τραπεζικά ιδρύματα που δεν πειθάρχησαν με τις επιταγές του ενωσιακού κανονιστικού νομοθέτη, αλλά και ως προς την έννοια της εκτελεστότητας διάφορης νομικής τυπολογίας πράξεων της ΕΚΤ κατά την άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων. Από την ερευνητική στόχευση της μελέτης αυτής δεν παραλείπεται και η όλως πρόσφατη εξέλιξη της ακύρωσης πράξης εθνικού οργάνου εκ μέρους του ΔΕΕ, στην πρόσφατη περίπτωση της παρεμπόδισης, μέσω της λήψης διασφαλιστικών μέτρων, του Λετονού κεντρικού τραπεζίτη Ilmārs Rimšēvičs, από την άσκηση του ρόλου του (ιδίως ως μέλος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.Υπό το πρίσμα των ως άνω δεδομένων, εξετάζονται οι ιστορικές συγκυρίες και η οικονομική αναγκαιότητα που οδήγησε στο μοντέλο της άσκησης της νομισματικής πολιτικής από ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, τα κανονιστικά και θεσμικά αντίβαρα που θέτει η πολιτική εξουσία στην ανεξαρτησία αυτή και η διαμόρφωση της δημοκρατικής λογοδοσίας των κεντρικών τραπεζών. Στην αρχή της συλλογιστικής της διατριβής αναλύεται σειρά ιστορικών και πολιτικών γεγονότων που κατέστησαν πράγματι αναγκαία την ανεξαρτησία αυτή, ότι η άσκησή της λαμβάνει χώρα εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών εν πολλοίς σε κλίμα αυτοπεριορισμού, ότι τα αποτελέσματα στις δυτικές οικονομίες ιστορικώς δικαιολογούν τον ρόλο αυτό των κεντρικών τραπεζών και ότι η ανεξάρτητη λειτουργία τους και η περιορισμένη λογοδοσία τους δεν αντιβαίνουν δογματικά στους κανόνες λειτουργίας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Επίσης, εξετάζεται και αιτιολογείται το ότι ο αποτελεσματικός έλεγχος των εκλεγμένων επί της άσκησης των αρμοδιοτήτων των κεντρικών τραπεζών είναι (και πρέπει να παραμείνει) έλεγχος ορίων. Grosso modo, η κεντρική συλλογιστική της διατριβής καταλήγει στο ότι υπό τα σημερινά δεδομένα, ο μόνος αποτελεσματικός veto player στην λειτουργία των κεντρικών τραπεζών αλλά και στην άτυπη νομοπαραγωγή του διεθνούς χρηματοπιστωτικού δικαίου που την καθορίζει, είναι ο ενωσιακός και ο εθνικός δικαστής, αφού όλα τα άλλα είδη λογοδοσίας των κεντρικών τραπεζών ορρωδούν. Ωστόσο, το ισχύον status του νομομαθή δείχνει να έχει ξεπεραστεί ιστορικά και να μην αντισταθμίζει θεσμικά την τεχνική υπεροπλία των διεθνών standard setters. Έτσι, η διατριβή θα καταλήξει με την αιτιολογημένη πρόταση του ότι η σύγχρονη δικαιοσύνη οφείλει ν’ ακολουθήσει το πρότυπο της στελέχωσης των (ανώτατων, εν πρώτοις) δικαστηρίων με δικαιοδοτικά όργανα ή επικουρικά αυτών όργανα με επιστημονικές γνώσεις σχετικές με τα κρινόμενα ζητήματα. Η επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών (διά βίου ή εισαγωγικά, πριν από τον διορισμό τους) επί των σχετικών ζητημάτων, μπορεί επίσης να θεωρηθεί πολύ σημαντική προς τον σκοπό της διατήρησης των ισορροπιών στο πολίτευμα. Τα ζητήματα αυτά αποτελούν την βάση της διατριβής αυτής, αλλά και τα βασικά σημεία ενός καλά θεμελιωμένου debate Συνταγματικού Δικαίου.Η διατριβή αυτή πραγματεύεται και τη δυσχέρεια εντοπισμού του «χρυσού κανόνα» σύζευξης της νομικής με την οικονομική επιστήμη, εκεί δηλαδή όπου η αποτελεσματικότητα της άσκησης της νομισματικής πολιτικής συγχρωτίζεται με την ανάγκη δημοκρατικής νομιμoποίησης και λογοδοσίας κάθε δημόσιου οργανισμού στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αντιστοιχεί επακριβώς στην δυσκολία που η διατριβή αυτή καλείται ν’ αντιμετωπίσει από μεθοδολογικής απόψεως. Προκειμένου ν’ ανταποκριθούν στην ιδιαιτερότητα αυτή, τα χρησιμοποιούμενα ερμηνευτικά και μεθοδολογικά εργαλεία της προσαρμόζονται σε αυτήν∙ αυτό επιχειρείται με τους ακόλουθους τρόπους: Αφ’ ενός, παρατίθεται, αναλύεται και σχολιάζεται το νομικό πλαίσιο της λειτουργίας, ανεξαρτησίας και λογοδοσίας των εξεταζόμενων εποπτικών αρχών του χρηματοπιστωτικού τομέα με την βοήθεια των κλασικών στη νομική επιστήμη μεθόδων ερμηνευτικής προσέγγισης των κανόνων δικαίου, ήτοι της γραμματικής, της ιστορικής, της τελολογικής και της συστηματικής ερμηνείας , όπως και των «κανόνων άρσης» της σύγκρουσης των κανόνων δικαίου, όπου παρατηρείται τέτοια σύγκρουση. Η διατριβή προσαρμόζεται με τον τρόπο αυτό και στις ιδιαιτερότητες του χώρου του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπου η τυπική ιεραρχία των κανόνων δικαίου και η νομική δεσμευτικότητά τους μέσα σε αυτήν συχνά τελεί σε πλήρη αναντιστοιχία με την in actu δεσμευτικότητά της ως προς τον έλεγχο της συμπεριφοράς των υποκειμένων των ρυθμίσεων αυτών.Αφ’ ετέρου, λόγω της φύσεως των καθηκόντων των (εθνικών και υπερεθνικών, πλέον) εποπτικών αρχών του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι οποίες κινούνται μεταξύ νομικής και οικονομικής επιστήμης -μεταξύ «παραδοσιακού συνταγματισμού» και «τεχνοκρατίας», οι παραδοσιακές μέθοδοι ερμηνείας του δικαίου δεν επαρκούν ώστε να αποτελέσουν και τις μόνες μεθόδους που θα χρησιμοποιηθούν για την προσέγγιση του θέματος. Στο ίδιο πλαίσιο, η προσέγγιση του φαινομένου του «πολυεπίπεδου συνταγματισμού», όπως αυτός σχηματίζεται από τις εθνικές, τις υπερεθνικές και τις άτυπες έννομες τάξεις, δεν μπορεί να γίνει αποκλειστικά με όρους παραδοσιακού Συνταγματικού Δικαίου. Έτσι, προς τον σκοπό της επάρκειας των χρησιμοποιούμενων ερμηνευτικών εργαλείων και της ασφάλειας των εξαγόμενων συμπερασμάτων, χρησιμοποιείται τόσο η ιστορική, όσο και η συγκριτική μέθοδος: η πρώτη προκειμένου να εξηγηθεί ο δημιουργηθείς συσχετισμός (ιδίως των «κανονιστικών», τυπικών ή ατυπικών) δυνάμεων στον χώρο της ρύθμισης της ανεξαρτησίας και των μέσων δημοκρατικής λογοδοσίας των εποπτικών αρχών του χρηματοπιστωτικού τομέα ήδη από την αρχή της δημιουργίας του συσχετισμού αυτού· η δεύτερη, προκειμένου τα εξαγόμενα συμπεράσματα μέσω της ιστορικής μεθόδου να εξειδικευθούν σε συγκεκριμένα ιστορικά υποδείγματα και να επαληθευθεί η εγκυρότητά τους. Η συνολική ανάπτυξη λαμβάνει χώρα με τα εργαλεία της αναλυτικής μεθόδου, διά των οποίων η διατριβή καταλήγει στα τελικά συμπεράσματα.Μέρη και Κεφάλαια της διατριβήςΣε αντιστοιχία τόσο με τις ιδιαιτερότητες του πραγματευόμενου θέματος όσο και με τα χρησιμοποιούμενα ερμηνευτικά εργαλεία, η διατριβή διαρθρώνεται σε δύο Μέρη (Μέρος Πρώτο και Μέρος Δεύτερο): Το Πρώτο αποτελεί το γενικό μέρος της διατριβής, στο οποίο εξετάζεται, μέσω της ιστορικής προσέγγισης της δημιουργίας νέων (ανεξάρτητων, κατά το μάλλον ή ήττον) θεσμών εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας για την αντιμετώπιση των οικονομικών κρίσεων, αλλά και της ανάπτυξης του διεθνούς χρηματοπιστωτικού δικαίου (Κεφάλαιο Πρώτο) και της νομιμοποίησής τους στο πλαίσιο της δημόσιας διοίκησης μέσω του υποδείγματος των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών (Κεφάλαιο Δεύτερο), το ειδικό ζήτημα της λογοδοσίας των κεντρικών τραπεζών (Κεφάλαιο Τρίτο)∙ στο Πρώτο Κεφάλαιο, συνδυαστικώς με την αναζήτηση των θεσμικών και ιστορικών αιτίων που οδήγησαν στις εξελίξεις αυτές, γίνεται επεξεργασία, σε επίπεδο γενικών αρχών, του ερωτήματος εάν η λειτουργία ανεξάρτητων αρχών εξυπηρετεί πράγματι αναγκαιότητες που δικαιολογούν την ανεξαρτησία τους και εάν αυτή συμβιβάζεται με την κοινοβουλευτική δημοκρατία, στο πλαίσιο μάλιστα του «πολυεπίπεδου συνταγματισμού» που σχηματοποιεί τις σύγχρονες δυτικές έννομες τάξεις. Η απάντηση στην οποία καταλήγουμε είναι καταφατική για αμφότερα τα ερωτήματα, μέσω όμως της αποτελεσματικής εφαρμογής της λογοδοσίας της ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας. Το Δεύτερο Μέρος, εξ άλλου, λειτουργεί ως «μεγεθυντικός φακός», ανάγοντας τα πορίσματα του Πρώτου Μέρους σε τρία συγκεκεκριμένα υποδείγματα, αυτά της εμβληματικότερης κεντρικής τράπεζας παγκοσμίως, του Federal Reserve System (ιδίως μετά την εφαρμογή του νόμου Dodd-Frank μετά την οικονομική κρίση - Κεφάλαιο Τέταρτο), της ΕΚΤ (υπό την ισχύ πλέον του περί της Τραπεζικής Ένωσης κανονιστικού πλαισίου – Κεφάλαιο Πέμπτο) και της Τράπεζας της Ελλάδος (περισσότερο λόγω «εντοπιότητος» της διατριβής, άμα τη εισδοχή της ελληνικής κεντρικής τράπεζας στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών – Κεφάλαιο Έκτο). Μέσω της ιστορικής, συγκριτικής και αναλυτικής μεθόδου, αποδεικνύεται σε όλα τα επιμέρους υποδείγματα κεντρικών τραπεζών ότι (α) η θέσπιση του καθεστώτος ανεξαρτησίας τους δικαιολογείται ιστορικά και είναι ανεκτή θεσμικά στο πλαίσιο της δυτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, (β) η εμπιστοσύνη στις κεντρικές τράπεζες εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας επιβεβαιώνεται διαρκώς, νομιμοποιώντας την ανεξαρτησία αυτή, ιδίως μέσω της ‘output legitimacy’ (γ) τα αποτελέσματα της ασκήσεως της ανεξαρτησίας είναι ευνοϊκά για το δημόσιο συμφέρον και υπερακοντίζουν το δημιουργούμενο έλλειμμα άμεσης δημοκρατικής νομιμοποίησης, (δ) τα μέσα δημοκρατικής λογοδοσίας των κεντρικών τραπεζών είναι παρόμοια παγκοσμίως με μικρές εξαιρέσεις, αποτελούν δε αυστηρώς έλεγχο νομιμότητας και «άκρων ορίων» άσκησης της διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών και (ε) το προηγούμενο πόρισμα δικαιολογείται στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας τόσο θεσμικώς, όσο και εκ του αποτελέσματος, και παρά την συν τω χρόνω αύξηση των ασκούμενων αρμοδιοτήτων των κεντρικών τραπεζών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, δεν αρθρώνεται δε αρκούντων πειστικός και τεκμηριωμένος λόγος περί της χρησιμότητας ή του εφικτού της διεύρυνσης του βάθους του. Στο Έβδομο και τελευταίο Κεφάλαιο της Διατριβής, ανακεφαλαιώνονται τα επιμέρους πορίσματα των προηγούμενων Κεφαλαίων, και διαπιστώνεται ότι το μόνο αποτελεσματικό θεσμικό αντίβαρο στην άτυπη νομοπαραγωγή του διεθνούς χρηματοπιστωτικού δικαίου και την λειτουργία των ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών είναι ο εθνικός και υπερεθνικός δικαστής, με την ανάγκη, ωστόσο, της εξέλιξης του παραδοσιακού μοντέλου του δικαιοδοτικού οργάνου προς πιο εξειδικευμένα και προσαρμοσμένα στις νέες ανάγκες πρότυπα. Τέλος, διατυπώνονται συγκεκριμένες προτάσεις για την προαναφερθείσα απαραίτητη εξέλιξη του δικαστή, προκειμένου να διατηρηθούν οι αναγκαίες ισορροπίες στο πολίτευμα, μεταξύ «παραδοσιακού συνταγματισμού» και «τεχνοκρατίας».This thesis is dealing with the subject of the legal and institutional status quo concerning the independence and the accountability of the supervisors of the financial sector, mainly central banks, towards elected officials. It is a comparative research on the independence and democratic accountability status of the Federal Reserve Board of Governors, the European Central Bank and the Greek Central Bank. Based on the findings of tyhe study, it is suggested that within the context of the international financial system and the constitutional pluralism, national judges stand as the last effective and efficient veto player towards the status of the central banks independence. Advisory Committee: Dr. G.Gerapetritis, Professor of Public Law, University of Athens Law School; Dr. N.C. Alivizatos, Professor of Public Law, University of Athens Law School; Dr. C. Gortsos, Professor of Public Law, University of Athens Law School
ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΟΥΡΑΛΙΣΜΟ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΠΟΧΗ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟΥ ΣΤHN ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ, ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ, ΣΤΟ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟ, ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ΣΤΗ ΣΕΡΒΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 2022. Εθνική έκθεση: Ελλάδα
This report presents the results of the implementation of the Media Pluralism Monitor for the year 2022 (MPM2023) in Greece. The MPM is a holistic tool geared at assessing the risks to media pluralism in EU member states and selected candidate countries (32 European countries in total, including Albania, Montenegro, the Republic of North Macedonia, Serbia, and Turkey). The MPM takes into account legal, political and economic variables that are relevant to analysing the levels of plurality of media systems in a democratic society. The Media Pluralism Monitor has been implemented, on a regular basis, by the Centre for Media Pluralism and Media Freedom, since 2013/2014.Η παρούσα έκθεση παρουσιάζει τα αποτελέσματα της εφαρμογής του Παρατηρητηρίου του Πλουραλισμού των Μέσων Ενημέρωσης για το έτος 2022 (MPM2023) στην Ελλάδα. Το MPM είναι ένα ολιστικό εργαλείο που στοχεύει στην αξιολόγηση των κινδύνων για τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης στα κράτη μέλη της ΕΕ και σε επιλεγμένες υποψήφιες χώρες (32 ευρωπαϊκές χώρες συνολικά, συμπεριλαμβανομένης της Αλβανίας, του Μαυροβουνίου, της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, της Σερβίας και της Τουρκίας). Το MPM λαμβάνει υπόψη του νομικές, πολιτικές και οικονομικές μεταβλητές για την ανάλυση των επιπέδων πλουραλισμού των μιντιακών συστημάτων σε μια δημοκρατική κοινωνία. Το Παρατηρητήριο του Πλουραλισμού των Μέσων Ενημέρωσης εφαρμόζεται, σε τακτική βάση, από το Κέντρο για τον Πλουραλισμό και την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης/ Center for Media Pluralism and Media Freedom, από το 2013/2014.The Centre for Media Pluralism and Media Freedom is co-financed by the European Unio
On the offline physical layer impairment aware RWA algorithms in transparent optical networks: state-of-the-art and beyond
In transparent optical networks with no regeneration, the problem of capacity allocation to traffic demands is called "Roting and Wavelength Assignment". Much work on this topic recently has focused on the dynamic case, whereby demands arrive and must be served in real-time. In addition, due to lack of regeneration, physical impairments accumulate as light propagates and QoT may become inappropiate (e.g., too high Bit Error Rate). Considering the physical layer impairments in the network planning phase gives rise to a class of RWA algorithms: offline Physical Layer Impairment Aware- (PLIA-)RWA. This paper makes a survey of such algorithms, proposes a taxonomy, and a comparison between these algorithms for common metrics. We also propose a novel offline PLIA-RWA algorithm, called POLIO-RWA, and show through simulations that it decreases blocking rate compared with other PLIA-RWA algorithms.Postprint (published version
Experimental comparison of impairment-aware RWA algorithms in a GMPLS-controlled dynamic optical network
The European research project DICONET proposed and implemented a multi-plane impairment-aware solution for flexible, robust and cost-effective core optical networks. The vision of DICONET was realized via a set of cross-layer optimization algorithms designed to serve the network during planning and operation. The cross-layer modules were incorporated in a common software platform forming a planning and operation tool that takes into account physical-layer impairments in the decision making. The overall solution relies on a GMPLS-based control plane that was extended to disseminate the physical layer information required by the cross-layer modules. One of the key activities in DICONET concerns the routing and wavelength assignment of traffic demands that arrive dynamically during the network operation. Identifying the important role of dynamic lightpath provisioning, in this work we focused on the performance of routing algorithms in dynamic optical networks. We tested the suitability and performance of two different online IA-RWA algorithms in a 14-node experimental test-bed that employed centralized control-plane architecture under the same network and traffic conditions. The parameters used to evaluate the two routing engines included the lightpath setup time and the blocking ratio in a traffic scenario where connections arrive and depart from the network dynamically. Results for different traffic loads showed that optimum impairment-aware decisions are made at the expense of higher lightpath setup times.Postprint (published version
Next Generation Flexible and Cognitive Heterogeneous Optical Networks:Supporting the Evolution to the Future Internet
Optical networking is the cornerstone of the Future Internet as it provides the physical infrastructure of the core backbone networks. Recent developments have enabled much better quality of service/experience for the end users, enabled through the much higher capacities that can be supported. Furthermore, optical networking developments facilitate the reduction of complexity of operations at the IP layer and therefore reduce the latency of the connections and the expenditures to deploy and operate the networks. New research directions in optical networking promise to further advance the capabilities of the Future Internet. In this book chapter, we highlight the latest activities of the optical networking community and in particular what has been the focus of EU funded research. The concepts of flexible and cognitive optical networks are introduced and their key expected benefits are highlighted. The overall framework envisioned for the future cognitive flexible optical networks are introduced and recent developments are presented
Cognitive Dynamic Optical Networks
Cognitive networks are a promising solution for the control of heterogeneous optical networks. We review their fundamentals as well as a number of applications developed in the framework of the EU FP7 CHRON project
Mortality and pulmonary complications in patients undergoing surgery with perioperative SARS-CoV-2 infection: an international cohort study
Background: The impact of severe acute respiratory syndrome coronavirus 2 (SARS-CoV-2) on postoperative recovery needs to be understood to inform clinical decision making during and after the COVID-19 pandemic. This study reports 30-day mortality and pulmonary complication rates in patients with perioperative SARS-CoV-2 infection. Methods: This international, multicentre, cohort study at 235 hospitals in 24 countries included all patients undergoing surgery who had SARS-CoV-2 infection confirmed within 7 days before or 30 days after surgery. The primary outcome measure was 30-day postoperative mortality and was assessed in all enrolled patients. The main secondary outcome measure was pulmonary complications, defined as pneumonia, acute respiratory distress syndrome, or unexpected postoperative ventilation. Findings: This analysis includes 1128 patients who had surgery between Jan 1 and March 31, 2020, of whom 835 (74·0%) had emergency surgery and 280 (24·8%) had elective surgery. SARS-CoV-2 infection was confirmed preoperatively in 294 (26·1%) patients. 30-day mortality was 23·8% (268 of 1128). Pulmonary complications occurred in 577 (51·2%) of 1128 patients; 30-day mortality in these patients was 38·0% (219 of 577), accounting for 81·7% (219 of 268) of all deaths. In adjusted analyses, 30-day mortality was associated with male sex (odds ratio 1·75 [95% CI 1·28–2·40], p\textless0·0001), age 70 years or older versus younger than 70 years (2·30 [1·65–3·22], p\textless0·0001), American Society of Anesthesiologists grades 3–5 versus grades 1–2 (2·35 [1·57–3·53], p\textless0·0001), malignant versus benign or obstetric diagnosis (1·55 [1·01–2·39], p=0·046), emergency versus elective surgery (1·67 [1·06–2·63], p=0·026), and major versus minor surgery (1·52 [1·01–2·31], p=0·047). Interpretation: Postoperative pulmonary complications occur in half of patients with perioperative SARS-CoV-2 infection and are associated with high mortality. Thresholds for surgery during the COVID-19 pandemic should be higher than during normal practice, particularly in men aged 70 years and older. Consideration should be given for postponing non-urgent procedures and promoting non-operative treatment to delay or avoid the need for surgery. Funding: National Institute for Health Research (NIHR), Association of Coloproctology of Great Britain and Ireland, Bowel and Cancer Research, Bowel Disease Research Foundation, Association of Upper Gastrointestinal Surgeons, British Association of Surgical Oncology, British Gynaecological Cancer Society, European Society of Coloproctology, NIHR Academy, Sarcoma UK, Vascular Society for Great Britain and Ireland, and Yorkshire Cancer Research
- …